Δύο ξεχωριστοί μουσικοί, ο Κωνσταντίνος Βήτα και ο Νίκος Πατρελάκης, μετά την επιτυχημένη συνεργασία τους στο έργο «Ο κόσμος είναι ένας» με θέμα τον ποιητή Γιάννη Ρίτσο συναντιούνται ξανά στο ηλεκτρονικό σύμπαν του «Neapoly». Μετά από δύο χρόνια πειραματισμού, ηχογραφήσεων και κινηματογράφησης πραγματοποιούν ένα όνειρο που είχαν από κοινού: να μοιραστούν την αγάπη τους για την ηλεκτρονική μουσική.
Με το νέο τους έργο, που παρουσιάζεται στον χώρο της Εναλλακτικής Σκηνής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής με καινούργια μουσική που έγραψαν από κοινού και πρωτότυπα βίντεο, εξερευνούν την ηλεκτρονική μουσική από τη βάση της, ως φόρμα και ως ύφος.
Η μινιμαλιστική επανάληψη των arpeggiators, ο εξαρχής σχεδιασμός των τεχνητών ηχοχρωμάτων, η χρήση αναλογικών πηγών και επεξεργαστών αποτελούν τη βάση της ηχητικής πραγματικότητας του «Neapoly».
Παράλληλα, οι καλλιτέχνες στρέφουν το βλέμμα τους στις δεκαετίες του ’70 και του ’80, αναζητώντας τις αρχικές αναφορές της electronica. Τα βίντεο που εντάσσονται στην παράσταση αποτελούν μια ποιητική περιήγηση στην Ελλάδα, ένα «road movie» που διατρέχει τη φύση και τις πόλεις της χώρας, καταγράφοντας τα βουνά, τους ουρανούς και τις θάλασσες, τους ανθρώπους και την καθημερινότητά τους.
Η κουβέντα μαζί τους έχει πάντα μεγάλο ενδιαφέρον.
— Πείτε μου τι είναι το «Neapoly». Τι έχετε ετοιμάσει;
Κωνσταντίνος Βήτα: Ήλθε από μια σκέψη που είχαμε για μια διαδικτυακή συναυλία μέσα στην πανδημία. Κάπως έτσι ξεκίνησε και φτιάξαμε μουσική μαζί και ξεχωριστά. Το ονομάσαμε «Neapoly» γιατί θέλαμε να έχει μια ελληνική αναφορά και ήταν ωραίο γιατί συνδυάζει και το poly, που μου θύμιζε ένα παλιό συνθεσάιζερ, το Poly800, αλλά και τα polymoog. Με όλα αυτά που συνέβαιναν γύρω μας είχαμε έντονη την ανάγκη να δημιουργήσουμε κάτι από κοινού και, τελικά, όταν πριν από λίγες μέρες τελειώσαμε το mastering του άλμπουμ χάρηκα γιατί μου άρεσε poly...
Θυμάμαι πως στην πρώτη καραντίνα ήμασταν αποκλεισμένοι στα χωριά μας και τηλεφωνούσαμε ο ένας στον άλλον, μοιραζόμασταν τα πρώτα δείγματα, μια μπασογραμμή, ένα sequencer μέσω email. Στη πορεία άρχιζε να γίνεται πιο συγκεκριμένο, ο Νίκος έφτιαχνε τα βίντεο παράλληλα και λίγο λίγο όλα σχηματοποιούνταν.
Νίκος Πατρελάκης: «Neapoly» είναι το νέο κοινό μας μουσικό εγχείρημα με τον Κωνσταντίνο, μια βόλτα εξερεύνησης και πειραματισμού στην electronica, στους χιλιάδες ήχους και φόρμες της. Το δημιουργήσαμε τα δύο χρόνια της πανδημίας, σαν μια καθημερινή υπενθύμιση ότι είμαστε ζωντανοί και ότι μπορούμε να ονειρευόμαστε.
Είναι ένα άλμπουμ με δώδεκα ηλεκτρονικά κομμάτια που αναφέρονται στο παρελθόν και στο μέλλον του ήχου μας. Είναι δημιουργημένο σχεδόν στο σύνολό του από αναλογικές ηλεκτρονικές πηγές και επεξεργασμένο με αναλογικά μηχανήματα ήχου – αυτό χωρίς ταμπού, βέβαια, σε όποιο σημείο η ψηφιακή τεχνολογία ήταν αναντικατάστατη τη χρησιμοποιήσαμε χωρίς ενοχές. Την πρώτη του παρουσίαση στην Εναλλακτική Σκηνή τον Μάρτιο θα συνοδεύουν βίντεο που δημιούργησα παράλληλα, από τον Ιούνιο του ’20 μέχρι σήμερα.
