Μαγικά ταξίδια στην άκρη του κόσμου σε Κούβα, Ιαπωνία και Αμερική, συναντήσεις με πρόσωπα που έγραψαν ιστορία στο θέατρο και θεωρητικές σκέψεις ανάκατες με ποιητικές αφηγήσεις συνιστούν το σκηνικό ενός βίου που στήνει με τον δικό της ευρηματικό τρόπο η Ελένη Βαροπούλου στο αυτοβιογραφικό βιβλίο της Σκηνές από το θέατρο της ζωής μου που αναμένεται να κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες από τις εκδόσεις Νεφέλη.
Γνωστή για τις ρηξικέλευθες θεατρικές κριτικές της, που εισήγαγαν στην Ελλάδα μια άλλη, μοντέρνα ματιά για το θέατρο, πανεπιστημιακός και μεταφράστρια, μεταξύ άλλων, κειμένων του Βάλτερ Μπένγιαμιν, του Χάινερ Μίλερ, του Χέρμαν Μπροχ και του Μπέρτολτ Μπρεχτ, η Βαροπούλου έχει προσδώσει ένα διαφορετικό νόημα στην πρόσληψη του θεάτρου της Κεντρικής Ευρώπης στη χώρα μας.
Στην αυτοβιογραφία της συνδυάζει με τον πλέον πρωτότυπο τρόπο θεωρητικές σκέψεις με αφηγήσεις για τις συναντήσεις της με πρόσωπα που άλλαξαν την πορεία των τεχνών αλλά και της πολιτικής ή της Ιστορίας. Γι’ αυτά μιλάει αποκλειστικά στη LiFO.
— Οφείλω να ομολογήσω ότι η βιογραφία σας συνιστά μια ουσιαστική πρόταση για το είδος ως ένα ταξίδι στον μαγικό κόσμο της τέχνης και του θεάτρου. Πώς, αλήθεια, φτάσατε στην απόφαση να αφηγηθείτε με αυτόν τον τρόπο τη ζωή σας;
Χαίρομαι που από την ανάγνωση αποκόμισες την αίσθηση «ενός ταξιδιού στον μαγικό κόσμο της τέχνης και του θεάτρου». Δεν θα μπορούσε να είναι κι αλλιώς, αφού η τέχνη και το θέατρο, μάλλον η αγάπη μου γι’ αυτά, με επηρεάζει τόσο, ώστε σε μεγάλο βαθμό να ζω όπως ζω.
Υπήρξε όμως και μια πρόθεση, μια επιδίωξη στο συγκεκριμένο εγχείρημα: ήθελα ο αναγνώστης και η αναγνώστρια να βρουν μέσα στο βιβλίο, πέρα από μένα την ίδια, και θέματα, ζητήματα, ερωτήματα διαχρονικά. Να συνδεθούν νοητά με δημιουργούς και έργα που κατέχουν σημαντική θέση σε διάφορους πολιτισμούς. Να λειτουργήσουν ως αποδέκτες γνώσεων για πραγματικότητες που καθόρισαν τη θεατρική και καλλιτεχνική μας συνείδηση.
Αν, λοιπόν, εξαιρέσω κάποιες πληροφορίες που εισχωρούν στο «ύφασμα» του αφηγηματικού λόγου με τη μορφή ντοκουμέντου και χρονικών προσδιορισμών, όλη η υπόλοιπη διήγηση σε πρώτο πρόσωπο αναφέρεται τελικά στην εσωτερική ζωή μου. Στο δικό μου βλέμμα, όπως πλανήθηκε πάνω σε ανθρώπους, καταστάσεις, διαπροσωπικές σχέσεις, χώρους, φυσικά τοπία και πόλεις, έργα τέχνης. Καταθέτω μια εμπειρία ζωής, κάποιες φορές μάλιστα σε μύχιο, εξομολογητικό τόνο, χωρίς να κρύβω τις συγκινήσεις μου και τα έντονα συναισθήματα. Χωρίς να επιχειρώ να πάρω αποστάσεις από τον εαυτό μου.
Σ’ αυτό το βιωματικό οδοιπορικό παραμένω συναισθηματικά εμπλεκόμενη. Δεν είμαι ποτέ αμέτοχη, αντικειμενική, επεξηγηματική, αναλυτική και δίνω στην «αυτοαναφορικότητα» αυτό το ειδικό περιεχόμενο και βάρος.
