Ματίς, Πικάσο και Σεζάν, Πισαρό, Πάουλ Κλέε και Σαγκάλ. Αν κάποιος επιμελητής τέχνης είχε αυτά τα ονόματα να παρουσιάσει θα βρισκόταν μπροστά σε μια σπαζοκεφαλιά. Πώς θα μπορούσε να τα συνδέσει; Αρκεί η αισθητική δύναμη των έργων ή η αφήγηση;
Οι επιμελητές της έκθεσης Afterlives: Recovering the Lost Stories of Looted Art, στο Εβραϊκό Μουσείο της Νέας Υόρκης έχουν στα χέρια τους το πιο ισχυρό νήμα και αυτό δεν είναι άλλο από τις ιστορίες λεηλασίας που τα συνδέουν. Όλα τα έργα αυτά που παρουσιάζει η έκθεση είναι «θύματα» της αρπαγής των Ναζί και έχουν κάνει ήδη ένα συναρπαστικό ταξίδι από την Ευρώπη μέχρι το Μανχάταν.
Οι ιστορίες των έργων θυμίζουν τη ταινία «Το Τρένο» του 1964, σε σκηνοθεσία Τζον Φρανκενχάιμερ, με πρωταγωνιστή τον Μπαρτ Λάνκαστερ. Σε ένα πανέξυπνο και συναρπαστικό σενάριο που διαδραματίζεται τις τελευταίες μέρες του πολέμου ο Γερμανός συνταγματάρχης von Waldheim διατάσσεται να συλλέξει έργα τέχνης από ένα γαλλικό μουσείο και να τα μεταφέρει με τρένο στη Γερμανία, τις τελευταίες μέρες του πολέμου. Η επιμελήτρια του μουσείου ειδοποιεί την Αντίσταση και ο Labiche, ένας επιθεωρητής σιδηροδρόμων, προσεγγίζεται για να βοηθήσει στην ανατροπή του σχεδίου. Μέσα από ένα περίπλοκο σχέδιο, τα έργα τέχνης σώζονται από τους Γάλλους αντιστασιακούς, τους Μακί, και ο von Waldheim σκοτώνεται από τον Labiche.
Το Τρένο βασίστηκε σε ένα βιβλίο της Ρόουζ Βαλάντ, η οποία κράτησε μυστικά αρχεία για ναζιστικές λεηλασίες ενώ εργαζόταν στο μουσείο Jeu de Paume, το οποίο έγινε αποθήκη έργων που είχαν κλαπεί από Εβραίους ιδιοκτήτες ή δημιουργήθηκαν από Εβραίους καλλιτέχνες, πολλά από τα οποία καταστράφηκαν ως «εκφυλισμένη τέχνη».
Οι καλλιτεχνικοί θησαυροί, έργα τέχνης, έκαναν διαδρομές σε απίθανα μονοπάτια πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τον πόλεμο, αντέχοντας σε πολύ δύσκολες συνθήκες. Διέσχισαν δρόμους πέρα από τα εθνικά σύνορα, μέσα σε στρατιωτικές αποθήκες, εντός και εκτός δικτύων συλλεκτών, κλεφτών, ιδεολόγων και οργανώσεων αποκατάστασης.
Στην έκθεση στη Νέα Υόρκη υπάρχει μια μεγάλη φωτογραφία που είναι εξαιρετικά αποκαλυπτική καθώς δείχνει το εσωτερικό του Jeu de Paume, όπως και πολλά έργα που επέζησαν από την ταξινόμησή τους εκεί. Μερικά από όσα δεν κάηκαν ή καταστράφηκαν προορίζονταν για την προσωπική συλλογή του Χέρμαν Γκέρινγκ ή για το προγραμματισμένο Φύρερ Μουζέο του Αδόλφου Χίτλερ στο Λιντς. Η Βαλάντ παρουσιάζεται σε μια άλλη ταινία, στο Men's Monuments του Τζορτζ Κλούνεϊ. Η τελευταία σκηνή της ταινίας διαδραματίζεται σε ένα αλατωρυχείο, εκεί που βρέθηκαν η «Νεκρή φύση» του Πιερ Μπονάρ και η «Αυτοπροσωπογραφία» του Ανρί Φοντέν Λατούρ, δύο έργα που περιλαμβάνονται σε αυτήν την έκθεση.
