Με τον Γεράσιμο Ευαγγελάτο, όταν συναντιόμαστε, συνήθως μιλάμε γι’ αυτά που έχουμε διαβάσει και έχουμε δει. Αυτήν τη φορά μού περιέγραψε τις πρώτες εικόνες από την «Εποχή του θερισμού» που παρουσιάζουν ζωντανά μετά από πολλούς μήνες που είχαν να έρθουν σε επαφή με το κοινό αλλά και με τον εαυτό τους μέσα σε αυτή την εμπειρία. Όπως πάντα, η κουβέντα μαζί του κυλάει σε πολύ ενδιαφέροντα ρυάκια, απρόβλεπτα και συναισθηματικά, όπως είναι οι στίχοι που γράφει, με μια γεύση από κινηματογραφικές εικόνες και πρόσωπα που συναντάμε στον δρόμο και ίσως δεν θα γνωρίσουμε ποτέ.
— Γεράσιμε, η «Εποχή του θερισμού» ξεκίνησε παραστάσεις, βρήκε το δρόμο της και συναντήθηκε με το κοινό.
Ναι, επιτέλους! Το καταφέραμε. Ο δίσκος κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 2020, ηχογραφήθηκε μέσα στην πανδημία, σε μια περίοδο που ήμασταν και έξω και μέσα και δεν μπορούσαμε, φυσικά, να κάνουμε live. Είναι ένα παιδί της πανδημίας και, όπως ξέρεις, οι δίσκοι μας είναι η κινητήριος δύναμη για τις παραστάσεις μας.
Αυτός είναι ένα δίσκος που εκ των πραγμάτων δεν μπορούσε να παρασταθεί, αν και είχαμε κάνει την προετοιμασία μας. Η κυκλοφορία του σε αυτές τις συνθήκες μάς θύμισε τις παλιές εποχές, όταν έβγαιναν δίσκοι και έπρεπε να τους προωθείς ως ένα ακρόαμα, το οποίο κάθε άνθρωπος το έκανε ό,τι ήθελε, χωρίς να του το ερμηνεύσεις ζωντανά.
— Και χωρίς να μπορείς να παρέμβεις σε αυτήν τη σχέση;
Ναι. Μάλιστα στο διάστημα αυτό συνειδητοποιήσαμε κάτι που μας φάνηκε πολυτέλεια, ότι υπήρχαν άνθρωποι που είχαν αναπτύξει μια σχέση με τον δίσκο ανεξάρτητα από αυτό που είχαμε οραματιστεί ως παράσταση. Οπότε, όταν το παρουσιάσαμε ζωντανά μετά από πολύ καιρό στο Βεάκειο, είδαμε ανθρώπους που είχαν αποκτήσει μια τόσο ειδική σχέση με τα τραγούδια, που ήταν πια δικά τους και τα κοιτούσαν με άλλον τρόπο από αυτόν που είχαμε ετοιμάσει.
Δεν θεωρώ ότι η επανάσταση του καναπέ δεν είναι επανάσταση, είναι ένας τρόπος για να φωνάξει ένας συγκλονισμένος άνθρωπος. Πρέπει να ενημερωνόμαστε, να διαβάζουμε και τις αντίθετες απόψεις, να μπαίνουμε σε διάλογο, διαφωνίες, καβγάδες, που στα social είναι και πολύ παραγωγικά.
— Δεν τους ορίζατε δηλαδή, με κάποιον τρόπο.
Όχι, ωστόσο ήταν σαν ο δίσκος να είχε φτιάξει δύο διαφορετικά «στρατόπεδα» που ξαφνικά συναντήθηκαν σε αυτό το γεγονός που είναι η συναυλία. Ακόμα και αυτό μου θύμισε παλιές εποχές, όταν ήμουν έφηβος και έλιωνα έναν δίσκο και μετά πήγαινα να ακούσω έναν καλλιτέχνη σε ένα μαγαζί για να δω αν και πώς αυτή η ηχητική αποτύπωση του δίσκου μεταφράζεται σκηνικά. Ήταν μια ενδιαφέρουσα εμπειρία.
