ΜΕ ΤΗ ΡΗΞΙΚΕΛΕΥΘΗ και άκρως μοντέρνα γραφή και σκέψη του ο Φρέντρικ Τζέιμσον, στα ογδόντα επτά του χρόνια, εντοπίζει κείμενα που μπορεί να υπήρξαν για χρόνια ανοιχτά μπροστά μας, αλλά να μην έτυχαν της δέουσας προσοχής ή να μην αναδείχθηκαν σε σχέση με τα σημερινά ζητήματα.
Μια τέτοια περίπτωση συνιστούν τα αποσπασματικά γραπτά ή καλύτερα τα «αστραποβολήματα» του Βάλτερ Μπένγιαμιν, που πολλές φορές έχουν δυναμιτίσει τη σκέψη του Τζέιμσον, οι μελέτες του οποίου περιλαμβάνουν από αναλύσεις κορυφαίων μαρξιστών μέχρι προσεγγίσεις για την ποίηση του Δάντη, το σινεμά του Αγγελόπουλου αλλά και τηλεοπτικές σειρές όπως το «Wire».
Ο Τζέιμσον εξακολουθεί να θέλγεται από τον Μπένγιαμιν και τον επαναφέρει στην πρώτη γραμμή όχι μόνο για την προσίδια, όπως θα έλεγε κι εκείνος, ανάλυσή του στη θεώρηση της Ιστορίας, ούτε τόσο για τα γνωστά, μείζονα έργα του, όσο για τα φευγαλέα του κείμενα, τις δημοσιογραφικές του αναλύσεις, τα ταξιδιωτικά αλλά και τα πρωτόλεια που έδειξαν μια άλλη διάσταση του επιβλητικού εκείνου «αστερισμού» που φώτισε το ανεξάντλητο σύμπαν του ευρωπαϊκού λόγου.
Ο Μπένγιαμιν δεν ακολούθησε τις επιβεβλημένες επιλογές της εποχής του ούτε στη φιλοσοφία ούτε στην τέχνη: ο εξπρεσιονισμός τού φαινόταν εξίσου αδιέξοδος με τις ψεύτικες λύσεις της σοσιαλδημοκρατίας και ο ψυχολογισμός ήταν στα μάτια του μια εύκολη λύση που καταστρατηγούσε τις βαθιές ενορμήσεις της εμπειρίας του μυστικού.
Για την ακρίβεια, τα Αρχεία Μπένγιαμιν, που μόλις κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Πλέθρον σε μετάφραση Βάσιας Λέκκα, στόχο έχουν να θυμίσουν πως η ανοιχτή σκέψη του Γερμανοεβραίου στοχαστή, μένοντας μακριά από κλασικές κατηγοριοποιήσεις και γνώριμες επιστημολογικές ή φιλοσοφικές αντιθέσεις, άλλαξε ακόμα και τη σειρά των αξιολογήσεων με τον τρόπο του Νίτσε.
Ως εκ τούτου, κυρίαρχο ρόλο στη σκέψη του Μπένγιαμιν φαίνεται να διαδραματίζει, εκτός από το μπαρόκ, η μοντέρνα αποστασιοποίηση του Μποντλέρ και, αντί για τον Διαφωτισμό με τα ψευδή μυθεύματα περί προόδου, η εμμονή στην επιτελεστικότητα της γλώσσας και στην ανοίκεια σκέψη του Δάντη, του Χόφμανσταλ ή του Ραμπελέ.
Όπως υποστηρίζει ο Τζέιμσον, ο Μπένγιαμιν δεν ακολούθησε τις επιβεβλημένες επιλογές της εποχής του ούτε στη φιλοσοφία ούτε στην τέχνη: ο εξπρεσιονισμός τού φαινόταν εξίσου αδιέξοδος με τις ψεύτικες λύσεις της σοσιαλδημοκρατίας και ο ψυχολογισμός ήταν στα μάτια του μια εύκολη λύση που καταστρατηγούσε τις βαθιές ενορμήσεις της εμπειρίας του μυστικού (βλέπε τη μεγάλη του εξοικείωση με την αστρολογία ή τις αρχές της καλλιγραφίας).
