Το αξιοθαύμαστο με τη Φραν Λίμποουιτς είναι φυσικά η αντοχή της. Η μικρόσωμη Νεοϋορκέζα που γέμισε για δυο βραδιές την κεντρική αίθουσα της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση ξέρει την τέχνη του να μιλάς δημόσια και να αποκρούεις με μαεστρία το μπαλάκι του συνομιλητή σου. Μπλε σακάκι, τζιν 501 με ρεβέρ, η κλασική στολή της, μια φωνή λίγο βραχνή, η στάση του σώματός της εκπαιδευμένα χαλαρή. Ήταν ελάχιστες οι στιγμές που μετακινήθηκε στην πολυθρόνα της. Ήταν ελάχιστες οι στιγμές που έκανε άλλη εκτός από μια μικρή κυκλική κίνηση των χεριών της πολύ χαρακτηριστική όταν μιλά. Η φωνή της δεν άλλαξε τόνο, η αφήγησή της δεν έπρεπε να διαταραχθεί, μοιάζει να μην την ενοχλεί τίποτα ή να περιμένει κάθε πιθανή ερώτηση. Ακόμα και όταν την έπιασε βήχας, δεν έδειξε ενόχληση, δεν ακούμπησε το ποτήρι με το νερό δίπλα της.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η διευθύντρια πολιτισμού της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση Αφροδίτη Παναγιωτάκου ήταν μια εξαιρετική και πολύ διαβασμένη συνομιλήτρια, που τη χειρίστηκε με μεγάλη ευγένεια και επιμονή σε ερωτήσεις τόσο όσο, γιατί η Φραν ξέρει να ξεγλιστράει σαν χέλι. Η συζήτηση που παρακολουθήσαμε τη δεύτερη βραδιά ήταν σαν συνέχεια της συζήτησης της πρώτης βραδιάς, χωρίς καμία επανάληψη.
Με την Πρόεδρο της Δημοκρατίας στην αίθουσα, η συζήτηση ξεκίνησε με την οικοδέσποινα να επισημαίνει στη Λίμποουιτς ότι είναι ανάμεσα στο κοινό που την παρακολουθεί. Η Φραν είπε ότι φυσικά στην Αμερική αυτό δεν θα συνέβαινε ποτέ – να υπάρξει γυναίκα πρόεδρος. Η ίδια έχει υπάρξει υποστηρίκτρια της Χίλαρι Κλίντον και δεν διστάζει να διατρανώσει σε κάθε ευκαιρία την άποψή της για τον Ντόναλντ Τραμπ, για τον οποίο πιστεύει ότι ακόμα και τη δουλειά του θυρωρού δεν θα την έκανε καλά.
Η άποψή της για την επιλογή ενός πολιτικού προσώπου είναι πολύ σαφής: να πάψουμε να αναρωτιόμαστε αν κάποιος μας αρέσει, να αναρωτηθούμε αν θα κάνει τη δουλειά, αν θα είναι επαρκής. Έφερε το παράδειγμα του Κέρι και του Μπους, κέρδισε ο πιο συμπαθής σε μια δουλειά που είναι πολύ απαιτητική, όχι ο πιο κατάλληλος.
Το χιούμορ της είναι καταπληκτικό και η αφήγησή της για τα ταξίδια εν μέσω πανδημίας, με σπαρταριστά περιστατικά, πετσέτες που πρέπει να ζητάει, το ρουμ σέρβις που έχει καταργηθεί, πράγματα που γίνονται για την ασφάλειά της που, όπως φαίνεται, απασχολεί άλλους περισσότερο από ό,τι την ίδια, «στο τέλος για την ασφάλειά μου θα πιλοτάρω και το αεροπλάνο», είπε, δεν μπορεί να μεταφερθεί στο χαρτί, την αδικεί.
Η Λίμποουιτς ξύπνησε στην Αθήνα και από το παράθυρό της είδε την Ακρόπολη. Φυσικά της έκανε εντύπωση, αλλά στην πόλη περισσότερη εντύπωση της έκανε η συμπεριφορά των πεζών που πετάγονται από κάθε σημείο.
Στη γενιά της δείχνει να μην έχει μεγάλη εκτίμηση, έκανε πολύ κακό στην κοινωνία και «ήπιε όλο το νερό του πλανήτη», που φτάνει δεν φτάνει μέχρι το 2040, όπως λέει.
