ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΜΟΛΙΣ ΜΕΡΕΣ προτού ο Κόκκινος Στρατός φτάσει στα σύνορα του Βερολίνου, η φιλαρμονική της πόλης, σε μια σκηνή που παραπέμπει στην αντίστοιχη με το ναυάγιο του Τιτανικού, έπαιζε όσο πιο δυνατά μπορούσε στην παγωμένη, υποφωτισμένη Αίθουσα Μπετόβεν το τελευταίο κονσέρτο της αυτοκρατορίας του Γ’ Ράιχ με κομμάτια από το «Λυκόφως των θεών» του Ρίχαρντ Βάγκνερ και το μοναδικό κοντσέρτο για βιολί του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν, απόδειξη του ότι τόσο ο Χίτλερ όσο και οι παρατρεχάμενοί του δεν είχαν καμία διάθεση να εγκαταλείψουν, ακόμα και όταν όλα γύρω τους κατέρρεαν.
Η σκηνοθεσία, άλλωστε, του πιο μαζικού αγώνα εξόντωσης από ηγέτη της Δύσης εις βάρος πάσης φύσεως αδύναμων Εβραίων, κομμουνιστών και ξένων, ήταν πολύ καλά μελετημένη σε κάθε της λεπτομέρεια και είχε ως πρωτεργάτες από απηνείς στρατάρχες και αιμοδιψείς ναζιστές έως πανίσχυρους αρχιτέκτονες, συλλέκτες τέχνης, μαικήνες αλλά και δημοσιογράφους και εκδότες, οι οποίοι συνιστούσαν την κατεξοχήν αυλή του Χίτλερ και συνέχιζαν να συναντιούνται και μετά το 1945, σύμφωνα με όλα όσα αποκαλύπτει η ιστορικός Χάικε Γκέρτεμακερ στο άκρως ενδιαφέρον και διεισδυτικό βιβλίο της ‒αποτέλεσμα πολυετούς έρευνας‒ που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Gutenberg σε μετάφραση Γιάννη Κέλογλου.
Στην περίπτωση του Χίτλερ οι απύθμενες ανασφάλειες και το χαμηλό μορφωτικό του επίπεδο δεν έφερναν στην αυλή του στοχαστές και φιλοσόφους, όπως συνέβη με τους αντίστοιχους Γάλλους ή Πρώσους ηγεμόνες, αλλά στην καλύτερη περίπτωση φωτογράφους, όπως ο Χάινριχ Χόφμαν, ή προικισμένες καλλιτέχνιδες, όπως η Λένι Ρίφενσταλ ή η κοσμοπολίτισσα Μάγκντα Γκέμπελς.
Γνωστή από τη βιογραφία της Εύα Μπράουν, η Γερμανίδα ιστορικός φέρνει στο φως νέα ντοκουμέντα από τη συνδυαστική της έρευνα σε αρχεία και άγνωστες πηγές σχετικά με τα πρόσωπα που περιστοίχιζαν τον Φίρερ, ενώ παραδέχεται πως η χρόνια ενασχόλησή της με το στενό περιβάλλον του ηγέτη των ναζί την έφερε σε επαφή με άλλοτε στενούς συνεργάτες του, όπως ο γιος του Νικολάους φον Μπέλο, που της προσκόμισαν στοιχεία, χωρίς ωστόσο η ίδια να χρειαστεί να ασπαστεί τις αναθεωρητικές τάσεις ιστορικών όπως ο Ντέιβιντ Ίρβινγκ.
Αντιθέτως, η ειλικρινής απέχθειά της για το χιτλερικό περιβάλλον τη βοήθησε να απομυθοποιήσει τις πλέον προβεβλημένες πτυχές του Φίρερ, όπως το ότι ήταν ένας μοναχικός λύκος που αποφάσιζε και δρούσε μόνος του, κόντρα σε όλους. Αντίθετα, η Γκέρτεμακερ τον εμφανίζει ως ανασφαλή, προβληματικό στη σχέση του με τις γυναίκες, ζηλόφθονο και ανταγωνιστικό έναντι των μορφωμένων, ενίοτε φοβικό ακόμα και πληκτικό για τους πλέον οικείους του, οι οποίοι προσποιούνταν ότι γοητεύονταν από αυτόν.
Απόδειξη ότι οι περισσότεροι, αν και έμειναν πιστοί στις αρχές του εθνικοσοσιαλισμού, έσπευσαν να αποποιηθούν τον στενό ρόλο που διαδραμάτισαν και την άμεση εμπλοκή τους στα μαζικά, ναζιστικά εγκλήματα, όταν είδαν ότι η ναζιστική αυτοκρατορία καταρρέει.
