«ΣΤΗΝ ΕΙΛΙΚΡΙΝΗ ΕΡΩΤΗΣΗ που θέτω στον ίδιο μου τον εαυτό με τι ήμουν πιο ευτυχισμένη και γαλήνια, η απάντηση είναι η εξής: Μ’ εμένα. Απλώς και μόνο μ’ εμένα».
Με αυτό το απλό, αλλά δύσκολο στη συνειδητοποίησή του συμπέρασμα θέτει η κουρδικής καταγωγής Μέλι Κίγιακ στο αυτοβιογραφικό βιβλίο της μια και καλή τα όρια μεταξύ ενός παραδοσιακά συντηρητικού κόσμου και μιας ξένης χώρας που δυσκολεύεται να την αποδεχτεί.
Πόσο εφικτό είναι όμως να διεκδικήσει την αυτονομία της σε ένα περιβάλλον που τη θέλει «αποκατεστημένη», με οικογένεια και παιδιά, εναρμονισμένη με τις παραδόσεις, και ταυτόχρονα να αντιπαρέλθει τους απανωτούς αποκλεισμούς που βιώνουν οι μετανάστες σε έναν ξένο τόπο; Η απάντηση δεν είναι απλή και η ίδια καταφέρνει, τελικά, να ισορροπήσει με τεράστιο τίμημα ανάμεσα στις αντιθέσεις.
Αυτήν τη δύσκολη πορεία προς την ελευθερία και την αυτογνωσία περιγράφει με τρόπο σπαραχτικό, ειλικρινή και άμεσο, αλλά όχι δραματικό, η καταξιωμένη και διακεκριμένη πλέον στη Γερμανία συγγραφέας και δημοσιογράφος Μέλι Κίγιακ στο βιβλίο της Το να είσαι γυναίκα, σε στρωτή, ωραία μετάφραση του Απόστολου Στραγαλινού. Σε αυτό μιλάει για όλα τα προβλήματα που μπορεί να αντιμετωπίσει μια γυναίκα προσπαθώντας να επιτύχει την αυτοπραγμάτωση, ξέροντας ότι κάτι τέτοιο είναι εκ των πραγμάτων σχεδόν αδύνατο για μια γυναίκα με τη δική της καταγωγή.
Δεν θέλει να γίνει άλλη μια καταξιωμένη συγγραφέας ούτε να επιδοθεί σε πειραματισμούς και εξομολογήσεις που θα αγαπούσαν οι καθηγητές ή οι αναγνώστες της αλλά να μιλήσει ειλικρινά. Να απλώσει χείρα βοηθείας σε κοπέλες σαν κι αυτή, να μεταφέρει με το παράδειγμά της μια ανάσα ελευθερίας, να μιλήσει εν τέλει απλά.
Ίσως γιατί για τις κοπέλες που ανήκουν στην κουρδική μειονότητα στην Τουρκία η μοίρα είναι σχεδόν προδιαγεγραμμένη και δεν αφήνει πολλά περιθώρια για διεκδικήσεις, όπως έχουμε καταλάβει με την πρόσφατη περίπτωση της αδικοχαμένης κουρδικής καταγωγής Αμινί στο μακρινό Ιράν.
Ακόμα και αν προέρχεται, όπως στην περίπτωση της Κιγιάκ, από μια φιλήσυχη οικογένεια, όπως η δική της, και είχε έναν πατέρα που την περιέβαλλε με σεβασμό και αγάπη και μια μητέρα που στάθηκε στο πλευρό της, τα πράγματα δεν είναι ευκολότερα γιατί, εκτός από τις προκαταλήψεις του κοινωνικού της περιβάλλοντος, καλείται να ξεπεράσει το εχθρικό περιβάλλον ενός ξένου κράτους που την περιθωριοποιεί, αντιμετωπίζοντάς την ως αλλότριο σώμα.
Αυτό, τουλάχιστον, ήταν το πρώτο εμπόδιο που έπρεπε να αντιμετωπίσει η ίδια ως παιδί «γκασταρμπάιτερ», οι οποίοι ήξεραν ότι η μοίρα τους ήταν προδιαγεγραμμένη, θα γίνονταν εργάτες που θα εξασφάλιζαν με δυσκολία τα προς το ζην.
