Ο πατέρας μου ήταν δικηγόρος, δημοσιογράφος, ψάλτης. Η μητέρα μου ασχολιόταν με τα οικιακά. Ο αδερφός μου είναι ο Γιάννης Παπαδόπουλος, πετυχημένος ηχολήπτης του Μίκη Θεοδωράκη και κάποτε στη Συμφωνική Ορχήστρα της ΕΡΤ. Τον είχα δει στις συναυλίες του Θεοδωράκη που επανένωσαν τη Μακρόνησο με το Λαύριο και δεν το πίστευα. Έλεγα: «Το αδερφάκι μου είν' αυτό που τρέχει;». Εκεί, θυμάμαι, τα είχαμε πει με τον συχωρεμένο τον Νίκο Μαμαγκάκη, ενώ είχα κάνει και μπάνιο κιόλας στα νερά της Μακρονήσου. Με παιδιά της γειτονιάς φτιάχτηκαν οι Dragons γύρω στο 1965, ήμουν 14-15 ετών παιδάκι. Έμοιαζε να εκπληρωνόταν το όνειρό μας από πολύ νωρίς, βγάζοντας τα συλλεκτικά 45άρια δισκάκια μας με μάνατζερ τον Γιώργο Καρατζαφέρη. Έπαιζα ρυθμική κιθάρα και τραγουδούσα. Το πρώτο μας κομμάτι λεγόταν «The first gun» και ήταν σε στίχους του ντραμίστα Στράτου Αγγελάκη, που ως αγγλομαθής τραγουδούσε και ωραία. Επιρροές μας ήταν οι Shadows, οι Ventures, οι Beatles οπωσδήποτε, οι Los Paraguayos κ.λπ. Τα δύο πρώτα δισκάκια ήταν instrumental και μετά, όταν διαλύθηκαν οι αρχικοί Dragons, φτιάξαμε με τον Αγγελάκη το τραγούδι «The forest of my place», δηλαδή το λογοκριμένο από τη χούντα «The first gun». Είχαμε μπει πια στο 1968. Από τις τάξεις των Dragons πέρασαν αρκετά παιδιά –ο Γιάννης Σάρδης, ο Νίκος Τζανετουλάκος, ο Χρήστος Καβαλιεράτος–, που όταν πήγαν φαντάροι, λογικό ήταν να αλλάξει και η δομή του συγκροτήματος. Θυμάμαι πάντα τους Dragons ως ένα εφηβικό γκρουπ με τρομερή χαρά και αγάπη για τη μουσική.
• Οι δικοί μου δεν χαίρονταν καθόλου με τα της μουσικής, αλλά δεν αντιδρούσαν κιόλας. Ό,τι έκανα, το έκανα με το μεροκάματό μου – ακόμα και την πρώτη μου ηλεκτρική κιθάρα έτσι την αγόρασα. Δούλεψα γκαρσονάκι στο κυλικείο του νοσοκομείου που αργότερα ονομάστηκε «Γεννηματάς», έγινα βοηθός λογιστή όπως και μουσικός σε κωλάδικα της εποχής σε Ασπρόπυργο και Ελευσίνα. Είχα παίξει με έναν όχι ακριβώς λαϊκό, τον Ανδρέα Μακούλη, αδερφό του Τζίμη Μακούλη. Με τον Πέτρο Αναγνωστάκη επίσης, ο οποίος ερχόταν πάντα μεθυσμένος στο μαγαζί και με το αμάξι φουλαριστό – τόσο, που έλεγες ότι και το αυτοκίνητο είχε μεθύσει κι αυτό! Θυμάμαι ότι κάναμε κάθε πρωί ολόκληρο ταξίδι