Ωστόσο και οι αληθινές ιστορίες δεν είναι λιγότερο κινηματογραφικές. Ο Νόρμπερτ Τρόλερ, ήταν Εβραίος-Τσέχος αρχιτέκτονας που στάλθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Terezin (Theresienstadt). Εκεί, έκανε σκίτσα της καθημερινής ζωής, μια απαγορευμένη πράξη. Έκρυψε τη δουλειά του, αλλά τελικά ανακαλύφθηκε και στάλθηκε στο Άουσβιτς ως τιμωρία. Ωστόσο, επέζησε του στρατοπέδου εξόντωσης και μετά την απελευθέρωσή του πήγε στη Νέα Υόρκη. Αργότερα επέστρεψε στο Terezin, πήγε στο παλιό κρησφύγετό του του και ανακάλυψε τις χαμένες του εικόνες.
Απίστευτες ιστορίες όπως αυτή, υπάρχουν πίσω σχεδόν από κάθε έργο στο Afterlives. Όταν το έργο του Εβραίου ζωγράφου Φεντόρ Λεβενστάιν χαρακτηρίστηκε ως «εκφυλισμένο», ο ζωγράφος προσπάθησε να στείλει 20 κομμάτια του σε μια γκαλερί στις Ηνωμένες Πολιτείες καθώς έφευγε από το Παρίσι. Το έργο κατασχέθηκε στα σύνορα και σχεδιάστηκε να καταστραφεί, αλλά κατά κάποιο τρόπο επέζησε από τον πόλεμο, κρυμμένο, πιθανώς από έναν γενναίο υπάλληλο, στο υπόγειο του Λούβρου. Όταν κάποιος κοιτάζει την κυβιστική του σύνθεση, του θυμίζει όχι μόνο τα αντικείμενα, αλλά ανθρώπους που επέζησαν από την απόπειρα γενοκτονίας, μένοντας κρυμμένοι για πολύ καιρό.
Ακόμα πιο αξιοσημείωτη είναι η ιστορία των θρησκευτικών και οικιακών ειδών από την εβραϊκή κοινότητα στο Γκντανσκ στην Πολωνία. Πριν από τη ναζιστική εισβολή στην Πολωνία, τα μέλη της κοινότητας έστειλαν πολλά τεράστια κιβώτια γεμάτα με Judaica όπως λέγονται για «φύλαξη» στο Εβραϊκό Θεολογικό Σεμινάριο στη Νέα Υόρκη, βάρους, σύμφωνα με τους New York Times, περισσότερο από δύο τόνους. Φυσικά, πολλοί από τους αρχικούς ιδιοκτήτες εξοντώθηκαν στο Ολοκαύτωμα και δεν μπόρεσαν να ανακτήσουν τα αντικείμενα και τα ιερά τους βιβλία.
Τα «ορφανά» κομμάτια διανεμήθηκαν στη συνέχεια σε συναγωγές και βιβλιοθήκες από μια ομάδα που ονομάζεται Εβραϊκή Πολιτιστική Ανασυγκρότηση, που συνιδρύθηκε από τη Χάνα Άρεντ.
Στο Afterlives βλέπει κανείς φωτογραφίες από αυτά τα γιγαντιαία κιβώτια καθώς και μια έκκληση από την Άρεντ προς οποιονδήποτε οργανισμό λαμβάνει έντυπο υλικό. Ζήτησε να προστεθεί ένα αυτοκόλλητο, έτσι ώστε οι μελλοντικοί αναγνώστες να γνωρίζουν την προέλευση του έργου. Το αυτοκόλλητο φέρει ένα εξάκτινο Αστέρι του Δαβίδ σε μπλε χρώμα, συμπληρωματικό χρώμα του κίτρινου αστεριού που οι Εβραίοι αναγκάστηκαν να φορέσουν στο πέτο τους κατά τη διάρκεια της κατοχής από τους Ναζί. Ενώ το ένα σήμαινε ότι κάποιος πιθανότατα χαρακτηρίστηκε ως μελλοθάνατος, το άλλο είναι μια ετικέτα επιβίωσης.
Οι καλλιτεχνικοί θησαυροί, έργα τέχνης, έκαναν διαδρομές σε απίθανα μονοπάτια πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τον πόλεμο, αντέχοντας σε πολύ δύσκολες συνθήκες. Διέσχισαν δρόμους πέρα από τα εθνικά σύνορα, μέσα σε στρατιωτικές αποθήκες, εντός και εκτός δικτύων συλλεκτών, κλεφτών, ιδεολόγων και οργανώσεων αποκατάστασης. Με το εύρος της απώλειας των ζωών κατά την περίοδο του ναζισμού να είναι συγκλονιστικό, τα 53 έργα τέχνης, τα 80 εβραϊκά τελετουργικά αντικείμενα και μια σειρά από φωτογραφίες και αρχειακά έγγραφα – υπενθυμίζουν ένα μικρό κλάσμα όλης της τέχνης που λεηλατήθηκε.
