ΤIΣ ΠΡΩΤΕΣ ΠΡΩΙΝΕΣ ΩΡΕΣ της 26ης Ιουνίου του 1966 ο 19χρονος μπάρμαν Πίτερ Γουόρντ βγήκε ανυποψίαστος μαζί με τρεις συναδέλφους του από την παμπ Malven Arms στο Μπέλφαστ. Δέχτηκαν ομαδικά πυρά από τρεις άνδρες. Ο Γουόρντ πυροβολήθηκε στην καρδιά και πέθανε ακαριαία. Οι φίλοι του γλίτωσαν με τραύματα. Η παρέα είχε βρεθεί στο λάθος σημείο, τη λάθος στιγμή.
Οι δράστες ήταν μεθυσμένοι, νεόκοποι παραστρατιωτικοί του προτεσταντικού UVF (υπέρ της υπάρχουσας ένωσης της Βόρειας Ιρλανδίας με το Ηνωμένο Βασίλειο). Λίγες ώρες νωρίτερα είχαν αποτύχει να εντοπίσουν ένα μέλος της αντίπαλης παραστρατιωτικής οργάνωσης, του καθολικού IRA (οπαδοί της επανένωσης Βόρειας Ιρλανδίας και Ιρλανδίας). Έχοντας στο μεταξύ καταναλώσει μεγάλες ποσότητες αλκοόλ σε διάφορα σπίτια και μπαρ, κατέληξαν στην ίδια παμπ με την παρέα του Γουόρντ.
Εκεί άκουσαν τους τέσσερις φίλους να κουβεντιάζουν με τη νότια προφορά των καθολικών. Μέσα στο μεθύσι τους αποφάσισαν ότι ήταν μέλη του IRA. Τους έστησαν καρτέρι και άρχισαν να τους πυροβολούν.
Μπορείς να δεις την επίθεση στο Μπέλφαστ αφαιρώντας τον σεχταρισμό από την εξίσωση. Το χτύπημα ήταν τυφλό, τα θύματα άσχετα με την εθνοτική σύγκρουση καθολικών - προτεσταντών. Οι δολοφόνοι τη στιγμή που πυροβολούσαν δεν ήταν μόνο μέλη παραστρατιωτικής οργάνωσης, ήταν κυρίως μεθυσμένοι με γεμάτα πιστόλια.
Το θεμελιώδες πρόβλημα είναι ότι βρισκόμαστε δεκαετίες πίσω από τις συνθήκες που θα καταστήσουν τις βίαιες ομάδες οικονομικά ασύμφορες. Μέχρι τότε ο ΠΑΟΚ θα παράγει βία και θα στρατολογεί χούλιγκαν σε μια πόλη που ξέρει να τους δημιουργεί.
Μια αντίστοιχη ανάγνωση μπορεί να γίνει και στη δολοφονία του Άλκη Καμπανού στη Θεσσαλονίκη. Το θύμα δεν είχε σχέση με τους οπαδικούς στρατούς. Κάποιοι είχαν βγει παγανιά με τα μαχαίρια τους και σκότωσαν έναν άσχετο άνθρωπο, επειδή δεν βρήκαν πραγματικούς αντιπάλους χούλιγκαν.
Όμως, όπως ακριβώς η επίθεση στο Μπέλφαστ έμεινε στην ιστορία της Βόρειας Ιρλανδίας ως χαρακτηριστική της σύγκρουσης καθολικών - προτεσταντών, έτσι και στην ελληνική συλλογική συνείδηση η δολοφονία του Καμπανού θα καταγραφεί ως ένα από τα πιο άγρια και τυφλά εγκλήματα οπαδικής βίας.
Οι δύο δολοφονίες δείχνουν πως η βία δεν είναι μόνο ένα πράγμα. Το κίνητρό της μπορεί να αλλάζει διαρκώς και ακαριαία. Η βία είναι παράλογη και τρομακτική, γιατί άπαξ και προκύψει μπορεί να αυτονομηθεί από τις συνθήκες που την παράγουν.
To ποδόσφαιρο δεν παράγει απλώς βία. Είναι ένα λαϊκό, μαζικό άθλημα που λειτουργεί ως «κανάλι στο οποίο διοχετεύονται προϋπάρχουσες εντάσεις και ριζωμένοι διχασμοί της κοινωνίας», λέει ο Μπέντζαμιν Ρόμπερτς, συγγραφέας του βιβλίου Gunshots & Goalposts: The Story of Northern Irish Football. Η βία μπορεί επίσης να αφανίσει τις ομάδες που ταυτίζονται μαζί της. Συνέβη με το εμβληματικό «περιστατικό του Τζίμι Τζόουνς» και τη θρυλική Μπέλφαστ Σέλτικ, μία από τις τέσσερις δημοφιλέστερες ομάδες της Βορείου Ιρλανδίας.