Καταθέτω μια εμπειρία ζωής, χωρίς να κρύβω τις συγκινήσεις μου και τα έντονα συναισθήματα. Χωρίς να επιχειρώ να πάρω αποστάσεις από τον εαυτό μου. Σ’ αυτό το βιωματικό οδοιπορικό παραμένω συναισθηματικά εμπλεκόμενη. Δεν είμαι ποτέ αμέτοχη, αντικειμενική, επεξηγηματική, αναλυτική και δίνω στην «αυτοαναφορικότητα» αυτό το ειδικό περιεχόμενο και βάρος.
— Πάντως, παρατηρεί κανείς μια «σκηνοθεσία» στην αφήγηση που δεν είναι ούτε αυτοαναφορική ούτε αρνητική, παρότι κριτικός η ίδια! Είναι εσκεμμένη εκ μέρους σας αυτή η κίνηση να μην είστε αρνητική ακόμα και με όσα σας πληγώνουν;
Εσκεμμένη, προγραμματισμένη προς αυτή την κατεύθυνση δεν ήταν σε καμιά περίπτωση. Ούτε και είχα δώσει συνειδητά στη «σκηνοθεσία» της ζωής μου ένα τέτοιο νόημα, πριν μου το υποδείξεις εσύ.
Διερωτώμαι, ωστόσο, μήπως η κίνηση προς τη συγκεκριμένη «σκηνοθεσία» του εαυτού μου μέσα στον κόσμο, η τάση για μια τέτοια συμπεριφορά απέναντι στα πράγματα και στον άλλον, στη Φύση, στον χρόνο, στην αρρώστια, στον θάνατο, αποκτάει τις ιδιότητες που της προσδίδεις επειδή έχω κοιτάξει εκ των υστέρων το Άλλοτε «από πολύ κοντά».
Έτσι, καθώς κατέγραφα τις ετερόκλητες αναμνήσεις, επαναφέροντας ακαριαία μπροστά μου κάθε περιστατικό, αίσθημα, εντύπωση, χροιά, έβλεπα εκ νέου ζωηρά και απτά τα πάντα, όπως φανταζόμουν ότι τα είχα ζήσει: φευγαλέες σκηνές, μάλλον όλο ένταση, τυχαιότητα, έκπληξη, μυστήριο και με τον αυθορμητισμό εκείνης της παλιάς στιγμής. Όχι φορτωμένες με τα βαρίδια διαφόρων κοινωνιολογικών, ιστορικών, πολιτικών ή ιδεολογικών τοποθετήσεων.
Ούτε κριτική διάθεση είχα ούτε στην αποδεικτική σιγουριά των γεγονότων πίστευα. Τα βιώματά μου ούτε καν σ’ εμένα την ίδια δεν θα γίνουν εξ ολοκλήρου κατανοητά. Ελπίζω μόνο ότι για μερικές σημασίες τους θα «δουλέψουν» μερικοί από όσους θα διαβάσουν το βιβλίο.
— Βοηθάει, μάλλον, και η ομορφιά. Παραμένετε υποτελής της ομορφιάς ή μου φαίνεται;
Από τις ομορφιές της φύσης, των έργων τέχνης, της ποίησης αλλά και των κοινωνικών αγώνων ή εκείνων των διαπροσωπικών σχέσεων που θεώρησα καθοριστικές για μένα δεν μπόρεσα ποτέ να ξεφύγω. Ίσως φαίνομαι υποτελής της ομορφιάς. Νομίζω όμως πως είμαι απλώς δέσμια της σαγήνης της. Αν και εξαρχής είχα σταθεί απέναντι στην ιδέα του Ωραίου ψύχραιμα και απέφευγα τις παγίδες της. Την είχα προσεγγίσει από πολλές οπτικές γωνίες. Την είχα περιεργαστεί ως «τόπο» στη φιλοσοφία και την αισθητική, από τον Φαίδρο του Πλάτωνα μέχρι σήμερα.
Με τον πατέρα μου είχαμε μιλήσει για την ομορφιά στη σκέψη του Καντ. Όταν οι θεωρίες της Αισθητικής μέσα στον εικοστό αιώνα στάθηκαν με τόση δυσπιστία απέναντί της, εγώ δεν σταμάτησα να προσφεύγω σ’ αυτήν, προκειμένου να προσεγγίσω πολλά πράγματα με τη διαμεσολάβηση της, για να παρηγορηθώ. Για να με βοηθήσει σε υπαρξιακές στιγμές και κρίσιμες εμπειρίες.