Μέχρι σήμερα δεν έχει μπορέσει να υπάρξει κανένας απολογισμός. Σε ένα μόνο σημείο συλλογής των έργων τέχνης από τους Ναζί, στο Μόναχο της Γερμανίας, το οποίο λειτουργούσαν οι Σύμμαχοι μετά τον πόλεμο, βρέθηκαν περισσότερα από ένα εκατομμύριο αντικείμενα.
Ανρί Ματίς
Girl in Yellow and Blue With Guitar (1939) και Μαργαρίτες (1939)
Ο Γάλλος μετα-ιμπρεσιονιστής Ανρί Ματίς ζωγράφισε το εμβληματικό έργο Girl in Yellow and BlueWith Guitar και τις "Μαργαρίτες" το 1939, λίγο πριν από τη ναζιστική κατοχή του Παρισιού που συνέβη ένα χρόνο αργότερα. Το έργο του Ματίς απαγορεύτηκε από τα γερμανικά μουσεία, οι δύο πίνακες ανήκαν στον Πολ Ρόζενμπεργκ, διάσημο Γάλλο-Εβραίο συλλέκτη και έμπορο που εκπροσωπούσε πολλούς από τους πιο διάσημους και εμβληματικούς σύγχρονους καλλιτέχνες του 20ού αιώνα, συμπεριλαμβανομένων των Πάμπλο Πικάσο και Φερνάντ Λεζέ και ήταν και προσωπικός φίλος του Ματίς.
Ο Ρόζενμπεργκ αποθήκευσε αυτά τα δύο έργα στην τραπεζική του θυρίδα στο Μπορντό μέχρι που οι Ναζί κατέστρεψαν την πόλη το 1940. Αναγκάστηκε να διαφύγει, στην Αμερική και επέζησε του πολέμου. Αλλά τα έργα έμειναν πίσω και οι Ναζί που άνοιξαν όλες τις θυρίδες τα πήραν για να τα μεταφέρουν στη γκαλερί Jeu de Paume, που μετέτρεψαν στη μεγαλύτερη αποθήκη τους για λεηλατημένη τέχνη στο Παρίσι. Ο Χέρμαν Γκέρινγκ, επέλεξε το «Girl in Yellow and Blue With Guitar» για την προσωπική του συλλογή. Τα έργα διασώθηκαν τελικά και τα δυο και επιστράφηκαν μετά το τέλος του πολέμου στον Ρόζενμπεργκ που αργότερα τα πούλησε ξεχωριστά. Όμως, προορισμένα να είναι μαζί, τελικά επανενώθηκαν στο Ινστιτούτο Τέχνης του Σικάγο, το οποίο πρόσθεσε τις «Μαργαρίτες» στη συλλογή του το 1983 και το «Κορίτσι» το 2007.
Καμίλ Πισαρό
Minette (1872)
Ο πίνακας του Καμίλ Πισαρό «Μινέτ» απεικονίζει την αγαπημένη του κόρη. Ο πίνακας έκανε ένα ιδιαίτερα σπαρακτικό ταξίδι. Ο Γάλλος καλλιτέχνης ζωγράφισε τη μικρή του κόρη Jeanne-Rachel που αποκαλούσε χαϊδευτικά Μινέτ και λέγεται ότι ήταν το αγαπημένο του παιδί, όταν ήταν περίπου 7 ετών. Ο Πισαρό είχε 7 αγόρια και μόνο μια κόρη, το τελευταίο του παιδί. Χάρισε τον πίνακα σε έναν φίλο του. Δύο χρόνια αργότερα, το 1874, η μικρή πέθανε και ο Πισάρο πήρε το έργο πίσω.
Με την έλευση του Β 'Παγκοσμίου Πολέμου, ο πίνακας ανήκε στη συλλογή ενός εξέχοντος μέλους της γερμανο-εβραϊκής κοινότητας, του Μπρούνο Σταλ, ο οποίος αποθήκευσε το έργο στην τραπεζική του θυρίδα στο Παρίσι πριν φύγει στις ΗΠΑ.
