Υπάρχει μεγάλη ανάγκη για την λεπτομερή χαρτογράφηση του ηχογραφικού παρελθόντος. Και μαζί για ένα ξανακοίταγμα της μουσικής ιστορίας, δίχως τις αγκυλώσεις του χθες.
Εμφανίζονται έτσι, μπροστά μας, συχνά, άλμπουμ που αγαπήθηκαν στον καιρό τους, μα και τελείως άγνωστες καταγραφές, που είτε κυκλοφόρησαν σκιωδώς, ακόμη και πριν από μισό αιώνα, είτε παρέμειναν ανέκδοτες για δεκαετίες.
Σε κάθε περίπτωση το κέρδος για τον μουσικόφιλο είναι μεγάλο, με τις ταυτόχρονες καταβυθίσεις σε τελείως διαφορετικές εποχές, δεκαετίες, είδη κ.λπ., να προσφέρουν μοναδικές ευκαιρίες για νέες σκέψεις, για εμπλουτισμό των γνώσεων και βεβαίως για ευχαρίστηση.
ATHENIANS OF TORONTO: Σαν Σκοτεινιάζει
[Veego Records, 2022]
Μια τελείως αναπάντεχη επανέκδοση! Εντάξει, να επανεκδίδονται ελληνικοί (ροκ) δίσκοι από το παρελθόν, ή να εκδίδονται για πρώτη φορά ανέκδοτες ηχογραφήσεις ελληνικών ονομάτων, αλλά να επανεκδίδονται και άλμπουμ άγνωστων Ελλήνων, που ηχογράφησαν στο εξωτερικό πριν από 50 χρόνια; Αυτό δεν έχει ξαναγίνει. Δηλαδή μάλλον...
Πάντως, και σε κάθε περίπτωση, καλώς συνέβη, γιατί οι Athenians of Toronto δεν ήταν κανένα γκρουπάκι της σειράς. (Αυτό το λέμε ακούγοντας τον δίσκο τους φυσικά). Ήταν γκρουπάρα, με φοβερούς μουσικούς, που μπορούσαν να παίξουν τα πάντα!
Και λέμε για το ηχητικό κομμάτι τους, καθότι το μοναδικό LP τους από το 1971 περιέχει βασικά διασκευές τραγουδιών αμερικανικών και καναδικών συγκροτημάτων. Οπότε οι Athenians of Toronto θα κριθούν κυρίως ως διασκευαστές ή ακόμη και ως διασκεδαστές, καθότι το LP τους «Σαν Σκοτεινιάζει» είναι πολύ ευχάριστο και πολύ ανεβαστικό σαν άκουσμα.
Τούτο οφείλεται στο γκρουπ, πρώτα-πρώτα, μα οφείλεται και στην πατρινή εταιρεία Veego Records, που πρόσεξε πολύ την αναπαραγωγή, το remastering δηλαδή, χαράζοντας τα τραγούδια σε 180άρι βινύλιο. Έτσι λοιπόν ένας ούτως ή άλλως απολαυστικός δίσκος γίνεται, εν προκειμένω, απολαυστικότερος.
Τα παιξίματα, οι ενορχηστρώσεις, η ένταξη των πνευστών στο σύνολο δηλαδή, όπως και το δέσιμο του γκρουπ, μαζί φυσικά με την ηχογράφηση-παραγωγή, είναι τα μεγάλα ατού τού άλμπουμ «Σαν Σκοτεινιάζει». Όλα εκείνα, με άλλα λόγια, που αναδεικνύουν τους Αθηναίους από το Τορόντο ως ένα άψογο γκρουπ, με εντυπωσιακό, συμπαγή ήχο, που ακούγεται εξοντωτικός σχεδόν.