Νατάσσα Μποφίλιου - Κοίτα Με
— Από την οποία εσύ, ως συντελεστής, τι συμπέρασμα έβγαλες;
Ότι οι άνθρωποι μπορούμε να αποκτούμε σχέσεις με κύκλους τραγουδιών ατομικά και νομίζω ότι είναι πολύ βασικό να μη βασιζόμαστε στον παλμό που μεταφέρεται σε μια αίθουσα, στη συνθήκη που έχουμε ετοιμάσει. Και φυσικά αυτό σε κάνει να αναρωτιέσαι: πώς αυτός ανέπτυξε αυτήν τη σχέση με αυτό το τραγούδι; Είχαμε φυσικά και το feedback από τα social media, που ερχόταν σε ανύποπτο χρόνο και σε μια περίοδο που χαίρομαι που τέλειωσε.
— Ήταν τελικά ωφέλιμη κατά κάποιον τρόπο αυτή η συγκυρία για τη δουλειά σου;
Εγώ αποφάσισα πολύ συνειδητά από αυτά τα δύο πολύ επώδυνα από πολλές απόψεις χρόνια να κρατήσω μόνο το ωφέλιμο κομμάτι και θα σου απαντήσω «ναι», χωρίς να λάβω υπόψη τα υπόλοιπα.
— Τα υπόλοιπα ποια είναι;
Η έλλειψη επικοινωνίας, η αίσθηση ότι δεν μπορείς να κάνεις τη δουλειά σου, ότι δεν μπορείς να βιοποριστείς από τη δουλειά σου, ότι είσαι ένας δημιουργός που δεν μπορούσε να κάνει κάτι με τη δημιουργία του. Δεν θέλω να τα σκέφτομαι, τα αφήνω στην άκρη, δεν θα ήθελα να επαναληφθεί, αλλά επειδή στη ζωή όλα είναι απρόβλεπτα, θα ήθελα, έστω, να αργήσει να επαναληφθεί.
— Ναι, γιατί τώρα που μιλάμε, βρισκόμαστε στην πρώτη εβδομάδα ενός πολέμου.
Αυτό σκεφτόμουν και με απασχολεί πολύ, γιατί ο συγχρονισμός των πραγμάτων, τελικά, έχει μεγάλη σημασία. Εκεί που αρχίσαμε να παίρνουμε μια ανάσα και στον μικρόκοσμό μας αλλά και ευρύτερα, έρχεται η επόμενη πράξη. Ξαφνικά συνειδητοποιείς ξανά, χωρίς να έχεις προλάβει να αναπνεύσεις, πόσο απρόβλεπτα αναλώσιμος είσαι και ότι τα δεδομένα σου δεν είναι σταθερά και μπορεί να χρειαστεί να τα αλλάξεις.
Ας συμφιλιωθούμε, συνεπώς, με τη ρευστότητα των πραγμάτων και ας παίρνουμε αποστάσεις για να βλέπουμε τη μεγάλη εικόνα. Αν μας έδωσε κάτι η πανδημία και αυτό που συμβαίνει τώρα είναι η ψυχραιμία και απόσταση να δούμε τη μεγάλη εικόνα.
— Ξέρεις, βλέπω κι εγώ τον πόλεμο στις ειδήσεις και ταυτόχρονα τρώω το φαΐ μου, είμαι στον καναπέ, όπως κατηγορούν πολλοί ότι κάνουμε, και το γεγονός αυτό επηρεάζει βαθιά την καθημερινότητά μου. Τη δική σου;
Ξεκάθαρα την επηρεάζει. Το είδα χθες ότι μερικοί άνθρωποι άρχισαν θαρρετά να εκφράζουν την αντίθεσή τους γι’ αυτόν τον πόλεμο, τις σκέψεις τους, και εμφανίστηκε μια ομάδα που άρχισε να κρίνει, λέγοντας ότι είμαστε στον καναπέ. Νομίζω ότι οφείλεις να πάρεις θέση ακόμα και από το σπίτι σου ή τον καναπέ σου, και γιατί όλη η παθογένεια της εποχής μας στηρίζεται στο «έλα μωρέ, και να γκρινιάζω εγώ ποιος με ακούει;», που άκουγα από τη γιαγιά μου.
