ΣΤΟ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΗΡΘΕ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ βρισκόμαστε στη δεκαετία του ’50, κάπου στη Βόρεια Ελλάδα – αλλά εφόσον πρόκειται για μυθιστόρημα της Ζυράννας Ζατέλη, πρόκειται για τη ζατελική δεκαετία του ’50, σε μια ζατελική Βόρεια Ελλάδα. Θυμάμαι ακόμα τον παράξενο αποπροσανατολισμό που μου είχε δημιουργήσει η πρώτη γνωριμία με αυτόν τον ζατελικό κόσμο –όταν ακόμα δεν ήξερα τι είναι ζατελικός, και μάλλον και τι είναι κόσμος–, πολλά χρόνια πριν, στα τέλη της δεκαετίας του ’90, στην πρώτη ανάγνωση του Και με το φως του λύκου επανέρχονται: αποπροσανατολισμός που οφειλόταν όχι μόνο στο (ασυνήθιστο για μένα τότε) πλήθος των προσώπων και των ιστοριών αλλά και στην αίσθηση που δημιουργούσε ο τόπος του μυθιστορήματος: οικείος και ταυτόχρονα ανοίκειος· έμοιαζε πολύ κοντά στη δική μου επαρχία, στη δική μου χώρα, στον δικό μου κόσμο, και ταυτόχρονα πολύ μακρινός. (Αργότερα, πίστεψα ότι βρήκα την εξήγηση: είναι ο ίδιος κόσμος που ξέρω, αλλά σκεπασμένος με μια βαριά πατίνα, η οποία τον μεταμορφώνει, ανάλογα με τις διαθέσεις της συγγραφέως.)
Σκέφτομαι τη ζατελική αφήγηση σαν ποτάμι που κυλάει προς τη θάλασσα, οι διαρκείς του μαίανδροι κρυμμένοι απ’ την πυκνή βλάστηση που το περιβάλλει, και στα νερά του διαρκώς εκβάλλουν τα νερά μυριάδων παραπόταμων, άλλα διάφανα και κελαρυστά, άλλα λασπώδη και άγρια.
Πάνε γύρω στα δεκαοκτώ χρόνια απ’ όταν πρωτοδιάβασα το Ο θάνατος ήρθε τελευταίος. Όταν το 2009 κυκλοφόρησε ο δεύτερος τόμος της τριλογίας Με το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους, Το πάθος χιλιάδες φορές, φρόντισα να ξαναδιαβάσω όλη τη Ζατέλη από την αρχή για να τον υποδεχτώ· αυτή ήταν η πιο πρόσφατη ανάγνωσή μου του πρώτου τόμου, πριν τον ξαναδιαβάσω για τις ανάγκες αυτού του κειμένου· τα πολλά χρόνια που πέρασαν από τον δεύτερο τόμο μέχρι την ολοκλήρωση της τριλογίας ήταν γεμάτα άλλα βιβλία, άλλους λαβυρίνθους. Ανοίγοντας ξανά το Ο θάνατος ήρθε τελευταίος ένιωθα φόβο (όπως πριν συναντήσεις έναν παλιό και αγαπημένο φίλο, που όμως έχεις πολλά χρόνια να τον δεις ή, έστω, να μάθεις νέα του): τα βιβλία έχουν την τάση να μεταμορφώνονται όσο τα κρατάμε κλειστά κι αδιάβαστα στο ράφι – ή ίσως δεν μεταμορφώνονται αυτά αλλά εμείς: θα συναντούσα άραγε το ίδιο βιβλίο; Θα είχε γίνει καλύτερο; Χειρότερο; Αγνώριστο; Θυμόμουν να μιλήσω τη γλώσσα του;
Κι όμως, ξαναδιαβάζοντάς το τώρα, διαπίστωσα ότι θυμόμουν ακόμα και όσα νόμιζα ότι είχα ξεχάσει: τον κεραυνοβολημένο Σέρκα και τα σκαλίσματά του στο ξύλο· την κάργια, παγιδευμένη στα νεκρά χέρια της Δάφνης· τη Ζήνα, με τα νύχια της βαμμένα κόκκινη όζα, να χαζεύει τα κουφάρια των συνονόματών της εντόμων· τους πυροβάτες· τον Ντάφκο και τη Λεύκα, μόνοι οι δυο τους στο ψωμί, μόνοι και στο μαχαίρι· τους ανθρώπους, που πρώτα μετανιώνουν και μετά σκέφτονται· και φυσικά, την παραγγελιά μιας μάνας προς το παιδί της στον άλλο κόσμο: Να του πεις πως η νιφάδα του χιονιού είναι τέλεια, μα ο άνθρωπος δεν είναι.
Κάποια τα θυμόμουν ως λέξεις της Ζατέλη, άλλα με είχαν ξεγελάσει ότι ήταν δικά μου όνειρα ή φαντάσματα, άλλα ότι ήταν σκόρπιες ιστορίες που κάπως, κάποτε με βρήκαν· όσο δεν διάβαζα το Ο θάνατος ήρθε τελευταίος, η αφήγησή του συνέχιζε τις κυκλωτικές της κινήσεις γύρω μου. Έτσι που και μη διαβάζοντάς το, το διάβαζα, μ’ έναν τρόπο.
Σκέφτομαι τη ζατελική αφήγηση σαν ποτάμι που κυλάει προς τη θάλασσα, οι διαρκείς του μαίανδροι κρυμμένοι απ’ την πυκνή βλάστηση που το περιβάλλει, και στα νερά του διαρκώς εκβάλλουν τα νερά μυριάδων παραπόταμων, άλλα διάφανα και κελαρυστά, άλλα λασπώδη και άγρια. Η χαρτογράφησή του είναι από μόνη της μια περιπέτεια –ίσως μάλιστα κάποιοι να χάθηκαν, αναζητώντας τις πηγές του–, το συνολικό του μήκος αδύνατον να υπολογιστεί με ακρίβεια. Μπαίνεις σε μια βάρκα, να δεις μέχρι πού θα μπορέσεις να πας.