Το ονομάσαμε «Neapoly» γιατί θέλαμε να έχει μια ελληνική αναφορά και ήταν ωραίο γιατί συνδυάζει και το poly, που μου θύμιζε ένα παλιό συνθεσάιζερ, το Poly800, αλλά και τα polymoog. Με όλα αυτά που συνέβαιναν γύρω μας είχαμε έντονη την ανάγκη να δημιουργήσουμε κάτι από κοινού και, τελικά, όταν πριν από λίγες μέρες τελειώσαμε το mastering του άλμπουμ, χάρηκα γιατί μου άρεσε poly...
— Με ποιον τρόπο συνεργάζεστε;
Ν.Π.: Με αγάπη, συναίνεση, αδελφικότητα, από μακριά, από κοντά, με κοινή διάθεση για πειραματισμό και εξερεύνηση στην τέχνη μας. Συνεργαζόμαστε για διάφορα πρότζεκτ από τις αρχές των ’00s και πάντα η επαφή μας είναι σαν το νερό που κυλάει.
K.B.: Με τον Νίκο γνωριζόμαστε από τα ’90s και συνεργαζόμαστε από τις αρχές του 2000 σε διάφορα πρότζεκτ ξεχωριστά και μαζί. Το προηγούμενο καλοκαίρι δουλέψαμε από κοντά στο στούντιό του, όπου επεξεργαστήκαμε τη μουσική μας μέσα από τα αναλογικά του μηχανήματα και παλιά κοινά συνθεσάιζερ.
Οι μείξεις κράτησαν πολύ καιρό και περάσαμε πολλές ώρες στο στούντιο, δουλέψαμε με αγάπη, με χαρά και ηρεμία. Αφιερώσαμε πολλές ώρες στο στούντιο, σημειώναμε, διορθώναμε, όλα αυτά που συμβαίνουν όταν προσπαθείς να ολοκληρώσεις μια δουλειά.
— Ποιες είναι οι δικές σας αναφορές στην electronica; Από πού ξεκινούν;
Κ.Β.: Θυμάμαι στην Αυστραλία, τέλη του ’70-αρχές ’80, ήμουν πολύ νέος όταν είδα στη τηλεόραση τους Kraftwerk να παίζουν το «Robots». Ήταν μια εικόνα που χαράχτηκε μέσα μου. Τον ίδιο καιρό είδα το «Cars» του Gary Numan, που μαζί με το γκρουπ του έπαιζαν κάτι minimoog και polymoog. Καταλάβαινα ότι κάτι γίνεται με τα συνθεσάιζερ.
Ήταν μια περίεργη εποχή, γιατί μαζί με τους Fleetwood Mac, που έπαιζαν σε όλα τα τζουκμπόξ της Swanston και Lygon, άρχισαν να μπαίνουν και τα ηλεκτρονικά γκρουπ και κάτι να αλλάζει. Άκουγα Eno, Kraftwerk, Cluster, Roedelius, μου άρεσε πολύ ο ηλεκτρονικός ήχος, ταίριαζε με την ψυχοσύνθεσή μου γιατί, παρόλο που ήμουν κιθαρίστας, βαριόμουν και την κιθάρα κάποιες φορές. Υπήρχε και ένας σταθμός στο ραδιόφωνο που έπαιζε πολύ ηλεκτρονική μουσική κι έτσι άρχισα να ασχολούμαι περισσότερο με αυτό το είδος.
Ν.Π.: Προσωπικά, πρώτη μου έκθεση στον ηλεκτρονικό ήχο θα θεωρήσω τα ηλεκτρονικά έργα του Varèse και του Hindemith, clusters, μικροτόνους και μαγνητοταινίες από τα μαθητικά μου χρόνια. Ο Reich, ο Cage, ο Stockhausen, ήταν πάντα και θα παραμείνουν βασικές αναφορές στη μουσική μου εκπαίδευση.
Η μετάβαση στη σύγχρονη electronica έγινε με Πλάτωνος, Eno, Kraftwerk, μαζί με Jarre, Kitaro, Tangerine Dream, Παπαθανασίου, καθώς και όλη τη συμπληρωματική ποπ κουλτούρα που για ένα μεγάλο διάστημα βασίστηκε αποκλειστικά στην παραγωγή με ηλεκτρονικά μέσα. Η συναυλία των Tangerine Dream στον Λυκαβηττό, μέσα του ’80, μου έδωσε και το τελικό σπρώξιμο για να αφιερωθώ στην electronica.
