Οι πολιτικές εξελίξεις της χρονιάς που φεύγει καθορίστηκαν, τόσο στην Ελλάδα όσο και σε ολόκληρο τον κόσμο, κυρίως από την πανδημία και την ανάδυση του λεγόμενου νέου πολυπολικού κόσμου. Η αλλαγή της διακυβέρνησης στις ΗΠΑ με την αποχώρηση του Ντόναλντ Τραμπ και την ανάληψη της προεδρίας από τον Τζο Μπάιντεν έβαλε τη σφραγίδα της σε πολλά γεγονότα, κάποια από τα οποία, άμεσα ή έμμεσα, επηρέασαν και την Ελλάδα.
Από τον Ιανουάριο του 2021, η νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ εστίασε το ενδιαφέρον της στην Κίνα και στη Ρωσία, εγκαταλείποντας άλλα πεδία ενδιαφέροντος, όπως το Αφγανιστάν, από το οποίο απέσυρε τις στρατιωτικές της δυνάμεις το καλοκαίρι, αφήνοντας όμως πίσω της χάος, για το οποίο και επικρίθηκε. Στον νέο κόσμο που αναδύεται δεν υπάρχει πια η μία και μοναδική υπερδύναμη των ΗΠΑ που καθορίζει τα πάντα αλλά και άλλες, μεγάλες ή μεσαίες δυνάµεις, όπως η Κίνα, η Ρωσία, η Ινδία, η Ιαπωνία, η Βραζιλία, οι οποίες διαδραματίζουν ήδη σημαντικό ρόλο και προσπαθούν να αποκτήσουν ενεργότερο. Η αμερικανική απόσυρση από πεδία που τώρα οι ΗΠΑ θεωρούν δευτερεύοντα είχε ξεκινήσει επί Μπαράκ Ομπάμα, αλλά συνεχίζεται στη βάση της ίδιας στρατηγικής και από τον Τζο Μπάιντεν.
Το άλλο μεγάλο γεγονός, μετά την αποχώρηση από το Αφγανιστάν, ήταν η ξαφνική ανακοίνωση της Συμφωνίας Ασφαλείας μεταξύ των ΗΠΑ, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Αυστραλίας, της περίφημης AUΚUS, η οποία έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην πραγματοποίηση της ελληνογαλλικής αμυντικής συμφωνίας, την οποία και τα δύο μέρη ήθελαν εδώ και καιρό, αλλά υπήρχαν εμπόδια. Οι διαμαρτυρίες της Γαλλίας για τις σε βάρος της συνέπειες της AUΚUS χαλάρωσαν τις αντιρρήσεις των ΗΠΑ για την προμήθεια των φρεγατών, με αποτέλεσμα οι δύο χώρες να κινηθούν γρήγορα, χωρίς να αφήσουν άλλα περιθώρια σε τρίτα κράτη να παρέμβουν, καθώς ήταν πολλά αυτά που προσπαθούσαν να την εμποδίσουν τα προηγούμενα χρόνια.
Η νέα χρονιά θα ξεκινήσει με μεγαλύτερο ενδιαφέρον για όλους, καθώς ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν θα έχει μόνο τον Αλέξη Τσίπρα απέναντί του αλλά και τον Νίκο Ανδρουλάκη, που θα επιχειρήσει να αποδείξει, σε πρώτη φάση, ότι μπορεί να κάνει καλύτερη αντιπολίτευση.