με τα κορίτσια του μπαρ μέχρι να γυρίσουμε στο κέντρο της Αθήνας. Τη θεωρώ ερασιτεχνική αυτή την περίοδο της ζωής μου, καθώς δούλευες εφτάωρα κι εννιάωρα χωρίς λεφτά. Φοβόσουν να τον κοιτάξεις στα μάτια τον εκάστοτε μαγαζάτορα, μη σου χώσει και καμιά πιστολιά. Για κακόφημα καμπαρέ επρόκειτο, αλλά κάπου υπήρξα και τυχερός, γιατί σε κάποια φάση μοιραστήκαμε το πρόγραμμα με τον Ντομένικο Μοντούνι. Ο Μοντούνι είχε έρθει για τρεις βραδιές στην Αθήνα και μετά θα πήγαινε στο Καρναβάλι της Πάτρας. Η ελαφρά μουσική ήταν από τότε υποτιμημένη. Ποιος θυμάται τους Platters που είχαν παίξει στα Αστέρια της Γλυφάδας; Ή τον Τζόνι Χαλιντέι, που μετά την επιτυχία στη Γαλλία, νόμισε ότι θα δει τα ίδια και από τους Έλληνες κι αυτοί με το ζόρι τον χειροκρότησαν; «Τι διάολο», είχε πει ο Χαλιντέι τότε, «σεξ κάνατε κι ήρθατε κατευθείαν να με ακούσετε;». Απ' την άλλη, μη νομίζετε, και οι λαϊκοί στις Τζιτζιφιές γκετοποιημένοι ήτανε. Οι μεν δεν χώνευαν τους δε! Δεν είναι τυχαίο ότι το τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη που είπαν κι οι Beatles, το «Αν θυμηθείς τ' όνειρό μου», εμείς το ακούγαμε απ' τη Γιοβάννα τότε, αφού τα ραδιόφωνα δεν έπαιζαν τους «κομμουνιστές» Μπιθικώτση και Μαίρη Λίντα.
Εγώ, πάλι, ποτέ δεν αισθάνθηκα μέλος καμίας ροκ κοινότητας στα Εξάρχεια και όλα αυτά. Έκανα παρέα με κάτι παππούδες που είχαν χιούμορ, λαϊκούς τύπους που δεν σκάμπαζαν από ροκ, κάτι σαν τους «Εντιμότατους φίλους μου».
• Στρατό πήγα μέσα στη χούντα, με δυσμενή μετάθεση πάνω στα σύνορα, χωρίς να είμαι πολιτικοποιημένος. Δεν ξέρω, ίσως ήταν που ο θείος μου, ο αδερφός του πατέρα μου, είχε φύγει για τη Βραζιλία ως διωκόμενος για τις πολιτικές του ιδέες. Ίσως έφταιξε, πάλι, που σε κάποια φάση μπήκαμε σε μια συγκέντρωση της ΕΔΑ για να κάνουμε καμάκι σε κάτι κοριτσάκια. Κάποιος θα με είδε, θα με φωτογράφισαν και γι' αυτό, με το που παρουσιάστηκα στον στρατό, με ρώτησαν: «Τι δουλειά είχες εσύ εκεί;»... Πάντως, δηλώνω απολιτίκ μια ζωή ολόκληρη, καμία σχέση με τα πολιτικά. Το μόνο που θυμάμαι από τα νιάτα μου είναι να βλέπω τις ολοκαίνουργιες κόκκινες ηλεκτρικές κιθάρες στη βιτρίνα ενός μαγαζιού και να μου φαίνονται σαν τούρτες που ήθελα να τις φάω!
