Αν ήθελε κάποιος να δώσει έναν γρήγορο χαρακτηρισμό στη Φραν Λίμποουιτς, θα έλεγε ότι έχει εφεύρει την πιο επιτυχημένη και κερδοφόρα περσόνα της εποχής μας. Την περσόνα του μισάνθρωπου. Της αποφέρει χιλιάδες δολάρια, γιατί κάθε της εμφάνιση γεμίζει μεγάλες αίθουσες, όπου το κοινό κάθεται στις ακριβοπληρωμένες θέσεις του και βλέπει εκστατικό και περιχαρές έναν σχεδόν εκνευριστικά επικριτικό και πνευματώδη άνθρωπο να εκσφενδονίζει αφορισμούς με ένα χιούμορ που είναι κι αυτό δική της κατασκευή, ένα μη-χιούμορ.
Το βέβαιο είναι ότι ακούγοντάς την κανένας δεν βαριέται, η Φραν ξέρει τι σημαίνει κοινότοπο και το διαλύει μέσα στα σύννεφα καπνού που βγαίνουν από το τσιγάρο που κρατάει πάντα ανάμεσα στα δάχτυλά της. Μπορεί να διαφωνήσει, να εκνευριστεί, αλλά θα αναρωτηθεί, θα πάρει θέση σε ζητήματα τα οποία ουδόλως τον είχαν απασχολήσει μέχρι εκείνη τη στιγμή.
Ποτέ κανένας δεν ξέρει πού μπορεί να οδηγηθεί μια συζήτηση με αυτήν τη γυναίκα με τους συνειρμούς, τις δαιδαλώδεις συνδέσεις, τις αντιδράσεις και τις αδιανόητες εμπειρίες που μοιράζεται με ψυχραιμία εκτελεστή.
Το ελληνικό κοινό κυρίως τη γνωρίζει από τη σειρά ντοκιμαντέρ του Netflix «Pretend it’s a city» του Mάρτιν Σκορσέζε, οι μανιώδεις της σειράς «Νόμος και Τάξη», από την οποία έχουν παρελάσει όλοι οι σημερινοί σούπερ σταρ, την έχουν δει να υποδύεται τη δικαστίνα Τζάνις Γκόλντμπεργκ σε πολλά επεισόδια από το 2001 έως το 2007.
Το κίνημα MeToo την ενθουσίασε: «Δεν μου πέρασε ποτέ από το μυαλό ότι θα άλλαζε κάτι από αυτά που ξέραμε. Μέχρι πριν από οκτώ μήνες το να είσαι γυναίκα ήταν ακριβώς το ίδιο όπως την εποχή της Εύας. Μπορώ να σας πω ότι είναι ίσως από τα πιο εκπληκτικά πράγματα που έχουν συμβεί».
Το κοινό θα έχει την ευκαιρία να τη δει στην Αθήνα, την οποία επισκέπτεται για πρώτη φορά, στη Στέγη, στις 15 Μαρτίου, σε μια απρόβλεπτη συζήτηση με τη διευθύντρια Πολιτισμού του Ιδρύματος Ωνάση Αφροδίτη Παναγιωτάκου.
Τι θα πει, άραγε, η εκπρόσωπος του urban cool, που πολλοί τη θεωρούν πνευματική κληρονόμο της Ντόροθι Πάρκερ –μόνο που η Πάρκερ έγραφε καταπληκτικά και έπινε φυσικά, ενώ η Λίμποουιτς βαριέται ή φοβάται να γράψει και δεν πίνει, όπως έχει η ίδια ομολογήσει–, για το σύγχρονο πολιτιστικό τοπίο σε όλο τον κόσμο, τη ζωή στις μητροπόλεις του πλανήτη και τη σημασία του να είσαι ο εαυτός σου σήμερα κανένας δεν μπορεί να προβλέψει με ασφάλεια, αλλά και μόνο η προοπτική να διασχίσει μια Αθήνα μποτιλιαρισμένη για να φτάσει στον προορισμό της, για παράδειγμα, ερεθίζει κάθε ανήσυχο και φιλοπερίεργο κάτοικο αυτής της πόλης.