Τώρα έχεις τα social media, που για μένα είναι πολύ ισχυρά και μπορούν να δώσουν έναν παλμό. Ξέρεις πώς φαίνεται αυτό πια; Από την αμηχανία των ανθρώπων που νομίζουν ότι μπορούν να τα ακυρώσουν, αλλά δεν μπορούν. Το κύμα είναι ωστικό και παρασύρει πράγματα και αξίες και αρχές που οι άνθρωποι τις είχαν πολύ σίγουρες και μπορούσαν με αυτές να μανιπουλάρουν τον κόσμο. Θα ξεχωρίσει η ήρα από το στάρι. Ο πολύς ο κόσμος θα συντονιστεί στο αίτημα, πιστεύω.
Εγώ είμαι υπέρ της θέσης, ακόμα και αν έχει λάθη, γιατί ακόμα και τα λάθη μιας θέσης μπορούν να φέρουν την ένσταση που θα γεννήσει τον διάλογο και το βρισίδι, αλλά και την αμφισβήτηση μιας αξίας.
— Να το πάρουμε απόφαση ότι οι άνθρωποι δεν θα βγαίνουν στους δρόμους; Ή θα βγαίνουν ολοένα και λιγότεροι;
Το να βγούμε στον δρόμο μπορούν να σου το παρουσιάσουν με τον τρόπο που θέλουν ή να το αγνοήσουν. Για μένα ο δρόμος είναι το σαλόνι μας. Αρκεί να είναι ξεκάθαρες οι αρχές, οι απόψεις και ο σκοπός μας. Δεν θεωρώ ότι η επανάσταση του καναπέ δεν είναι επανάσταση, είναι ένας τρόπος για να φωνάξει ένας συγκλονισμένος άνθρωπος. Πρέπει να ενημερωνόμαστε, να διαβάζουμε και τις αντίθετες απόψεις, να μπαίνουμε σε διάλογο, διαφωνίες, καβγάδες, που στα social είναι και πολύ παραγωγικά.
— Η ψηφιακή μας ζωή αποκαλύπτει και πτυχές που η «επίσημη Ιστορία» μας παραβλέπει;
Συμφωνώ απόλυτα, η ψηφιακή μας ζωή είναι αποκαλυπτική, αρκεί να συμβαίνει ενυπόγραφα και αυτό είναι ένα καλό των κοινωνικών δικτύων. Ο καθένας με την υπογραφή και τη φωτογραφία του μπορεί επωνύμως να πάρει θέση και να κάνει πέρα τα ανώνυμα τρολ και τους εντεταλμένους, να κάνει χώρο γι’ αυτούς που μπορούν να σου πουν ακόμα και τη χοντράδα τους ‒ κι εσύ ξέρεις τι σήμα εκπέμπει ο καθένας. Για μένα αυτό είναι ξεκάθαρο και σωτήριο.
— Πάμε πάλι στην «Εποχή του θερισμού». Μπορεί να μου περιγράψεις τι συνέβη την πρώτη μέρα που ανοίξατε τα live;
Πήγα στη γενική δοκιμή, ήταν πολύ συγκινητικό να βλέπεις αυτούς τους τρομερά ταλαντούχους μουσικούς να φορτσάρουν σαν να είναι η πρώτη μέρα που έπαιζαν, σαν σε ροκ συναυλία, σαν να έπαιζαν στο Γουέμπλεϊ. Έσκασε στο κεφάλι μου εκείνη η γενική και κατάλαβα πόσο θέλουν να βγουν στη σκηνή και να μοιραστούν την ενέργειά τους.