— Θυμάστε ποιο ήταν το πρώτο ηλεκτρονικό άλμπουμ που ακούσατε; Πόσο άλλαξε αυτό την εντύπωση που είχατε για τη μουσική;
K.B.: Νομίζω πως από την ημέρα που κυκλοφόρησε το 1982 το «On Land» του Eno η ζωή μου έγινε διαφορετική. Ήταν σαν να μου χάρισαν ένα ζευγάρι γυαλιά που έδειχναν τον κόσμο διαφορετικό, το άκουγα μήνες ολόκληρους προσπαθώντας να καταλάβω ξανά και ξανά. Τότε τα βινύλια τα αφήναμε πάνω στο πικάπ για μήνες.
Ακόμα και σήμερα πιστεύω πως το «On Land» είναι από τα πιο αγαπημένα μου ηλεκτρονικά άλμπουμ, το πιο ξεχωριστό, ίσως γιατί ήμουν πολύ νέος και χαράχτηκε μέσα μου πολύ εύκολα. Περιέχει επεξεργασμένες μαγνητοταινίες μαζί με ήχους από συνθεσάιζερ, διακατέχεται από έναν σπάνιο, περίεργο βαθύ ηλεκτρισμό, μια αίσθηση εξερεύνησης και αγάπης που σπάνια συναντάς σε ένα άλμπουμ. Και να μην έχεις πάει πουθενά, με αυτό το άλμπουμ είναι σαν να έχεις περιπλανηθεί σε ολόκληρο τον κόσμο και στο Διάστημα παράλληλα.
Ν.Π.: Το πρώτο άλμπουμ electronica που άκουσα θα πρέπει να ήταν το «Oxygène» του Jarre, αλλά μπορεί να ήταν και το «Heaven and Hell» του Παπαθανασίου με τον Anderson. Η μουσική μου θέληση ήταν κοντά όμως. Επιβεβαιώθηκε η εντύπωσή μου παρά άλλαξε.
— Βρέθηκα πρόσφατα σε μια έκθεση στο Ντίσελντορφ για τους Kraftwerk, τον τρόπο που επηρέασαν τα ’80s και τη μουσική γενικώς από τη στιγμή που εμφανίστηκαν τη δεκαετία του ’70. Αυτό που έκαναν ήταν πραγματικά πρωτοποριακό. Υπάρχει περιθώριο για πρωτοπορία στη μουσική σήμερα;
Κ.Β.: Πάντα θα έρχεται το καινούργιο, η μουσική γεννιέται μέσα από τους ανθρώπους, ο άνθρωπος δίνει την πνοή του μέσα από τη μουσική, την τέχνη γενικότερα, οπότε πιστεύω ότι πάντα θα γεννιέται κάτι καινούργιο και αυτό θα δημιουργεί μια τάση, ένα ρεύμα, μια πρωτοπορία όπως λες. Εφόσον υπάρχει ζωή, θα υπάρχει και το καινούργιο.
Η διαφορά είναι ότι επειδή υπάρχει πολλή πληροφορία και η αγορά είναι μέσα στον υπολογιστή σου δεν προλαβαίνεις να αφομοιώσεις και τρέχεις για το παρακάτω, αυτό κάνει τα πάντα διαφορετικά. Δεν προλαβαίνουμε να ερμηνεύσουμε, να κατανοήσουμε, όμως αυτό δεν αποκλείει το καινούργιο, όπως λες.
Ν.Π.: Με βάση τον ορισμό της πρωτοπορίας του 1970, πιστεύω πως όχι. Υπάρχουν ελάχιστα πράγματα να εφευρεθούν ως ενορχήστρωση ή σύνθεση αλλά και ως απεικόνιση. Η παλέτα με τις άπειρες δυνατότητες που έδωσαν τα συνθεσάιζερ και οι γεννήτριες ήχου δεν έχει αλλάξει ριζικά από τότε, αν κοιτάξουμε αποκλειστικά τον ήχο.