Θα μάθουμε, λοιπόν, σε λίγες μέρες, όταν θα ανέβει στη σκηνή της Στέγης η πιο διάσημη δημόσια ομιλήτρια του κόσμου, που κάνει την πρώτη της έξοδο μετά την πανδημία με μια ευρωπαϊκή περιοδεία, που δεν είναι κωμικός, δεν είναι αστεία, δεν θα έχει γράψει τις σκέψεις της εκ των προτέρων και σίγουρα θα μας εντυπωσιάσει με την ασυνήθιστη γνώμη της για τα πράγματα.
Το νέο είναι ότι η Λίμποουιτς έχει «καινούργιο» βιβλίο. Όχι εντελώς καινούργιο αλλά μια επανέκδοση του «Fran Lebowitz Reader», μιας συλλογής κωμικών δοκιμίων του 1994 που περιλαμβάνει κείμενα από το βιβλίο της με τίτλο «Metropolitan Life» του 1978, που έγινε μπεστ σέλερ, όπως και από τη δεύτερη συλλογή της «Social Studies» του 1981.
Επανεκδόθηκε για να συμπεριλάβει αναφορές στην ταινία-ντοκιμαντέρ του Μάρτιν Σκορσέζε «Public Speaking», η οποία απεικονίζει τη ζωή και το έργο της μέσα από την ειρωνική, ευτράπελη, ψυχρή, σαρκαστική, πικρόχολη, ευφυή και σαρδόνια, άκρως διασκεδαστική πρόζα της.
Στο «Pretend it's a city» του Μάρτιν Σκορσέζε, που είναι φίλος της, μέγας θαυμαστής της και με τον δικό του τρόπο επίσης σχολιαστής της Νέας Υόρκης και της κουλτούρας της, που είναι παγκόσμιο φαινόμενο, οι λήψεις δείχνουν μια μοναχική γυναίκα να κάνει βόλτα στη Νέα Υόρκη με τη χαρακτηριστική στολή –ανδρικό σακάκι φτιαγμένο κατά παραγγελία από την εταιρεία Savile Row Anderson & Sheppard, λευκό πουκάμισο, τζιν Levi's 501s με μεγάλα ρεβέρ, loafers και vintage ντιζάιν γυαλιά ταρταρούγα που κοστίζουν, σύμφωνα με την ίδια, όσο ένα μικρό αυτοκίνητο–, παρατηρώντας τα πάντα και αποκομμένη από όλα.
«Pretend it's a city» - Trailer
Εκνευρίζεται διαρκώς με τους γύρω της που κοιτάζουν την οθόνη του κινητού τους. Η ίδια δεν έχει κινητό, τάμπλετ, λάπτοπ, αποστρέφεται την τεχνολογία και ζορίστηκε πολύ κατά τη διάρκεια της καραντίνας όταν έκλεισαν τα βιβλιοπωλεία και αναγκάστηκε να ζητά από μια φίλη της να της παραγγέλνει βιβλία για να πλουτίσει τις βιβλιοθήκες του σπιτιού που αριθμούν 11.000 τόμους και περιστοιχίζουν αυτή την καθαρόαιμη βιβλιοφάγο.
«Δεν θα πετούσα ποτέ ένα βιβλίο – υπάρχουν άνθρωποι που θα προτιμούσα να πετάξω από το παράθυρο», λέει. Πάντως, στην καραντίνα χρειάστηκε τη βοήθεια της τεχνολογίας για κάποια Zoom και έπρεπε να πάει στο διαμέρισμα του Ντέιβιντ Σεντάρις και να χρησιμοποιήσει τον υπολογιστή του.
Είναι υπερήφανη τόσο για τη συλλογή βιβλίων της όσο και για την πολύτιμη Checker του 1979, το μοναδικό αυτοκίνητο που είχε ποτέ, το οποίο περιγράφει ως «τη μόνη μονογαμική σχέση που είχα ποτέ στη ζωή μου».
