ΑΝ ΟΙ ΗΡΩΕΣ ΤΟΥ ΣΕΦΕΡΗ προχωρούν στα σκοτεινά, ο πλατωνικός ήρωας δείχνει να περιφέρεται πολλές φορές στην πόλη τη νύχτα: χαρακτηριστική είναι η σκηνή στην αρχή της Πολιτείας, όπου ο Σωκράτης πείθεται από τον Γλαύκωνα να επιστρέψει στον Πειραιά, ενώ έχει πάρει ήδη τον δρόμο για την Αθήνα, για να παραδοθεί σε μια νυχτερινή συνομιλία, στην άκρη της πόλης, σε έναν μεταιχμιακό λόγο που έχει πολλά να αποκαλύψει για τις βεβαιότητες και τις οριοθετημένες θεωρήσεις.
Η αυθορμησία γίνεται έτσι το προοίμιο μιας φιλοσοφικής αναζήτησης που έχει πολλά να πει για τη δυνατότητα της στιγμής μέσα από μια άκρως φροντισμένη σκηνοθεσία που οι περισσότεροι μελετητές λησμονούν ή προσπερνούν, αλλά που φαίνεται να ανακτά το μετατοπισμένο διαρκώς στις λεπτομέρειες βλέμμα Ηλία Παπαγιαννόπουλου.
Παρακολουθώντας τις ελάχιστες κινήσεις αλλά και τις μεγάλες εξόδους/εισόδους, όπως στην Αθήνα και τον Πειραιά, αλλά και στα έγκατα του σπηλαίου ή στη Χώρα του Τίμαιου, ο Παπαγιαννόπουλος παρακολουθεί ωσεί παρών τους διαρκείς εγκιβωτισμούς, τις ανοδικές και καθοδικές πορείες, την εσωτερική επικοινωνία στους εξωτερικούς χώρους που ο Πλάτων αρέσκεται να αφήνει πάντοτε εκκρεμείς.
Κυρίως όμως βλέπει τις διπλές χειρονομίες, όπως αυτή του Σωκράτη, ο οποίος αφήνεται στη μοίρα ενώ ταυτόχρονα την επισκιάζει σε μια αντίστοιχη στιγμή το ίδιο συνέβη με τον Οιδίποδα Τύραννο, έναν απόλυτα τραγικό ήρωα που αποδέχτηκε τη μοίρα του για χάρη της πόλης. Κάπως οριακά, στο μεταίχμιο μεταξύ φωτός και σκοταδιού, συμβαίνουν όλα.
«Όταν θες να ανακαλύψεις τη σπίθα του Προμηθέα μέσα στον άνθρωπο είναι σαν να στέκεσαι στο χείλος του γκρεμού», έλεγε στα Νυχτερινά του ο Χόφμαν και μέσα σε μια τέτοια οριακή συνθήκη, στην άκρη του κόσμου, του χώρου και του χρόνου στήνει το πλατωνικό του Νυχτόραμα - Μια πλατωνική ανάγνωση ο Ηλίας Παπαγιαννόπουλος, σε μια όμορφη έκδοση από την Περισπωμένη, που πλαισιώνεται από τα ωραία στολίδια, σαν τα παλιά frontispieces, του Βασίλη Κουτσογιάννη.
Εικόνες, αισθήσεις, τρόμος, τα πάντα αναδεικνύουν έναν σωκρατικό λόγο που ορμά σαν λάβα από τα βάθη της γλώσσας και επανέρχεται διαρκώς ως ανάμνηση από τα έγκατα μιας Ατλαντίδας που στον Τίμαιο προβάλλει ως «καταγωγική εκκρεμότητα» σε σχέση με την Αθήνα και επανέρχεται μέσα από μια ρηχή λάσπη (πηλού κάρτα βραχέος), η οποία ταυτίζεται ουσιαστικά με έναν απέραντο βαλτότοπο.
Οι μικρές αυτές επιτελεστικές κινήσεις είναι που κάνουν τη διαφορά κι αυτές φωτίζει ο συγγραφέας, μετατοπίζοντας διαρκώς το βλέμμα της ανάγνωσης από το σκοτάδι στο φως και το ανάποδο, εντοπίζοντας ένα μυστικό που έχει μετατοπιστεί, μια κρυμμένη ένταση, μια αλήθεια που έχει διαρραγεί, την «ιερότητα», όπως θα έλεγε ο Μπλέικ, «του ελάχιστου επιμέρους».