Για τους Athenians of Toronto δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία διαθέσιμα στο δίκτυο – κάτι απολύτως λογικό. Τα περισσότερα δε και ουσιαστικότερα τα έχει γράψει ο Δημήτρης Βασιλειάδης στο site της B-Other Side Records και από ’κει δανειζόμαστε ολίγα:
«Η μπάντα ιδρύθηκε στο Οντάριο του Καναδά (σ.σ. το Τορόντο ανήκει στο Οντάριο) το 1966, έχοντας ως βάση τούς αδερφούς Φιλιππαίους, Κώστα πιάνο, Νίκο ντραμς και Δημήτρη, οι οποίοι με την προσθήκη των Danny Fernando κιθάρα, Paul Emo μπάσο και Βαγγέλη Μπεθάνη φωνητικά έφτιαξαν τον πυρήνα των Athenians of Toronto. Παρά το νεαρό της ηλικίας των μελών (από 11 χρονών και πάνω) και τις παράλληλες σπουδές των περισσότερων καταφέρνουν να φτιάξουν μια μπάντα αξιόλογη, που, με επιρροές από Beatles, Chicago, Blood Sweat and Tears και άλλα μεγάλα ονόματα της διεθνούς ροκ σκηνής, μπόρεσε να σταθεί σε όλο τον Καναδά (Canadian National Exhibition, Music Hall, Massey Hall) αλλά και σε περιοδείες στις Η.Π.Α και στην Βενεζουέλα, συνοδεύοντας ονόματα του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού, όπως τους Β. Τσιτσάνη, Σ. Διονυσίου, Γ. Λύδια, Σ. Ζαγοραίο, Μ. Βιολάρη κ.ά.».
Το 1971 στο χώρο του rock, στην Αμερική, κυριαρχούν τα συγκροτήματα με πνευστά και βεβαίως οι Santana, οι Creedence Clearwater Revival κ.λπ. Έτσι λοιπόν οι Athenians of Toronto επιλέγουν να διασκευάσουν κομμάτια αυτών των γκρουπ, των Chicago, των συντοπιτών τους Lighthouse, των Santana, των Revival, μα και των Doors, ρίχνοντας ενδιαμέσως και δυο-τρία δικά τους (συνθέσεις του κιμπορντίστα τους Κώστα Φιλιππαίου).
Όμως οι Athenians of Toronto δεν διασκεύασαν απλώς αγγλόφωνα κομμάτια, καθώς σε όλα αυτά τα tracks κάθισαν κι έγραψαν ελληνικά λόγια(!) – προφανώς, γιατί απευθύνονταν στο ελληνικό κοινό, στους έλληνες μετανάστες στο Τορόντο ή όπου αλλού στον Καναδά ή τις ΗΠΑ.
Περίεργο αυτό. Γιατί ακόμη και σε Έλληνες να απευθύνονταν το ίδιο άνετα θα τους προσέγγιζαν τραγουδώντας τους στα αγγλικά. Δεν βρίσκονταν και στην Ελλάδα εξάλλου, όπως οι Sounds, που έβαζαν την ίδιαν εποχή και αυτοί ελληνικά λόγια στο “Proud Mary” των Revival, σαν τους «Καναδούς».
Εντάξει, τα ελληνικά λόγια είναι αυτά που είναι και ούτε υπάρχει λόγος να κριθούν αυστηρά. Θέλω να πω πως δεν ήταν χειρότερα από εκείνα των ελληνικών γκρουπ, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις ήταν σίγουρα καλύτερα.
Αφήνοντας, όμως, κατά μέρος τα λόγια και πηγαίνοντας στο μουσικό-παικτικό κομμάτι... εκεί δεν μπορεί παρά να βγάλουμε το καπέλο στους Athenians of Toronto, καθότι εμφανίζουν χαρακτηριστικά μεγάλου γκρουπ.
Τα παιξίματα, οι ενορχηστρώσεις, η ένταξη των πνευστών στο σύνολο δηλαδή, όπως και το δέσιμο του γκρουπ, μαζί φυσικά με την ηχογράφηση-παραγωγή, είναι τα μεγάλα ατού τού άλμπουμ «Σαν Σκοτεινιάζει». Όλα εκείνα, με άλλα λόγια, που αναδεικνύουν τους Αθηναίους από το Τορόντο ως ένα άψογο γκρουπ, με εντυπωσιακό, συμπαγή ήχο, που ακούγεται εξοντωτικός σχεδόν.
