Ο Δημήτρης
Χώμα, σκόνη, τίποτα.
ΜΠΗΚΑ στον τοίχο του Δημήτρη να ξαναδιαβάσω μερικά παλιά του. Είχε μάλλον καταλάβει πως θα πεθάνει κι έγραφε αλλιώς, τελευταία. Έβαλε και τις φωτογραφίες του όλες -μια ζωή. Τουλάχιστον έζησε, έλεγα, όταν τις έβλεπα. Ταξίδια, φίλοι, γλέντια. Του έρωτος παιδί, δοσμένο, τολμηρό, κι όμως παράξενα αγνό. Τον αγαπούσα ιδιαίτερα. Δεν άκουσα ποτέ κακία από το στόμα του. Κι είχε την γλυκοαίματη θέρμη που έχουν κάτι θείες παλιές, όταν ανοίγουν την αγκαλιά τους κι εσύ είσαι ακόμη 6-7 χρονών, πριν πονηρέψεις ολότελα. Τον άκουγα με τις ώρες να μιλά, για ένα μυστικό ακρογιάλι έξω από τη Σμύρνη «για μετά τα μεσάνυχτα», ή ένα σοκάκι πονηρό στο Άκσαράι, «μη το γράψεις μόνο σε παρακαλώ»― τα τσακίρικα μαύρα μάτια του, σα κουμπότρυπες, το φεγγαρίσιο πρόσωπο.
Όταν τον αναχαίτισε η αρρώστια και κόλλησε στο χωριό έξω απ΄τις Σέρρες, όσα έγραφε μου ΄καιγαν την καρδιά με την απλότητά τους. Μιλούσε για τα άγρια τριαντάφυλλα στον απέναντι φράχτη, ή το φαΐ της μάνας του, και στην σχεδόν ακύμαντη εικόνα υφείρπε πάντα η ήσυχη απελπισία του αποχαιρετισμού. Ο καλός μου φίλος, το ήξερε, πως πρέπει να πει αντίο φράχτη, αντίο σπίτι, αντίο μαμά. Αγαπούσε τη ζωή και την έξαψη και την προστυχιά της με μια ένταση που την καταλάβαινα απολύτως, όπως σου ανεβαίνουν οι σφυγμοί όταν γδύνεσαι μπροστά σε αυτόν που θες. Ή όταν πέφτει η ζωή από πάνω σου σαν λέπι.
Όταν πέθανε πριν κάποιους μήνες, αν και το περιμέναμε, δεν μπόρεσα να πω τίποτα. Τα πένθη έρχονται αναδρομικά, άλλωστε. Με πήρε το παράπονο σήμερα, πριν λίγο, που μπήκα στον τοίχο του και έχουν σβηστεί οι αναρτήσεις του, όλες. Πάει ο Δημήτρης. Χώμα, σκόνη, τίποτα.
Τουλάχιστον έχουν μείνει οι φωτογραφίες...