Το ίδιο και το φλογερό πλάσμα που λέγεται Νατάσσα Μποφίλιου, που στη γενική συνήθως κρατάει δυνάμεις και έκανε ένα κανονικότατο live, που το χρωστούσε στο εαυτό της και σε όλους εμάς που είχαμε τόσο καιρό να ακούσουμε τα τραγούδια μας στην ένταση που πρέπει να έχουν σε μια ζωντανή παρουσίαση. Στην επίσημη πρεμιέρα μας δεν πήγα. Γι’ αυτό δεν με ρώτησες;
— Σε ρώτησα γιατί ξέρω ότι δεν λείπεις ποτέ από καμία παράσταση. Μάλιστα ήθελα να ρωτήσω γιατί το κάνεις αυτό.
Δεν λείπω ποτέ γιατί νιώθω ότι το χρωστάω στα παιδιά, το χρωστάω στην ενότητα των τραγουδιών, θέλω να παρακολουθώ τι συμβαίνει. Δεν πιστεύω ότι ένας άνθρωπος που έχει γράψει τα τραγούδια και έχει στήσει το πρόγραμμα παραδίδει και φεύγει. Το πρόγραμμα είναι κάτι ζωντανό, πρέπει να είσαι εκεί για να νιώθεις τον παλμό, τι κάθεται και τι δεν κάθεται, να έχεις το feedback. Οπότε, εδώ και δεκαπέντε χρόνια δεν έχω λείψει ποτέ.
Σε αυτή την πρεμιέρα συνέβη το εξής: επτά η ώρα που ήταν να σηκωθώ και να πάω στο Vox, συνειδητοποιώ ότι δεν μπορώ να σηκωθώ από το κρεβάτι. Λέω «δεν μπορείς να το κάνεις αυτό, δεν το έχεις κάνει ποτέ». Αλλά δεν γινόταν και ο λόγος ήταν ότι δεν μπορούσα να βρεθώ σε όλη αυτήν τη συμπυκνωμένη ενέργεια κόσμου, ένιωσα τρομερά κουρασμένος, ανίσχυρος και τρομερά φοβισμένος.
— Αυτό είναι, ας πούμε, ένα «υπόλοιπο της πανδημίας»;
Μέσα στα δύο χρόνια μού άφησε ένα σημάδι. Γιατί τα πράγματα γινόντουσαν πιο ήσυχα, σε πιο αργούς ρυθμούς και πιο συνωμοτικά. Ακόμα και οι συναντήσεις μας. Ένιωσα, λοιπόν, ότι αυτή την τόσο έντονη επαναφορά στην κανονική ζωή δεν μπορώ να τη διαχειριστώ. Και έβαλα το «Τζόνι Γκιτάρ» και κάθισα σπίτι μου, αφού έστειλα μήνυμα στη Νατάσσα και τον Θέμη: «Αν με αγαπάτε, θα με καταλάβετε». Θα επανέλθω σιγά σιγά.
Αυτό μου συνέβη και στην πρεμιέρα της «Αυλής των θαυμάτων», που στο τέλος της παράστασης έπαθα κρίση πανικού. Έχω ανθρώπους που με αγαπούν και μια δουλειά που μπορώ να κάνω από το σπίτι, αλλά νομίζω ότι είμαι ένα σαφές παράδειγμα του τι έχει κάνει η πανδημία και αυτή η διετία.
— Γράφεις τώρα;
Είναι το μόνο πράγμα που με κάνει να κινητοποιούμαι. Ο τρόπος που γράφω ήταν πάντα πολύ συντονισμένος με τη ζωή μου έξω, με την πόλη, με τους κραδασμούς της, με τα πάντα. Είναι το μόνο πράγμα που με κάνει να σηκώνομαι από το κρεβάτι και να νιώθω ότι έχω μια πιθανότητα να είμαι χρήσιμος.