• Για μένα το Γούντστοκ κατέστρεψε τα μουσικά πράγματα, τα έκανε πιο χίπικα και χύμα. Αυτό τον καθωσπρεπισμό των Beatles, που δεν διέβρωσαν ούτε οι Stones, ούτε οι Pretty Things και τα άλλα mods συγκροτήματα, τον άλλαξε το Γούντστοκ. Ένα φεστιβάλ στη φάρμα ενός τύπου που μάζεψε τους αγανακτισμένους με τον πόλεμο στο Βιετνάμ αλλά και τα αγόρια και τα κορίτσια που ασφυκτιούσαν μέσα στην ανέκαθεν συντηρητική αμερικανική κοινωνία. Το μουσικό τοπίο άλλαξε προς το χειρότερο μετά το Γούντστοκ! Ως μουσικοκριτικός και παραγωγός μουσικής που υπήρξα δηλαδή, δεν είδα από τότε να βγήκε και κανένα συγκρότημα μεγαλύτερο από τους Beatles. Θα ξεχώριζα ίσως τους Genesis και τους Yes στην Αγγλία ή τους Chicago και τους Blood, Sweat & Tears στις ΗΠΑ, με το αντίστοιχο art-rock και soul-jazz ύφος τους, αλλά ούτε κι αυτοί κατάφεραν ν' αγγίξουν τον μύθο των Beatles. Φυσικά, τα πάντα ξεκίνησαν από τους μαύρους στη μουσική. Μου το 'λεγε από τότε ο Θοδωρής Σαραντής και γελούσα, αλλά εδώ και πάρα πολλά χρόνια έχω συμφωνήσει μαζί του.
• Το 1969, μες στην τρέλα των Beatles, ακούω το «Περιβόλι του τρελλού» και παθαίνω πλάκα! Τον είχα δει αυτό τον άνθρωπο στο διάλειμμα μιας προβολής σε θερινό σινεμά, αν θυμάμαι καλά. Ανεβαίνει να τραγουδήσει ένας τύπος με γυαλιά και κιθάρα που δεν τον ήξερε κανείς – ήταν ο Διονύσης Σαββόπουλος. Καθώς παίζει τα τραγούδια του με την άτεχνη, όπως φαινόταν σε όλους μας, φωνή του και ουδείς έδινε σημασία, τον ακούω να παίρνει το θάρρος και να λέει: «Σκασμός!». Είπα τότε: «Μπράβο στον τύπο!». Και να ποιος είναι σήμερα ο Σαββόπουλος που έμεινε στην ιστορία!
• Όταν απολύθηκα από τον στρατό, έφυγα από τη μουσική, αν και πάλι μουσικός ήμουν. Συγκεκριμένα, από το 1972 έως το '75 δούλεψα ως μουσικός σε κρουαζιερόπλοιο. Έμεινα τρία χρόνια στην Καραϊβική. Τη δουλειά μού πρόσφερε ο ντραμίστας Γιάννης Αβούρης –να είναι καλά– και μαζί μας ήταν τρεις ηλικιωμένοι Αιγυπτιώτες που ήξεραν από επτά γλώσσες ο καθένας και τραγουδούσαν σε αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά και ό,τι άλλο μπορείς να φανταστείς. Εγώ έβγαινα στο ροκ εν ρολ μέρος και έλεγα Pat Boone, Gene Pitney, Roy Orbison, τέτοια πράγματα. Μέχρι σήμερα αυτά θεωρώ τα ωραιότερα χρόνια της ζωής μου! Γύρω στο '75 ανακάλυψα το έργο τέχνης με τίτλο «Relayer» των Yes, που σας έλεγα. Επί τη ευκαιρία, να προτείνω δύο δίσκους στους αναγνώστες μας και σε κάθε επίδοξο μουσικό: το «Relayer» και τη δουλειά ενός μεγάλου Έλληνα μουσικού και αδικημένου φίλου μου, του Ηρακλή Τριανταφυλλίδη, με το άλμπουμ «Σε άλλους κόσμους». Κάτι μουσικοί που το παίζουν σήμερα τζαζίστες, νότα-νότα τούς έδειχνε ο Ηρακλής τα σόλα. Θέλω να μιλάω για τον Ηρακλή, ήταν ο πρώτος που συνδύασε τα ακούσματα της ποντιακής του καταγωγής με κλασική μουσική, χορωδιακά μέρη, και τους Jethro Tull με τον Frank Zappa μαζί! Στο πρώτο 45άρι του Ηρακλή με τους DNA εγώ έπαιζα σόλο κιθάρα, φλάουτο ο Πέτρος Πρωτόπαπας και πιάνο η Λένα Πλάτωνος. Άλλη σπουδαία αυτή, δεν βάζω κανέναν πάνω απ' τη συνθέτρια Πλάτωνος!