Η αμυντική συμφωνία που ήρθε μαζί με την αγορά των εξοπλισμών θεωρήθηκε ως επιτυχία για την Ελλάδα, η οποία έχει ανάγκη από συμμάχους, καθώς αντιμετωπίζει την τουρκική απειλή που εκδηλώνεται με λόγια και έργα. Η Γαλλία, αξιοποιώντας σε έναν βαθμό και το κενό που αφήνουν οι ΗΠΑ στην ανατολική Μεσόγειο, η οποία δεν περιλαμβάνεται στις προτεραιότητές τους, επιθυμεί να έχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην περιοχή. Το ίδιο θέλει και η Τουρκία, χωρίς όμως να θεωρεί απαραίτητα κόκκινες γραμμές όσα ορίζουν το Διεθνές Δίκαιο και οι σχετικές συμφωνίες. Στον ανταγωνισμό αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και η κόντρα που έχει εκδηλωθεί τα τελευταία χρόνια μεταξύ Εμανουέλ Μακρόν και Ταγίπ Ερντογάν. Η Τουρκία, που θεωρεί τον εαυτό της μεγάλη περιφερειακή δύναμη, προσπαθεί να παίξει έναν ευρύτερο ρόλο στη Μέση Ανατολή, τώρα που οι ΗΠΑ αποσύρουν το ενδιαφέρον τους μέχρι ένα σημείο. Μαζί με τη Ρωσία, οι δυο τους θεωρούν ότι μπορούν να πάρουν πάνω τους το παιχνίδι στη Συρία και στη Λιβύη και να μοιράσουν ρόλους.
Η Λιβύη, τη χρονιά που πέρασε, αναδείχθηκε σε πεδίο συγκρούσεων διαφόρων χωρών και συμφερόντων, γι’ αυτό υπήρξε τόσο μεγάλο ενδιαφέρον για τις σχετικές διασκέψεις που οργάνωνε αρχικά η Μέρκελ και τελευταία ο Μακρόν – στην πιο πρόσφατη προσκλήθηκαν η ελληνική και η ελληνοκυπριακή ηγεσία. Ο Τούρκος Πρόεδρος έκανε τα πάντα για να αποκλειστούν και αυτήν τη φορά η Ελλάδα και η Κύπρος, πλην όμως ο Γάλλος Πρόεδρος δεν κάμφθηκε, έτσι ήταν ο Ταγίπ Ερντογάν αυτός που δεν συμμετείχε. Ο Εμανουέλ Μακρόν δεν ήταν διατεθειμένος να του δείξει την προστατευτικότητα που του έδειχνε η Άνγκελα Μέρκελ, η οποία κατάφερε να γλιτώσει (και) τη χρονιά αυτή την Τουρκία από πραγματικές κυρώσεις της Ε.Ε. τόσο για τις παραβιάσεις εναντίον της Ελλάδας και της Κύπρου όσο και για τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων εις βάρος Τούρκων πολιτών.
Το τέλος εποχής για τη Μέρκελ και η ανάδειξη της νέας γερμανικής κυβέρνησης με επικεφαλής τον σοσιαλδημοκράτη Όλαφ Σολτς αναμένεται να ζορίσει ελαφρώς το καθεστώς Ερντογάν στο θέμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Όχι πάρα πολύ όμως, καθώς η Τουρκία είναι σημαντική για τη Γερμανία σε πολλά επίπεδα και η σχέση τους είναι στρατηγική, με ιστορικό βάθος. Το κόμμα των Πρασίνων ωστόσο, το οποίο είναι ο ένας από τους τρεις εταίρους της νέας κυβέρνησης, όπως και η νέα πράσινη υπουργός Εξωτερικών Αναλένα Μπέρμποκ, ασκούσαν έντονη κριτική όλο το προηγούμενο διάστημα στην Τουρκία, οπότε δεν θα μπορέσουν να κάνουν U-turn με το που ανέλαβαν την εξουσία. Θα πρόκειται για έκπληξη αν προκύψει κάτι περισσότερο από λεκτική πίεση.