Το απαιτούσε το ρεπερτόριο φυσικά, αλλά αυτό δεν λέει κάτι. Όσες απαιτήσεις και να έχει κάποιος από τον εαυτό του δεν σημαίνει πως θα προσεγγίσει και το τέλειο. Οι Athenians το προσεγγίζουν, γιατί είναι πρώτα οι ίδιοι μουσικάρες και δεύτερον γιατί δούλεψαν με επαγγελματίες πνευστούς – και όχι τυχαία ονόματα. Όλους τούς βρήκαμε να παίζουν εδώ κι εκεί (σε δίσκους εννοούμε), αλλά ο τρομπετίστας Al Stanwyck έχει παίξει μέχρι και με τους περίφημους Funkadelic (στο “America Eats Its Young”), οπότε αντιλαμβάνεστε...
Τι διασκευάζουν, εδώ, οι Athenians of Toronto; Σημειώστε...
“Everybody’s everything” των Santana, από το “Santana” [Columbia, 1971], “25 or 6 to 4”, “Make me smile”, “Colour my world” και “Now more than ever” των Chicago από το 2LP “Chicago” [Columbia, 1970], “Light my Fire” των Doors από το “The Doors” [Elektra, 1967], “Proud Mary” των Creedence Clearwater Revival από το “Bayou Country” [Fantasy, 1969], καθώς και το “One fine morning” των Lighthouse από το “One Fine Morning” [GRT, 1971].
Όλες οι διασκευές είναι πολύ καλές, αλλά δύο θα τις χαρακτηρίζαμε εκπληκτικές και αυτές είναι στο “25 or 6 to 4” των Chicago, ως «Ο επιβάτης» και στο “One fine morning” των Lighthouse, ως «Το γράμμα της Πούλιας».
Από ’κει και πέρα ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει και το «Έλα αγάπη μου κοντά» (δηλαδή το “Light my fire”), με τους ελληνικούς-αγγλικούς στίχους ή ακόμη και το «Μες τη νύχτα γυρνώ» (το “Make me smile”) με την «πλεσέικη» ενορχήστρωση στα πνευστά.
Και κάτι ακόμη... Οι Athenians of Toronto φέρνουν στη μνήμη τους Έλληνες Sunset, που δεν είχαν βεβαίως πνευστά, αλλά έκαναν το ίδιο εντυπωσιακές διασκευές (σε κατώτερα, όμως, τραγούδια). Ακόμη και στις φωνές τούς θυμίζουν οι Ελληνοκαναδοί. Anyway…
Μια ανέλπιστη επανέκδοση έχουμε εδώ, λοιπόν, που έχει ιδιαίτερο νόημα για τους fans του ελληνικό ροκ (και για όποιους άλλους), καθότι ελληνικό ροκ είναι κάτι πολύ-πολύ ευρύτερο από τα Ξύλινα Σπαθιά ή τις Τρύπες.
Athenians of Toronto - One Fine Morning
Επαφή: www.veegorecords.com
URBAN VaMp / ΕΓΧΡΩΜΟ ΓΑΛΑ: Chapter 24 ’80s side projects Vol.2 / Vol.3
[K.24 Εταιρεία Περιορισμένης Ορατότητας, 2021]
Έκδοση αρχείου έχουμε κι εδώ και μάλιστα σημαντική.
Μετά από το “Chapter 24 ’80s side projects Vol. 1”, δηλαδή το CD του Περικλή Μπουλουχτσή «Μικρές Ώρες» (2021), τώρα σειρά έχει το διπλό CD “Chapter 24 ’80s side projects Vol.2 / Vol.3”, όπου το Vol. 2 σχετίζεται με τους/τον URBAN VaMp και το Vol. 3 με τους/τον Έγχρωμο Γάλα.
Χοντρικά να πούμε πως αυτή η «σειρά» εξερευνά τα παράπλευρα projects των μουσικών, που είχαν βρεθεί στο δεύτερο μισό των 80s, πίσω από τους άξιους Chapter 24 / Κεφάλαιο 24, οπότε είναι λογικό να ακούγονται μέσα σ’ εκείνο, το γνωστό εν πολλοίς, αισθητικό περιβάλλον.
