ΑΝΤΙΘΕΤΑ ΜΕ ΕΝΑΝ ΜΥΘΟ που αντέχει ακόμα, οι αποδείξεις για τον μαζικό αφανισμό των Εβραίων στα στρατόπεδα θανάτου των Ναζί υπήρχαν ήδη από το 1942 τουλάχιστον, ο κόσμος όμως και οι αρμόδιες αρχές, ειδικά στις Ηνωμένες Πολιτείες που ήταν ο ιδανικός προορισμός όσων επιζητούσαν απελπισμένα να αποδράσουν από την κατεχόμενη Ευρώπη για να σώσουν τη ζωή τους, είτε δεν ήθελαν να πιστέψουν ότι μπορεί να συμβαίνει κάτι τόσο ασύλληπτο είτε επέλεξαν να το αγνοήσουν ή ακόμα και να το κουκουλώσουν.
Πέρα από τις κρίσιμες πτυχές και τους δυσοίωνους συνειρμούς με το παρόν, το νέο συνταρακτικό ντοκιμαντέρ-έπος του κορυφαίου εκπροσώπου του είδους, του σπουδαίου και πολυβραβευμένου κινηματογραφιστή Κεν Μπερνς, αποτελεί και μια τραγική καταγραφή των ευκαιριών που χάθηκαν μέσα σ΄ ένα κλίμα διάσπαρτου αντισημιτισμού, απομονωτισμού, ξενοφοβίας, ρητορικής μίσους και αντανακλαστικής αντίδρασης μεγάλου μέρους της κοινής γνώμης ακόμα και στην ίδια την ιδέα του μετανάστη και του πρόσφυγα.
Το ντοκιμαντέρ μας υπενθυμίζει ότι ο ίδιος ο Χίτλερ είχε αναφέρει ως πρότυπο τον τρόπο με τον οποίον οι (λευκοί) Αμερικανοί εξολόθρευσαν τους «Ινδιάνους» και χρησιμοποιούσαν ως σκλάβους τους Αφρικανούς.
«Θέλουμε να πιστεύουμε το αντίθετο, αλλά ο αποκλεισμός των ξένων είναι αναπόσπαστο κομμάτι της αμερικανικής παράδοσης» λέει κάποια στιγμή στο ντοκιμαντέρ ο ιστορικός Πίτερ Χέις, θέτοντας υπό αμφισβήτηση έναν άλλον μύθο, αυτόν του αμερικανικού εξαιρετισμού.
Πρωταγωνιστές όμως στα τρία δίωρα επεισόδια του «The U.S and the Holocaust» (Οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Ολοκαύτωμα) δεν είναι οι ειδικοί αλλά οι μαρτυρίες αυτών που επέζησαν, όπως εκείνη η γυναίκα η οποία επέζησε των στρατοπέδων θανάτου και θυμάται που ήταν μικρό κοριτσάκι κατά τη «Νύχτα των Κρυστάλλων». Η πιο τρομακτική στιγμή ήταν όταν συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι οι άνθρωποι που πετούσαν πέτρες και τούβλα στα παράθυρα του σπιτιού της ήταν οι γείτονες.
Το αποτέλεσμα είναι άλλο ένα εξαιρετικό, πλήρες και οριστικό (για το θέμα που καταπιάνεται) ντοκιμαντέρ του Κεν Μπερνς που σ’ έναν ιδανικό κόσμο θα έπρεπε να δουν οι πάντες.
Όλα τα στοιχεία που κάνουν τόσο μοναδικά και μεγαλειώδη τα ντοκιμαντέρ του βρίσκονται κι εδώ: Οι διασυνδέσεις του προσωπικού με το πολιτικό (και με το ιστορικό), ο ασύγκριτος πλούτος του αρχειακού υλικού, ο διαυγής σχολιασμός, τα εξαιρετικά καλογραμμένα και «δημοσιογραφικώς» υποδειγματικά κείμενα, η κεντρική αφήγηση του ηθοποιού Πίτερ Κογιότε, οι φωνές επιφανών ηθοποιών που διαβάζουν αποσπάσματα και ντοκουμέντα (Μέριλ Στριπ, Πολ Τζιάματι, Λίαμ Νίσον, ενώ κάποια στιγμή ακούγεται και ο Βέρνερ Χέρτσογκ υποδυόμενος τον Χέρμαν Γκέρινγκ), ο ελεγειακός τόνος που λόγω του θέματος εδώ είναι πιο ταιριαστός από ποτέ.
Το ντοκιμαντέρ μας υπενθυμίζει ότι ο ίδιος ο Χίτλερ είχε αναφέρει ως πρότυπο τον τρόπο με τον οποίον οι (λευκοί) Αμερικανοί εξολόθρευσαν τους «Ινδιάνους» και χρησιμοποιούσαν ως σκλάβους τους Αφρικανούς. «Το εσωτερικό σθένος των Ηνωμένων Πολιτειών προέρχεται από την αμείλικτη αλλά απαραίτητη δολοφονία των αυτόχθονων πληθυσμών και από την φυλάκιση των υπόλοιπων σε κλουβιά» είχε γράψει. «Ο Βόλγας θα γίνει ο δικός μας Μισισιπής».
Μας υπενθυμίζει επίσης ότι ήταν οι επιφανείς συντηρητικοί εκπρόσωποι της γερμανικής πολιτικής ελίτ αυτοί που έκαναν καγκελάριο τον Χίτλερ, πιστεύοντας ότι θα μπορούν να τον χειραγωγήσουν πριν τον σπρώξουν στο περιθώριο και ότι ο αντισημιτισμός ήταν παντού στις Ηνωμένες Πολιτείες, μέσα και έξω από την Ουάσιγκτον.
Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ειδικά έβαζε διαρκώς εμπόδια στον δρόμο των ανθρώπων που έλπιζαν να τους δοθεί η άδεια να μεταναστεύσουν στην Αμερική για να σώσουν τη ζωή τους πρωτίστως ενώ μια πανίσχυρη προσωπικότητα όπως ο Χένρι Φορντ κατηγορούσε τους Εβραίους «για τα πάντα, από τη δολοφονία του Λίνλολν μέχρι την ξαφνική αλλαγή που πίστευε ότι έχει διαπιστώσει στη γεύση της αγαπημένης του σοκολάτας».
Ο όρος «γενοκτονία», τουλάχιστον στην αγγλική του εκδοχή (genocide), έκανε ντεμπούτο στη δίκη της Νυρεμβέργης και ο όρος «Ολοκαύτωμα» στη δίκη του Άιχμαν δεκαπέντε χρόνια αργότερα. Όπως όμως κατ’ επανάληψη έχει δηλώσει στις συνεντεύξεις του ο Κεν Μπερνς, «η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται, η ιστορία αντηχεί στις δεκαετίες και στην επικαιρότητα» για τον απλούστατο λόγο ότι η ανθρωπότητα δεν αλλάζει στο πέρασμα του χρόνου όσο θα θέλαμε ίσως να πιστεύουμε.