Έκπληξη, πάντως, ήταν και τα εγκώμια για την ελληνική οικονομία στις αρχές του Δεκεμβρίου από τον νέο φιλελεύθερο υπουργό Οικονομικών της Γερμανίας, τον Κρίστιαν Λίντνερ, ο οποίος, πριν από κάποια χρόνια, χαρακτήριζε τον Σόιμπλε ελαστικό με την Ελλάδα. Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών όχι μόνο επαίνεσε την «οικονομία και τις μεταρρυθμίσεις» της Ελλάδας αλλά την παρουσίασε και ως παράδειγμα προς μίμηση, κι αυτό ήταν κάτι που κανένας Έλληνας (ούτε ξένος) δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα άκουγε ποτέ. Η αλήθεια είναι ότι οι περισσότερες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου είχαν και εξακολουθούν να διατηρούν μια ανησυχία μετά την ανάληψη του υπουργείου Οικονομικών της Γερμανίας από τον πρόεδρο των Φιλελευθέρων Κρίστιαν Λίντνερ, ο οποίος είναι υπέρ της αυστηρής δημοσιονομικής πολιτικής, κάτι που κανένας Νότιος δεν θέλει, ειδικά τώρα που όλοι έχουν να αντιμετωπίσουν τις οικονομικές συνέπειες της κρίσης της πανδημίας. Οι ομόλογοι του Λίντνερ στον Νότο είχαν τον φόβο ότι θα επέβαλλε επιστροφή στην πολιτική λιτότητας και ότι θα ναρκοθετούσε την αναγκαία μεταρρύθμιση του Συμφώνου Σταθερότητας. Ίσως οι έπαινοι στην Ελλάδα να είχαν και αυτόν τον σκοπό, να τους καθησυχάσει και να στείλει ένα σήμα.
Παρότι η νέα κυβέρνηση της Γερμανίας έχει επικεφαλής έναν σοσιαλδημοκράτη, τον Όλαφ Σολτς, ο Έλληνας πρωθυπουργός (που δεν είχε πολύ καλή χημεία με την Άνγκελα Μερκελ, κι ας ανήκουν στην ίδια ευρωπαϊκή πολιτική ομάδα) εκτιμά και προσδοκά ότι θα έχει καλύτερη σχέση και με τον νέο καγκελάριο αλλά και με τον νέο υπουργό Οικονομικών. Μαζί με τις προσδοκίες για μια καλύτερη σχέση με τη Γερμανία, η ελληνική κυβέρνηση συνεχίζει να χτίζει τη στρατηγική σχέση με τη Γαλλία, τουλάχιστον όσο Πρόεδρός της είναι ο Εμανουέλ Μακρόν, καθώς την άνοιξη θα γίνουν οι προεδρικές εκλογές. Οι δύο χώρες φέτος ανέδειξαν το θέμα της ανάπτυξης ενός «ευρωστρατού», το οποίο ενδιαφέρει ιδιαιτέρως την Ελλάδα λόγω της μόνιμης απειλής της Τουρκίας.
Εκτός από τη στρατηγική συνεργασία με τη Γαλλία και τις ΗΠΑ, η Ελλάδα αυτήν τη χρονιά επένδυσε και σε νέες συμμαχίες, π.χ. με τα Εμιράτα, τις οποίες προσπαθεί να διεμβολίσει η Τουρκία με κάθε τρόπο. Τελευταία διπλωματική κίνηση με ιδιαίτερη σημασία αυτήν τη χρονιά ήταν η πρόσφατη συνάντηση του πρωθυπουργού με τον Ρώσο Πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν σε μια προσπάθεια προσέγγισης της Ρωσίας, προκειμένου να βελτιωθούν οι σχέσεις των δύο χωρών, οι οποίες ήταν παγωμένες εδώ και αρκετά χρόνια, χωρίς όμως υπερβολικές προσδοκίες και ψευδαισθήσεις. Η Ελλάδα ανήκει στη Δύση, αλλά έχει μια ιστορική σχέση με τη Ρωσία. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα ήθελε να παίξει έναν ρόλο γέφυρας της Ρωσίας με τη Δύση, καθώς η Ελλάδα δεν διακατέχεται από «ρωσοφοβία». Σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, που είναι ανοιχτά εχθρικές προς τη Ρωσία, η ελληνική κυβέρνηση επιθυμεί να διατηρεί μια μετριοπαθή στάση και να έχει μια συνεννόηση μαζί της και για οικονομικούς λόγους, ειδικά για τον τουρισμό, στον οποίο η κυβέρνηση δίνει μεγάλη προτεραιότητα.