• Τα χρόνια στο κρουαζιερόπλοιο άρχισαν να μου βγαίνουν αβίαστα τα τραγούδια στο κατάστρωμα ή στην καμπίνα μου. Από τότε φοράω πάντα χρωματιστά ρούχα, μπήκε το χρώμα στη ζωή μου, εκεί που για τους άντρες στην Ελλάδα υπήρχε μόνο το καφέ και το μαύρο. Τότε έδωσα δικαίωμα στον εαυτό μου, είπα «Για στάσου, γράφεις! Για δες, αξίζουν;» και σε μια τρίμηνη στάση που θα έκανε το πλοίο στην Αθήνα έστειλα κάποια τραγούδια μου στον Πατσιφά της Lyra. Σκεφτείτε ότι είχα σκοπό να ξαναφύγω με το καράβι, γιατί θα πιάναμε Βόρειο Πόλο, αλλά κόλλησα εδώ γιατί μερικά τραγούδια μου «πέρασαν». Ένα απ' αυτά, το «Έτσι απλά σ' αγαπώ», δόθηκε από τον Πατσιφά σε μια νέα τότε τραγουδίστρια, τη Γλυκερία, και το 1980 έφτασε μέχρι τα προκριματικά της Eurovision. Σίγουρα, αν το τραγούδι εκπροσωπούσε την Ελλάδα, θα έβγαινε μες στην πρώτη τριάδα!
• Επί Χατζιδάκι στο Τρίτο Πρόγραμμα, έγινα μουσικός παραγωγός του Δεύτερου Προγράμματος, υπάλληλος της ΕΡΤ. Λίγο μετά έγραψα το «Και θα χαθώ» που συμμετείχε στους Αγώνες της Κέρκυρας του Χατζιδάκι. Στο δοκιμαστικό το είπε η Σαβίνα Γιαννάτου, η οποία όμως ήταν από άλλο ανέκδοτο, πιο «κουλτούρα» και δεν θέλησε να το πει και στην Κέρκυρα. Με βοήθησε πολύ, ωστόσο, με το να βάλει τη φωνή της στο δοκιμαστικό. Το τραγούδησε τελικά η Ισιδώρα Σιδέρη. Δεν θα ξεχάσω πόσο υπέροχα μας είχε φερθεί ο Χατζιδάκις! Μας είχε πει «φέρτε όσους θέλετε» κι εγώ πήρα μαζί μου την Κατερίνα, την τότε αρραβωνιαστικιά μου και μέλλουσα σύζυγό μου, και τον αδερφό μου. Άλλος είχε φέρει στην Κέρκυρα τη μάνα του και τον πατέρα του. Στο υπερλούξ ξενοδοχείο, μάλιστα, μας περίμενε τεράστια ανθοδέσμη και ο Χατζιδάκις είχε τσαντιστεί που δεν μας την έδωσε ο ίδιος ο δήμαρχος της Κέρκυρας. Κάνει «πάμε να φύγουμε» κι εμείς του λέγαμε «καθίστε, κύριε Χατζιδάκι, πού να τρέχουμε τώρα;». Το καλύτερο, όμως, με τον Χατζιδάκι ήταν που προτίμησε να βραβεύσει τους κομμένους του διαγωνισμού! Την πρώτη βραδιά θα παίζονταν τα 15 τραγούδια και τη δεύτερη τα υπόλοιπα 15. Εγώ είχα δύο κομμάτια και το ένα –«Σταθμός Λαρίσης» λεγόταν– δεν πέρασε. Για να μη μας στενοχωρήσει ο Χατζιδάκις, χάρισε σε όλους τους «κομμένους» από μια ασημένια τριήρη, ενώ τη δεύτερη μέρα δεν έδωσε τίποτα στους βραβευμένους. Αυτός ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις, κόντρα για την κόντρα, και καλά έκανε!