Σύμφωνα με τη δυναμική αυτή επαναπροσέγγιση του έργου του Μπένγιαμιν, ο Τζέιμσον μας καλεί να αφήσουμε απέξω τις νοητικές επεξεργασίες και να αφεθούμε σε αυτήν τη σωματική, όπως την αποκαλεί, εμπειρία σε σχέση με το έργο του, να συνταχθούμε με αυτόν τον ρυθμισμένο σπασμό του λόγου, μακριά από τις μιμητικές νοητικές κατηγορίες, με έναν τρόπο «όπως η ταχυδακτυλουργία του παιχνιδιού, ο “παπάς” ή οι πέραν πάσης αμφιβολίας σεισμικές δονήσεις μιας υπόγειας εκπυρσοκρότησης» ‒ μια πανέμορφη μεταφορά που αποδεικνύει πόσο το ύφος του Μπένγιαμιν διαπερνά τη λεκτική έκφραση του Τζέιμσον.
Στο πλαίσιο αυτής της άκρως σωματικής προσέγγισης μας προκαλεί να ακολουθήσουμε τον «εναέριο» και «ρυθμικό» τρόπο του Γερμανού στοχαστή καθώς περιδιαβάζει σαν ιδανικός flâneur στο εσωτερικό των προτάσεων με σκοπό την οριστική τους διάλυση και το άνοιγμα μιας νέας «ξετυλιγμένης πεδιάδας» εντός της έκφρασης με τον πλάγιο τρόπο του Λιούις Κάρολ, φτιάχνοντας δηλαδή, σαν την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων, νέους κόσμους και δικά του επιτελεστικά και αρχιτεκτονικά εκφραστικά σχήματα.
Γι’ αυτό ακριβώς ο Τζέιμσον ισχυρίζεται ότι δεν πρέπει να αντιμετωπίζουμε τον Μπένγιαμιν ως κλασικό φιλόσοφο, αφού ποτέ δεν υπηρέτησε κάποια σχολή ή ιδέα και εσκεμμένα επέμενε στα φραγκμέντα, στα αποσπάσματα και στο εδώ και τώρα που και ο Τζέιμσον υιοθετεί κατά γράμμα, ακολουθώντας τη σκέψη του Μπένγιαμιν ως ένα γοητευτικό work in progress, όπου στη θέση της ανέλιξης θέτει την παρακμή.
Επομένως, από τα πρώτα κείμενα του Μπένγιαμιν, τα οποία δεν επιμένουν τυχαία στα νεανικά κινήματα έχοντας στόχο να αποσπάσουν την έννοια της εμπειρίας από τα καντιανά επιστημολογικά όρια, που τότε επιβάλλονταν σχεδόν αποκλειστικά, έως τα πιο δημοσιογραφικά του άρθρα, ο Τζέιμσον διακρίνει έναν κοινό μηχανισμό και υποστηρίζει ότι εσκεμμένα ο Μπένγιαμιν μίλησε μέσα από αστερισμούς, δηλαδή συναρμογές και αποσπασματικούς κόσμους που συνδέονταν και με την τεχνική του μοντάζ με τον τρόπο του Μπρεχτ ή του Αϊζενστάιν.
Η ακολουθία της κατά Μπένγιαμιν πρόζας είναι επομένως αυτή η ασυνέχεια και η ρήξη των ομαδοποιήσεων και η ένταξή τους σε άλλες συμπαντικές συναρμογές, τις οποίες ο ίδιος αποκάλεσε αστερισμούς. Είχε, εξάλλου, τον δικό του τρόπο να συνενώνει αυτή την ποικιλία γλωσσικών πεδίων και φιλοσοφικών διλημμάτων, αντιστρέφοντάς τα.
Ακόμα και ο υλισμός, τον οποίο προασπίστηκε με την ίδια μανία με την οποία κατέγραφε τις εμπειρίες του μέσα από τους πειραματισμούς με διάφορες ουσίες, ή ο ποτισμένος στη θεολογική μυσταγωγία αποκρυφισμός εκφράζουν απλώς, σύμφωνα πάντα με τον Τζέιμσον, την ανάγκη του Μπένγιαμιν να έρθει κοντά στον κόσμο και να χαθεί στη δυναμική του πλήθους, να υποστηρίξει μια άλλου είδους εκκοσμίκευση.