Ο κύριος κορμός του μυθιστορήματος είναι μια πυκνή δωδεκαετία κατά την οποία πέντε αδέλφια πεθαίνουν, αφήνοντας πίσω τους έναν άνηβο μονάχα, γιο μίας από τους πέντε. Αλλά οι ιστορίες –της Ζατέλη ειδικά– σπανίως ξεκινούν από την αρχή τους, αν μπορεί να ειπωθεί ότι υπάρχει πράγματι κάτι που λέγεται αρχή. Στις πρώτες σελίδες του μυθιστορήματος, λοιπόν, βρισκόμαστε σε μια ζατελική επαρχία, όπου μια βροχή –ένας κατακλυσμός– διακόπτει το παιχνίδι τριών παιδιών και παρατείνει γκροτέσκα το ζευγάρωμα δύο σκυλιών που, για όσο βρέχει, μένουν κολλημένα σ’ ένα τερατώδες, δικέφαλο πλάσμα.
Σε αντίθεση με τα σκυλιά, μέσα στον κατακλυσμό τα παιδιά χωρίζονται: ο ένας –ο άνηβος της προηγούμενης παραγράφου–, όταν πάψουν τα νερά, έχει αφανιστεί. Έτσι ξεκινά η ιστορία, από το τέλος της σχεδόν, αν μπορεί να ειπωθεί ότι υπάρχει πράγματι κάτι που λέγεται τέλος. Από τον κύριο κορμό της ξεφυτρώνουν πλήθος κλαδιά και παρακλάδια· η ζατελική αφήγηση φαίνεται να απεχθάνεται τις ευθείες, τακτοποιημένες γραμμές, προτιμά να ελίσσεται, να φιδογυρίζει, να μας περικυκλώνει στους στροβιλισμούς της.
Έτσι, το παρελθόν, το παρόν –ενίοτε και το μέλλον– συνυπάρχουν σ’ έναν μετέωρο χρόνο, μια άχρονη νησίδα, ίσως. Καινούργια νήματα έρχονται και μπλέκονται συνεχώς με τα άλλα, και συνυφαίνονται σ’ ένα περίπλοκο υφαντό, μια μεγάλη ταπισερί που όσο την κοιτάζεις, τόσο περισσότερα σου αποκαλύπτει, και όσο περισσότερα σου αποκαλύπτει, τόσο λιγότερα φοβάσαι ότι έχεις διακρίνει απ’ αυτήν. Είναι σαν να βάλθηκε η συγγραφέας να χωρέσει μέσα στην ύφανση ολόκληρο τον κόσμο, τον ορατό και τον αόρατο, μέχρι και το παραμικρό φύλλο, την παραμικρή ανάσα. (Άλλοτε υποψιάζεσαι ότι ακούς, σε κατάσταση μέθης, μια αφηγήτρια που εξιστορεί σε κατάσταση έκστασης.)
Συχνά το βιβλίο φαίνεται να ακροπατεί γύρω από την κύρια ιστορία του, αντί να τη λέει· σαν να θέλει να χαθεί στις παρεκβάσεις του, στις υποϊστορίες του, στις διακλαδώσεις του, στις αναδρομές του, ώστε να καθυστερήσει τον αναπόφευκτο ερχομό του θανάτου, του τέλους με όλες του τις σημασίες. Όσο βρισκόμαστε στην άχρονη νησίδα, οι νεκροί δεν είναι τελείως νεκροί, ακόμα τους έχουμε πλάι μας: έτσι που το ερώτημα αν ένα νεκροταφείο είναι κατοικημένος τόπος ή ακατοίκητος να μη χρειάζεται, για λίγο, απάντηση, εφόσον όλοι μας, για λίγο, κατοικούμε σ’ αυτήν.
Ίσως γι’ αυτό το τέλος, όταν έρχεται, είναι η σχεδόν συνοπτική παράθεση αλλεπάλληλων θανάτων. Ο θάνατος μας βρίσκει ακόμα και όταν προσπαθούμε να χαθούμε στις ιστορίες· έρχεται τελευταίος, αλλά έρχεται και πρώτος (όπως ακριβώς συμβαίνει και στο βιβλίο), καθώς μας συνοδεύει ήδη από τη γέννησή μας, κοινή μας, αναπόδραστη μοίρα. Ο θάνατος υπερέχει, όσο και δεν αλλάζει· τα υπόλοιπα είναι ανθρώπων δουλειές.
Ίσως γι’ αυτό το τέλος, όταν έρχεται, πάλι δεν έρχεται, μια και τα νήματα θα τα ξαναβρούμε στη συνέχεια, στο Πάθος χιλιάδες φορές. Ίσως, όσο συνεχίζονται οι ιστορίες, ο θάνατος να μπορεί, για λίγο, να αναβληθεί.
Η Μαρία Ξυλούρη γεννήθηκε στην Κρήτη το 1983. Σπούδασε Ψυχολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές (Ψυχολογία & ΜΜΕ). Έχει γράψει τα μυθιστορήματα Rewind (2009), Πώς τελειώνει ο κόσμος (2012, Athens Prize for Literature (2013) και Η νυχτερινή βάρδια του καλλιγράφου (2015) – κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Καλέντη. Έχει μεταφράσει Ντέιβιντ Μίτσελ, Χάνια Γιαναγκιχάρα και Πολ Όστερ. Το πιο πρόσφατό της βιβλίο, τα Πέτρινα Πλοία, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.