— Τι θεωρείτε πρωτοποριακό σήμερα;
Κ.Β.: Έχω σταματήσει να κάνω αυτήν τη σκέψη εδώ και δεκαετίες. Το πρωτοποριακό σήμερα, και να συμβεί, θα είναι κάτι που θα διαρκέσει λίγα λεπτά, καθώς γρήγορα θα το ξεπεράσει κάτι άλλο. Η παγκόσμια μουσική στηρίζεται στην κλάψα και το υπερβολικό συναίσθημα για να μπορέσει να επιβιώσει λιγάκι παραπάνω στην καρδιά του ακροατή. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπάρχει μουσική. Υπάρχει, αλλά αυτή την εποχή ακμάζει μόνο το στιγμιαίο και αυτό ίσως είναι ένα εμπόδιο για την πρωτοπορία.
Η πρωτοπορία για να δημιουργηθεί χρειάζεται να έχεις κατανοήσει τις εποχές, την Ιστορία, να γνωρίζεις σε έναν βαθμό ποιος είσαι, να γίνεις σε έναν βαθμό ποιητής, για να μπορέσεις να βρεις τη γλώσσα στην οποία θα εκφραστείς, άσχετα με το αν είναι μουσική, λόγος, όποια μορφή τέχνης…
Ν.Π.: Κάτι αισθαντικό, κάτι άμεσο και απροσποίητο. Κάτι ανένταχτο, ένα καινούργιο μπλέξιμο γνωστών πραγμάτων.
— Υπάρχει περιθώριο να γίνει κάτι νέο στην τέχνη;
Κ.Β.: Νομίζω πως για να συμβεί αυτό, θα πρέπει να έχει δυνατές βάσεις και αν αντέξει μέσα στον χρόνο, θα μετατραπεί σε κάτι νέο, θα σημαίνει κάτι, θα είναι σαν το κρασί που διατηρείται. Ο Μπαχ, για παράδειγμα, πάντα είναι σαν ένα παιδί. Σαν τα δέντρα που έχουν βαθιές ρίζες και ζουν πολλά χρόνια γύρω μας, στέκονται όμορφα και δυνατά.
Ν.Π.: Υπάρχει, πιστεύω, πάντα η δυνατότητα για νέα θεώρηση και αποτύπωση αλλά και χώρος για προσωπική γνησιότητα, καινοτομία και ανακάλυψη. Άλλωστε, ως νοήμονα όντα, είμαστε ακόμη βρέφη, με μια υποψία χρήσης των δυνατοτήτων του μυαλού μας και κατώτερη συναισθηματική νοημοσύνη σχεδόν από το σύνολο του υπόλοιπου ζωικού βασιλείου του πλανήτη μας.
Πιστεύω πως οι νέοι άνθρωποι αντιλαμβάνονται πολύ σωστά το παρόν ως δυστοπικό, το μέλλον δυσκολεύονται πολύ να το αντιληφθούν, πόσο μάλλον να το οραματιστούν. Η σκληρή καθημερινότητα δεν αφήνει πολλά περιθώρια για πειραματισμό, η δύσκολη επιβίωση για τους νέους κάνει την ανάγκη για τέχνη και για καινοτομία σε αυτήν αστική υπόθεση και αδιάφορο ακαδημαϊσμό. Αν θέλουμε οι νέοι άνθρωποι να μας χαρίσουν μελλοντολογικές εμπνεύσεις, χρειάζεται να τους εξασφαλίσουμε ένα ασφαλέστερο και πιο ευοίωνο παρόν.
— Ο Mark Fisher λέει ότι η έννοια «φουτουρισμός» έχει πάψει πλέον να υπάρχει από τη στιγμή που οι νέοι άνθρωποι βλέπουν δυστοπικό το μέλλον. Αυτό το «Getting Better» που τραγούδησαν κάποτε οι Beatles σήμερα ακούγεται μόνο ουτοπικό.
Κ.Β.: Κάποιοι βλέπουν δυστοπικά, κάποιοι βλέπουν πιο αισιόδοξα, άλλοι βλέπουν πιο συντηρητικά, υπάρχουν πολλοί τρόποι να αντικρίζεις την πραγματικότητα. Στο «Getting Better», όπως και σε πολλά τραγούδια, μιλάει για κάποιο συναισθηματικό δεκανίκι μέσα από το οποίο θα γίνουν όλα καλύτερα.