Για τους URBAN VaMp, ένα σόλο project του Βαγγέλη Μπουλουχτσή, δεν θυμάμαι να είχα διαβάσει κάτι (ούτε φυσικά ακούσει) εκείνη την εποχή. Λέμε για πέντε tracks, διάρκειας περίπου 21 λεπτών, που ήταν ανέκδοτα έως σήμερα και που είχαν ηχογραφηθεί, τα τέσσερα, σ’ ένα τετρακάναλο στο διάστημα καλοκαίρι 1987-φθινόπωρο 1988, ενώ το πέμπτο, που προέρχεται (συνθετικά) από την ίδιαν εποχή, είναι γραμμένο το 1991.
Όπως διαβάζουμε στις σημειώσεις του άλμπουμ τα κομμάτια αυτά, που γράφτηκαν από τον Β. Μπουλουχτσή όπως προείπαμε (ο ίδιος χειρίζεται κιθάρες, μπάσο, πλήκτρα και rhythm box), προορίζονταν για να παρουσιαστούν με τους Chapter 24 και τους Hobbit, για να μείνουν τελικώς στο συρτάρι.
Όπως διαβάζουμε στις σημειώσεις του άλμπουμ τα κομμάτια αυτά, που γράφτηκαν από τον Β. Μπουλουχτσή όπως προείπαμε (ο ίδιος χειρίζεται κιθάρες, μπάσο, πλήκτρα και rhythm box), προορίζονταν για να παρουσιαστούν με τους Chapter 24 και τους Hobbit, για να μείνουν τελικώς στο συρτάρι.
Αυτό το αντιλαμβάνεσαι αμέσως, κατά μίαν έννοια, ακούγοντάς τα.
Το πρώτο κομμάτι, για παράδειγμα, το “It’s a trick”, θα μπορούσε άνετα να ήταν ενταγμένο στο LP των Chapter 24 “Tin Invaders” [Di Di Music, 1988], αποτελώντας μάλιστα και μία ιδιαιτέρως αξιοπρόσεκτη στιγμή του – σ’ ένα άλμπουμ, που, όπως έχουμε τονίσει κι άλλες φορές, συγκαταλέγεται μεταξύ των κορυφαίων του ελληνικού rock / new wave από τα έιτις.
Το “The heat of the night”, που ακολουθεί είναι ένα electro / electro-rock track, με καθαρή έιτις αισθητική, στηριγμένο σ’ ένα συνεχές up-tempo, που «σπάει» από την φωνή, που ημι-τραγουδά, και τα breaks από την κιθάρα.
Στο σύντομο στο χρόνο «Επίκληση» ανακατεύονται φωνητικά, με κιθάρες και σύνθια σ’ ένα κάπως υποχθόνιο και πειραματικό πλαίσιο, ενώ στο «Βλέπω τις μέρες να περνάν», που και αυτό είναι σύντομο στο χρόνο, καθώς διαρκεί λίγο πάνω από δύο λεπτά, το πείραμα κυριαρχεί, με το κομμάτι να καθορίζεται από τα πολλαπλά φωνητικά επίπεδα, το rhythm box και τα γενικότερα εφφέ.
Το πρώτο CD θα ολοκληρωθεί με το μεγαλύτερο σε διάρκεια κομμάτι, το σχεδόν 8λεπτο “The mummy”, που είναι... loner folk, με ακουστική κιθάρα, φωνή, πλήκτρα, κινούμενο, γενικώς, προς μια ψυχεδελική κατεύθυνση.
Το δεύτερο CD, τώρα, σχετίζεται με τον Αντώνη Λιβιεράτο και το project του Έγχρωμο Γάλα, που είχε τυπωθεί σε πρώτο χρόνο (1986) σε κασέτα (με τέσσερα tracks). Εδώ καταγράφονται τα τέσσερα θέματα της κασέτας, καθώς και τρία bonus, ηχογραφημένα από τον Α. Λιβιεράτο στο διάστημα 1987-88 «ως αποτύπωση ιδεών, που θα μπορούσαν να μετασχηματιστούν στο μέλλον σε ολοκληρωμένα κομμάτια από το Κεφάλαιο 24».