Άλλωστε, ποιος έχει παρατηρήσει ποτέ την παρουσία του γέρου Κέφαλου στην άκρη της αυλής, που δίνει την αφορμή στον Σωκράτη να μιλήσει για τα νιάτα σε μια αντίστροφη μελέτη θανάτου, ή έχει δει τον δούλο που σταματάει τον Σωκράτη, σε ένα κρίσιμο σημείο, παραπέμποντας έτσι στον Άγγελο της Ιστορίας του Μπένγιαμιν, ή έχει διακρίνει τον καίριο ρόλο που διαδραματίζουν για τον Πλάτωνα, εκτός από τους αντεστραμμένους μύθους, οι τελετουργίες ή τα παιχνίδια, όπως η οστρακίνδα, η οποία χωρίζει τους ανθρώπους σε εκείνους που εκπροσωπούν τη μέρα και εκείνους που εκπροσωπούν τη νύχτα;
Στο Νυχτόραμα, όμως, οι διαρκείς αυτές διασαλεύσεις επαναφέρουν το πλατωνικό οικοδόμημα, ταράζοντάς το, στα όμορφα γεωμετρικά μέτρα του (μηδείς αγεωμέτρητος εισίτω) μέσα από αυτό το παιχνίδι του σκότους με το φως που ξεπερνά τα όρια του πλατωνικού σπηλαίου για να διαχωρίσει τις μονίμως χάσκουσες οπές της αφήγησης, να αποσταθεροποιήσει οριακά τα πρόσωπα, ακόμα και τον ίδιο τον Σωκράτη.
Αυτές οι φαινομενικά ασήμαντες φιγούρες, οι μύθοι που λοξοδρομούν από την πορεία τους και καταλήγουν να αιωρούνται σε μια φασματική συνθήκη ‒ο Πλάτων μιλάει διαρκώς για σκιές και για φαντάσματα‒ είναι που μελετώνται από τον Παπαπαγιαννόπουλο σε μια καινοφανή σκηνοθεσία ενός έργου που ξεπερνά ακόμα και τα όρια της απροσδιοριστίας του: δεν είναι φιλοσοφική μελέτη, δεν είναι δοκιμιακός λόγος και φυσικά δεν λειτουργεί με τις αρχές της αποδειξιμότητας αλλά του κρυφού φωτισμού σε έναν πίνακα, αναδεικνύοντας την περίτεχνη αλήθεια του.
Αντίστοιχα, πάλι, είναι αυτή η αγωνία του Πλάτωνα να σκηνοθετήσει την ελάχιστη στιγμή, από την κάθοδο στον Πειραιά μέχρι τη μετάβαση στην άκρη της πόλης, στον Ιλισό στον Φαίδρο, και η αδιόρατη, αλλά τόσο ενσώματη παρουσία του που μετατρέπει την περίπλοκη δυναμική της πολιτικής και κοινωνικής αναζήτησης σε εικόνα, άγγιγμα και ήχο, κάνοντάς τη σχεδόν αισθαντική.
Η απόγνωση των ανθρώπων στο βάθος του σπηλαίου, οι μεταρσιωμένοι ψυχαναγκασμοί των συνομιλητών του Σωκράτη και οι άνθρωποι που έρχονται σε επαφή με την άλλη Χώρα στον Τίμαιο («ονειροπολούμε βλέποντες») ταράζουν με την παρουσία τους, ενίοτε δε προκαλούν τρόμο.
Αυτός ο ηλεκτρισμένος αισθησιασμός που διαπερνά όλα τα κείμενα του Πλάτωνα επανέρχεται στο προσκήνιο ως φιλοσοφική συνθήκη στο Νυχτόραμα, έστω και μολυσματική, και φτάνει να γίνει ένα ολοζώντανο πλατωνικό θρίλερ.
Σε ένα από τα πιο ωραία κεφάλαια του βιβλίου, μάλιστα, ο Παπαγιαννόπουλος επαναφέρει στο προσκήνιο ένα πλάσμα που είχε μείνει κρυμμένο στα πλατωνικά σκοτάδια, τον λυκάνθρωπο. Μιλώντας για τη δυναμική του χωροχρόνου στον Πλάτωνα και των αναφορών σε κορυφαίες τελετουργικές γιορτές όπως τα Λύκαια ή τα Βουφόνια που πραγματοποιούνται σε μια άλλη άκρη της πόλης, στο Σκίρον, σε έναν μιαρό και απόκοσμο κόσμο όπου διάφορα αλλόκοτα πλάσματα μπορούν και εισβάλουν και να χυμάνε, διασαλεύοντας την ασφάλεια και την κυρίαρχη τάξη, ο συγγραφέας αποκαλύπτει την παρουσία των λυκανθρώπων.