Κι όμως, ήμουν εγώ που τη δεκαετία του 1990 ασχολήθηκα συστηματικά με την ασχήμια στην τέχνη. Ορισμένα από τα κείμενα εκείνης της περιόδου έχουν περιληφθεί στο βιβλίο μου Το ζωντανό θέατρο (εκδόσεις Άγρα, 2002) και εμφανίζονται κάτω από τον γενικό τίτλο Για μια φαινομενολογία του άσχημου, του αποκρουστικού και του φθαρμένου στο σύγχρονο θέατρο.
— Οπότε, ποίηση, θέατρο, εικαστικά, αυτό που ο Νίτσε φανταζόταν ως συνένωση όλων των τεχνών, δείχνει να ισχύει και στη δική σας περίπτωση, αφού ενώνονται αρμονικά στην αφήγησή σας. Είναι, όντως, έτσι;
Διαπιστώνεις σ’ αυτά που γράφω μια «αρμονική συνένωση των τεχνών». Με αφορμή την κριτική παρατήρησή σου θα ήθελα να διευκρινίσω ότι, καθώς το θέατρο συναντάει τις εικαστικές τέχνες, τον χορό, τη μουσική, την ποίηση, την αρχιτεκτονική, στο κείμενό μου η διασταύρωση των τεχνών μεταξύ τους είναι, κατά κύριο λόγο, προϊόν καθαρά συνειρμικών διαδικασιών. Όμως εκφράζει αναπόφευκτα και το πνεύμα της εποχής: από τη μια μεριά, σπουδάζοντας θεατρολογία στο Παρίσι, τη δεκαετία του 1970, συνειδητοποίησα, μαζί με άλλους ανήσυχους νέους εκείνα τα χρόνια, τι είδους ανοίγματα προς όλες τις τέχνες αλλά και τις ανθρωπιστικές επιστήμες χρειαζόμασταν προκειμένου να κατανοήσουμε τις ανάγκες της τέχνης και της κοινωνίας, να δούμε πρισματικά τα φαινόμενα, να εννοήσουμε το αίτημα για το καινούργιο.
Από την άλλη μεριά, παρακολουθώντας επί δεκαετίες τους καινούργιους δρόμους του θεάτρου, τις ατελείωτες ζυμώσεις του με τις άλλες τέχνες, τις τεχνικές και τις τεχνολογίες, το βλέμμα μου δεν θα μπορούσε να μείνει αδιάφορο απέναντι σε μια τέτοια έκρηξη, άλλοτε με τη μορφή της συνένωσης, της συνύφανσης και άλλοτε με τη μορφή της σύγκρουσης, της ανατροπής.
— Πάντως, διατρέχετε τις συναντήσεις σας και τις συνεργασίες με κορυφαία πρόσωπα του θεάτρου, όπως ο Μίλερ, ο Βασίλιεφ και ο Γκροτόφσκι, σαν να ήταν καθημερινά περιστατικά, με τον ίδιο τρόπο που καταγράφετε και το προσωπικό σας αποτύπωμα στο ελληνικό θέατρο με το Φεστιβάλ Άργους κ.λπ.
Καταλαβαίνω πώς προκύπτει μια τέτοια εντύπωση. Στις συναντήσεις και τις συνεργασίες με όλους αυτούς που αναφέρεις η παρεμβολή ενός καθημερινού περιστατικού ή η αίσθηση της καθημερινότητας στη διήγησή μου είχαν ρόλο απελευθερωτικό. Ήταν μια σωτήρια παρακαμπτήριος για να αποφύγω όλες τις αρνητικές επιπτώσεις που μπορεί να είχαν ο μύθος, η αίγλη, το φωτοστέφανο, η μιντιακή εικόνα στην επικοινωνία μου με τέτοια πρόσωπα. Έτσι κι αλλιώς, μου αρέσουν οι απομυθοποιήσεις. Όμως το «καθημερινό», απαλλάσσοντας τη συνάντηση και από διάφορες άλλες σκοπιμότητες, μου αποκάλυπτε απρόσμενες αλήθειες για τον άνθρωπο και τον περίγυρό του.