— Γράφεις συστηματικά;
Προσπαθώ, έχω συστηματικό πρόγραμμα, μέσα στο οποίο επιτρέπω στον εαυτό μου να ξεφεύγει. Θα σηκωθώ, θα ντυθώ πάντα κανονικά, μόνο έτσι δεν θα πιεστώ, προσπαθώ να είμαι εκεί. Προσπαθώ να γράφω πολλά και διαφορετικά πράγματα, θέλω να επιστρέψω στην παραγωγική ζωή, στη δημιουργικότητα και στον έξω κόσμο. Το deadline, ας πούμε, είναι χρήσιμο σε αυτήν τη φάση.
— Βλέπεις πολλές ταινίες, ακούς πολλά τραγούδια. Τι είδες στη δουλειά των άλλων αυτά τα χρόνια ως παρατηρητής;
Την ανάγκη να εκφραστούν όπως εμείς, που βγάλαμε τον πιο φωτεινό μας δίσκο μέσα στην πανδημία σαν ένα σήμα ότι η ζωή συνεχίζεται και μέσα στα σπίτια και από τους υπολογιστές σας. Γι’ αυτό και τον οπτικοποιήσαμε ολόκληρο. Θέλαμε οι άνθρωποι να νιώθουν ότι δεν είναι μόνοι και το κάναμε με εξωστρέφεια και φως όχι γιατί είμαστε αλτρουιστές αλλά επειδή είχαμε ανάγκη να το πάρουμε κι εμείς από τον κόσμο, θέλαμε το δούναι και λαβείν.
Είδα, λοιπόν, πολλούς ανθρώπους να ετοιμάζουν τους δίσκους τους, να κάνουν όνειρα και σχέδια, κυοφόρησαν τις δημιουργίες τους και τώρα κινητοποιούνται νέα πράγματα. Και στο θέατρο συνέβη αυτό, είδα παραστάσεις χωρίς πόζα, όπου υπήρχε η ανάγκη να πούμε και να δείξουμε πράγματα, είδα σωματικότητα, ενέργεια και χιούμορ, είδα ανθρώπους που βγαίνουν πιο ανοιχτοί και ενεργοί στα πράγματα.
— Εσείς είχατε νεαρότερο κοινό; Γιατί το θέατρο έχει νεότερο κοινό φέτος;
Λοιπόν, εμείς είχαμε ένα πολύ νέο κοινό που μας ακολουθήσε από την αρχή και μεγάλωσε μαζί μ’ εμάς και έφτασε γύρω στα σαράντα. Εκεί νιώσαμε ότι γίναμε και λίγο κατεστημένο, είπαμε «όπα», πάμε να κάνουμε ένα πισωγύρισμα, εμείς θέλουμε τη νεολαία μαζί μας.
— Εμπορικά τη θέλετε;
Όχι, εμπορικά μια χαρά ήμασταν εκεί που ήμασταν. Δεν γίνεται να μη μιλάς με τους πιο νέους. Εκεί θα θέσεις τα μεγάλα ερωτήματα, αλλά σε ποιους; Σε αυτούς που έχουν όλες τις απαντήσεις; Όχι. Γιατί μόνο έτσι τα τραγούδια αποκτούν άλλα είκοσι χρόνια ζωής, επειδή συγκινούν έναν εικοσάχρονο ακόμα και με μια φράση κλισέ.
Για μένα αυτό είναι το βασικό κίνητρο και το βασικό κριτήριο για να φτιάχνουμε μουσική. Θέλω με τα τραγούδια μας, όσων χρονών και αν γίνουν, να αναρωτιούνται οι εικοσάρηδες. Αν δεν συμβεί αυτό και νοσταλγούν μόνο οι πενηντάρηδες, θα έχουμε αποτύχει. Οπότε, για να δεις τη ζωή του έργου σου, πρέπει να τη φέρεις αντιμέτωπη με αυτό που αποκαλούμε «νεολαία».
— Γι’ αυτό κάνατε πριν από την πανδημία αυτές τις παραστάσεις, το «Εν λευκώ live», με το κοινό όρθιο; Γιατί οι εμφανίσεις σας, συγγνώμη που το λέω, κάποιες φορές άρχισαν να μου θυμίζουν μπουζούκια ‒ μην παρεξηγηθώ για τα μπουζούκια, νομίζω ότι συνεννοούμαστε.