Ο κορυφαίος σέντερ φορ της χώρας Τζόουνς ήταν προτεστάντης που έπαιζε για την ομάδα των καθολικών, την Μπέλφαστ Σέλτικ. Μετά το παραδοσιακό ντέρμπι της Σέλτικ με την άλλη μεγάλη ομάδα του Μπέλφαστ, την προτεσταντική Λίνφιλντ, εκατό εξαγριωμένοι οπαδοί της τελευταίας επιχείρησαν να λιντσάρουν τον ομόθρησκο Τζόουνς ως προδότη. Γλίτωσε από τύχη, με ένα σπασμένο πόδι. Τα επεισόδια ήταν το τέλος της Σέλτικ. Η ομάδα ήταν τόσο τοξική, που δεν μπορούσε να παραμείνει ζωντανή. Έκλεισε όχι με απόφαση της κυβέρνησης, αλλά του διοικητικού της συμβουλίου. Απλώς δεν πήγαινε άλλο.
Και ο ΠΑΟΚ είναι τοξικός εδώ και δεκαετίες. Στην Τούμπα ανθούν παθογένειες που αναγνωρίζουμε συνολικά στη Θεσσαλονίκη: μισαλλοδοξία, σκοταδισμός, εθνικισμός και η δηλητηριώδης αίσθηση του διαρκώς αδικημένου που ήρθε η ώρα να πάρει με κάθε τίμημα αυτό που του χρωστάνε. Κανείς όμως δεν νιώθει ότι με τη δολοφονία έφτασε το πλήρωμα του χρόνου για την ομάδα. Ούτε η κυβέρνηση ούτε φυσικά ο ίδιος ο ΠΑΟΚ θα πάρει την απόφαση.
ΤΙ ΜΕΝΕΙ; Να μετατραπεί η ομάδα σε ειρηνικό σωματείο. Να πάψει η Τούμπα να είναι ένας άγριος τόπος όπου η βία να καραδοκεί διαρκώς και να γίνει χώρος αναψυχής για οικογένειες. Ακόμη και ως σενάριο ακούγεται κωμικό. Συνέβη όμως στην Αγγλία, σε ακόμη χειρότερες συνθήκες.
Το 1989, την επομένη της καταστροφής του Χίλσμπορο, ο «Economist» προέτρεψε τη Θάτσερ να χτίσει νέα στάδια για τις οικογένειες της μεσαίας τάξης. Χρειάστηκαν χρόνια, αλλά οι Βρετανοί τα κατάφεραν. Πήραν μέτρα (αποβολές των ομάδων από διεθνείς διοργανώσεις, είσοδος στο γήπεδο με ταυτότητα, κάμερες στις κερκίδες) και τελικά ο χουλιγκανισμός, μέσα σε είκοσι χρόνια, μετατράπηκε «από καρκίνο σε απλό κρυολόγημα», όπως έγραψε το 2013 ο «Guardian».
Το 1985, την επομένη της τραγωδίας στο Χέιζελ, η Θάτσερ είχε ρωτήσει τον πρόεδρο της αγγλικής ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας «τι ακριβώς σκοπεύετε να κάνετε με τον χουλιγκανισμό σας;». Ο Τεντ Κρόκερ απάντησε πως οι χούλιγκαν δεν είναι της ομοσπονδίας αλλά της κοινωνίας. «Δεν είναι δικοί μας, δικοί σας είναι, πρωθυπουργέ, δημιούργημα της δικής σας κοινωνίας και δεν τους θέλουμε στα γήπεδά μας».
Ο Κρόκερ έλεγε τη μισή αλήθεια. Ο χουλιγκανισμός ήταν και της Θάτσερ και δικός του. Κοινωνικό προϊόν πράγματι, καλοδεχούμενο όμως από τους βρετανικούς συλλόγους τη δεκαετία του ’80. Η κυρίαρχη άποψη ανάμεσα στους ποδοσφαιρικούς παράγοντες της εποχής ήταν όσο πιο άγριο το σωματείο, τόσο πιο επικερδές για τους ίδιους. Σκληρή έδρα, περισσότεροι βαθμοί, ισχυρότερη πίεση στην ομοσπονδία, μεγαλύτερα κέρδη.
Το 2014 έρευνα του Πανεπιστημίου του Λάνκαστερ για τον οικονομικό αντίκτυπο του χουλιγκανισμού στις βρετανικές ομάδες έδειξε ότι τη δεκαετία 1984-1994 η βία έφερνε περισσότερα έσοδα στα σωματεία που τη διευκόλυναν. Όμως, με το πέρασμα του χρόνου και όσο η κυβέρνηση και η ομοσπονδία εφάρμοζαν το δόγμα του «Economist» «ποδόσφαιρο για τη μεσαία τάξη» οι βίαιες ομάδες άρχισαν να γίνονται ασύμφορες για τους ιδιοκτήτες τους. Από το 1999 μέχρι το 2009 ο κόσμος γύριζε την πλάτη του στα άγρια σωματεία, η βία ήταν πια απειλή οικονομικής καταστροφής και αφανισμού.
Δεν είναι λοιπόν απλώς ο ΠΑΟΚ το πρόβλημα. Το θεμελιώδες πρόβλημα είναι ότι βρισκόμαστε δεκαετίες πίσω από τις συνθήκες που θα καταστήσουν τις βίαιες ομάδες οικονομικά ασύμφορες. Μέχρι τότε ο ΠΑΟΚ θα παράγει βία και θα στρατολογεί χούλιγκαν σε μια πόλη που ξέρει να τους δημιουργεί.