Στο νοτιότερο άκρο της Αττικής, πολύ κοντά στο Σούνιο και στις πιο ωραίες παραλίες που μπορεί να βρει κανείς από εκείνη τη πλευρά, ένας παραθαλάσσιος οικισμός έχει πολύ λίγους μόνιμους κατοίκους τον χειμώνα, αλλά πολλούς τακτικούς επισκέπτες το καλοκαίρι, οι οποίοι φτάνουν μέχρι εκεί για να επισκεφτούν μια ψαροταβέρνα που, αν και βρίσκεται «εκτός πιάτσας», κατάφερε να κάνει όνομα και η φήμη της διαδόθηκε πραγματικά από στόμα σε στόμα.
Δηλαδή όσοι έχουν το πείσμα (ή το κουράγιο, όπως το δει κανείς) να ξεκινήσουν από το κέντρο της Αθήνας, να περιμένουν να σπάσει η κίνηση από τη Γλυφάδα και μετά, που ο κόσμος μοιράζεται στις παραλίες, να περάσουν και τη Βάρκιζα και να φτάσουν στην Ανάβυσσο, όπου η διαδρομή γίνεται πιο όμορφη. Μετά μένουν οι υπομονετικοί, αυτοί που έχουν γράψει εξήντα χιλιόμετρα μόνο για το πήγαινε για ένα μπάνιο, και οι καλοφαγάδες σίγουρα.
Σε αυτόν τον μικρό παραθαλάσσιο οικισμό λειτουργεί από το 1986 μια ταβέρνα η οποία ξεκίνησε από ένα ζευγάρι και παραμένει μέχρι σήμερα οικογενειακή υπόθεση. Ο Θεόδωρος και η Ελένη δεν είχαν καμία σχέση με την εστίαση, μέχρι που αποφάσισαν να αφήσουν τους αθηναϊκούς ρυθμούς για να μετακομίσουν σε ένα πιο ήσυχο μέρος και να στείλουν τα τρία τους παιδιά σχολείο στο Λαύριο. Μπορεί, λοιπόν, να μην ήξεραν από προμηθευτές και επαγγελματικές κουζίνες, αλλά απολάμβαναν πολύ και οι δύο τη μαγειρική ‒ εκείνος αγαπούσε πολύ τα μαγειρευτά και τα έφτιαχνε με μεράκι.
Από τη δεκαετία του '80 έως τώρα οι συνταγές τους είναι ίδιες και απαράλλαχτες – γιατί να τις αλλάξουν, αν είναι επιτυχημένες;
Ξεκίνησαν την ταβέρνα τους με ψάρι που έπαιρναν και συνεχίζουν να προμηθεύονται από το Λαύριο, με καλαμάρι και γαρίδες, είχαν και κάποια κρεατικά, τα οποία όμως μέχρι τα μέσα του ’90 είχαν φύγει για να μείνουν στον κατάλογο μόνο οι γεύσεις της θάλασσας. Κάπου το 1989 εμφανίζονται τα μύδια, το μεγάλο τους σουξέ και ναυαρχίδα του μενού τους μέχρι σήμερα. Τους τα έφερε να τα δοκιμάσουν ένας μυδοκαλλιεργητής από τη Θεσσαλονίκη και από κει τα φέρνουν μέχρι σήμερα, ενώ με τα χρόνια άρχισαν να δίνουν οι ίδιοι μύδια και σε άλλες ταβέρνες που βρίσκονται στο πέταλο από τη Σαρωνίδα μέχρι το Πόρτο Ράφτη.
«Επειδή τα δουλεύουμε χρόνια, όλοι τα παίρνουν από εμάς. Τότε που τα πρωτοφέραμε ο κόσμος δεν συνήθιζε να τρώει μύδια, το πολύ πολύ να τα έβαζαν κάποιοι στο τραπέζι τους την Καθαρά Δευτέρα. Πλέον δεν θα δεις τραπέζι εδώ χωρίς αυτά, πολύ σπάνια δεν θα τα παραγγείλουν κάποιοι», θα μου πει ο Νίκος Νικολουτσόπουλος, γιος του Θεόδωρου και της Ελένης και δεύτερη γενιά που κρατάει το παλιό, το πάνω μαγαζί, γιατί πλέον υπάρχει και το κάτω. Εκεί μαγειρεύει η αδελφή του, η Έμιλυ, μαζί με τη μητέρα τους.