Είναι ένας από τους τρεις πίνακες της έκθεσης - μαζί με το «Bather and Rocks» του Σεζάν και το «Group of Characters» του Πικάσο - που βρέθηκαν στο ίδιο ναζιστικό τρένο τον Αύγουστο του 1944. Ήταν ο γιος του συλλέκτη Ρόζενμπεργκ, ο υπολοχαγός Αλεξάντρ Ρόζενμπεργκ των Ελεύθερων γαλλικών δυνάμεων, που ανέκοψε την πορεία του τρένου. Πίστευε ότι υπήρχαν όμηροι στα βαγόνια, αλλά όταν μπήκε ανακάλυψε κουτιά γεμάτα πίνακες.
Ότο Φρόϊντλιχ
Η ενότητα της ζωής και του θανάτου (1938)
Δανεισμένη από το MoMA στην έκθεση, αυτή η ελαιογραφία, ο πολύχρωμος, αφηρημένος πίνακας του Φρόϊντλιχ, ενός Εβραίου καλλιτέχνη γεννημένου στην Πολωνία, ο οποίος διακρίνεται για τον καινοτόμο τρόπο που ζωγραφίζει με γραμμές και σχήματα, χαρακτηρίστηκε από τους Ναζί ως σύμβολο της «εκφυλισμένης τέχνης».
Ένα από τα έργα του, το γλυπτό «Μεγάλο κεφάλι (Ο νέος άνθρωπος)» ήταν στο εξώφυλλο της έκθεσης «Εκφυλισμένη Τέχνη» στο Μόναχο που διοργάνωσαν οι Ναζί. Ο ίδιος και η σύζυγός του φοβόντουσαν ότι θα απελαθούν.
Το ζευγάρι κρύφτηκε σε μια μικρή πόλη στα Πυρηναία από το 1940 έως το 1943, αλλά ο Φρόϊντλιχ τελικά συνελήφθη και απελάθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Lublin-Majdanek στην Πολωνία. Σκοτώθηκε την ημέρα που έφτασε εκεί, το 1943 σε ηλικία 64 ετών. Μεγάλο μέρος του έργου που εμφανίζεται στην «Εκφυλισμένη Τέχνη» καταστράφηκε αργότερα από τους Ναζί - συμπεριλαμβανομένου του "Μεγάλου κεφαλιού", που είχε εμφανιστεί για τελευταία φορά το 1941. Παρόλα αυτά, «Η ενότητα της ζωής και του θανάτου» διασώθηκε. Αν και δεν είναι πολλά στοιχεία γνωστά για την πορεία του πίνακα αμέσως μετά τον πόλεμο, ήταν κάποτε στην κατοχή της Πέγκι Γκούγκενχαϊμ στην Ιταλία.
Φραντζ Μαρκ και Μαξ Πεχστάιν
The Large Blue Horses (1911) και Γυμνά σε ένα τοπίο (1912)
Και τα δύο έργα συμπεριλήφθηκαν σε μια πρωτοποριακή έκθεση κατά του Χίτλερ στις γκαλερί New Burlington του Λονδίνου το 1938, η οποία προσπάθησε να είναι αντίθετη με τη ναζιστική έκθεση "Εκφυλισμένη Τέχνη" στο Μόναχο ένα χρόνο νωρίτερα. Ήταν μια έκθεση γερμανικής εξπρεσιονιστικής τέχνης και τα δυο αυτά έργα κρέμονταν στον ίδιο τοίχο στο Λονδίνο, αλλά πήραν πολύ διαφορετικούς δρόμους μετά την έκθεση.
Το "Horses" γλίτωσε από τη «φασαρία» του πολέμου και ταξίδεψε στην Αμερική ως μέρος μιας έκθεσης, πριν αγοραστεί από ένα μουσείο. Το "Γυμνά σε ένα τοπίο" αντιμετώπισε μια πιο περίπλοκη μοίρα. Μετά την έκθεση του Λονδίνου, επέστρεψε στον νόμιμο ιδιοκτήτη του, έναν Γερμανο-Εβραίο τραπεζίτη και ένθερμο συλλέκτη τέχνης, τον Χιούγκο Σιμόν. Αλλά ο πίνακας πιστεύεται ότι εκλάπη όταν το διαμέρισμά του στο Παρίσι λεηλατήθηκε από τους Ναζί χρόνια αργότερα.
Το «Landscape» επεστράφη από τη γαλλική κυβέρνηση στους κληρονόμους του Σιμόν τον Ιούλιο του 2021. Η Γαλλίδα υπουργός Πολιτισμού Ροζλίν Μπασελό περιέγραψε την αποκατάσταση ως «μια επανένωση με μια ανάμνηση, μια νίκη για τη ζωή».