Η πλατεία Βικτωρίας από τη δεκαετία του ’40 υπήρξε μια αριστοκρατική περιοχή και αυτό διατηρήθηκε για πολλά χρόνια. Γύρω από αυτήν οικοδομήθηκαν πολλά κτίρια επώνυμων αρχιτεκτόνων και φιλοτεχνήθηκαν πολλές προσόψεις πολυκατοικιών. Εκεί ήταν τα θέατρα της Κατερίνας Ανδρεάδη και της Μαρίκας Κοτοπούλη, ενώ πολλοί θυμούνται ακόμα το Green Park όπου εμφανιζόταν ο Χάρρυ Κλυνν.
Επιπλέον, στην πλατεία Βικτωρίας δημιουργήθηκαν σημαντικά σχολεία της εποχής, όπως τα Εκπαιδευτήρια Ζηρίδη, η Σχολή Μωραΐτη αλλά και το 2ο Λύκειο Αθηνών το οποίο φιλοξενήθηκε στη γνωστή σε όλους Βίλα Αμαλίας, που όλοι λένε ότι χτίστηκε με σχέδια του Τσίλερ.
Είναι όμορφη περιοχή και έχει πάντα τον κόσμο της, ακόμα και αν τα τελευταία χρόνια έχει χάσει την αρχική λάμψη της, έχει γίνει πιο λαϊκή και πολλοί δεν την επιλέγουν για τις εξόδους τους. Και μπορεί εδώ και δεκαετίες να έχει κλείσει το ζαχαροπλαστείο Perfect, που συνήθιζε να συγκεντρώνει πνευματικούς ανθρώπους και καλλιτέχνες, αλλά υπάρχει κάποιος άλλος, πολύ καλός λόγος για να την επισκεφτείς κι αυτός δεν είναι άλλος από το ουζερί του Λάκη, που βρίσκεται εδώ και σαράντα χρόνια σε ένα μυστικό και όμορφο σημείο της.
Τα παιδιά προτιμούν να μην ανοίξουν αν δεν έχουν φρέσκα, πρωινά ψάρια, παρά να μαγειρέψουν κατεψυγμένα ή κατώτερης ποιότητας. Αυτό δυσκολεύει τα πράγματα, αλλά χαρίζει και τη σωστή φήμη.
Το ουζερί του Λάκη βρίσκεται σε έναν πεζόδρομο πλάι στην πλατεία. Μικρός δρόμος με το όνομα «Ελπίδα». Πάντα κολλάω με τα ονόματα των δρόμων και πάντα, όταν μου αρέσει κάποιο, βρίσκω ένα επιπλέον κίνητρο για να κάνω μια επίσκεψη.
Το ουζερί άνοιξε ως καφενείο από τον Λάκη Λάμπρου το 1984. Στην πρώτη φάση του από την κουζίνα έβγαιναν μαγειρευτά το μεσημέρι και μεζέδες το βράδυ. Το μεσημέρι έκλεινε. Βλέπεις, τότε τα πράγματα ήταν πιο χαλαρά και οι άνθρωποι είχαν ακόμη το δικαίωμα της μεσημεριανής σιέστας.
Η γωνία όπου βρίσκεται ο Λάκης είναι από μόνη της ένα μικρό καταφύγιο. Σε τραβάει να κάτσεις, έστω για να πιεις βιαστικά ένα ουζάκι και να απολαύσεις έναν μκρό μεζέ. Βέβαια, από τότε που ανέλαβε το μαγαζί ο γιος του Λάκη, Γιώργος, διατηρώντας το όνομά του, έχεις πολλούς και καλούς λόγος να γίνεις θαμώνας του. Ο πρώτος και καλύτερος είναι ο ίδιος ο Γιώργος. Μη φανταστείς ότι είναι ο άνθρωπος-γιορτή αλλά είναι μια έντονη προσωπικότητα με μεγάλη ιστορία πίσω του και μεγάλες αδυναμίες, όπως η συλλογή του με μηχανάκια από τα '80s και τα '90s, που φροντίζει με αγάπη, αφού και ο ίδιος ήταν ανέκαθεν μηχανόβιος.