• Ως παραγωγοί ραδιοφώνου και με την έλλειψη άλλων μέσων, είχαμε τρομερή δύναμη. Θυμάμαι κάτι τρελά – να περιμένει έξω απ' το γραφείο μου να τον δεχτώ για συνέντευξη ο Χούλιο Ιγκλέσιας. Έτσι, ένα κομμάτι μου, ο «Κουρσάρος», που γράψαμε με τον Παύλο Μάτεσι, δόθηκε στον Βασίλη Παπακωνσταντίνου κι έγινε η πρώτη μεγάλη επιτυχία και γι' αυτόν ως ερμηνευτή και για μένα ως τραγουδοποιό. Ο «Κουρσάρος» ήταν το πρώτο τραγούδι με θέμα τη μοτοσικλέτα και μετά βγήκε το «Ιωάννα και Μαριέττα» από 'να ποίημα του Γιώργου Χρονά που με είχε συγκλονίσει. Την επαφή μου με τους ποιητές που μελοποίησα, από τον Μάτεσι και τον Χρονά μέχρι τον Μπουκόφσκι και τον Γκίνσμπεργκ, την οφείλω στον αδερφό μου και γι' αυτό τον ευχαριστώ. Εκείνος μου έφερνε τα βιβλία με τα ποιήματά τους που μου έβγαιναν τραγούδια. Μόνο με τον Μάτεσι γράψαμε από κοινού, κατά παραγγελία, παρόλο που τον σπουδαίο αυτόν συγγραφέα και μεταφραστή δεν τον ενδιέφερε η στιχουργική. Αφήσαμε πολλά κομμάτια μαζί, το «Καφενείο Ερμιτάζ» και το «Στη λαϊκή οδό Ασκληπιού» που τραγούδησε η Χαρά Αργυροπούλου, «Το μόνο φίλο μου τον λένε Ιούδα» κ.ά. Νομίζω ότι στον Παύλο Μάτεσι άρεσε η πιο ροκ πλευρά μου.
• Στη θητεία μου στο Δεύτερο γνώρισα τον Γιώργο Μητρόπουλο και αυτός με πήγε στον Πατσιφά. Εγώ, όμως, ήμουν πάντα ένα χυμαδιό – μη φανταστείτε χίπης, αλλά αφημένος. Μου άρεσε να παίζω κιθάρα με τις μπάσες χορδές, δηλαδή δεν μ' ένοιαζε αν έλειπαν και μερικές. «Τι είν' αυτό», μου κάνει ο Πατσιφάς, «πού είν' οι χορδές σου;». Λέω «έτσι παίζω εγώ»... Μετά του έβαλα ν' ακούσει κομμάτια μου από ένα κασετόφωνο που έπαιζε με οδοντογλυφίδα, γιατί είχε χαλάσει. «Εντάξει», μου λέει, «θα σου κάνω έναν δίσκο. Πόσες ώρες θες; Διακόσιες, τριακόσιες;». Δεν είχα ιδέα από στούντιο και εργατοώρες. Απαντάω: «Πεντακόσιες θέλω!». «Τρελός είσαι; Κι εμάς τι θα μας μείνει;» αρχίζει να φωνάζει ο Πατσιφάς, οπότε κι εγώ απαντάω, «Δεν ξέρω τι θέλω». «Ωραία, φύγε και ξαναέλα όταν μάθεις τι θες, επιτέλους» ήταν τα τελευταία λόγια του. Μετά, όπως έμαθα από τον Μητρόπουλο, πρόσθεσε: «Αυτός είναι ικανός να γράψει από αριστούργημα μέχρι λαϊκοπόπ». Έτσι έγινε! Διορατικός ο Πατσιφάς!
• Ποτέ δεν ντρεπόμουν, ποτέ δεν είχα κόμπλεξ στη μουσική. Έπαιζα στις εκπομπές μου Beach Boys και μετά ABBA, με 'παίρναν τηλέφωνο: «Βρε Λάκη, δεν ντρέπεσαι λίγο;».