Αν έρθει κάποιος εικοσάχρονος και τη ρωτήσει τι να κάνει με την καριέρα του θα του απαντήσει να κάνει κάτι για το νερό, εκείνος μετά από 20 χρόνια θα είναι ζωντανός και το πρόβλημα θα είναι εκεί.
Πίσω στη γενιά της, μίλησε για τη διαφορά της διαπαιδαγώγησης, της αγωγής και της εκπαίδευσης. Όταν ένα παιδί στην εποχή της έκανε κάτι κακό στο σχολείο και η μητέρα το μάθαινε, ευχαριστούσε το σχολείο, προφανώς ακολουθούσε και τιμωρία στο σπίτι. Σήμερα, αν μιλήσεις σε ένα παιδί μπορεί να βρεθείς μπλεγμένος, να απολογείσαι ακόμα και για μια παρατήρηση που έκανες. Στη Φραν δεν αρέσει καθόλου αυτός ο παιδοκεντρικός κόσμος, είναι φανερό, και την αφήνει εμβρόντητη ότι τα παιδιά έχουν πρόσβαση ακόμα και σε όπλα. Έφερε ως παράδειγμα το Τέξας, μια Πολιτεία με υψηλή οπλοκατοχή, και ένα μικρό παιδί που πιάστηκε με πέντε όπλα από το σπίτι του παππού του, όπλα μάλιστα όχι κυνηγετικά.
Όταν ρωτήθηκε ποια είναι η πιο τρελή ερώτηση που της έχουν κάνει, αφηγήθηκε την ιστορία των Αμερικανών ομήρων στο Ιράν το '79-'81. Τότε ξεκίνησαν οι 24ωρες συνδέσεις και όλοι έβλεπαν τον πόλεμο από την τηλεόραση, ήξεραν τα πάντα για τους ομήρους, τα πάντα, σαν να ήταν ήρωες ενός ριάλιτι. Η ερώτηση που της έκαναν και μοιάζει εξωφρενική και σήμερα ήταν «ποιος ήταν ο αγαπημένος της όμηρος».
Η τοποθέτησή της για την πολιτική ορθότητα ήταν εξαιρετική. Η ίδια άκουσε τον όρο πριν από 30 χρόνια, η χρήση της στη ρητορική μίσους για παράδειγμα είναι ξεκάθαρα αποδεκτή. Ωστόσο ο όρος ο ίδιος και η χρήση του μπορεί να οδηγήσει σε ακρότητες, δεν μπορεί να λογοκρίνεται κάτι αν δεν μας αρέσει ή πληγώνει τα αισθήματά μας . Η ίδια υποστηρίζει ότι έχεις την ελευθερία να μπορείς να μην ακούσεις, να μη δεις κάποιον που δεν σου αρέσει. Το να λογοκρίνουμε ό,τι δεν μας αρέσει στο τέλος θα μας οδηγήσει να καίμε τα βιβλία.
«Τι είναι τέχνη;» τη ρώτησε το κοινό. Η άποψή της είναι σαφής. Οτιδήποτε έχει χρηστική αξία και στοχεύει στην κατανάλωση, δεν είναι τέχνη, όπως δεν είναι τέχνη κάτι που έχει γίνει για να ψυχαγωγεί, για να αρέσει. Για τη Φραν τέχνη είναι αυτό που δημιουργείται όχι για να αρέσει, αλλά για να υπηρετήσει την ιδέα και το όραμα του καλλιτέχνη χωρίς να υπολογίζει την αποδοχή του κοινού. Αυτή είναι η διαφορά του κόσμου της τέχνης από την αγορά της τέχνης.
Και φυσικά δεν θα μπορούσε να αποφύγει την ερώτηση για τη Νέα Υόρκη του '80 και τη σχέση της με τον Γουόρχολ.
