ΠΟΣΟΙ ΤΡΟΠΟΙ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΓΙΑ ΝΑ διασχίσεις τον χρόνο και να φτάσεις στην ομηρική εποχή; «Αυτόν τον στενό, βραχώδη κόρφο γης, την Καρθαία, δεν θα την άλλαζα ούτε με την ίδια τη Βαβυλώνα», γράφει ο Πίνδαρος στον τέταρτο παιάνα του. Χρειάζεται να περπατήσει κανείς τουλάχιστον δύο ώρες για να φτάσει στην αρχαία Καρθαία, αν όμως το επιχειρήσει, θα κατανοήσει αβίαστα τον ενθουσιασμό του αρχαίου ποιητή.
Η διαδρομή απαιτεί γερά πόδια, πέδιλα ορειβασίας, ένα καπέλο και πολύ νερό. Κατά τα άλλα, για όσους αγαπούν την πεζοπορία δεν παρουσιάζει κάποια ιδιαίτερη δυσκολία. Η λιθοδομή πάνω στην οποία κινείται το μονοπάτι είναι η ίδια από την αρχαιότητα. Αν ξεκινήσει κανείς από την Ιουλίδα θα χρειαστεί έξι ώρες, αλλά μπορεί να ακολουθήσει το τελευταίο κομμάτι της διαδρομής και τότε θα χρειαστεί το ένα τρίτο του χρόνου (διαδρομή με σήμανση «3»).
Την πρώτη φορά δεν γνωρίζεις τι σε περιμένει και προχωράς στωικά, προσεκτικά, ελπίζοντας να τα καταφέρεις σώος και αβλαβής. Σε κάποια στροφή, ανυποψίαστη και κουρασμένη, αντικρίζεις από μακριά τα σπαράγματα της αρχαίας πόλης και τότε ανανεώνεται ως διά μαγείας εντός σου η αίσθηση του χρόνου. Επιταχύνεις το βήμα σου, όσο μπορείς, αναπτερωμένη, σπεύδοντας να συναντήσεις αυτούς τους θρυμματισμένους κίονες (ελάχιστοι έχουν σωθεί, είναι η αλήθεια) που κατάφεραν, ενάντια σε κάθε αντιξοότητα, να επιβιώσουν μέσα στους αιώνες, αγναντεύοντας αγέρωχοι το Αιγαίο από την άκρη μιας βραχώδους λοφοσειράς.
Περιδιαβαίνοντας στον αρχαιολογικό χώρο, νομίζω ότι δύο πράγματα μου έκαναν περισσότερο εντύπωση. Το πρώτο ήταν η πρωτοφανής αίσθηση μιας απόλυτα αρμονικής συνύπαρξης φύσης και πολιτισμού. Το δεύτερο ήταν η ανέμελη ευαλωτότητα των μνημείων.
Αυτό το ονειρικό μέρος που σε περιμένει όταν ολοκληρώσεις τη διαδρομή είναι η ακρόπολη της αρχαίας Καρθαίας, μίας από τις τέσσερις αρχαίες πόλεις-κράτη της Κέας, στο νοτιοανατολικό τμήμα του νησιού, η οποία κατοικήθηκε από το τέλος της γεωμετρικής εποχής έως την ύστερη αρχαιότητα.
Έφτασες στον προορισμό σου... Ανυπομονείς να σκαρφαλώσεις στον λόφο με τα αρχαία. Πρώτα, όμως, επιβάλλεται μια καθαρτική βουτιά στη θάλασσα. Υπάρχουν δύο παραλίες, οι μικρές και οι μεγάλες Πόλες, υπέροχες και σχετικά ερημικές. Μετά το μπάνιο, ανανεωμένη ανηφορίζεις προς εξερεύνηση των κτισμάτων και των διάσπαρτων λίθων. Στο χαμηλότερο και πλησιέστερο προς τη θάλασσα επίπεδο βρίσκεται ο δωρικός ναός του Πυθίου Απόλλωνος (530 π.Χ.). Κατασκευάστηκε κυρίως από τοπικό γκρίζο ασβεστόλιθο και έχει πρόναο με έξι κίονες, από τους οποίους μόνο ίχνη είναι πλέον ορατά πάνω στον στυλοβάτη.
Στο ανώτερο επίπεδο βρίσκεται ένας μικρότερος ναός (περ. 500 π.Χ.), ο οποίος ήταν πιθανώς αφιερωμένος στη λατρεία της θεάς Αθηνάς. Χαμηλά στη νότια πλαγιά της ακρόπολης βρίσκεται το λιθόκτιστο θέατρο της αρχαίας πόλης, ελληνιστικών χρόνων.
Περιδιαβαίνοντας στον αρχαιολογικό χώρο, νομίζω ότι δύο πράγματα μου έκαναν περισσότερο εντύπωση. Το πρώτο ήταν η πρωτοφανής αίσθηση μιας απόλυτα αρμονικής συνύπαρξης φύσης και πολιτισμού. Το δεύτερο ήταν η ανέμελη ευαλωτότητα των μνημείων. Έχουμε συνηθίσει να συναντάμε οτιδήποτε αρχαίο μέσα από περιφράξεις, περιορισμούς και εισιτήρια. Δικαίως παίρνουμε τα μέτρα μας, δεν είναι λίγοι οι βάνδαλοι που τα έχουν λεηλατήσει στο παρελθόν. Όμως για μια φορά, το να συναντάς θεσπέσια ερείπια που σου προσφέρονται χωρίς προφυλάξεις, χωρίς διαπραγματεύσεις, σαν να είναι το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο να κολυμπάς κάτω από μια αρχαία ακρόπολη είκοσι πέντε αιώνων και μετά να κάθεσαι πάνω στους σκόρπιους λίθους, μέσα στις βελανιδιές, αυτό πραγματικά προσδίδει στην επίσκεψη μια άλλη διάσταση αισθητικής συγκίνησης.