Μια αρνητική πτυχή που αναδείχθηκε αυτήν τη χρονιά ήταν η απουσία κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής στο θέμα των στρατιωτικών εξοπλισμών και η περιφρόνηση της αλληλεγγύης και των αρχών της Ε.Ε. Εκτός από τα υποβρύχια που ετοιμάζει η Γερμανία για την Τουρκία, ήταν και η ισπανική κυβέρνηση που αγνόησε τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για την Τουρκία. Σε πρόσφατη επίσκεψή του στην Άγκυρα, ο Ισπανός σοσιαλιστής πρωθυπουργός Πέδρο Σάντσεθ ανακοίνωσε, μαζί με τον Ταγίπ Ερντογάν, τη ναυπήγηση ενός ακόμα αεροπλανοφόρου, καθώς και προμήθεια όπλων για την Τουρκία, την ώρα που αυτή απειλεί δύο κράτη-μέλη. Ο καθηγητής Π. Ιωακειμίδης, πρώην πρεσβευτής και διπλωματικός σύμβουλος της Φώφης Γεννηματά, αποκάλυψε πρόσφατα ότι το 2018 οι δυο τους είχαν μια συνάντηση στους Δελφούς με τον Πέδρο Σάντσεθ, ο οποίος τότε ήταν στην αντιπολίτευση. Η Φώφη Γεννηματά του είχε θίξει το ζήτημα των εξοπλισμών στην Τουρκία και εκείνος της είχε απαντήσει ότι «τέτοιοι εξοπλισμοί είναι έξω από την ηθική των σοσιαλιστών». Οι σοσιαλιστές, πάντως, εκλογικά δεν τα πήγαν και άσχημα αυτήν τη χρονιά στην Ευρώπη. Μετά τη νίκη του SPD στη Γερμανία, έπειτα από πολλά χρόνια, η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία μοιάζει να μπαίνει σε μια καλή περίοδο. Αντιθέτως, η μεγάλη πολιτική οικογένεια της Ε.Ε., το κεντροδεξιό Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (ΕΛΚ), αποδυναμώθηκε τελευταία. Μετά την ήττα του CDU έχασε την Άγκελα Μέρκελ, που αποχώρησε, και τον Σεμπάστιαν Κουρτς, που παραιτήθηκε λόγω σκανδάλων τα οποία διερευνώνται. Αυτή την περίοδο ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι ίσως ο πιο ισχυρός ηγέτης της ευρωπαϊκής πολιτικής ομάδας του ΕΛΚ.
ΣTHN EΛΛΑΔΑ, τη χρονιά αυτή, πολιτικά, έμοιαζε να μη συμβαίνει τίποτα που να μπορεί να διαταράξει τις ισορροπίες έτσι όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί από το βράδυ των εκλογών του 2019. Μέχρι που ήρθε το ΚΙΝ.ΑΛ. κι έκανε ήδη μία μικρή πρώτη ανατροπή, οδηγώντας στις κάλπες, και μάλιστα σε συνθήκες πανδημίας, δεκάδες χιλιάδες ψηφοφόρους, πέρα από κάθε προσδοκία. Η συγκίνηση για την απώλεια της Φώφης Γεννηματά, η απρόσμενη υποψηφιότητα του Γιώργου Παπανδρέου αλλά και η παρουσία όλων των υποψηφίων για την προεδρία κατάφεραν να προσελκύσουν το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης για τις εξελίξεις στο κόμμα τους μετά από πολύ καιρό.
Ο νέος πρόεδρος Νίκος Ανδρουλάκης, σε προσωπικό επίπεδο, παρά τους χαμηλούς του τόνους, είναι ένα στέλεχος που όλα τα προηγούμενα χρόνια έβαζε στόχους και τους κέρδιζε, αξιοποιώντας το μάξιμουμ των δυνατοτήτων του. Τώρα θα προσπαθήσει να κάνει το ίδιο και για το κόμμα του. Η πρώτη του κίνηση ήταν να το ενώσει και να το συνθέσει, αξιοποιώντας στελέχη απ’ όλες τις πλευρές, αλλά ταυτόχρονα να δώσει και το σήμα της ανανέωσης, αναδεικνύοντας τη γενιά του, τους σαραντάρηδες. Κάπως έτσι το ΚΙΝ.ΑΛ. κατάφερε, λίγο πριν εκπνεύσει ο χρόνος, να ανανεωθεί και να διεκδικήσει την επιστροφή του ως κόμμα εξουσίας. Αν θα το πετύχει, κανείς δεν μπορεί να το προβλέψει από τώρα. Είναι κάτι που θα φανεί τη νέα χρονιά.
