ΔΥΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ συναντιούνται τυχαία στο εστιατόριο του σιδηροδρομικού σταθμού Χελσινκφόρς στο Ελσίνκι και ξεκινούν μια συζήτηση για την κατάσταση που τους οδήγησε εκτός πατρίδας, τις πολιτικές εμμονές, τις ψεύτικες ιδεολογίες και τα κομματικά αδιέξοδα, την ειρήνη και τον πόλεμο, τις γυναίκες, τον έρωτα και την πορνογραφία.
Με λίγα λόγια, μιλούν για όλα αυτά που ο Μπέρτολτ Μπρεχτ θεωρούσε αναπόσπαστα κομμάτια της ζωής, όπως αυτή αποκαλύπτεται στα μεγάλα και στα μικρά της σπαράγματα, χωρίς ένα αποκλειστικό σημείο αναφοράς, πέρα από την υποφαινόμενη αγωνία, η οποία, ωστόσο, δεν εκφράζεται ποτέ δραματικά και κάνει, αντιθέτως, τους δύο συνομιλητές να μιλούν για όλα αυτά σαν να αφορούν κάποιον ξένο, σαν να πρόκειται για μια ταινία που έχει κάποιους άλλους, εκτός από τους ίδιους, για πρωταγωνιστές, με τον γνωστό τρόπο της μπρεχτικής αποστασιοποίησης.
Ξεκινώντας από την καθημερινότητα της προσφυγιάς, π.χ. το ότι είναι πολύ δύσκολο πλέον γι’ αυτούς να βρουν τα αγαπημένα τους πούρα ή να γευτούν μια μπίρα της προκοπής, και φτάνοντας στα πλέον φλέγοντα θέματα, ο αστός, χημικός Τσίφελ και ο βιοπαλαιστής, αλλά με θεωρητικές αναζητήσεις Κάλε ξεδιπλώνουν τις άναρχες σκέψεις τους με φόντο ένα άκρως πολεμικό σκηνικό.
«Το φθινόπωρο έφτασε με βροχές και κρύο. Η γλυκιά Γαλλία γονάτισε. Οι άνθρωποι τρύπωσαν σε λαγούμια κάτω από τη γη. Ο Τσίφελ, καθισμένος στο εστιατόριο του σιδηροδρομικού σταθμού της πόλης Ε, ψαλίδιζε ένα κουπόνι από το καρνέ του ψωμιού», είναι η περιγραφή του Μπρεχτ που μεταφέρει τον αναγνώστη στην πιο μελανή περίοδο της ευρωπαϊκής ιστορίας.
Με βαθύ πόνο καρδιάς ο Μπέρτολτ Μπρεχτ παρατηρεί όχι μόνο τα συμβάντα στα πεδία των μαχών αλλά κυρίως στο περιθώριο της Ιστορίας, όπως κάνει πάντα, εκεί όπου οι άνθρωποι καλούνται να ζουν σαν νεκροζώντανοι, ερχόμενοι διαρκώς αντιμέτωποι με τα ψέματα της Ιστορίας και την κατάρα των συνεχιζόμενων διωγμών.
Πρόκειται για το ταμπλό-βιβάν πάνω στο οποίο ξεδιπλώνονται τα σκούρα σαν σε γερμανικό εξπρεσιονιστικό πίνακα χρώματα των άκρως επίκαιρων συζητήσεων που αποτέλεσαν τον βασικό άξονα στο Διάλογοι προσφύγων του Μπέρτολτ Μπρεχτ που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κριτική σε ωραία μετάφραση της Δέσποινας Σκούρτη, της οποίας είναι και το επίμετρο.
Με τον γνωστό ειρωνικό, θεατρικό και αποχρωματισμένο τόνο και διαλόγους που εμπνέονται κατευθείαν από τον τρόπο του πλατωνικού Σωκράτη, αλλά διατηρούν τον αμιγώς γερμανικό τους χαρακτήρα, ο Μπρεχτ προβληματίζεται σχετικά με την ορμητική εξάπλωση του ναζισμού και του πολέμου στην Ευρώπη, βάζοντας τους δυο πρωταγωνιστές να μοιράζονται αντιφατικές πολλές φορές, αλλά απόλυτα καίριες προσωπικές τους σκέψεις.
Με απόλυτα μοντέρνα διάθεση και γλαφυρό προφορικό λόγο ο Γερμανός θεατρικός συγγραφέας και θεωρητικός ανατέμνει, σαν τον ελιοτικό ασθενή πάνω στο χειρουργικό τραπέζι, το άρρωστο πολιτικά σώμα των εμπλεκόμενων χωρών, οι οποίες αδυνατούν να δουν την επέλαση του κακού, ενώ εντελώς προφητικά ξέρει, γράφοντας τους διαλόγους αυτούς την ώρα που ο Χίτλερ αρχίζει να επελαύνει στην Ευρώπη, ότι από αυτή την εμπλοκή δεν πρόκειται να γλιτώσει κανείς.