• Όταν βγήκε το «Άκυρο», ο πρώτος μου δίσκος, έκανε αίσθηση στην αντεργκράουντ μουσική κοινότητα με τη «Φάλτσα μενεξεδιά» και το ροκαμπίλι ύφος του. Εγώ, πάλι, ποτέ δεν αισθάνθηκα μέλος καμίας ροκ κοινότητας στα Εξάρχεια και όλα αυτά. Έκανα παρέα με κάτι παππούδες που είχαν χιούμορ, λαϊκούς τύπους που δεν σκάμπαζαν από ροκ, κάτι σαν τους «Εντιμότατους φίλους μου». Τότε ήταν που βγήκε ο Μίκης Θεοδωράκης και με απαξίωσε σε συνέντευξή του, του στυλ «τι να μας πουν τώρα κι αυτοί με τα ψηλά ρεβέρ; Θα φύγω ξανά στην εξορία!». Του απάντησα όμως: «Να πάτε στην εξορία, στο Παρίσι. Μιλάμε για εξορία-εξορία, ξέρετε εσείς!». Παρ' όλα αυτά, θεωρώ τον Θεοδωράκη πολύ σπουδαίο συνθέτη και μάλιστα, πολλά χρόνια, μετά συμμετείχα σε επετειακό αφιέρωμα στον ίδιο, όπου τραγούδησα μαζί με την κόρη του ένα τραγούδι του από το «Romancero Gitano» του Λόρκα και του Ελύτη.
• Η ροκ πλευρά μου είχε εξαντληθεί, φαίνεται, στα παιξίματά μου με μια μπάντα που λεγόταν Anathema The Time Band. Στις διακοπές μου ως υπαλλήλου της ΕΡΤ έπαιζα στην Αιδηψό με αυτά τα παιδιά που θα έλεγες κανονικούς χίπηδες. Ήταν ο Θοδωρής Τρύφωνας, η Χαρά Αργυροπούλου κι εγώ. Εκείνοι τραγουδούσαν Dylan και Joplin, εγώ Moody Blues και Kinks. Μετεξελίχθηκαν στους Αγάπανθος, αλλά μετά έμαθα πως ο Ντόριαν Κόκας, ο άλλος της παρέας, που απ' όσο ξέρω δεν ζει πια, δεν με ήθελε. Έτσι αντικαταστάθηκα από τον Στέφανο Δεκεριάν και έκαναν δισκογραφία. Κάλεσα, όμως, την Αργυροπούλου να τραγουδήσει στον πρώτο δικό μου δίσκο. Μετά το «Άκυρο» ακολούθησαν και οι άλλοι δίσκοι μου με πολλές επιτυχίες, με βασικούς στιχουργούς τον Κυριάκο Ντούμο, τη Μαριανίνα Κριεζή και τη Sunny Μπαλτζή: «Γυριστρούλα», «Μοναχός στο Άγιο Όρος», «Γοριλάκι», «Τσίχλα δίχως ζάχαρη», η «Σερενάτα» με την Αρλέτα. Παράλληλα, έπαιζα στο Κύτταρο και στο Αχ Μαρία με Γιοκαρίνη, Μπουλά, Κούτρα. Ωραία παρέα, ωραία περνούσε ο καιρός.