Πάντως, χάρη στο στυλ της, τον Σεπτέμβριο του 2007 το περιοδικό «Vanity Fair» την κατέταξε στην 68η θέση της ετήσιας διεθνούς λίστας με τις πιο κομψές γυναίκες του πλανήτη. «Οι άνθρωποι ασχολούνται περισσότερο με τις τάσεις παρά με το στυλ. Έχουν ξεχάσει πώς να ντύνονται και δεν θα μάθουν ποτέ ποιοι είναι πραγματικά, γιατί δεν έμαθαν ποτέ να φροντίζουν τα ρούχα τους. Όταν γυρίζω σπίτι, το πρώτο πράγμα που κάνω είναι να κρεμάσω το σακάκι μου σε μια κρεμάστρα. Βάζω τα μανικετόκουμπά μου σε ένα κουτί. Κερώνω τα παπούτσια μου μία φορά την εβδομάδα. Και πηγαίνω πάντα στο πιο ακριβό στεγνοκαθαριστήριο της πόλης», λέει μιλώντας για τις συνήθειές της.
Γεννημένη πριν από εβδομήντα ένα χρόνια στο Morristown του New Jersey, η μικρόσωμη Φράνσις Αν Λίμποουιτς μεγάλωσε σε μια εβραϊκή οικογένεια εμπόρων. Οι γονείς της είχαν το Pearl's Upholstered Furniture, ένα κατάστημα επίπλων και ένα εργαστήριο ταπετσαρίας. Η μητέρα της ήταν νοικοκυρά και πρώην πρωταθλήτρια στον χορό jitterbug, «χόρευε καλύτερα από την Τζίντζερ Ρότζερς». Φανατική του διαβάσματος από μικρή, συχνά παραμελούσε τα μαθήματά χάριν των εξωσχολικών της αναγνωσμάτων. Περιγράφει την εβραϊκή της ταυτότητα ως εθνική ή πολιτιστική αλλά όχι θρησκευτική.
Μέτρια μαθήτρια και αδιάφορη, παρακολούθησε μαθήματα σε ένα ιδιωτικό επισκοπικό σχολείο θηλέων, το Mountain Lakes, από το οποίο τελικά αποβλήθηκε, όπως και από το γυμνάσιο του Morristown. Στην εφηβεία της επηρεάστηκε από τον Τζέιμς Μπάλντουιν, τον πρώτο διανοούμενο που άκουσε ποτέ να μιλάει, όταν τον είδε στην τηλεόραση.
Στα δεκαεννιά της, το 1969, μετακόμισε στη Νέα Υόρκη, έμεινε σε ξενοδοχεία, σπίτια φίλων και κοιτώνες κολεγίων, γράφοντας εργασίες για φοιτητές, δούλεψε ως καθαρίστρια, σοφέρ, οδηγός ταξί και συντάκτρια σε πορνό περιοδικό με ψευδώνυμο το όνομα του διευθυντή που την είχε διώξει από το σχολείο. Δεν δούλεψε ποτέ ως γκαρσόνα γιατί προϋπόθεση πρόσληψης ήταν η σεξουαλική επαφή με το αφεντικό της επιχείρησης.
Σε ηλικία είκοσι ενός ετών εργάστηκε για το «Changes», ένα μικρό περιοδικό, πρώτα στο διαφημιστικό τμήμα και στη συνέχεια γράφοντας κριτικές βιβλίων και ταινιών. Στη συνέχεια, ο Άντι Γουόρχολ την προσέλαβε ως αρθρογράφο στο «Interview», όπου έκανε τα πρώτα σοβαρά επαγγελματικά της βήματα.
«Δεν είμαι πραγματικά επαναστάτρια, είμαι περισσότερο "δανδής". Ποτέ δεν σκέφτηκα "πώς μπορώ να αλλάξω τον κόσμο;", αλλά πώς μπορώ να κάνω αυτό που θέλω, χωρίς να πάω φυλακή», λέει σχολιάζοντας τον τρόπο που γράφει και αντιμετωπίζει όσα συμβαίνουν γύρω της. Με τον Γουόρχολ δεν είχαν ποτέ στενή σχέση. «Δεν με συμπάθησε και δεν τον συμπάθησα», λέει.