Το “Transparency”, που ανοίγει το CD, δείχνει και το ύφος αυτών των tracks, που είναι γενικώς πειραματικό, με τα σύνθια, τις φωνές και τα εφφέ (από tapes) να παίζουν πρώτο ρόλο. Το ίδιο θα ισχυριζόμασταν και για το επόμενο κομμάτι, που αποκαλείται «Η μούχλα» και που διαθέτει ακόμη μεγαλύτερη... ροκ αυτοσυνείδηση.
Το 6λεπτο «Και οι τοίχοι έχουν αυτιά», μπορεί να παραπέμπει κάπως στις μέρες του “Tin Invaders”, είναι όμως ακόμη πιο «εμμονικό», υπό την έννοια πως τα επαναληπτικά, μινιμαλιστικά στοιχεία το καθορίζουν στο μεγαλύτερο μέρος του.
Το πρωτότυπο Έγχρωμο Γάλα θα ολοκληρωθεί με το “The monster”, ένα κατ’ εξοχήν synth-based track, που περιέχει «ιδέες», που πέρασαν πιο μετά στο LP “Tin Invaders”.
Όσον αφορά στα τρία bonus tracks, το “Intro” κινείται σε κλασικούς abstract electro δρόμους, το “Bits and pieces” σαν κομμάτι είναι πιο ροκ, περιλαμβάνοντας και τραγούδι (και αυτό ανακαλεί “Tin Invaders”), ενώ το έσχατο “The bottom of the lake” είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα tracks αυτού του δεύτερου CD, διαθέτοντας, συν τοις άλλοις, και εντυπωσιακή κιθάρα (τύπου Robert Fripp).
Και αυτό, που αξίζει να το σημειώσουμε.
Υπάρχει και “Chapter 24 ’80s side projects Vol.4”, το οποίον αφορά στους Hobbit (Β. Μπουλουχτσής μπάσο, φωνή, Σ. Δογορίτης πλήκτρα, Φ. Μέρμηγκας ντραμς, Π. Μπουλουχτσής κιθάρες) και είναι ψηφιακό.
Έγχρωμο Γάλα - Και οι Τοίχοι έχουν Αυτιά
Επαφή: ommamusicglobe@yahoo.gr, antonis.livieratos@gmail.com, www.beatnikstore.gr
THE LAST DRIVE: Heatwave
[Labyrinth of Thoughts / The LAB, 2022]
Επανακυκλοφορεί το “Heatwave” των Last Drive, δεύτερο LP τους στην Hich-Hyke, από το 1988. H νέα έκδοση γίνεται από τις Labyrinth of Thoughts / The LAB, σε 500 αντίτυπα, με νέο mastering, από τα original master tapes (από τον Νίκο Στυλίδη), διαφορετικό back cover, plus 4σέλιδο ένθετο (στην original έκδοση υπήρχε insert με στίχους, στην μια σελίδα).
Να πούμε τώρα τι για τους Last Drive (Alex K. φωνή, μπάσο, Chris B.I. ντραμς, Pep κιθάρες, φωνητικά, George κιθάρες, φωνητικά) και το “Heatwave”;
Το άλμπουμ το έχω ακόμη στ’ αυτιά μου και παρότι έχω πολλά χρόνια να το ρίξω στο πικάπ, με το που άρχισε να στρίβει η νέα έκδοση το θυμήθηκα αμέσως σημείο προς σημείο.
Οι Last Drive, το 1988, ήταν, ακόμη, μία από τις καλύτερες garage μπάντες όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και εκτός αυτής, με το “Heatwave” να τυπώνεται και από την Music Maniac στην ακόμη τότε Δυτική Γερμανία, κάνοντας, σαν έκδοση, πανευρωπαϊκή πορεία.