Εξαρχής, λοιπόν, το μέλλον μοιάζει ζοφερό όχι μόνο για την ίδια αλλά και για κάθε άλλη γυναίκα που θα προσπαθήσει να παρεκκλίνει από αυτή την πορεία: «Διαβάζεις, μελετάς, σπουδάζεις, κανένα πρόβλημα, όλα καλά, όλα γίνονται. Τα υπόλοιπα όμως; Αδύναμη γυναίκα, δυνατή γυναίκα ‒ δεν έχει νόημα αυτή η κατηγοριοποίηση για την κόρη. Η λέξη “ανέλιξη” ακούγεται δυσάρεστα, σαν τη μετανάστευση, όπως αυτά που άφησαν πίσω οι γονείς. Σαν να πρέπει να πας σε έναν τόπο όπου μιλούν μια άγνωστη γλώσσα. Το θέλεις όμως; Όλοι γνωρίζουμε τέτοιους ανθρώπους που, φτάνοντας σε έναν ξένο τρόπο, αλλάζουν τα πάντα επάνω τους. Συνήθως μας αρέσει περισσότερο η παλιά εκδοχή παρά οι νέες, επιτηδευμένες χειρονομίες. Έτσι, λοιπόν, προτιμούμε να παραμένουμε όπως είμαστε και εκεί που είμαστε. Επομένως, καμία ανέλιξη, ευχαριστώ».
Αποφασίζοντας να ακολουθήσει διαφορετική πορεία, λοιπόν, δείχνει να αποφεύγει τους μελοδραματισμούς, αφού θεωρεί ότι η θυματοποίηση αποτελεί ανασχετικό παράγοντα σε οποιαδήποτε, εσωτερική κυρίως, προσπάθεια επισκόπησης.
«Η ορατή επιτυχία μας τοποθετούνταν πάνω από τις αόρατες πληγές της γενιάς των γονιών μας», γράφει με κάθε ειλικρίνεια, συνειδητοποιώντας ωστόσο ότι δεν ήθελε να γίνει απλώς μια «πετυχημένη» καριερίστρια αλλά μια γυναίκα που θα μπορούσε να πραγματώνει αυτό που ήθελε, συνειδητοποιώντας το υψηλό τίμημα που κρύβει μια μοναχική ζωή.
Δεν πτοήθηκε ούτε και όταν, λόγω μιας σοβαρής περιπέτειας της υγείας της, κινδύνευσε να χάσει την όρασή της, κάτι που την ανάγκασε να πάρει αποστάσεις από τον κόσμο και να καταδυθεί σε ένα ταξίδι εσωτερικής ενόρασης και αναζήτησης, καταγράφοντας τι είναι αυτό που την έκανε να χαίρεται, παρότι είναι γυναίκα. «Δεν παραπονιέμαι. Δεν μου λείπει κάτι. Αλλά ούτε και μου περισσεύει. Γι’ αυτά θέλω να μιλήσω», γράφει με κάθε ειλικρίνεια, διαχωρίζοντας τις όποιες βλέψεις για εξωραϊσμούς ή λογοτεχνικές επικαλύψεις.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα με τα μαθήματα δημιουργικής γραφής, τα οποία καταφέρνει να παρακολουθήσει περνώντας από προσωπική συνέντευξη και έχοντας στη συνέχεια καθηγήτρια τη Χέρτα Μίλερ, η οποία προσπαθεί να της εμφυσήσει την ανάγκη για στυλιστική αποδόμηση, θεωρώντας ότι είναι κλισέ να γράφει για «μικρά ασημένια ψαράκια μέσα στο ενυδρείο», αλλά εκείνη αντιστέκεται. Δεν θέλει να γίνει άλλη μια καταξιωμένη συγγραφέας ούτε να επιδοθεί σε πειραματισμούς και εξομολογήσεις που θα αγαπούσαν οι καθηγητές ή οι αναγνώστες της αλλά να μιλήσει ειλικρινά. Να απλώσει χείρα βοηθείας σε κοπέλες σαν κι αυτή, να μεταφέρει με το παράδειγμά της μια ανάσα ελευθερίας, να μιλήσει εν τέλει απλά. Δεν είναι τυχαίο ότι η σκέψη της παραμένει ισχυρή ακριβώς τη στιγμή που, όπως παραδέχεται, συνειδητοποιεί τις τεράστιες αδυναμίες της.