Επιπλέον, η ιστορικός φροντίζει να ρίξει άπλετο φως σε όλες τις φάσεις της πολιτικής και εγκληματικής δράσης του Χίτλερ, εξηγώντας αναλυτικά πώς σχημάτισε τον στενό του κύκλο, ο οποίος δεν ήταν ποτέ ομοιογενής, καθώς οι «αυλικοί» ανταγωνίζονταν ποιος θα είχε περισσότερη εύνοια από τον αρχηγό, ενώ φέρνει στο φως ντοκουμέντα όχι μόνο για τα εγκλήματα αλλά και για τις αδιανόητες οικονομικές ατασθαλίες, τα παιχνίδια και τις εξαρτήσεις ανθρώπων που δεν καθορίζονταν τόσο από τα ιδεώδη της ανώτερης, καθαρής φυλής όσο από τα προσωπικά τους συμφέροντα.
Για παράδειγμα, ο Χάινριχ Χίμλερ ήδη από τον Φεβρουάριο του 1945 διεξήγε μυστικές συνομιλίες με τους συμμάχους, παζαρεύοντας την απελευθέρωση κρατουμένων από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης με αντάλλαγμα την προσωπική του ελευθερία, ενώ το ενδεχόμενο συνθηκολόγησης με τη Δύση εξέταζαν οι πλέον στενοί συνεργάτες του Χίτλερ, όπως ο Ρίμπεντροπ και ο Γκέρινγκ.
Βέβαια, ο ίδιος ο Χίτλερ, που είχε βιώσει ήδη σε μεγάλο βαθμό την προδοσία, αλλάζοντας ριζικά τον κύκλο των φίλων του μετά το αποτυχημένο «πραξικόπημα της μπιραρίας», είχε δώσει αρκετές φορές εντολή να οδηγηθούν στο απόσπασμα αλλοτινοί στενοί του συνεργάτες, όπως ο Ολίντεκε, που είχε κάνει πολύ δουλειά για εκείνον στην Αμερική και κατάφερε τελικά να διαφύγει για πάντα στη Νέα Υόρκη, ο Βάγκενερ ή ο Ρεμ, ο οποίος, παρότι κατείχε επί σειρά ετών διάφορα αξιώματα, π.χ. αρχηγός επιτελείου της Ες-Α και μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του Ράιχ, τελικά εκτελέστηκε με εντολή του ίδιου του αρχηγού. Το ίδιο συνέβη και με τον αξιωματικό Χέρμαν Φέγκελαϊν, ο οποίος, παρότι ήταν γαμπρός της Εύα Μπράουν και είχε τιμηθεί με τον Σταυρό των Ιπποτών του Σιδηρού Στρατού, θεωρήθηκε ότι επίσης ανήκε στην κλίκα των προδοτών.
Επομένως, πολλά άλλαξαν στο πέρασμα των χρόνων, από τις πρώτες μαζώξεις σε μπιραρίες έως αυτές που γίνονταν στην κατοικία του στην Πριντσρεγκέντενπλατς πια και στην έπαυλη Βάχενφελντ, που χτίστηκε στα βουνά της άνω Βαυαρίας, ή στο περίφημο Λημέρι του Λύκου, με αποτέλεσμα να τροποποιηθεί σταδιακά και η αυλή.
Η συγγραφέας τονίζει την ανάγκη τόσο του ίδιου του Χίτλερ όσο και των αυλικών του για υπερλουσάτο βίο, περίτρανη απόδειξη της οποίας είναι η υπερπολυτελής κατοικία στο Μπέργκχοφ, εκεί όπου συστάθηκε ο κατοπινός πιο στενός κύκλος του, κάτι που δεν είχε τολμήσει ποτέ κανένας καγκελάριος: «Στο κτήμα μετακόμισε επίσης πολυάριθμο υπηρετικό προσωπικό: υπηρέτες, σωματοφύλακες, σοφέρ, μάγειρες, γραμματείς, γιατροί προσωπικοί υπασπιστές. Σε αυτούς προστέθηκαν στρατιωτικοί υπασπιστές τους οποίους απέστειλε το υπουργείο Άμυνας, καθώς και εκπρόσωποι της κυβέρνησης και του κόμματος, ακολουθούμενοι από έναν κοινωνικό κύκλο όπου οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ ξεχωριστών ομάδων δεν ήταν σαφώς χαραγμένες, αλλά εξαρτιόνταν από το επίπεδο της σχέσης εμπιστοσύνης της καθεμιάς με τον Χίτλερ. (...) Αυτές οι συνθήκες διαβίωσης όχι μόνο αντικατόπτριζαν την εικόνα που είχε ο Χίτλερ για τον εαυτό του, φιλοτεχνώντας τον σαν διάδοχο του Πρώσου βασιλιά Φρειδερίκου Β’, σαν δημιουργό και καθοδηγητή του κράτους, αλλά συνέβαλλαν επίσης και στο να αντιμετωπίζεται ο ναζιστής ηγέτης ως ηγεμόνας», γράφει με ακρίβεια η συγγραφέας.