• Ποτέ δεν ντρεπόμουν, ποτέ δεν είχα κόμπλεξ στη μουσική. Έπαιζα στις εκπομπές μου Beach Boys και μετά ABBA, με 'παίρναν τηλέφωνο: «Βρε Λάκη, δεν ντρέπεσαι λίγο;». Πού να τους εξηγούσα ότι οι Beach Boys ήταν οι δάσκαλοι των Queen και οι ABBA, ένα ωραίο, χαρούμενο άκουσμα που σου έφτιαχνε τη μέρα. Και τώρα, που δίνω συνέντευξη, θα μπορούσα να γράψω 25 τραγούδια και τα 15 να είναι από ψιλοεπιτυχίες μέχρι πολύ καλά! Ξέρω ότι η φωνή μου πάει από δω μέχρι εκεί, δεν είναι για παραπάνω. Γιατί να μη δίνω τραγούδια σε άλλους, σε λαρύγγια από άλλους χώρους, ώστε να ικανοποιήσω και την περιέργειά μου για το αποτέλεσμα; Αγαπάω όλους όσοι με τραγούδησαν και τους ευχαριστώ, από τον Μητσιά και τον Πουλικάκο μέχρι τον Σάκη Ρουβά. Ποτέ δεν μου άρεσαν οι ταμπέλες, «αυτός είναι ποιοτικός» ή «αυτός είναι σκυλάς» – είναι μια ελληνική νοοτροπία που θα 'πρεπε να έχει εκλείψει. Μου είχε πει κάποιος τραγουδιστής κάποτε: «Μα, δεν είναι του στυλ μου αυτό, δεν θα με γνωρίζουν» και του απάντησα: «Αυτή θα 'ναι η έκπληξη, να σε γνωρίσουν με κάτι διαφορετικό».
• Σπουδαίοι συνθέτες για μένα είναι και οι ριγμένοι, ο Σπήλιος Μεντής, ο Μωράκης, ο Γιώργος Μητσάκης. Φωνές επίσης σαν τη Γιοβάννα, την Εύη Μηλοπούλου και τη φοβερή Μαριάννα Χατζοπούλου που την «πέταξαν» στα αζήτητα επειδή ήταν τυφλή. Σκεφτείτε, το να 'σαι τυφλός στην Αμερική δεν είναι τίποτα ιδιαίτερο, βλέπε Ray Charles και Stevie Wonder, ενώ εδώ επηρεάζει αρνητικά την καλλιτεχνική σου αξία – ένα είδος bullying. Ξέρω καλά από bullying, αφού σε ηλικία 10 ετών είχα δεχτεί γροθιά από ένα αντιπαθητικό κωλόπαιδο μες στη νύχτα, θυμάμαι, χωρίς να του 'χω κάνει τίποτα. Ήταν κάνα-δυο χρόνια μεγαλύτερός μου κι αν τον πετύχω σήμερα, ειλικρινά θα του την επιστρέψω εκείνη τη μπουνιά που μου στράβωσε τη μύτη για όλη την υπόλοιπη ζωή μου. Ρατσισμό αντιμετώπισα από μικρός και λόγω του σημαδιού στο πρόσωπό μου. Επί τη ευκαιρία, να πω ότι δεν έχω ούτε καρκίνο, ούτε κάηκα ποτέ σε ατύχημα. Απλώς έχω εκ γενετής το σημάδι του Αγίου Συμεών, όπως το λένε, που το έχει κι ο Γκορμπατσόφ στο πρόσωπό του, αλλά όχι τόσο μεγάλο όσο το δικό μου. Γενικά, πάντα, όταν διαφέρεις με οποιονδήποτε τρόπο, τρως ρατσισμό.
• Είμαι παντρεμένος με την Κατερίνα εδώ και πολλά χρόνια κι έχουμε έναν γιο, τον Άγγελο, 19 ετών σήμερα, που ζωγράφισε και το εξώφυλλο του τελευταίου μου δίσκου. Επειδή η γυναίκα μου δουλεύει στη MINOS και τρέχει τα δικά μου πρότζεκτ από καθαρή αγάπη, πολλοί –και συνάδελφοι– θα λένε: «Έχει τη γυναίκα του αυτός και τον σπρώχνει». Όσοι με ξέρουν, όμως, γνωρίζουν και ότι δεν το 'χω καθόλου με τις δημόσιες σχέσεις, ενώ όλες μου οι παρέες απαρτίζονται από υδραυλικούς και λαϊκούς ανθρώπους και όχι από δημοσιογράφους ή άτομα του χώρου. Σ' εσένα είχα δηλώσει κάποτε ότι ανήκω στους καλλιτέχνες που θέλουν το ακριβό αμάξι και την πισίνα. Γιατί όχι, άμα τα 'χει δουλέψει κανείς; Τι κοστίζει, δηλαδή, μια πισίνα; Δέκα χιλιάδες ευρώ για κάποιον που θέλει να σκληραγωγηθεί το παιδί του και να κάνει μπάνια αντί να αποκοντριάζεται μπροστά σ' ένα κομπιούτερ. Βέβαια, ακόμη και τίποτα να μην πεις, πάλι θα βρεθούν μερικοί κακοπροαίρετοι.