Η πρώτη αμήχανη στιγμή στη ζωή της ήταν όταν έπρεπε να διεκδικήσει τη σεξουαλικότητά της στο άβολο διαμερισματάκι που είχε ως φοιτήτρια στη Γερμανία, διατηρώντας ωστόσο ζωντανές μέσα της τις συζητήσεις με θείες και ξαδέλφες από το μακρινό Κουρδιστάν.
Η αποξένωση, όμως, δεν έγκειται μόνο σε όλα όσα ενώνουν και χωρίζουν μια κοπέλα από το σώμα της αλλά και στην εγκράτεια που απαγορεύει κάθε εύλογο πάθος και παραμένει, από μια παράξενη ψευδοσυστολή, μέσα στα όρια αυτού που της επιβάλλει η καταγωγή της. Οι εμπεδωμένοι κανόνες που την εμποδίζουν να διεκδικήσει την επιθυμία λειτουργούν ακριβώς όπως η υποτιθέμενη απελευθέρωση που της διδάσκει ο περίγυρος, είναι μακριά από τις δικές της εσωτερικές ανάγκες.
Δεν της λένε τίποτα, για παράδειγμα, οι δυστυχισμένες οικογένειες ή οι πετυχημένες γυναίκες καριέρας, αδιαφορεί για τους/τις ελευθεριάζοντες/-ουσες συμφοιτητές/-ήτριές, της ξέροντας ότι «την παλιά πόρτα την είχα κλείσει εγώ, η νέα παρέμενε κλειστή για μένα. Είχα κολλήσει στη μέση. Αιχμάλωτη στην ελευθερία».
Εξού και μεγαλύτερή της κατάκτηση θεωρεί όχι την επαγγελματική ανεξαρτησία αλλά το ότι μπόρεσε να κατακτήσει τα υψηλά ιδανικά της παιδείας και να μην αλλοτριωθεί, διατηρώντας ζωντανά μέσα της το αληθινό, το αγαθό και το καλό που της έμαθαν στο Κουρδιστάν, ακόμα και όταν ήξερε ότι δύσκολα θα της νοίκιαζαν σπίτι επειδή ήταν ξένη ή όταν υπέστη άγριο ξυλοδαρμό ως θύμα ρατσιστικής βίας, το οποίο παρουσιάζει απλώς ως ένα γεγονός ανάμεσα στα άλλα. Κόντρα σε όλα αυτά, το πιο σημαντικό για εκείνη είναι να κρατήσει τις ιστορίες για τους καλούς ανθρώπους ζωντανές, «γιατί από αυτές τις ιστορίες προέρχομαι», να δει ότι αυτό που εν τέλει αξίζει δεν είναι οι υψηλές ιδέες ή τα μεγάλα λόγια αλλά η κάθε μέρα που βιώνεις στη ζωή.
«Είναι δύσκολο να απορρίψεις καθολικά αποδεκτά πρότυπα και κρίσεις για μια πετυχημένη ζωή. Όταν αναρωτιέσαι τι είναι σημαντικό, καταλήγεις πάντα στα μεγάλα. Αγάπη. Φιλία. Υγεία. Αν είχα για μια στιγμή το θάρρος να απαντήσω, η απάντησή μου θα ήταν τα πιο μικρά. Τι ωραία που είναι η ζωή στις λεπτομέρειές της. Το πρωί ή γύρω στο μεσημέρι. Ένα απλό αντικείμενο, κάτι πραγματικά ασήμαντο, τοποθετημένο σε μια ιδιαίτερη γωνιά, που δείχνει πολύ όμορφο. Αυτά θα μπορούσαν να μου δίνουν ευχαρίστηση για απίστευτα πολύ χρόνο. Συλλογιζόμουν πολύ το κάλλος. Το αισθητό και το ηθικό κάλλος. Για το κάλλος του κόσμου και το να ζεις εντός του».
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.