Την ίδια αγάπη που έχει για τα μηχανάκια έχει και για το φαγητό. Δεν τον πιάνεις τον Γιώργο στη γεύση. Από μικρός ταξίδευε σε όλη την Ελλάδα και ανακάλυπτε παραδοσιακά προϊόντα. Σήμερα στην κουζίνα του βρίσκεις την καλύτερη πρώτη ύλη και τα πιο ψαγμένα υλικά. Τους παραγωγούς τους ξέρει με το μικρό τους όνομα και για τους μαγικούς συνδυασμούς που γίνονται στην κουζίνα του ευθύνονται το ένστικτο που έχει στη γεύση και η τόλμη στους γαστρονομικούς πειραματισμούς.
Μέσα στην κουζίνα του Λάκη, όμως, δεν βρίσκεις μόνο νόστιμα και αυθεντικά προϊόντα αλλά και την Άννα Πασσά, τη σύζυγο και ήρεμη δύναμη του μαγαζιού. Συνεσταλμένη η Άννα στην επικοινωνία και ασταμάτητη στον πάγκο της κουζίνας. Στο πόστο της θα μπορούσαμε να πούμε ότι βρέθηκε περισσότερο μοιραία και λιγότερο τυχαία. Έπρεπε να πέσει στα βαθιά για να ανακαλύψει τις μεγάλες δυνατότητες που έχει στη μαγειρική.
«Πάντα μου άρεσε να μαγειρεύω, αλλά εδώ ανακάλυψα τις δυνατότητές μου. Το κυριότερο είναι πως έμαθα να διαχειρίζομαι σωστά το φρέσκο ψάρι, χωρίς να αλλοιώνω τη γεύση του», μας λέει και συνεχίζει εξηγώντας μας πως καθημερινά ο Γιώργος φέρνει ολόφρεσκα ψάρια από την Κύμη και δεν το έχει σε τίποτα να διανύσει πολλά χιλιόμετρα, αρκεί να μπορέσει να φέρει στους πελάτες του ό,τι καλύτερο βγάλει η βάρκα. Μάλιστα, αυτός είναι ο λόγος που κάποιες φορές το μαγαζί παραμένει κλειστό. Τα παιδιά προτιμούν να μην ανοίξουν αν δεν έχουν φρέσκα, πρωινά ψάρια, παρά να μαγειρέψουν κατεψυγμένα ή κατώτερης ποιότητας. Αυτό δυσκολεύει τα πράγματα, αλλά χαρίζει και τη σωστή φήμη.
Αυτοί που αγαπούν τα θαλασσινά ξέρουν πολύ καλά πως στην πλατεία Βικτωρίας υπάρχει πάντα ένα στέκι όπου θα βρουν το καλύτερο αλλά και το νόστιμο. Και μη νομίζετε πως στον Λάκη τα πιάτα είναι μόνο τηγάνι. Τόσο ο Γιώργος όσο και η Άννα αγαπούν τους πειραματισμούς και τη δημιουργική κουζίνα. Σκέφτονται μαζί τα καινούργια πιάτα, τα μαγειρεύουν, τα δοκιμάζουν, κάνουν τις απαραίτητες αλλαγές και όταν είναι έτοιμοι, τα κερνάνε στα τραπέζια για να δουν τις εντυπώσεις, να ακούσουν γνώμες και να είναι 100% σίγουροι ότι μπορούν να τα προσθέσουν στον κατάλογο.
«Είναι ανατρεπτικό και απρόβλεπτο μαγαζί ο Λάκης και αυτό είναι που διατηρεί ζωντανό το ενδιαφέρον μου. Κάθε μέρα βρίσκω στην κουζίνα και ένα καινούργιο φρέσκο προϊόν, κάτι που μου δίνει τη δυνατότητα να φτιάχνω διαφορετικά πράγματα και να ζω μικρές εκπλήξεις», μου λέει χαρούμενη η Άννα, που φαίνεται να απολαμβάνει, πραγματικά, την ενασχόλησή της στον πάγκο και να δίνει την ψυχή της στο μαγείρεμα.