Φυσικά, θυμάμαι το “Heatwave” και από τα live της εποχής, όπως και τον πανικό, που επικρατούσε με τα “I love Cindy” και “Heatwave ’88”. Ήταν μια καλή εποχή, με το ροκ να παίζει ακόμη δυνατά, πριν από την ηχητική ισοπέδωση που θα δημιουργούσε λίγα χρόνια αργότερα το grunge – και στο οποίο grunge θα προσχωρούσαν, ασμένως, και οι Last Drive. Άλλη εποχή οι αρχές του ’90 για το ροκ σε σχέση με τα έιτις, αλλά εδώ, τώρα, γράφουμε για τα late 80s.
Οφείλω να πω πως το “Heatwave” μου αρέσει πολύ –και τώρα εννοείται–, αλλά όχι όπως το “Underworld Shakedown” (το πρώτο άλμπουμ των Last Drive), για το οποίο έχω την καλύτερη γνώμη.
Συνέβαινε εν τω μεταξύ το εξής παράξενο.
Οι Last Drive, το 1988, ήταν, ακόμη, μία από τις καλύτερες garage μπάντες όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και εκτός αυτής, με το “Heatwave” να τυπώνεται και από την Music Maniac στην ακόμη τότε Δυτική Γερμανία, κάνοντας, σαν έκδοση, πανευρωπαϊκή πορεία.
Το 1985, ή και πιο πριν, δεν μου άρεσαν τόσο οι Last Drive στη σκηνή, ενώ είχα βρει καταπληκτικό το πρώτο άλμπουμ τους. Στην εποχή του “Heatwave” (των μεγάλων καυσώνων, του 1987 και του 1988) τους εύρισκα ελαφρώς κατώτερους στον δίσκο, αλλά φοβερούς πάνω στο πάλκο – στο οποίο αλώνιζαν με το σκληρό και αυθάδες rock n’ roll τους. Είχαν μαζέψει βεβαίως και αρκετό δικό τους ρεπερτόριο πια, πέρα από τις διασκευές, στις οποίες πάντα ήταν «μανούλες».
Δεν ξέρω, αλλά νομίζω πως η παραγωγή του Peter Zaremba (από Fleshtones κ.λπ.) (και των Last Drive) είναι κάπως πιο μουντή (δεν «ξύνει» όπως στο πρώτο LP) και πιο aggressive, από εκείνη του “Underworld Shakedown”, δημιουργώντας ένα έτσι κάπως πιο «σκοτεινό» κλίμα (ελαφρώς έστω), που δεν ταιριάζει με το garage-punk.
Αλλά, ok, αυτές είναι λεπτομέρειες (δεν είναι τόσο καθοριστικό, θέλω να πω, αυτό), γιατί άμα έχεις κομμάτια σαν τα δύο που προαναφέραμε (“I love Cindy”,“Heatwave ’88”), σαν το “Joe Espositoe’s gun”, σαν το “Gone gone gone”, σαν το “Baby, it’s real” και σαν όλα τα υπόλοιπα σε κάθε περίπτωση, τότε το πράγμα πηγαίνει από μόνο του, και δεν μπορείς με τίποτα να το υπονομεύσεις.
Άφησα για το τέλος της 7λεπτη εκδοχή του κλασικού “It’s all over now, baby blue” του Bob Dylan – ένα τραγούδι θρυλικό, που τότε το ξέραμε, στην ροκ εκδοχή του, από τους Them και τους Chocolate Watchband (ακόμη δεν το είχα ακούσει από τους Τσεχοσλοβάκους Matadors, που το έλεγαν καλύτερα απ’ όλους) και που νοιώθαμε πως οι Last Drive δεν υπολείπονταν, αναγκαστικώς, από τα μεγάλα συγκροτήματα του ροκ (όποια κι αν ήταν αυτά, και όποιας εποχής).
Ιδίως στα live, εκεί όπου έτριζαν οι ενισχυτές και τα ποτήρια χόρευαν πάνω στις μπάρες...
The Last Drive - I Love Cindy
Επαφή: www.labyrinthofthoughts.gr, www.thelabtshirtathens.com/the-lab-records/