«Παρατήρησα ότι ο Άντι αναζητούσε ανθρώπους που ήταν πολύ εύθραυστοι ψυχολογικά και τους ενθάρρυνε να παίρνουν ναρκωτικά, επομένως δεν ήταν πραγματικά κάτι που μου ταίριαζε. Τον έβλεπα κάθε μέρα για χρόνια, αλλά ποτέ δεν μιλήσαμε πολύ». Τον τελευταίο χρόνο που εργαζόταν στο «Interview» ο Γουόρχολ την πλήρωνε με πίνακες. Δεν της άρεσαν, τους πούλησε φτηνά για να πληρώσει το ενοίκιο. Δύο εβδομάδες αργότερα ο Γουόρχολ πέθανε και οι τιμές των έργων του εκτοξεύτηκαν. «Πιστεύω μέχρι σήμερα ότι το έκανε εσκεμμένα», λέει. «Ναι, ήξερε ότι τους είχα πουλήσει και είπε στον εαυτό του: "Θα της δείξω εγώ!"».
Στη συνέχεια ήρθε μια θητεία στο «Mademoiselle» και τα μέσα στα οποία έγραφε την έκαναν διασημότητα, με τηλεοπτικές εμφανίσεις και φυσικά βραδιές στο Studio 54 χωρίς ναρκωτικά και αλκοόλ. Ενώ με τα κείμενά της σχολίαζε τα πάντα, από πολιτική και δικαιοσύνη μέχρι βιβλία, τεχνολογία και τη ζωή στο Μεγάλο Μήλο, και το πρώτο της βιβλίο έγινε μπεστ σέλερ, στα μέσα της δεκαετίας του 1990 έπαθε αυτό που λέμε «μπλοκάρισμα του συγγραφέα». Προτιμά να βγαίνει στην τηλεόραση παρά να γράφει.
Το τελευταίο της βιβλίο που δημοσιεύτηκε ήταν το «Mr. Chas and Lisa Sue Meet the Pandas» (1994), ένα παιδικό βιβλίο για τα γιγάντια πάντα που ζουν στη Νέα Υόρκη και λαχταρούν να μετακομίσουν στο Παρίσι.
Από τότε δουλεύει διάφορα βιβλία που δεν έχει ολοκληρώσει, όπως το «Exterior signs of wealth», ένα ημιτελές μυθιστόρημα –έχει γράψει μόνο εκατό σελίδες– που υποτίθεται ότι αφορά πλούσιους ανθρώπους που θέλουν να γίνουν καλλιτέχνες και καλλιτέχνες που θέλουν να είναι πλούσιοι.
«Ο εκδότης μου, ο οποίος, όποτε τον συστήνω ως εκδότη μου, λέει πάντα ότι η δουλειά του είναι "η πιο εύκολη δουλειά στην πόλη", λέει ότι το μπλοκάρισμα οφείλεται στην υπερβολική ευλάβεια με την οποία αντιμετωπίζω τον γραπτό λόγο και νομίζω ότι αυτό είναι μάλλον αλήθεια».
Όσο για τις εμφανίσεις της στην τηλεόραση λέει ότι «είναι αυτό που ήθελα σε όλη μου τη ζωή. Οι άνθρωποι να με ρωτούν τη γνώμη μου και να μην επιτρέπεται να με διακόψουν».
Ανοιχτά λεσβία, υπέρμαχος των δικαιωμάτων των καπνιστών, η Λίμποουιτς ξέρει την πόλη όπου ζει σαν την παλάμη του χεριού της και δεν φοβάται να τσαλακωθεί προκειμένου να πει αυτό που πιστεύει. Στην πραγματικότητα, δεν δίνει δεκάρα για τη γνώμη των άλλων.
Δεν έχει διστάσει να επικρίνει δημάρχους όπως ο Ρούντι Τζουλιάνι και ο Μάικλ Μπλούμπεργκ για την επιτάχυνση του gentrification, τη βία κατά των μαύρων και την αλλαγή της κουλτούρας που επέφεραν όταν έκαναν το Μανχάταν να μοιάζει με τα πλούσια προάστια. «Η κύρια διαφορά μεταξύ της παλιάς Νέας Υόρκης και της νέας είναι η επιρροή και η κυριαρχία της κουλτούρας του χρήματος», λέει.
Έχει αντιδράσει δημόσια και για τη μετατροπή της πόλης της σε τουριστικό προορισμό, που εξαφάνισε τους κατοίκους και στη θέση των σπιτιών τους έχτισε ξενοδοχεία, και θεωρεί ντροπή το ότι υπάρχουν άστεγοι σε αυτή την τόσο πλούσια πόλη όπου διαρκώς ακούς τον θόρυβο των χρημάτων .