Σε συγχωρώ, αλλά θέλω να ξέρεις ότι πάντα προσπαθούμε να μην είμαστε «μπουζούκια», κάνουμε τα αδύνατα δυνατά και το έχουμε πληρώσει χρυσό. Σε αυτό είμαι κάθετος. Να μπορεί να κάτσει με μια άνεση ο άνθρωπος, να μπορεί να πληρώσει, να μην είναι υπέρογκα τα ποσά, να υπάρχει το εισιτήριο χωρίς κατανάλωση, οι θεατρικές θέσεις. Αυτά τα πράγματα πέταγαν έξω το μπάτζετ των παραγωγών μας, αλλά για εμάς ήταν πολύ σημαντικό να υπάρχει το θέαμα-ακρόαμα.
Φυσικά, δεν μπορεί να παίξουμε χωρίς την κατανάλωση, γι’ αυτό πήγαμε και σε μεγάλες αίθουσες, οι παραγωγές μας δεν έβγαιναν αλλιώς. Σε μικρούς χώρους δεν μπορούσαμε να τις κάνουμε, και ας παίζαμε περισσότερες ημέρες. Προσπαθούμε, και αυτό το κάνεις με όσο μεγαλύτερη δύναμη έχεις, όχι για να μετρήσει στις απολαβές σου αλλά για να επηρεάσεις τα πράγματα. Να ξεκινάς και να τελειώνεις νωρίς, να έχεις πρόγραμμα χωρίς λαϊκό μέρος, το ρεπερτόριό μας να είναι το 90% και πλέον των παραστάσεών μας.
Υπήρχε πάντα γκρίνια από επιχειρηματίες. Αυτά είναι πράγματα όχι συνηθισμένα στη νύχτα, που θέλαμε να επιβάλουμε όχι μόνο μέσα στην κρίση αλλά και από τότε που ξεκινήσαμε, μικρά παιδιά, μέχρι τώρα. Θα μπορούσαμε να έχουμε βγάλει πολλά λεφτά, αλλά θέλουμε πρόγραμμα με ροή, με εννιά μουσικούς, με φώτα, με σκηνοθεσία, με κόσμο που να έχει πάρει κάτι φεύγοντας από όλο αυτό που συμβαίνει. Αν ακούσει κάποιος τα χρήματα που παίρνουμε εδώ και πολλά χρόνια, θα γελάσει. Κάνουμε αγώνα να μην είμαστε ένα πρόγραμμα έτσι τυχαία μέσα στη νύχτα.
Όταν, λοιπόν, το κοινό ήταν όρθιο στο «Εν λευκώ live», έλεγα «αυτό είναι συναυλία, έτσι θέλω να είναι, αυτόν τον παλμό, αυτούς τους ανθρώπους γύρω μου». Το κάναμε γιατί θέλαμε να μετρηθούμε με αυτή την ενέργεια, με αυτό το κοινό που είναι όρθιο, ιδρωμένο, με μια μπίρα στο χέρι, που γουστάρει τα τραγούδια μας. Ήταν μια κανονική ροκ συναυλία χωρίς διάλειμμα σε ένα χειμερινό μαγαζί. Έγινε χαμός, ένα πλήθος χαρούμενων ανθρώπων, και μετά κλείσαμε λόγω πανδημίας, τον Μάρτιο του 2020. Ήταν πολύ συμβολικό για εμάς και πανηγυρικό, και εκεί σκέφτηκα: «Αφού τους έχουμε αυτούς, πάμε για άλλα είκοσι χρόνια». Αυτά τα παιδιά γέννησαν την «Εποχή του θερισμού».