Αυτό ισχύει ακόμα και σήμερα, όλοι πιστεύουν πως μέσα από μια σχέση θα γίνουν ευτυχισμένοι, αλλά αυτό δεν είναι παρά άλλο ένα κατεστημένο μέσα σε όλα τα άλλα. Όλοι μας χρειαζόμαστε πολλή δουλειά, είναι καλό να δουλεύουμε για να μπορέσουν τα πράγματα μέσα μας και γύρω μας να γίνουν καλύτερα. Οι συνθήκες της ζωής με έκαναν ρεαλιστή και, γενικά, στη ζωή μου δεν έδινα χρόνο στα όνειρα…
Ν.Π.: Πιστεύω πως οι νέοι άνθρωποι αντιλαμβάνονται πολύ σωστά το παρόν ως δυστοπικό, το μέλλον δυσκολεύονται πολύ να το αντιληφθούν, πόσο μάλλον να το οραματιστούν. Η σκληρή καθημερινότητα δεν αφήνει πολλά περιθώρια για πειραματισμό, η δύσκολη επιβίωση για τους νέους κάνει την ανάγκη για τέχνη και καινοτομία σε αυτήν αστική υπόθεση και αδιάφορο ακαδημαϊσμό. Αν θέλουμε οι νέοι άνθρωποι να μας χαρίσουν μελλοντολογικές εμπνεύσεις, χρειάζεται να τους εξασφαλίσουμε ένα ασφαλέστερο και πιο ευοίωνο παρόν.
— Πείτε μου για τα βίντεο της παράστασης.
Ν.Π.: Για τα βίντεο ταξιδέψαμε με τον συνεργάτη μου Κώστα Κατριό, κινηματογραφώντας στην Πελοπόννησο, στη Στερεά Ελλάδα, στην Αιτωλοακαρνανία και στην Ήπειρο και στη δυτική Μακεδονία και μέρος των γυρισμάτων έγινε σε άδεια από τουρίστες τοπία στην αρχή του καλοκαιριού του ’20. Δάση και ορίζοντες, ήλιοι και αστικές δομές σε εξπρεσιονιστική εμπλοκή κατά την επεξεργασία, με ψηφιακά οργανικά στρώματα και μικρόκοσμους που αγκαλιάζουν τα δέντρα, ξαπλώνουν στις θάλασσες και εκτυλίσσονται κάτω από τους ίδιους ουρανούς μαζί με τη μουσική.
Διάλεξα για την προβολή τους μια φόρμα «ορίζοντα», ακολουθώντας την ανάγκη μου να απλωθεί η ματιά μου σε ανοιχτές θάλασσες, χωράφια και λίμνες, ακόμη και στους δρόμους της πόλης μου, μετά από αυτόν τον απόκοσμο εγκλεισμό. Αυτό το «άνοιγμα» θέλω να μοιραστώ, ίσως και κάποιες τυχαίες ματιές σε μια λαμπερή φύση που ολοένα και λιγοστεύει, περιορίζεται, καταστρέφεται.
Όλα τα γυρίσματα στη δυτική και βόρεια Ελλάδα τα κάναμε με βάση τα Ιωάννινα. Τα γυρίσματα στην Πελοπόννησο έγιναν με βάση την αγαπημένη μου Επίδαυρο. Τα πλάνα πόλης γυρίστηκαν στις γειτονιές μας στην Αθήνα.
— Τι είναι οι arpeggiators;
Ν.Π.: Arpeggiators είναι ο αυτοματισμένος ηλεκτρονικός τρόπος που έχουν κάποια συνθεσάιζερ να δημιουργούν Arpeggios, δηλαδή ακόρντα αναλυμένα στις νότες τους, παιγμένα σε συνέχεια. Μαζί με τα sequencers αποτελούν βασικό δομικό υλικών των ενορχηστρώσεων στην electronica και σημείο αναφοράς μας, καθώς δουλεύαμε με τον Κωνσταντίνο το «Neapoly».
K.B.: Τα κυκλώματα arpeggiator εμφανίστηκαν σε κάποια αναλογικά συνθεσάιζερ τέλη της δεκαετίας του '60 και ελάχιστα γκρουπ της εποχής άρχισαν να τα χρησιμοποιούν για να αποκτήσουν μουσικές ακολουθίες που ήταν αδύνατο να παιχτούν με το χέρι και να χρησιμοποιούν αυτές τις μουσικές αλληλουχίες για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ήταν μια πρωτόγονη μορφή sequencer κατά κάποιο τρόπο.
«Neapoly», Κωνσταντίνος Βήτα, Νίκος Πατρελάκης
17-20/3
Εναλλακτική Σκηνή Εθνικής Λυρικής Σκηνής, Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος
Ώρα έναρξης: 20:30 (Κυριακή: 19:30)