Μια άλλη πλατωνική αναφορά μάς θυμίζει επίσης ότι θα τον δούμε και στο όγδοο βιβλίο της Πολιτείας, όπου ο Σωκράτης κάνοντας λόγο για τον τύραννο, μιλάει για τον «άνθρωπο που γίνεται λύκος».
Εικόνες, αισθήσεις, τρόμος, τα πάντα αναδεικνύουν έναν σωκρατικό λόγο που ορμά σαν λάβα από τα βάθη της γλώσσας και επανέρχεται διαρκώς ως ανάμνηση από τα έγκατα μιας Ατλαντίδας που στον Τίμαιο προβάλλει ως «καταγωγική εκκρεμότητα» σε σχέση με την Αθήνα και επανέρχεται μέσα από μια ρηχή λάσπη (πηλού κάρτα βραχέος), η οποία ταυτίζεται ουσιαστικά με έναν απέραντο βαλτότοπο.
Σε αυτήν τη λάσπη επικεντρώνεται ο Παπαπαγιαννόπουλος για να δείξει αυτό το παράδοξο κατώφλι του μύθου, αυτήν τη ρήξη στο εσωτερικό του και την αποκάλυψη μιας αρχέγονης χώρας στη λογική ενός παράξενου τοπίου που μοιάζει οικείο και απροσπέλαστο, ονειρικό και πραγματικό ‒ τολμώ να πω σαν το νησί στον ωκεανό του Σολάρις.
Αλλά αυτό είναι το διαρκές παιχνίδι ανάμεσα στο ελευσόμενο και σε αυτό που ήταν πάντοτε εκεί: αν το υπερβατικό υπάρχει στην εμμένεια, ο λόγος της δικαιοσύνης είναι αναγκασμένος να ανατρέχει σε ξένα μονοπάτια, όπως η φαινομενική γλώσσα του δικαίου.
Η δικαιοσύνη, ως γνωστόν, στον Πλάτωνα είναι διαφορετική από το εκπεφρασμένο δίκαιο, αλλά ο Παπαγιαννόπουλος την επαναφέρει στην αναγκαιότητα του Πλάτωνα για να μιλήσει για την παρούσα κατάσταση της πόλης, καθώς η δικαιοσύνη δεν βιώνεται κάπου μακριά αλλά στην καρδιά της Αθήνας με την ενσώματη συμμετοχή του Σωκράτη στις συναντήσεις, στις εξαιρέσεις και στις διαδικασίες της (ακόμα και η θανατική ποινή που του επιβάλλεται είναι κατάσταση του εκπεφρασμένου δικαίου της πόλης, το οποίο ηθελημένα ακολουθεί). Αλλά αυτό που τον απασχολεί είναι πώς τελικά θα δουν το δίκαιο οι άνθρωποι φεύγοντας από το σπήλαιό τους, πηγαίνοντας από το σκοτάδι στο φως.
Όπως χαρακτηριστικά λέει ο Σωκράτης: «Δεν μπορεί να είναι σαν να στρίβεις ένα νόμισμα κορόνα γράμματα, αλλά ένα πέρασμα της ψυχής από κάποια ημέρα σκοτεινή σαν νύχτα σε μια αληθινή ημέρα, μια επιστροφή στο αληθινό ον» (512c).
Ο Παπαγιαννόπουλος ακολουθεί, λοιπόν, τον Σωκράτη σε όλη τη μεταμορφωτική διαδικασία που είναι μάλλον αντίστροφη, αφού ο φιλόσοφος πρέπει να επιστρέψει στα σκοτάδια του σπηλαίου, όπου βρίσκονται οι άνθρωποι της κοινότητας, για να μιλήσει για το φως, βιώνοντας αυτήν τη μεταστροφή (περιαγωγή) της ψυχής που είναι τελικά ο σκοπός της φιλοσοφίας.
«Αλλά αυτές οι μεταλλαγές δεν συμβαίνουν απλώς σε ενδιάμεσες μικρο-περιοχές, φέρουν, επιπλέον, τις τελευταίες στη δομή της υβριδικής τους υπόστασης», γράφει ο Παπαγιαννόπουλος. «Οντότητες εν τω γίγνεσθαι, κι ωστόσο όλο και πιο ανεπαίσθητες, είναι προϊόντα μολύνσεων, επιγαμίες που λαμβάνουν χώρα σε ακαθόριστες μεσοβασιλείες των μορφών και των χρόνων τους», επισημαίνει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας, ο οποίος μας βοηθά να επινοήσουμε μια σχέση μέσα από τα ίχνη, όπως συνέβαινε με τα ποιητικά θραύσματα του Χέλντερλιν που έλεγε πως είναι ο μόνος τρόπος για να κερδίσεις την αποκλειστική προσπέλαση σε έναν ενιαίο κόσμο.