Νατάσσα Μποφίλιου - Εν Λευκώ Live
— Για τους μεγαλύτερους τι θα πεις;
Με αυτούς πορευόμαστε μαζί, θα τους αγαπάμε πάντα, ένα κοινό από τον Σπύρο Παπαδόπουλο και το «Στην υγειά μας» είναι μαζί μας και είναι πολύ πιστό. Οι άνθρωποι που μας αγαπούν είναι πολύ συνειδητοί και είμαστε πολύ τυχεροί, τους αναγνωρίζουμε μέσα στα χρόνια τη διάθεση να δουν την παράσταση και να συγκινούνται με τον ίδιο τρόπο, έχοντας άλλα βιώματα και αναφορές. Αυτή είναι η περιουσία μας.
— Τώρα τι κάνετε στο Vox;
Παρουσιάζουμε ολοκληρωμένα τον δίσκο, όπως το ονειρευτήκαμε, με αυτό το «γραφικό» που έχουμε εμείς, την ανάγκη να συγκινούμαστε, γιατί ποτέ δεν κάνουμε κάτι φασόν.
— Μιλώντας για συναισθήματα, τι είναι η συγκίνηση για σένα;
Εμένα είναι στο εικονοστάσι μου, πρώτα τη φιλάω και μετά βγαίνω από το σπίτι μου. Είναι το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο, είναι το μόνο πράγμα που με κάνει σίγουρα να μη φοβάμαι τους ανθρώπους. Η συγκίνηση είναι η αγνότητα, έτσι μετράω τους ανθρώπους εγώ. Για μένα το συγκινητικό είναι το ζητούμενο. Πες το μελό, γραφικό, αστείο, κλιμακτηριακό, τα έχω ακούσει όλα και δεν με ενδιαφέρει καθόλου.
— Ποιοι είναι οι άνθρωποι που σε ενδιαφέρει να συναντάς;
Οι ενδιαφέροντες και παράξενοι άνθρωποι. Η τεράστια αυτή βεντάλια ανθρώπων που έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: έχουν θέσει τις αρχές τους, όποιες και να είναι αυτές, και με αυτές ζυγίζουν ανθρώπους και αποφάσεις, και τις έχουν πληρώσει αυτές τις αρχές. Είναι άνθρωποι που έχουν θυσιάσει πολλά, αλλά με αυτούς θέλω να κάνω παρέα. Θαυμάζω και αυτούς που τα κάνουν όλα τέλεια, αλλά από μακριά.
— Υπάρχει αυτή η κατηγορία;
Υπάρχουν αυτοί που τα παρουσιάζουν έτσι, κι εγώ την περφόρμανς την εκτιμώ πολύ. Μου αρέσει να κρύβεις καλά τα σκοτάδια σου και να παρουσιάζεις αυτήν τη λουστραρισμένη επιφάνεια.
— Θα μπορούσες να ήσουν φίλος με αυτούς;
Θα έπινα ένα ποτό ένα βράδυ.
— Να γράψεις στίχους;
Ναι, αν με κέρδιζαν με μια καλή περφόρμανς, μια πολύ καλή, όχι αρπαχτή. Αν έδιναν την παράσταση της ζωής τους, θα το πλήρωνα το θέαμα.
Νατάσσα Μποφίλιου - Για Πάντα
— Αγαπάς το ρετρό, το κλασικό, το βλέπω στα social, από αυτά που ανεβάζεις. Αν σου έδινα δυο ώρες, θα άκουγες μουσική ή θα έβλεπες ταινία;
Ταινία. Έχω αγαπήσει τόσο βαθιά το σινεμά, ήταν το εφηβικό μου καταφύγιο. Πολύ συνειδητά μπορούσα να κλείνω την πόρτα και μέσα από τα διαβάσματά μου, ταινίες, μουσικές, να βιώνω συμπυκνωμένες εμπειρίες που δεν είχα κανένα λόγο μετά να βγω να τις ψάξω έξω. Οπότε άρχισα να βλέπω πολλά και διαφορετικά πράγματα, ένα γουέστερν δίπλα σε ένα φιλμ νουάρ ή ένα μιούζικαλ. Αγαπώ το στυλιζαρισμένο ψέμα που είναι η τέχνη γενικότερα.