Ο Χάινερ Μίλερ, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, καθισμένος κατάχαμα σε ένα μισοάδειο δωμάτιο στο Ανατολικό Βερολίνο, μιλούσε μαζί μου για τη θέση της Ιστορίας στα κείμενά του, ενώ στην τσίγκινη λεκάνη δίπλα του χτυπούσαν οι σταγόνες από το ταβάνι που έσταζε.
Αυτή η εικόνα από την καθημερινότητα αυτού του σημαντικού συγγραφέα ήταν βεβαίως περισσότερο σημαδιακή και πιο αποκαλυπτική από μια οποιαδήποτε τιμητική εμφάνισή του σε μια επίσημη εκδήλωση ή σε ένα δυτικοευρωπαϊκό φεστιβάλ. Ομολογώ πως όσο περισσότερο θαύμαζα το έργο ενός δημιουργού τόσο πιο επίμονα αναζητούσα τον άνθρωπο, εφόσον ζούσε, πέρα και πίσω από την παραγωγή του.
— Γκορμπατσόφ και Κάστρο, δύο εντυπωσιακές ομολογουμένως συναντήσεις. Ποια από τις δύο θεωρείτε σημαντικότερη;
Και οι δύο συναντήσεις διαδραματίστηκαν την ίδια ιστορική περίοδο και χρονική στιγμή. Προηγήθηκε αυτή της Μόσχας και ύστερα από μερικούς μήνες πραγματοποιήθηκε της Αβάνας. Σημαντικότερη ήταν για μένα η συνάντηση με τον Γκορμπατσόφ. Γιατί στο Κρεμλίνο, στο Παγκόσμιο Φόρουμ για την Ειρήνη και τον Αφοπλισμό, πήρα ενεργό μέρος σε έναν πολιτικό προβληματισμό που ήταν εν θερμώ. Δίπλα σε εκατοντάδες καλλιτέχνες, επιστήμονες, ακτιβιστές απ’ όλο τον κόσμο, που είχαν συγκεντρωθεί εκεί για να καταθέσουν ελεύθερα τις απόψεις τους και να συζητήσουν.
Στην Αβάνα το πλαίσιο ήταν αποκλειστικά θεατρικό και στο εντελώς δοσμένο πολιτικό κλίμα μού έλειψε ο διάλογος, η ανταλλαγή. Αλλά και οι δύο μύθοι, και αυτός του Κάστρο και εκείνος του Γκορμπατσόφ, διέφεραν πολύ. Συνάντησα τον Κάστρο όχι την ώρα της Κουβανικής Επανάστασης αλλά όταν πια ενσάρκωνε ένα καθεστώς με τη σιγουριά της απόλυτης εξουσίας που είχε περάσει από τη δοκιμασία του χρόνου. Η συνάντηση με τον Γκορμπατσόφ έγινε όταν αυτός επιχειρούσε να γράψει Ιστορία και να χτίσει τον δικό του μύθο. Ήταν η στιγμή που έπαιρνε το ρίσκο να αλλάξει με την παρέμβασή του ό,τι θεωρούσε πως ήταν αναγκαίο να μετασχηματιστεί σε εκείνη τη συγκυρία, προκειμένου ο υπαρκτός σοσιαλισμός να έχει μια προοπτική στη Σοβιετική Ένωση.
— Είναι, επίσης, διαρκές το παιχνίδι των μεταμορφώσεων: Οβίδιος, Γκαίτε, Μπρεχτ, ο οποίος, μέσα από το βλέμμα σας, καθίσταται εξαιρετικά άμεσος και οικείος. Σας βοήθησε αυτός ο τρόπος των διαρκών μεταμορφώσεων προσώπων και πραγμάτων ως στάση ζωής;
Προφανώς η ιδέα της μεταμόρφωσης με γοήτευε πάντα. Με ενέπνεε. Με προσανατόλιζε. Όχι μόνο λόγω της φιλοσοφικής, ανθρωπολογικής και πολιτιστικής της αξίας αλλά και επειδή έβρισκα τη θεατρικότητά της ιλιγγιώδη.
