«Στο Αργυροπούλι; Τι θα πάτε να κάνετε εκεί;»
Η αλήθεια είναι ότι δεν ήξερα τι να απαντήσω ακριβώς, αφού δεν είχα ξαναπάει σε καζάνι, όμως όταν έλεγα πως ένας φίλος βγάζει τσίπουρο, ο συνδυασμός χαράς και ζήλιας στα πρόσωπα των ερωτώντων μάλλον ήταν καλός οιωνός.
Η παραγωγή του τσίπουρου μέχρι πολύ πρόσφατα αποτελούσε μια καθαρά οικογενειακή υπόθεση και η ιστορία του μπλέκεται με αυτή της ιταλικής γράπας, της κυπριακής ζιβανίας και του ανατολίτικου αράκ.
Το σίγουρο είναι πως στην περίοδο της Τουρκοκρατίας παραγόταν τσίπουρο στο Άγιο Όρος και από εκεί εξαπλώθηκε σε όλη την Μεσόγειο. Πολλά κέντρα απόσταξης δημιουργήθηκαν, ένα εκ των οποίων είναι και ο Τύρναβος – δέκα λεπτά πιο βόρεια βρίσκεται το Αργυροπούλι.
Φτάνοντας, μέσα σε λάσπες και δίπλα από έναν περιστερώνα βρίσκεται το αποστακτήριο σε ένα πλίνθινο κτίριο με τσίγκινη οροφή.
«Άκου να δεις τώρα τι γίνεται. Εκεί μέσα έχουμε τα στέμφυλα που βράζουν στο καζάνι. Φεύγει ο ατμός πέρα-κείθε μέσα από τον σωλήνα, τον λουλά και φτάνει στον ψυκτήρα, κρυώνει και βγαίνει το τσίπουρο» εξήγησε ο Κεμάλ και έδειξε το μικρό ρυάκι που γέμιζε μια νταμιτζάνα.
Η παραγωγή του τσίπουρου μέχρι πολύ πρόσφατα αποτελούσε μια καθαρά οικογενειακή υπόθεση και η ιστορία του μπλέκεται με αυτή της ιταλικής γράπας, της κυπριακής ζιβανίας και του ανατολίτικου αράκ.
Ο κύριος Παναγιώτης κάθε τόσο έπαιρνε το αλκοολόμετρο, το βουτούσε μέσα και το έφερνε κοντά στη λάμπα για να δει τους βαθμούς του αποστάγματος. «Πάντα μαζεύεστε κόσμος όταν βγάζετε τσίπουρο;» τον ρώτησα. «Ποιος κόσμος; Αυτός είναι κόσμος; Παλιά εδώ μέσα βάζαμε τραπέζια έτσι, έτσι κι έτσι» είπε, με το δάχτυλό του να σχηματίζει ένα πι στον αέρα. «Ογδόντα άτομα, πίναμε, χορεύαμε, μετά βγάζαμε και τα όπλα και ρίχναμε στο κέφι, άσε…»
Ο κύριος Παναγιώτης βγάζει τσίπουρο μια ζωή και έχει το μεγαλύτερο καζάνι της περιοχής το οποίο άπαξ και ανάψει δεν σβήνει. Καίει για εικοσιτετράωρα μέχρι να τελειώσουν όλα τα στέμφυλα που έχουν. Γι’ αυτό ο Κεμάλ μαζί με άλλον έναν κάνουν βάρδιες για να κρατάνε τη φωτιά, να αλλάζουν καζανιές και να αποθηκεύουν το απόσταγμα.
«Βλέπεις τώρα που θολώνει; Σημαίνει ότι αυτή η καζανιά είναι στα τελευταία της και πρέπει να το αδειάσουμε για να βάλουμε καινούρια στέμφυλα» μου εξηγεί ο Κεμάλ, αλλά όλων η προσοχή είχε στραφεί στη Σουλτάνα, γυναίκα του Παναγιώτη, που εμφανίστηκε από κάπου με ένα καυτό ταψί τυρόπιτα με τυρί δικής τους παραγωγής. «Φάτε μέχρι να βγουν τα κρέατα» μας είπε.
Την ίδια στιγμή ο Κεμάλ ξεκίνησε την αλλαγή του καζανιού και εμείς παρακολουθούσαμε τη διαδικασία. Τα ψητά δεν άργησαν να βγουν και το τραπέζι γέμισε με διάφορα εδέσματα.
Έτσι συνεχίστηκε όλο το βράδυ, με τσίπουρα, πανσέτες, κουβέντες και χορούς, με ένα ραδιόφωνο που δεν είχε άλλη ένταση και τη φωτιά του καζανιού να μας ζεσταίνει από το κρύο και την υγρασία του Θεσσαλικού κάμπου.
* Ο Δημήτρης Κυριακόπουλος είναι φωτογράφος