Κάποια αποσπάσματα, μάλιστα, είναι γραμμένα την ώρα που ο «Πωστονλένε», όπως χαρακτηριστικά τον αποκαλεί, αρνούμενος ακόμα και να τον κατονομάσει, επιτίθεται στη Γαλλία, ενώ άλλα αντικατοπτρίζουν τον προβληματισμό των αμέτοχων και ουδέτερων χωρών όπως η Ελβετία. Άλλοι διάλογοι, πάλι, γραμμένοι στη Δανία, προφανώς προβλέπουν με ακρίβεια την επερχόμενη και άκρως σύντομη, όπως αποδείχθηκε, επίθεση του Χίτλερ στην εν λόγω χώρα ως μέρος της γερμανικής επιχείρησης Weserübung.
Με βαθύ πόνο καρδιάς, λοιπόν, ο Μπέρτολτ Μπρεχτ παρατηρεί όχι μόνο τα συμβάντα στα πεδία των μαχών αλλά κυρίως στο περιθώριο της Ιστορίας, όπως κάνει πάντα, εκεί όπου οι άνθρωποι καλούνται να ζουν σαν νεκροζώντανοι, ερχόμενοι διαρκώς αντιμέτωποι με τα ψέματα της Ιστορίας και την κατάρα των συνεχιζόμενων διωγμών:
«Σε ολόκληρη την Ευρώπη οι ηρωικές πράξεις πολλαπλασιάζονται, τα ανδραγαθήματα του απλού ανθρώπου ολοένα και γιγαντώνονται, κάθε μέρα ανακαλύπτεται μια καινούργια αρετή. Για να εξασφαλίσει κανείς ένα σακί αλεύρι πρέπει να ξοδέψει τόση ενέργεια όση θα χρειαζόταν παλιότερα για να οργώσει μια ολόκληρη επαρχία. Για να καταλήξει, δε, αν πρέπει να περάσει τα σύνορα σήμερα ή να το αφήσει καλύτερα για αύριο χρειάζεται τόσο μυαλό, που πριν από μερικές δεκαετίες θα έφτανε και θα περίσσευε για να δημιουργήσει ένα έργο αθάνατο στους αιώνες των αιώνων. Για να βγει κανείς στον δρόμο χρειάζεται ομηρική γενναιότητα: για να γίνει απλώς και μόνο ανεκτός από τους γύρω του πρέπει να διαθέτει αυταπάρνηση στα επίπεδα ενός Βούδα. Για να μη γίνει κανείς φονιάς, πρέπει να είναι τόσο ανθρωπιστής όσο και ο Φραγκίσκος της Ασίζης. Ο κόσμος μετατρέπεται σε μέρος αποκλειστικά για ήρωες. Εμείς, όμως, πού θα βρούμε απάγκιο;» αναρωτιέται με ρητορικό τρόπο ο Μπρεχτ, φέρνοντάς μας στον νου τους πρόσφυγες που προσπαθούν σήμερα να περάσουν τα σύνορα, αναζητώντας απλώς την επιβίωση, αφήνοντας πίσω τους περιουσίες και μια ολόκληρη ζωή.
Αντίστοιχα, βλέποντας και ο ίδιος από νωρίς την επέλαση του κακού, αφήνει πίσω του τη Γερμανία αμέσως μετά τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ στις 27 Φλεβάρη του 1933, την ώρα που χιλιάδες κομμουνιστές, όπως αυτός, συλλαμβάνονται, ενώ οι πολιτικές ελευθερίες αρχίζουν να καταστρατηγούνται. Φεύγει από το Βερολίνο, κάνοντας στάσεις σε Πράγα, Βιέννη, Παρίσι και Ελβετία, και τελικά βρίσκει καταφύγιο σε έναν στάβλο στη Δανία, όπου γράφει μερικά από τα σημαντικότερα έργα του.
Από το μακρινό αυτό καταφύγιο αλλά και από άλλα μέρη στα οποία διέμεινε έως ότου φτάσει ασφαλής στην Αμερική, ο Μπρεχτ ανατέμνει το παζλ του ναζιστικού μορφώματος, τα κομμάτια του οποίου το μετέτρεψαν σε πανίσχυρη πολεμική μηχανή (έλλειψη ουσιαστικής παιδείας, κυρίαρχος μικροαστισμός, απανθρωποίηση), χωρίς τη βαρύτητα που ενδεχομένως θα είχαν άλλου είδους θεωρητικές αναλύσεις αλλά με την ελαφρότητα των διαλόγων που θα ανέπτυσσαν δύο άγνωστοι πρόσφυγες σε ένα απομακρυσμένο από την πατρίδα τους στέκι.