Ολόκληρο το πρόγραμμα του Φεστιβάλ Άργους το 1996 ήταν διαρθρωμένο γύρω από τον άξονα των μεταμορφώσεων. Εκτός από τον Οβίδιο, στο επίκεντρο βρέθηκαν τότε ο Κάφκα, οι μεταμορφώσεις στην Οδύσσεια και οι αδελφοί Γκριμ με παραστάσεις της Μάγιας Λυμπεροπούλου, του Μιχαήλ Μαρμαρινού, του Δημήτρη Παπαϊωάννου και του Γιώργου Κουμεντάκη. Όμως και οι ίδιοι οι χώροι, τα κτίρια, τα τοπία «μεταμορφώθηκαν» χάρη σε διάφορες δράσεις, εγκαταστάσεις, περφόρμανς.
Αργότερα η Θερινή Ακαδημία του Εθνικού Θεάτρου στη Μυτιλήνη, με εργασίες και αναζητήσεις γύρω από το Recycling Renaissance, δεν ήταν παρά ένα ακόμη αφιέρωμα στην ιδέα της μεταλλαγής και μεταποίησης, ενώ είχαν προηγηθεί στις Πρέσπες οι εργασίες της Δεύτερης Θερινής Ακαδημίας με μια θεματική που αξιοποιούσε τις έννοιες «Φυσιογνωμίες, μάσκες και ζώα». Επιστρέφω σ’ εκείνο το «γίγνεσθαι» που ελλοχεύει πίσω από κάθε μεταμόρφωση, στο γίνομαι κάτι αλλιώτικο, στον διάλογο με τους άλλους συγγραφείς που καταλήγει στις μεταγραφές, σε μια δεύτερη γραφή ή στο ακούραστο αίτημα του Μπρεχτ για αλλαγή.
Από μια τέτοια σκοπιά ασφαλώς και με βοήθησε η μεταμόρφωση ως στάση ζωής. Όμως η σταδιακή καταστροφή του πλανήτη από τη βίαιη μετάβαση σε άλλες κλιματολογικές συνθήκες, από τον ανελέητο και διαρκή βιασμό της φύσης, είναι μια μεταμόρφωση που με κάνει να αγανακτώ, να φοβάμαι.
— Ας επανέλθουμε, λοιπόν, στις ατμόσφαιρες που καθορίζουν καίρια περιστατικά του βίου σας. Ποια ατμόσφαιρα έχει η ζωή σας μέχρι σήμερα;
Η ατμόσφαιρα δεν είναι μία. Κάτι τέτοιο θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι αδύνατο, αφού στον δρόμο της ζωής μου δέχτηκα επιρροές που ήταν ανομοιογενείς, αντιθετικές, αφού συχνά βρέθηκα σε πολύ διαφορετικά κλίματα. Οι μετακινήσεις, οι πρωτοβουλίες και οι δράσεις μού έμοιαζαν χωρίς τέλος, ενώ οι συναναστροφές και η συνύπαρξη με ανθρώπους που ανήκαν σε ετερόκλητα κοινωνικά περιβάλλοντα όξυναν την κρίση μου και εμπλούτισαν τα βιώματά μου. Από την ελληνική επαρχία στις διεθνείς μεγαλουπόλεις, σε πόλεις-μεγαθήρια, και από τη μια εμπειρία, μόλις αυτή καταλάγιαζε, σε νέες εξορμήσεις.
Όμως όπου κι αν βρέθηκα είχα να παλέψω με τις εξάρσεις των συναισθημάτων μου, άλλοτε ενθουσιασμένη κι άλλοτε εξοργισμένη, συνήθως ευερέθιστη και συγκρουσιακή. Μόνον όταν έγραφα κριτικές επιστράτευα μια εσωτερική πειθαρχία και επικαλούμουν το μέτρο.
Ο Χανς-Τις Λέμαν με εξέπληξε και με συγκίνησε, όχι με μια τυπική αφιέρωση αλλά με μια μύχια διατύπωση, όταν, ολοκληρώνοντας την τριλογία του για το θέατρο, έγραψε το 2015 στην πρώτη σελίδα του συγγράμματός του Τραγωδία και δραματικό θέατρο: «Για την Ελένη Βαροπούλου, που δίδαξε στον συγγραφέα να αγαπάει την υπερβολή». Λίγο πιο κάτω έχει συμπληρώσει την αφιέρωση με τη φράση του Αντόρνο: «Μόνο το υπερβολικό είναι αληθινό».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.