• Πιστεύω ότι και στον Παράδεισο να πας, θα βαρεθείς σύντομα. Είναι στη φύση του ανθρώπου. Εγώ δηλώνω φυσιολογικός άνθρωπος που θα μπορούσε να δουλεύει σε τράπεζα. Με ευχαριστούν ακόμη το καλό φαΐ, κατά το κοινώς λεγόμενον «δε γαμάω, αλλά άμα βρω γαμάω» (γέλια), και τα ταξίδια με κρουαζιερόπλοιο. Φτηνά είναι, μη φαντάζεστε κάνα τρομερό έξοδο. Πρόπερσι πήγα χειμώνα στη Βραζιλία με τον πιανίστα του γκρουπ μου. Η γυναίκα μου δούλευε και δεν ακολούθησε. Πιάσαμε μια δίκλινη καμπίνα και μετά από 20 μέρες βρεθήκαμε στο Σάντος. Γυρίσαμε όλο το Ρίο ντε Τζανέιρο και κάναμε μπάνια στις παραλίες. Πήγαμε μέχρι την Παραγουάη και την Αργεντινή για λίγο. Μια άλλη φορά πήγα Μαυρίκιο με έναν τύπο που γνώρισα τυχαία. Με πούλησε ένας φίλος που δεν ήρθε τελευταία στιγμή και βρήκα αυτόν, στον δρόμο που λένε, ο οποίος δεν ήθελε να πληρώσει ολόκληρη καμπίνα. Μάλιστα, επειδή ο Μαυρίκιος θεωρείται και προορισμός για γκέι ζευγάρια, μας είχαν βάλει σε καμπίνα με ενωμένα τα κρεβάτια. «Χώρισέ τα» είπαμε στον καμαρότο και ταξιδέψαμε μια χαρά με τον άνθρωπο (γέλια). Να ξέρετε, με 500 ευρώ κάνεις κρουαζιέρα στη Βραζιλία με όλα τα έξοδα καλυμμένα!
• Την 1η Ιουλίου θα εμφανιστώ στο Ηρώδειο, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών. Έχουν παίξει οι πάντες εκεί, γιατί όχι κι εγώ; Πάμε για σύνταξη στη μουσική, να μη μας βάλουν και τώρα στο Ηρώδειο; Θα 'χω μαζί τα λυκόσκυλά μου τα αγαπημένα, τον Γιοκαρίνη και τον Ζιώγαλα, αλλά και πολλούς ακόμη φίλους. Η λογική αυτής της συναυλίας είναι η ίδια μ' αυτήν του τελευταίου μου δίσκου: νιώθω ωραία να παίζω με ανθρώπους που δεν τους ξέρω πολύ καλά. Κι ούτε θέλω να τους μάθω, όσο θέλω ν' ακούω τη φωνή τους. Δεν μου αρέσει να απομυθοποιώ τους καλλιτέχνες, αλλά σέβομαι την πορεία του καθενός και την προσφορά του στην κοινωνία. Θέλω να παραμένω αγνός ακροατής και να μην μπαίνω παραμέσα στο παιχνίδι με τους τραγουδιστές. Κοιτάζω εντελώς επαγγελματικά το έργο και όχι τη ζωή του καθενός. Με ενδιαφέρει το τελικό αποτέλεσμα, το πώς, ας πούμε, θα κολλήσει ο Πάριος ή η Μαρινέλλα, όπως και ο Μητροπάνος στο παρελθόν, με τα τραγούδια του Λάκη Παπαδόπουλου. Αυτό κρατήστε από μένα.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 16.4.2015