Η Νέα Δημοκρατία ανέβαλε το δικό της συνέδριο λόγω της έξαρσης της πανδημίας, καθώς θα έδινε λάθος μήνυμα. Ο αριθμός των νεκρών φέτος ξεπέρασε κάθε εφιαλτική πρόβλεψη. Τους πρώτους μήνες του χρόνου οι περισσότεροι ούτε φαντάζονταν ότι μετά την έλευση των εμβολίων, που τόση αισιοδοξία είχαν δημιουργήσει, θα εξακολουθούσε να πεθαίνει κόσμος, και μάλιστα περισσότεροι από πριν. Ούτε ότι θα εμβολιάζονταν τόσα εκατομμύρια και τελικά δεν θα ήταν αρκετά για να χτιστεί το τείχος της ανοσίας (αφού πέρσι τέτοιο καιρό νομίζαμε ότι το 60%-70% θα ήταν αρκετό).
Η κυβέρνηση κατάφερε να οργανώσει καλά την εμβολιαστική διαδικασία, αλλά δεν κατάφερε να πείσει όλους όσοι κινδυνεύουν να σπεύσουν να εμβολιαστούν, με αποτέλεσμα να υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός ανεμβολίαστων άνω των εξήντα ετών, οι οποίοι είναι αυτοί που κυρίως γεμίζουν τα νοσοκομεία και τις ΜΕΘ, σύμφωνα με τους γιατρούς των δημόσιων νοσοκομείων, τα οποία έχουν εξαντλήσει τις δυνατότητές τους. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη αυτήν τη χρονιά άλλαξε γραμμή ως προς τη διαχείριση της πανδημίας και από την προστασία της δημόσιας υγείας ως προτεραιότητα πέρασε στην προστασία της οικονομίας, προκειμένου αυτή να παραμείνει ανοιχτή και να μην πληγεί άλλο, καθώς έκρινε ότι περιθώρια για νέα lockdowns και τα χρήματα που χρειάζονται γι’ αυτό δεν υπάρχουν.
Για τον ΣΥΡΙΖΑ πέρασε άλλη μία χρονιά κατά την οποία δεν κατάφερε να μετασχηματιστεί ούτε να διευρύνει το κόμμα, αντιστοιχώντας τα οργανωμένα μέλη του στη βάση των ψηφοφόρων, όπως είχε εξαγγείλει ο Αλέξης Τσίπρας και είχε θέσει ως στόχο πριν από δύο χρόνια. Οι δημοσκοπήσεις εξακολούθησαν να τον εμφανίζουν στάσιμο, με αδυναμία αξιοποίησης της κυβερνητικής φθοράς, αλλά η ηγεσία του κόμματος αμφισβητεί τις δημοσκοπήσεις και τα ευρήματα που δίνουν, καθώς εκτιμά ότι τόσο αυτές όσο και τα ΜΜΕ εμφανίζουν τον ΣΥΡΙΖΑ πιο αδύναμο απ’ ό,τι είναι, επειδή έχουν πάρει τα χρήματα που έδωσε πέρσι η κυβέρνηση για τη διαφημιστική καμπάνια κατά της πανδημίας.
Η νέα χρονιά θα ξεκινήσει με μεγαλύτερο ενδιαφέρον για όλους, καθώς ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν θα έχει μόνο τον Αλέξη Τσίπρα απέναντί του αλλά και τον Νίκο Ανδρουλάκη, που θα επιχειρήσει να αποδείξει, σε πρώτη φάση, ότι μπορεί να κάνει καλύτερη αντιπολίτευση. Και ο Αλέξης Τσίπρας όμως δεν θα έχει την πολυτέλεια να συνεχίσει την ίδια τακτική, που ως τώρα δεν έχει αποδώσει. Το σημαντικότερο όλων, όμως, για τη νέα χρονιά θα ήταν η συμφωνία στη χάραξη μιας εθνικής στρατηγικής για την αντιμετώπιση της πανδημίας και της τουρκικής απειλής, καθώς, όπως φαίνεται, αμφότερες θα είναι εδώ και το 2022.