Όπως έρχεστε από Αθήνα, ενώ βρίσκεστε στη λεωφόρο Λεγραινών, λίγο πριν φτάσετε στο πρώτο μαγαζί που θα έχετε βάλει λογικά ως τελικό προορισμό στο gps, έχετε τον νου σας στα δεξιά, το καινούργιο τους μαγαζί είναι κάπως κρυμμένο σε ένα οικόπεδο, έχει βγάλει τραπέζια κάτω από ελιές και φιστικιές, σε ένα ειδυλλιακό σκηνικό που θα σας κάνει να νομίζετε ότι βρίσκεστε κάπου αλλού. Και αν ο συνοδηγός δεν έχει τον νου του, μπορείτε να φτάσετε μέχρι το παλιό και να σας κατευθύνουν από κει στο νέο μαγαζί.
Επιστρέφω στα μύδια, που έχουν ταυτιστεί με την ψαροταβέρνα των Λεγραινών. Από τη δεκαετία του ’80 έως τώρα οι συνταγές τους είναι ίδιες και απαράλλαχτες ‒ γιατί να τις αλλάξουν, αν είναι επιτυχημένες; Τα κάνουν αχνιστά με σκόρδο και κρασί από ροδίτη και σαββατιανό ‒απλά και ωραία, τα δικά μου αγαπημένα‒, τα φτιάχνουν και πιο πληθωρικά, πάλι αχνιστά, με φέτα «αυστηρά με φέτα, και όχι λευκό τυρί» όπως τονίζουν, και ρίγανη, είναι επίσης πολύ νόστιμα. Αν δηλαδή είστε μεγάλη παρέα, επιλέξτε και τα δύο.
Στα must-eat είναι και η σαλάτα «ποικιλία» με χόρτα εποχής, αλμύρα που βρίσκουν στην περιοχή το καλοκαίρι, σταμναγκάθι και ζοχούς που φέρνουν τον χειμώνα από την Κρήτη και τη Λαμία, παντζάρια, ντομάτα, ρόκα, φάβα και μαυρομάτικα, που σερβίρεται σε τρία μεγέθη – η μικρή που θα διαβάσετε στον κατάλογο είναι αρκετά πλούσια, γενικά οι μερίδες στο Θεόδωρος και Ελένη είναι γενναιόδωρες.
Άλλη μεγάλη επιτυχία του καταλόγου τους είναι οι γαρίδες που κάνουν πανέ με σουσάμι. Γενικά, τις έχουν δουλέψει τις γαρίδες και θα τις βρείτε και σε άλλες συνταγές τους, φέρνουν και φρέσκια γαρίδα γάμπαρη (τη μεγάλη δηλαδή) από την Αμφιλοχία. Θα βρείτε επίσης ψιλό ψαράκι, μαριδάκι και αθερίνα, καλαμάρι φρέσκο, σαρδέλα και γαύρο φιλέτο, ρωτήστε και τι έχουν σε μεγάλο ψάρι ημέρας. Να ζητήσετε και μία μπαλίτσες φέτας με ανθόμελο και κάρδαμο, είναι νόστιμο ορεκτικό.
Και στα δύο μαγαζιά θα συναντήσετε μια πλούσια συλλογή σε αποστάγματα, έχουν περίπου σαράντα ετικέτες σε ούζο από τη Μυτιλήνη, τη Χίο, την Πάτρα, το Μεσολόγγι και είκοσι σε τσίπουρο – θα σας δώσουν και όλη την πληροφορία γι’ αυτά, για τους αλκοολικούς τους βαθμούς και την περιοχή από την οποία προέρχονται, όρεξη να έχετε να δοκιμάζετε προκειμένου να βρείτε αυτό που ταιριάζει στις γεύσεις σας.
Ο Θεόδωρος και Ελένη δεν έχουν θέα θάλασσα, παρ' όλα αυτά τα Σαββατοκύριακα δεν πέφτει καρφίτσα κι αυτό γιατί «το ότι είμαστε εκτός τουριστικής ζώνης ήταν ένας λόγος παραπάνω για εμάς να προσπαθήσουμε περισσότερο για να έχουμε ένα καλύτερο αποτέλεσμα και να καταφέρουμε να τραβήξουμε τον κόσμο μέχρι εδώ», εξηγεί ο Νίκος. Ποιο είναι το μυστικό της επιτυχίας τους; Η καλή πρώτη ύλη τους, η απλότητα στη διαχείρισή της, που αναδεικνύει την ποιότητά της, και η σταθερότητά τους όλα αυτά τα χρόνια που συνέχισαν με όσα γνώριζαν καλά και δεν προσπάθησαν να ακολουθήσουν τις εκάστοτε μόδες. Αυτή η ψαροταβέρνα είναι εγγύηση.
Θεόδωρος και Ελένη, λεωφ. Λεγραινών, 22920 51936