ΠΩΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ένα μικρό σχετικά (45’) ντοκιμαντέρ να ασχολείται συγχρόνως με την αυτοβιογραφική μνήμη που ξεθωριάζει σαν ακουαρέλα (και όταν τρεμοσβήνει, χάνεται μαζί της κι ο εαυτός μας), με τον αιώνιο απόηχο που αφήνει ένα παιδικό νανούρισμα, με την Κατοχή (Ιταλική και Γερμανική), με το υποβλητικό σκηνικό της λιμνοθάλασσας του Αμβρακικού, με την αέναη διαδρομή των χελιών από τη Θάλασσα των Σαργασσών μέχρι τις λιμνοθάλασσες της Μεσογείου και πάλι πίσω, με την ιδέα της ακολουθίας και της συνέχειας;
Η ταινία «Μνήμη με ουρά» (διαθέσιμη για τρεις μέρες ακόμα στην online πλατφόρμα του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης) του Δημήτρη Ινδαρέ, καταφέρνει, σαν ένα ονειρικό οπτικό δοκίμιο, να συνταιριάζει όλα αυτά τα στοιχεία και τα ζητήματα, με κύριο άξονα τις μνήμες του 90χρονου ζωγράφου Λέανδρου Σπαρτιώτη από την Πρέβεζα, ο οποίος επιστρέφει στους λιμνότοπους του Αμβρακικού όπου πέρασε τα παιδικά και προεφηβικά του χρόνια πριν και κατά τη διάρκεια της Κατοχής.
Αναπόφευκτα στο μυαλό (ή στη μνήμη) του θεατή μετατίθενται πιο άμεσα οι αφηγήσεις ενός από τους λίγους πλέον εναπομείναντες εκπρόσωπους μιας γενιάς που στοιχειώθηκε, συγχρόνως όμως άντλησε και σθένος από όλα αυτά τα τρομερά που είδε και έζησε.
Θυμάται την ζωή σ’ αυτόν τον μαγικό βιότοπο, την δουλειά των ιχθυοτρόφων στα «διβάρια», θυμάται τον όλεθρο που έσπειραν οι Γερμανοί μετά την σχετικά ανώδυνη παρουσία των Ιταλών (συνυφασμένη με πρωτόγνωρες και εξαίσιες μουσικές, όπως εκείνου του Ιταλού που ανοιγόταν με την βάρκα, «τραγουδούσε το Marechiare και ακουγόταν με τον αέρα σ’ όλη την Αμφιλοχία»), θυμάται όμως κι έναν Αυστριακό να τραγουδά την Σερενάτα του Σούμπερτ και να του θυμίζει το νανούρισμα που του τραγουδούσε η μάνα του όταν ήταν βρέφος, συνειδητοποιώντας ότι ήταν η ίδια ακριβώς μελωδία, με ελληνικό στίχο («μες στης νύχτας το σκοτάδι, λόγια ερωτικά…»).
Μιλάνε κι άλλοι στην ταινία, ειδικοί στην κατατόπια της μνήμης όπως η νευροεπιστήμονας Φωτεινή Στυλιανοπούλου, ή στα κατατόπια του υγρού οικοσυστήματος του Αμβρακικού, όπως ο καθηγητής βιολογίας Κωνσταντίνος Κουτσικόπουλος, αναπόφευκτα όμως στο μυαλό (ή στη μνήμη) του θεατή μετατίθενται πιο άμεσα οι αφηγήσεις ενός από τους λίγους πλέον εναπομείναντες εκπρόσωπους μιας γενιάς που στοιχειώθηκε, συγχρόνως όμως άντλησε και σθένος από όλα αυτά τα τρομερά που είδε και έζησε. Όπως αυτή η ανάμνηση του κ. Σπαρτιώτη από τις τελευταίες μέρες του πολέμου:
«Όταν κατέβηκε από το βουνό ο ΕΛΑΣ μετά την αποχώρηση των Γερμανών, μαζί με τους Έλληνες αντάρτες κατέβηκε και μια διμοιρία Γιουγκοσλάβων, του Τίτο. Μαζί τους λοιπόν βλέπω στο τέλος να έχουν και δύο αιχμάλωτους Γερμανούς, που μετά εγκαταλείφτηκαν στη μοίρα τους. Βρήκαν και έμεναν σε κάτι αποθήκες και μια μέρα πήγα και τους ρώτησα: "Είστε αιχμάλωτοι ή ελεύθεροι;". Γέλασαν, και μου απάντησαν, "αιχμάλωτοι είμαστε, αλλά και ελεύθεροι να ήμασταν, πού να πάμε;"…Τους αφήναμε ψωμί κι αυτοί έρχονταν σαν τα πουλάκια και τσιμπάγανε. Μια μέρα ήρθε ο ένας στο σπίτι μας βουρκωμένος και τον ρώτησα πού ήταν ο σύντροφός του. "Καπούτ", μου είπε. Ήθελα να τον δω, δεν είχα ξαναδεί νεκρό. Του είχε σταυρώσει από πριν τα χέρια και μετά του έβαλε ανάμεσα στα δάχτυλα και λίγο δεντρολίβανο που έκοψε από τον κήπο μας…»
Μπορείτε να δείτε την ταινία εδώ