Οι αλήθειες που λέγονται, όμως, σε ουδέτερο έδαφος και κατά την πρόσκαιρη ανάπαυλα μιας τέτοιας συνάντησης, ανάμεσα σε εξομολογήσεις για ερωτικές περιπέτειες με τη δέουσα ηδονοθηρική διάθεση που αποκαλύπτει διάφορες προσωπικές, βιωματικές εμπλοκές του ίδιου του Μπρεχτ, είναι ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο ακόμα πιο σφοδρές και καίριες.
Μέσα από αυτές τις συζητήσεις οι δυο τυχαίοι φίλοι, που εκφράζουν τις δυο πλευρές του συγγραφέα, καταφέρονται, μεταξύ άλλων, εναντίον της ιδεολογικής ασφυξίας των εγελιανών ιδεών που δεν επέτρεψαν στην άλλη πλευρά να αντικρούσει τους μικροαστούς οπαδούς της φασιστικής καθαρότητας, χτυπούν τον πουριτανισμό, αποδομούν τον ρομαντικό έρωτα ‒και συλλήβδην, καθώς φαίνεται, τον γερμανικό ρομαντισμό‒, ειρωνεύονται το ιδανικό του υπεράνθρωπου και καταλήγουν ότι «οι μέρες της Δημοκρατίας ήταν μετρημένες».
Κυρίως, όμως, οι συγκεκριμένοι διάλογοι διαβλέπουν πως το κεντρικό έλλειμμα παιδείας και η ψευτο-καλλιέργεια των Γερμανών αξιωματικών, οι οποίοι άκουγαν κλασική μουσική και επικαλούνταν την επιστημονικότητα ανυπόστατων θεωριών, σταδιακά οδήγησαν στο τεράστιο έγκλημα κατά της ανθρωπότητας.
Απέναντι σε αυτήν τη φαινομενική διακήρυξη της επιστήμης και της γνώσης ο Μπρεχτ αντιτάσσει την παιδεία και την ανθρωπιά. «Σίγουρα δεν είμαι τόσο καλλιεργημένος όσο χρειάζεται ώστε να μπορώ να συνεχίσω τη ζωή μου διατηρώντας την ανθρώπινη αξιοπρέπειά μου μέσα σε όλη αυτήν την βρομιά», γράφει με τεράστιο πόνο μέσα από τον ήρωά του Τσίφελ. «Πείτε το και αδυναμία, αλλά δεν είμαι πια τόσο ανθρώπινος ώστε να καταφέρω να παραμείνω άνθρωπος μπροστά σε τέτοια απανθρωπιά».
Και κάπως έτσι φτάνουμε στο σήμερα, σε μια αντίστοιχα αδιανόητη επίθεση ενός δυνάστη εις βάρος ενός λαού που προασπίζεται την αυτονομία και την αυτοδιάθεσή του, φέρνοντας τους στοχαστές και τους συγγραφείς αντιμέτωπους με το ίδιο το βάρος της Ιστορίας. Απέναντι σε τέτοια ζητήματα, όπως το μεγάλο δίλημμα σε ποιου την πλευρά θα σταθείς, του αδύναμου ή του δυνατού, ο Μπρεχτ ήταν κατηγορηματικός πως κανείς δεν μπορεί να μένει αμέτοχος.
Όπως έγραφε χαρακτηριστικά ο Μπένγιαμιν σε μία από τις σημειώσεις του για τον Μπρεχτ («Για τον Μπρεχτ», μτφρ. Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Έρμα), αυτό που προτείνει ο Μπρεχτ με τα κείμενά του και το επικό του θέατρο «δεν είναι απλή ανακαίνιση αλλά η ριζική καινοτομία. Εδώ η λογοτεχνία δεν επαφίεται στην ευαισθησία του όποιου συγγραφέα, ο οποίος, μην έχοντας τη θέληση ν’ αλλάξει τον κόσμο, περνάει στο στρατόπεδο της μετριοπάθειας. Εδώ η λογοτεχνία γνωρίζει πως η μόνη δυνατότητα που της απέμεινε είναι να γίνει ένα παραπροϊόν στην εξαιρετική, περίπλοκη διαδικασία της αλλαγής του ανθρώπινου κόσμου».