«ΚΑΘΕ ΦΟΡΑ ΠΟΥ ΑΚΟΥΓΕΤΑΙ η φράση cancel culture, όλοι τραβάνε το περίστροφό τους». Η Γαλλίδα ιστορικός Λόρ Μιρά, καθηγήτρια Γαλλικού Πολιτισμού στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Λος Αντζελες (UCLA), στο δοκίμιό της Ποιος ακυρώνει τι; εξετάζει το θέμα της cancel culture με πολύ πρωτότυπο τρόπο, κυρίως μέσα από μια ιστορική προοπτική. «Το παρελθόν είναι εντελώς απρόβλεπτο», γράφει κάπου.
Η Μιρά δεν εξετάζει αυτό το κοινωνικό φαινόμενο ως «μια δικτατορία των μειοψηφιών» ούτε ως «φασισμό της άκρας αριστεράς», όπως το είχε χαρακτηρίσει ο Ντόναλντ Τραμπ. Δεν το εξετάζει ως διαστρέβλωση του αντιρατσιστικού κινήματος ούτε ως επιθυμία να ξαναγραφεί η ιστορία μέσων αναχρονισμών και ηθικολογικών κρίσεων. Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν συμβαίνει, λέει η Γαλλίδα ιστορικός. Και αντιμετωπίζει την cancel culture θετικά, αλλά με κριτικό βλέμμα.
Κυρίως υποστηρίζει ότι η cancel culture μάς δείχνει έναν τρίτο δρόμο που έχει σχέση με τους θεσμούς, ιδιαίτερα τους θεσμούς πολιτισμού, όπως τα μουσεία, με τη Δικαιοσύνη, με τη βία της εξουσίας, με την κατασκευή μεγάλων εθνικών αφηγήσεων και με τη μνημειακότητα της Ιστορίας, ιδιαίτερα όταν αυτή προσωποποιείται σε ανδριάντες, αγάλματα κ.λπ.
Οι δικτάτορες και οι αυταρχικοί ηγέτες βγάζουν φλύκταινες με την cancel culture. Από τα πιο γνωστά παραδείγματα, είναι αυτό του Βλαντίμιρ Πούτιν. Ο Ρώσος ηγέτης συνέδεσε μάλιστα την εισβολή στην Ουκρανία και με την cancel culture.
Το τελευταίο έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς η cancel culture εκφράστηκε με βεβηλώσεις ή βανδαλισμούς ανδριάντων ιστορικών προσώπων που σχετίζονταν με τις ρατσιστικές διακρίσεις και την αποικιοκρατία. Η πρακτική αυτή εκδηλώθηκε όχι μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες (όπου η cancel culture συνδέεται με τα κινήματα Black Lives Matter, από το 2013, και #MeToo, από το 2017) αλλά και στην Ευρώπη, ιδιαίτερα στη Βρετανία, στο Βέλγιο και στη Γαλλία.
Μετά τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ στη Μινεάπολη («I can’t breathe»), στις Ηνωμένες Πολιτείες καταστράφηκαν 100 αγάλματα ιστορικών προσωπικοτήτων που συνδέονταν με τη δουλεία. Ο βανδαλισμός ή η ανατροπή των ανδριάντων δεν συνιστά διαγραφή των ονομάτων αυτών των ιστορικών προσωπικοτήτων από την ιστορία αλλά άρνηση να τους τιμούμε, λέει η Μιρά. Η cancel culture εισάγει περισσότερες αποχρώσεις στη σχέση μνήμης και ιστορίας και στην κατασκευή των εθνικών αφηγήσεων. Κι αυτό, είτε μας αρέσει είτε όχι, είναι μια νέα πραγματικότητα.
Σε σχέση με τη βία της cancel culture, η Μιρά υποστηρίζει ότι βρίσκεται σε απόλυτη σχέση με τη βαναυσότητα της εξουσίας. «Μπουχτίσαμε απέναντι σε μια δικαιοσύνη δύο ταχυτήτων». Σε σχέση με τους θεσμούς, γράφει ότι «δεν υπάρχει ούτε ένας θεσμός που μπορεί να πορευτεί δίχως μια πολιτική επανανάγνωση της ιστορίας. Κι αυτό πρέπει να πιστωθεί, τουλάχιστον εν μέρει, στην cancel culture».
Όσο για την ιστορία, η συγγραφέας λέει ότι «η cancel culture ελέγχει κριτικά την επίσημη ιστορία, αμφισβητεί την ιεραρχία, μας παροτρύνει να έχουμε μεγαλύτερη διαύγεια προκειμένου να κατανοήσουμε από τι θα είναι φτιαγμένο το χθες και το αύριο».
Πώς ορίζεται όμως η cancel culture, αυτή «η κουλτούρα της ακύρωσης», όπως αποδίδεται στη γλώσσα μας; Η Μιρά την ορίζει ως «κριτικό εργαλείο των μειονοτήτων που εξασκούν την ελευθερία έκφρασής τους και η οποία συνίσταται κυρίως στην αποκάλυψη θεμάτων ή πράξεων εκ μέρους προσώπων, εταιρειών ή θεσμών που κρίνονται απαράδεκτες ή προσβλητικές και στην απόσυρση κάθε υποστήριξης προς αυτά τα πρόσωπα, τις εταιρείες και τους θεσμούς, ιδίως μέσω των κοινωνικών δικτύων».
Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι ένα άλλο όνομα της cancel culture, το οποίο δεν συναντάμε συχνά, είναι το accountability culture, δηλαδή η κουλτούρα καταλογισμού. Είναι τελικά η άσκηση λαϊκής πίεσης (και όχι μόνο από τις μειονότητες) στις σφαίρες της εξουσίας.
Το ενδιαφέρον με αυτό το δοκίμιο της Λορ Μιρά, που στηρίζεται σε διάλεξη που είχε δώσει τον Αύγουστο του 2021 στη Γαλλία, εντοπίζεται, τουλάχιστον για μένα, στο ότι μετατοπίζει την cancel culture από τις Ηνωμένες Πολιτείες στην Ευρώπη. Αυτό είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον για τον (όποιο) δημόσιο διάλογο (που στην Ελλάδα είναι ανύπαρκτος, ας το ομολογήσουμε), καθώς η cancel culture επικρίθηκε ιδιαίτερα στη Γαλλία. Εκεί σχετίζεται με τη λογοκρισία, με το τέλος της ελευθερίας της έκφρασης ή με τη ρητορική για την αμερικανοποίηση της γαλλικής κοινωνίας.
«Η διατήρηση της φράσης στα αγγλικά δηλώνει πολλά για την ανάγκη μας να υπενθυμίσουμε την αμερικανική (δηλαδή εξωγενή, πουριτανική, ηθικολογική κ.λπ.) προέλευση του νέου αυτού μπαμπούλα. Η Γαλλία, που χθες απειλούνταν από το politically correct και το τρομερό gender, αντιμετωπίζει λοιπόν πλέον τον κίνδυνο της cancel culture» γράφει η Μιρά.
Η Γαλλίδα ιστορικός μάς θυμίζει όμως ότι οι απαρχές του φαινομένου αυτού στη σύγχρονη εποχή βρίσκονται στην Ευρώπη. Μας θυμίζει το διάταγμα της 14ης Αυγούστου 1792, με το οποίο η Νομοθετική Συνέλευση στη Γαλλία διέταζε την καταστροφή αγαλμάτων βασιλέων και άλλων μνημείων που συνδέονταν με το Παλαιό Καθεστώς. Η αιτιολογία ήταν πώς «οι ιερές αξίες της Ελευθερίας και της Ισότητας δεν επιτρέπουν να διατηρούνται πλέον μπροστά στα μάτια του γαλλικού λαού τα μνημεία που ανεγέρθηκαν υπέρ της έπαρσης, των προκαταλήψεων και της τυραννίας».
Μας λέει επίσης κάτι που το ξέρουμε πολύ καλά όσοι έχουμε ζήσει και θυμόμαστε τα γεγονότα της κατάρρευσης του Ανατολικού Μπλοκ και του υπαρκτού σοσιαλισμού. «Η ιστορία φτιάχνεται ή μάλλον ενσαρκώνεται μέσω της αναπαράστασης, με την ανέγερση μνημείων αλλά και με την κατεδάφισή τους. Αρκεί να σκεφτεί κανείς την εκατόμβη των μεγάλων ανδρών μες στον ορυμαγδό της πτώσης του Τείχους του Βερολίνου».
Οι δικτάτορες και οι αυταρχικοί ηγέτες βγάζουν φλύκταινες με την cancel culture. Από τα πιο γνωστά παραδείγματα, είναι αυτό του Βλαντίμιρ Πούτιν. Ο Ρώσος ηγέτης συνέδεσε μάλιστα την εισβολή στην Ουκρανία και με την cancel culture. Ξέρουμε ότι τον Απρίλιο του 2020 η Ρωσία ψήφισε νόμο με τον οποίο χαρακτηρίζεται «έγκλημα» κάθε ανατροπή μνημείου που τιμά τους «σοβιετικούς ήρωες» του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου όχι μόνο στη Ρωσία αλλά και σε χώρες του εξωτερικού. Την αντίδραση αυτή είχε προκαλέσει η απομάκρυνση του ανδριάντα του Ρώσου αρχιστρατήγου Ιβάν Κόνεφ από την Πράγα. Ο αρχιστράτηγος, ο οποίος είχε απελευθερώσει την πόλη το 1945, είχε στη συνέχεια καταστεί σύμβολο της σοβιετικής κατοχής στην Τσεχία.
Από τη στιγμή που η ιστορία έχει πλέον απαλλαγεί εδώ και καιρό από τη φιγούρα του «ήρωα», από τη στιγμή που έχει λάβει υπόψη τις τάξεις, τις ομάδες, τα φύλα, τα τοπία, το κλίμα, την κουλτούρα, τις νοοτροπίες, το εγώ ή τη μικρο-ιστορία, από τη στιγμή που έχει καταστεί διεθνής, παγκόσμια, σφαιρική, δεν έχει έρθει πλέον η ώρα να εκφράσουμε στον δημόσιο χώρο τις νέες ιστοριογραφικές και ιστορικές ανησυχίες; Δεν είναι καιρός, αντί να μένουμε καθηλωμένοι στη λατρεία του μεγάλου ανδρός, στην υποχρεωτική αναπαράσταση του θριαμβεύοντος λευκού άντρα, να προσεγγίσουμε τον εικοστό πρώτο αιώνα με περισσότερη φαντασία; Και να επανασυνδεθούμε έτσι, έστω λίγο, με το νόημα της διαλεκτικής; Ερωτήματα και ερωτήσεις της συγγραφέως που με κανέναν τρόπο δεν είναι ρητορικά.
Η μετάφραση του Γιάννη Κτενά έχει τη δοκιμιακή ποιότητα που περιμένει ο αναγνώστης.