Μόνο που στην περίπτωση του Χίτλερ οι απύθμενες ανασφάλειες και το χαμηλό μορφωτικό του επίπεδο δεν έφερναν στην αυλή του στοχαστές και φιλοσόφους, όπως συνέβη με τους αντίστοιχους Γάλλους ή Πρώσους ηγεμόνες, αλλά στην καλύτερη περίπτωση φωτογράφους, όπως ο Χάινριχ Χόφμαν, ή προικισμένες καλλιτέχνιδες, όπως η Λένι Ρίφενσταλ ή η κοσμοπολίτισσα Μάγκντα Γκέμπελς, στην οποία η Γκέρτεμακερ κάνει εκτενή αναφορά.
Σε αντίθεση με ό,τι πιστεύεται και παρά την προβληματική εκπροσώπηση των γυναικών στο στενό επιτελείο του Χίτλερ, η Γκέρτεμακερ επισημαίνει ότι ο Φίρερ επηρεαζόταν σε μεγάλο βαθμό από διαφορετικές γυναίκες, οι οποίες έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη ζωή του: από την ανιψιά του Γκέλι Ράουμπαλ, η οποία μάλιστα είχε εγκατασταθεί ως ερωμένη του, όπως φημολογούνταν, στην προσωπική του κατοικία στο Μόναχο και, σύμφωνα πάλι με τις φήμες, αυτοκτόνησε, μέχρι τη διά βίου ερωμένη του και συνοδό του στον θάνατο Εύα Μπράουν.
Σημαντική, επίσης, θεωρεί η συγγραφέας την παρουσία κι άλλων γυναικών, όπως η Μάγκντα Κουάντ, μετέπειτα σύζυγος του Γκέμπελς, στο διαμέρισμα της οποίας διέμενε για μεγάλο διάστημα ο Φίρερ, όπως και άλλες ακτιβίστριες, φανατικές υπερασπίστριες του εθνικοσοσιαλισμού, όπως η Ίλζε Ες, η Έλζα Μπρούκμαν, η Χαλένε Μπεχστάιν ή η Βίνιφρεντ Βάγκνερ, και φυσικά οι γραμματείς του Κρίστα Σρέντερ και Γκέρντα Νταρανόφσκι, τις οποίες η συγγραφέας αποκαλεί «συναυτουργούς».
Κατ’ ουσίαν, αυτός ο κύκλος διαμόρφωνε ένα στενό περιβάλλον με το οποίο ο Χίτλερ αντάλλαζε σκέψεις περί καθαρότητος και εξόντωσης του εβραϊσμού σε ευχάριστες, κατά τα άλλα, στιγμές, κατά τις οποίες ενίοτε επιδίδονταν σε αδιανόητα για ένα τέτοιο περιβάλλον παιχνίδια, π.χ. μαξιλαροπόλεμο, ή σε πάσης φύσεως υπερβολές, μεταξύ των οποίων η κατανάλωση άπειρων ποσοτήτων γλυκών ‒ σε κάποια περίπτωση, για τις ανάγκες του Χίτλερ και της αυλής του έφτασαν στο εξοχικό εκατό κιλά γλυκά από τα γνωστά ντελικατέσεν Dallmayr!
Στην άλλη πλευρά ενός «ευφρόσυνου» σκηνικού εντοπιζόταν η μαζική εξόντωση αμάχων, στην οποία ωστόσο ελάχιστα αναφέρεται η συγγραφέας, καθώς η προσοχή της κατεξοχήν εστιάζει στα κλειστά δωμάτια και τα μυστικά του Φίρερ, καθώς και σε όλα όσα διαδραματίστηκαν από την πρώτη στιγμή ανάληψης της εξουσίας του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος έως το τέλος, με την αυτοκτονία του μέσα στο μπούνκερ.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.