Δεν είναι τυχαίο πως ό,τι δοκιμάσαμε ήταν υπέροχο. Πρώτα βρέθηκε μπροστά μας μια ποικιλία με καπνιστά ψάρια, σκουμπρί και τσίρο, πατατοσαλάτα με μαριναρισμένο γαύρο, μελιτζανοσαλάτα με καπνιστή μελιτζάνα και γιαούρτι, φακοσαλάτα με πιπεριές Φλωρίνης, φρέσκο κρεμμυδάκι, καλαμπόκι και καρύδια, καθώς και μια ρεγγοσαλάτα, όπως πρέπει – ένα πιάτο που θα εκτιμήσει κάθε λάτρης του ούζου. Γιατί στον Λάκη, εκτός από τις καθόλα προσεγμένες γεύσεις, βρίσκουμε περισσότερες από 110 ετικέτες ούζου, τσίπουρα, ρακή, τσικουδιά αλλά και ψαγμένες ετικέτες κρασιών απ' όλη τη χώρα.
Συνεχίσαμε με τη Σαλάτα του Λάκη, με μπόλικη ρόκα, καραμελωμένο σύκο, φύλλο κανταΐφι, σορμπέ λεμόνι, φιστίκι Αιγίνης και ανθότυρο. Εξαιρετική γεύση σε μια πλούσια σαλάτα που αξίζει να δοκιμάσεις μαζί με τα ψάρια σου. Και τώρα που είπα ψάρια, θυμήθηκα πως εκείνη τη μέρα που πήγα στο μαγαζί ήμουν πολύ τυχερή και απόλαυσα άγριες γλώσσες, ή αλλιώς ζακέτες, στο τηγάνι, με τον μοναδικό τρόπο που τηγανίζει η Άννα τα ψάρια, χωρίς να κρατούν λάδι, μόνο όλη τη γεύση της θάλασσας.
Εξαιρετικός και ο μουσακάς σαρδέλας, με φιλεταρισμένη σαρδέλα και πατάτα με μελιτζάνα μέσα σε μια πηχτή σάλτσα τομάτας με σκόρδο και θυμάρι. Σερβιρισμένα σε κριθαροκουλούρα, είναι σίγουρα ένα πιάτο που σε ικανοποιεί όχι μόνο γευστικά αλλά και οπτικά.
Η κραιπάλη ολοκληρώθηκε με σαλάχι καπνιστό, που άλλο να το βλέπεις και άλλο να το απολαμβάνεις, αλλά και με ένα λαχταριστό πιάτο με λαζάνια, ρέγγα, αμύγδαλα και ξύσμα λεμονιού. Μπορεί ο Γιώργος να λέει πως το αγαπημένο πιάτο των θαμώνων είναι η «μαύρη» μακαρονάδα, με τα ζυμαρικά βρασμένα σε μελάνι σουπιάς, αλλά εγώ πιστεύω πως αυτά τα λαζάνια είναι ό,τι πρέπει για να νιώσεις εσωτερική πληρότητα και να γυρίσεις σπίτι σου με χαμόγελο.
Από τον Λάκη φύγαμε με τις καλύτερες εντυπώσεις, όπως συμβαίνει κάθε φορά που τον επισκεπτόμαστε. Και μας αρέσει που επιμένουν να βρίσκεται σε αυτή την πλατεία των Αθηνών, που έχει περάσει από σαράντα κύματα και έχει ζήσει ένδοξες εποχές αλλά και μεγάλη πτώση. «Θα μείνουμε εδώ γιατί αγαπάμε την περιοχή και είμαστε και οι ίδιοι κάτοικοι του κέντρου. Δεν μας άρεσε που εγκατέλειψαν μαζικά οι κάτοικοι τη Βικτώρια κάποτε και δεν θα κάνουμε κι εμείς το ίδιο τώρα», μου λένε και χαίρομαι που υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που αγαπούν τόσο πολύ το κέντρο και κάνουν τα πάντα για να διατηρήσουν τη μαγεία του.