Η Λίμποουιτς έχει κάνει μια πολύ ενδιαφέρουσα τοποθέτηση –όταν μιλά σοβαρά είναι αληθινά σπουδαία– πάνω στον αντίκτυπο που είχε στην αμερικανική κουλτούρα η μάστιγα του HIV/AIDS, τα «χρόνια της πανώλης», όπως τα αποκαλεί. Έχει μιλήσει για το πολιτισμικό κενό που άφησε η απώλεια μιας γενιάς ταλαντούχων καλλιτεχνών και διανοουμένων και για το «ορφανό» παθιασμένο κοινό που έθρεψε μια τέτοια κουλτούρα.
«Το AIDS άλλαξε εντελώς την αμερικανική κουλτούρα. Μια ολόκληρη γενιά ομοφυλόφιλων ανδρών πέθανε μέσα σε λίγα χρόνια. Οι πρώτοι που πέθαναν από AIDS ήταν καλλιτέχνες. Ήταν επίσης οι πιο ενδιαφέροντες άνθρωποι. Υπάρχει ένα τεράστιο κενό στις γνώσεις των ανθρώπων, που δεν έχει πλαισιωθεί», έγραψε ανάμεσα σε άλλα στους «New York Times» σε ένα άρθρο με τίτλο «The impact of AIDS on the artistic community».
Μιλώντας για τον φεμινισμό, έχει πει ότι εάν λειτουργούσε πραγματικά, δεν θα υπήρχε πια φεμινισμός. «Υπάρχουν μερικά πράγματα που έχουν αλλάξει πάρα πολύ προς το καλύτερο. Η ζωή ενός κοριτσιού σήμερα είναι δισεκατομμύρια φορές καλύτερη απ' ό,τι όταν ήμουν εγώ κορίτσι. Δεν υπάρχει σύγκριση. Είναι πολύ καλύτερα, και όμως είναι ακόμα φρικτά».
Το κίνημα MeToo την ενθουσίασε, λέει ότι «δεν μου πέρασε ποτέ από το μυαλό ότι θα άλλαζε ποτέ κάτι από αυτά που ξέραμε. Μέχρι πριν από οκτώ μήνες το να είσαι γυναίκα ήταν ακριβώς το ίδιο όπως την εποχή της Εύας. Μπορώ να σας πω ότι είναι ίσως ένα από τα πιο εκπληκτικά πράγματα που έχουν συμβεί».
Στην περίπτωση του Τραμπ έδωσε ρεσιτάλ, κυριολεκτικά είχε αφηνιάσει, και με το δίκιο της. Χρόνια θορυβώδης επικρίτρια των Ρεπουμπλικάνων, ούσα η ίδια στο «ύψιστο επίπεδο οργής», όπως έλεγε, χαρακτήρισε τον Τραμπ καθαρά και απλά ρατσιστή, ενώ σε μια επεισοδιακή εμφάνισή της τον Μάιο του 2019 στο σόου του Bill Maher «Real Time» στο HBO είπε ότι ο Τραμπ θα έπρεπε να έχει την ίδια μοίρα με τον Τζαμάλ Κασόγκι που βασανίστηκε και δολοφονήθηκε κατόπιν εντολής του Σαουδάραβα διαδόχου πρίγκιπα Mohammed bin Salman. Αργότερα απέσυρε τα σχόλιά της.
Πάντως, ως αρχή του κακού στους Προέδρους των ΗΠΑ θεωρεί τον Ρίγκαν, μάλιστα έχει πει ότι «πριν από τον Ρίγκαν δεν μπορούσαμε να διανοηθούμε ότι ο Πρόεδρος θα μπορούσε να είναι ηλίθιος».
Πάντως, στη διάρκεια της πανδημίας ζορίστηκε, δεν είχε εισόδημα, αφού ακυρώθηκαν όλες οι ομιλίες της, και, όπως είπε στην «Guardian»: «Ήταν αγχωτικό. Πήγαινα στο σούπερ μάρκετ και έλεγα: "Γιατί είναι τόσο ακριβά τα σταφύλια; Τι είναι, Καρτιέ;"».