— Όταν γράφεις, τι είναι αυτό που σε κινητοποιεί, πέρα από τη δική σου εμπειρία;
Επειδή ήμουν ένας πολύ συνεσταλμένος άνθρωπος, η παρατήρηση ήταν η ανάγκη μου να δεθώ με τους ανθρώπους, ήταν η αναζήτηση συγγένειας. Δεν θα πήγαινα σε έναν άνθρωπο να πω «καλησπέρα, είμαι ο Γεράσιμος», αλλά μπορούσα να φτιάξω μια ιστορία γι’ αυτόν τον άνθρωπο και να την πάρω μαζί μου. Αυτά κλέβω από τους ανθρώπους και αυτά κάνω ιστορίες. Αυτό μου αρέσει, νομίζω τραγούδια άρχισα να γράφω γι’ αυτό, έβαζα λόγια ανθρώπων που έβλεπα στο χαρτί.
— Ποια είναι η πιο ενδιαφέρουσα ιστορία που περιέχει ένας άνθρωπος;
Νομίζω η σχέση με την αθανασία, αυτή είναι η κινητήριος δύναμη των ανθρώπων, από τη μαμά μου μέχρι τον μεγαλύτερο φιλόσοφο. Σκέφτονται τι θα αφήσουν πίσω, παιδιά, ένα σπίτι, μια μεγάλη ιδέα, ένα έργο. Ότι κάποιος θα μνημονεύει το όνομά τους αφού έχουν φύγει, έτσι θα ζήσουν λίγο ακόμα. Η ελπίδα της αθανασίας είναι ωραία και οι άνθρωποι την ψάχνουν σε κάθε έκφανση της ζωής τους.
— Πιστεύεις στην άλλη ζωή;
Πιστεύω στην άλλη ζωή και σε μια ανώτερη δύναμη που γελάει μαζί μας. Που έχει φοβερό χιούμορ, λέει σε όσους πιστεύουν διαρκώς ότι έχουν αδικηθεί «έλα, γελάσαμε τώρα και μ’ εσένα. Ηρέμησε λίγο και θα ξαναπαίξουμε στην άλλη ζωή». Πιστεύω σε έναν θεό φαρσέρ. Η ζωή μας είναι γεμάτη φάρσες και νικητές αυτού του κόσμου είναι αυτοί που το συνειδητοποιούν νωρίς.
— Και δεν παίρνουν τον εαυτό τους στα σοβαρά;
Ναι, και σ’ το λέει αυτό ένας άνθρωπος που έχει περάσει τεράστιο μέρος της ζωής του κλειδωμένος σε μια απόλυτη, δεσμευτική σοβαροφάνεια. Έχω ζήσει πολύ παραγωγικά και δημιουργικά χρόνια προσπαθώντας να είμαι σοβαρός, για να μη με σχολιάσουν, να μη με παρεξηγήσουν, για να μη στενοχωρήσω κάποιον.
— Τι πέτυχες;
Να μην περνάω καλά. Θα μπορούσα να έχω κάτσει κι εγώ στην κεντρική σκηνή και μπροστά στο ανοιχτό μικρόφωνο να έχω πει τη βλακεία μου.
— Λες καμιά βλακεία τώρα;
Δεν το βλέπεις; Ξεκάθαρα. Η σοβαροφάνεια είναι ένα από τα σοβαρά ελαττώματα, έχει ταυτιστεί εσφαλμένα με την ασφάλεια και τη σοβαρότητα και την αποτελεσματικότητα. Θα ήταν πολύ πιο παραγωγικός και δημιουργικός ο κόσμος αν οι άνθρωποι δεν έπαιρναν τόσο σοβαρά τον εαυτό τους. Γιατί θα μπορούσαμε να περνάμε πολύ καλύτερα.
Νατάσσα Μποφίλιου Live
Vox 2022
Μια παράσταση των Θέμη Καραμουρατίδη & Γεράσιμου Ευαγγελάτου
Κάθε Σάββατο, για περιορισμένες παραστάσεις