Ως εκ τούτου, η εσωτερικότητα δεν μεταφράζεται ως απομόνωση, υποκειμενικότητα ή άγριος σολιψισμός αλλά ως υλική σωματική απόδειξη της ύπαρξης, μεταφερμένης σε δωμάτια τα οποία, όπως επισημαίνει πολύ όμορφα ο Τζέιμσον, είχαν «πάντοτε ιδιαίτερη σημασία για τον Μπένγιαμιν, σαν ο άγγελος να είχε οδηγήσει τον Αδάμ και την Εύα από τον κήπο κατευθείαν σε ένα οικοτροφείο».
Το χωρικό είδος, η αρχιτεκτονική, το δωμάτιο, συνολικά το κτίριο δείχνουν να κυριαρχούν στην άκρως εικονιστική σκέψη του, που δεν ήταν παραστατική, αλλά είχε ανάγκη να χωρέσει σε εικόνες για να εκφραστεί. Είτε επρόκειτο για τα άστρα που συγκρότησαν τις ωραίες αστροφεγγιές που φώτισαν την επικοινωνία με το σύμπαν είτε για τη μέθη με την οποία ο Μπένγιαμιν προσέγγισε κάπως πλατωνικά, σαν μέθεξη, είτε για την προσομοίωση με την οποία αναζητούσε τις ρίζες της έκφρασης και της γλώσσας, όλα εικονίζονται μέσω σχημάτων που ήταν μακριά από τις αυστηρές και, κυρίως, ποτέ παραστατικές φιλοσοφικές έννοιες.
Σε κάθε περίπτωση, ο κόσμος του Μπένγιαμιν είναι μια χαμένη προϊστορία με την οποία μπορούμε να επινοήσουμε μια σχέση μέσω λίγων ιχνών, όπως τα ποιητικά θραύσματα του Χέλντερλιν: «Είναι δύσκολο να κερδίσεις μια δυνατή προσπέλαση σε αυτόν τον πλήρως ενιαίο και μοναδικό κόσμο», γράφει χαρακτηριστικά ο Τζέιμσον στο βιβλίο.
Οπότε, πώς ακριβώς στεκόμαστε μέσα στον κόσμο, τι κάνουμε σε κρίσιμες στιγμές όπως αυτές που έζησε τότε ο Γερμανοεβραίος φιλόσοφος ή αυτές στις οποίες ακροβατούμε τώρα; Με το ανθρώπινο σθένος που επιβάλλει η κρισιμότητα της στιγμής, αν χρειαστεί ακόμα και με τη βία, την οποία ο Τζέιμσον αναλύει διεξοδικά αναφορικά με το έργο του Μπένγιαμιν, εξηγώντας ότι καμία σχέση δεν έχει με συγκεκριμένους σκοπούς ή γενικές ιδέες αλλά κρίνεται και αυτή, όπως τα πάντα στο έργο του, στην κρισιμότητα που γεννά του momentum.
Όλα κρίνονται στις συναρμογές ή μάλλον στη συνωμοσιολογική σιωπή που καλεί σε δράση χωρίς να εξηγεί, σε αυτήν τη μυστικοπάθεια που τόσο αγαπούσε ο Μπένγιαμιν ακόμα και στον Μποντλέρ και εκφραζόταν με την αινιγματικότητα και τη συνωμοσία της αλληγορίας. Η ακριβής διατύπωση που μπορεί να έχει μια φράση παρομοιάζεται, εν προκειμένω, με την πρόσκληση σε εξέγερση την οποία επιβάλλει ο αόρατος κόσμος της σιωπής.
«Ο στίχος είναι καθοριστικός, καμία επιστροφή, καμία πλημμύρα εναλλακτικών διατυπώσεων όπως στον Ουγκό: υπάρχει εκεί μια για πάντα, όπως ένα μαρμάρινο άγαλμα το οποίο είναι, επίσης, η αλάνθαστη επίθεση μιας στοχευμένης έκρηξης με μη επανδρωμένα αεροσκάφη». Αυτό το κάλεσμα σε ένα είδος μποντλερικής εξέγερσης που ο Τζέιμσον παρομοιάζει με gestus είναι ίσως το μόνο πολεμικό μέσο που μπορεί κανείς να δεχτεί σήμερα ως πράξη ανοιχτοσύνης του Μπένγιαμιν που ενώνει τις αντίθετες πλευρές και αγαπά και προστατεύει αυτό που διαφεύγει, το άγνωστο, το μικρό και το λάθος.
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.