Παρά της επιτυχία της σειράς στο Netflix, δεν έλειψαν και οι κακές κριτικές.
H αρθρογράφος των ΝΥΤ Ginia Bellafante, στο άρθρο της «Όλοι αγαπούν τη Φραν. Μα γιατί;», την αποκαλεί «road show που μεταφέρει τη μισανθρωπική, ξέφρενη, μπερδεμένη άποψη που έχει για τη ζωή της στο Μανχάταν σε όλη τη χώρα μέσω των ομιλιών της» και ένα ανεπιθύμητο θέαμα του οικείου, σαν μίμο στο μετρό, με αμφίβολη αυτοπεποίθηση έναντι της περιέργειας που θα έπρεπε να έχει για το τι σκέφτονται οι νέοι που τη λατρεύουν.
Την κατηγόρησε επίσης ότι προκειμένου να διατηρήσει την εκκεντρικότητά της δεν δίστασε να σχολιάσει το Μουσείο Μετανάστευσης λέγοντας πως είναι άχρηστο για τη Νέα Υόρκη, οπότε της διαφεύγουν οι πολυπλοκότητες και οι αντιφάσεις της πόλης.
Η ίδια, θέλοντας πάντα να δείξει ότι ανέχεται την κριτική, έδωσε μια ασυνήθιστα μακρά απάντηση, λέγοντας, ανάμεσα σε άλλα, ότι «ποτέ δεν με ένοιαζε τι σκέφτονται οι άνθρωποι για το τι σκέφτομαι εγώ. Δεν λέω ότι δεν με νοιάζει τι πιστεύουν οι άνθρωποι για μένα, γιατί είμαι άνθρωπος. Αλλά αν διαφωνούν μαζί μου, ποιο είναι το κακό; Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί οι απόψεις μου εξοργίζουν τους ανθρώπους. Δεν έχω εξουσία, δεν είμαι ο δήμαρχος της Νέας Υόρκης, δεν φτιάχνω νόμους. Αυτά είναι απλώς απόψεις».
Τελικά, ίσως η Λίμποουιτς να μην είναι τόσο σκληρή όσο θέλει να δείχνει. Και αν δεν υπήρχε, ίσως θα έπρεπε να την εφεύρουμε· για το ακραίο χιούμορ και την ενοχλητική της αυταρέσκεια· για τις πνευματώδεις, εξοργιστικές και συχνά αμετροεπείς ατάκες της· για την αυτοπεποίθησή της που κάνει τους πάντες γύρω της να φαίνονται σαν μια χλωμή μίμηση του εαυτού τους· για όλα αυτά τα τόσο προβλέψιμα τελικά, τα ανυπόφορα, που μέσα από τη «σπασμένη» από τα τσιγάρα φωνή της λειτουργούν ως μετρονόμος, ως υπενθύμιση ότι όλα αυτά τα συναισθήματα, την απόγνωση, τον φόβο, τη λύπη που εκείνη μετατρέπει σε θυμό εμείς οι υπόλοιποι πρέπει να τα μετατρέψουμε σε κάτι άλλο.
Γιατί για εμάς τους «μη δημόσιους ομιλητές», στους οποίους κανένας δεν αντιδρά, υπάρχει η αληθινή ζωή, οι λακκούβες, το βλέμμα των άλλων σε κοντινό πλάνο και κανένα κοινό που να γεμίζει τις αίθουσες και να λατρεύει τους αφορισμούς μας. Μπορεί να θεωρεί ότι ο έρωτας είναι ένα «είδος ψυχικής ασθένειας», αλλά για την αγάπη δεν πολυμιλά.
Τελικά ίσως όλα για την αγάπη τα κάνει κι εκείνη, που την εισπράττει από τα πρόσωπα όσων κάθονται στις θέσεις μιας σκοτεινής αίθουσας. Ό,τι και να λέμε, η Φραν Λίμποουιτς είναι μια κατηγορία από μόνη της.
Fran Lebowitz: Συζήτηση με την Αφροδίτη Παναγιωτάκου
Στέγη Ιδρύματος Ωνάση
14/3, 20:00
15/3, 20:30