Για την περίοδο με τον Γουόρχολ λίγο-πολύ είναι γνωστά τα πράγματα, δεν ταίριαξαν ποτέ. Η ίδια είπε την ιστορία της, ότι την πλήρωσε με έργα που εκείνη πούλησε λίγο πριν τον θάνατό του για να πληρώσει το ενοίκιο και αυτά πήραν αξία αμέσως μετά, σαν να το έκανε ο Άντι επίτηδες, για να την τιμωρήσει. Η τέχνη της δεκαετίας του '80 δεν της λέει τίποτα, ούτε ο Μπασκιά, προτιμά την τέχνη και όσα συνέβαιναν στη δεκαετία του '70, αλλά απέφυγε να μιλήσει για τους αγαπημένους της, μάλιστα είπε πώς όταν είσαι μικρός μπορεί να έχεις έναν αγαπημένο καλλιτέχνη ή συγγραφέα, αλλά αυτή η λίστα όσο μεγαλώνεις διευρύνεται. Ανέφερε τον Σαίξπηρ και τον Αϊνστάιν ως τις σημαντικότερες προσωπικότητες. Ακόμα και αν δεν ξέρουμε τι έχει κάνει ακριβώς ο Αϊνστάιν, όπως είπε, μετά από αυτόν άλλαξαν τα πάντα στον 20ό αιώνα.
Στην εποχή της, όπως είπε, η ομοφυλοφιλία ήταν παράνομη. Αυτό έκανε τα πράγματα πιο ενδιαφέροντα. Μετά οι γκέι θέλησαν να μπορούν να πηγαίνουν στον στρατό και να παντρεύονται, καταλαβαίνει αυτή την εξέλιξη, ότι είχε σημασία για να μπορούν οι άνθρωποι να είναι ευτυχισμένοι, αυτό είναι σημαντικό για όλη την ανθρωπότητα. Για την ίδια έχει σημασία περισσότερο να δημιουργείται μια κοινή κουλτούρα.
Μίλησε για τους φίλους, λέγοντας ότι είναι οι καλύτεροι άνθρωποι που μπορείς να έχεις στη ζωή σου. Ούτε οι εραστές σου ούτε οι γονείς σου. Και αυτό γιατί οι φίλοι σου είναι η πιο έξυπνη επιλογή σου. Δεν επιλέγεις τους γονείς σου και δεν διαλέγεις αυτούς που ερωτεύεσαι.
Το χιούμορ της είναι καταπληκτικό και η αφήγησή της για τα ταξίδια εν μέσω πανδημίας με σπαρταριστά περιστατικά, πετσέτες που πρέπει να ζητάει, το ρουμ σέρβις που έχει καταργηθεί, πράγματα που γίνονται για την ασφάλειά της που, όπως φαίνεται, απασχολεί άλλους περισσότερο από ό,τι την ίδια, «στο τέλος για την ασφάλειά μου θα πιλοτάρω και το αεροπλάνο», είπε, δεν μπορεί να μεταφερθεί στο χαρτί, την αδικεί.
Φυσικά, αν θέλει κάτι περισσότερο από όλα είναι να επιστρέψει στο σπίτι της. Βρίσκεται σε παγκόσμια περιοδεία και, όσο και να περνάει καλά με το κοινό, όσο και να της δείχνει το κοινό που γεμίζει αίθουσες ότι του αρέσει να ακούει τις απόψεις της, το σπίτι της της λείπει.
Είναι άχαρο να μεταφέρει κάποιος μια συζήτηση, μικρά αποσπάσματα και μια γενική ιδέα στο χαρτί. Αξίζει έστω και μία φορά να τη δει κάποιος και να την ακούσει.
Η παρέα μου, με αφορμή αυτά που είπε, έκανε μια μεγάλη συζήτηση, για τα εδώ, τα δικά μας και τα γενικά. Αυτό είναι το μεγάλο κέρδος, ότι ανοίγει έναν δρόμο για άλλες συζητήσεις, με θέματα που είναι παλιά, πολυσυζητημένα, αλλά κάθε φορά που μπαίνουν στο τραπέζι ανοίγουν καινούργια παράθυρα. Είναι η αφορμή να διατυπώσουμε και να αναδιατυπώσουμε τις σκέψεις μας και να γίνουμε πιο προσεκτικοί ακροατές των συνομιλητών μας. Αυτό κερδίζεις από μια βραδιά με τη Φραν, λίγοι ομιλητές μπορούν να δώσουν αφορμές για μεγάλες συζητήσεις για τόσο πολλά και διαφορετικά θέματα. Μετά από 90 λεπτά καταλαβαίνεις γιατί είναι απαραίτητο να ακούγεται μια φωνή σαν τη δική της σήμερα, από έναν άνθρωπο του παλιού κόσμου που μας υπενθυμίζει αυτά που δεν μπόρεσαν να αλλάξουν.