Ο ΑΓΟΡΑΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ διαδραμάτιζε, ως γνωστόν, πρωταγωνιστικό ρόλο στην αρχαιότητα και προσφερόταν όχι μόνο από γυναίκες, δούλες και ελεύθερες, αλλά και από τα δύο φύλα, ακόμα και από εφήβους και παιδιά.
Από τη μορφή της Ασπασίας έως τις σεξεργάτριες που αναπαρίστανται σε περιπτύξεις στα αγγεία ή περιγράφονται σε κείμενα της αρχαιοελληνικής γραμματείας, όπως το «Συμπόσιο» του Πλάτωνα, είναι γνωστό ότι ο ρόλος των εταιρών δεν ήταν πάντα κατώτερος αλλά ενίοτε προνομιακός σε σχέση με αυτόν των υπόλοιπων γυναικών, αφού μπορούσαν να συμμετέχουν σε συζητήσεις, να συνοδεύουν τους άνδρες σε κοινωνικά δρώμενα και να τυγχάνουν μόρφωσης και παιδείας.
Γνωστή είναι η επίδραση που άσκησαν τόσο στις πλαστικές τέχνες όσο και στη ζωγραφική κορυφαίες εκπρόσωποι του αγοραίου έρωτα όπως η Φρύνη, αλλά και επιφανείς σεξεργάτριες που συνδέθηκαν με κορυφαίες στιγμές της Ιστορίας, όπως η Μιλτώ, που έγινε σύζυγος του Κύρου και του Αρταξέρξη, ή η Θαΐς, που ακολούθησε τον Αλέξανδρο και στην εκστρατεία του.
Αφήνοντας απέξω τις όποιες ηθικολογικές προεκτάσεις του ζητήματος, ο ιστορικός εστιάζει στην επανάληψη κοινών αντιλήψεων και αντιδράσεων αναφορικά με τη σεξεργασία, εξετάζοντας κοινωνικοϊστορικά δεδομένα αλλά και τις πολλαπλές εκφράσεις της γυναίκας ιεροδούλου τα πρωτοχριστιανικά χρόνια.
Λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη το συμβολικό εκτόπισμα που είχαν οι κάποιες εταίρες στην αρχαιότητα βάσει αναφορών στον αγοραίο έρωτα στην αρχαία Ελλάδα, ο ιστορικός Δημήτρης Κυρτάτας προωθεί την έρευνά του ακόμα περισσότερο, εξετάζοντας τις αντιδράσεις και τις ψυχικές διαθέσεις αυτών των γυναικών μέσα από τις πηγές της χριστιανικής ασκητικής γραμματείας, καθώς οι χριστιανοί ασχολήθηκαν με το ζήτημα της σεξεργασίας, προσδίδοντας σε αυτήν ευρύτερο περιεχόμενο.
Αφήνοντας απέξω τις όποιες ηθικολογικές προεκτάσεις του ζητήματος, ο ιστορικός εστιάζει στην επανάληψη κοινών αντιλήψεων και αντιδράσεων αναφορικά με τη σεξεργασία, εξετάζοντας κοινωνικοϊστορικά δεδομένα αλλά και τις πολλαπλές εκφράσεις της γυναίκας ιεροδούλου τα πρωτοχριστιανικά χρόνια. Ανατρέχοντας κατά κύριο λόγο στις πηγές, ο Κυρτάτας λαμβάνει σοβαρά υπόψη τις προφορικές μαρτυρίες αλλά και τις πολλαπλές όψεις της καθημερινότητας στη μελέτη των συμπεριφορών του αρχαίου και χριστιανικού κόσμου αναφορικά με το ζήτημα της σεξεργασίας.
Ως εκ τούτου, στο ενδιαφέρον τομίδιο που κυκλοφόρησε από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, στη σειρά «Διάλογοι με την Αρχαιότητα», πάντα υπό τη διεύθυνση του ιδίου του Δημήτρη Κυρτάτα, με τον τίτλο «Πόρνες και Πορνεία» και υπότιτλο «Η μαρτυρία των πρώτων χριστιανών ασκητών», περιλαμβάνονται γλαφυρές ιστορίες με πρωταγωνίστριες σεξεργάτριες κατά κύριο λόγο από τα πρωτοχριστιανικά χρόνια αλλά και από την κλασική αρχαιότητα, απ’ όπου η πανέμορφη ιστορία «Στον ιστό της αράχνης» από τα «Απομνημονεύματα» του Ξενοφώντα με πρωταγωνιστή το Σωκράτη ‒ τις μεταφράζουν πολύ όμορφα ο καθηγητής Λατινικής Φιλολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του ΕΚΠΑ, Βάιος Βαϊόπουλος, και η διδάκτωρ Κλασικής Φιλολογίας, Γιάννα Στεργίου.
Μέσα από αυτές τις αφηγήσεις μαθαίνουμε, για παράδειγμα, ότι οι σεξεργάτριες αναπαρίσταντο ως γυναίκες οι οποίες γεννούσαν πειρασμούς με την εμφάνισής του, προκαλώντας την ερωτική επιθυμία των ασκητών Χριστιανών ‒ πολλές από αυτές είχαν την τάση να μετατρέπονται από δαιμονικές παρουσίες σε αγίες μέσω της μεταμέλειάς τους.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα που περιλαμβάνονται στο βιβλίο είναι η Μαρία η Αιγυπτία, η Αγία Πελαγία αλλά και η Θαΐς, που το όνομα της παραπέμπει στη γνωστή εταίρα που πλάνεψε τον Μέγα Αλέξανδρο αλλά και τον Πτολεμαίο Α’.
Οι λεπτομέρειες που περιλαμβάνονται στις ιστορίες αυτές, όπως παρουσιάζονται στους βίους των αγίων κ.λπ. είναι πολύτιμες, καθώς, παρά τις υπερβολές τους, στον βαθμό που οι σεξεργάτριες μεταστρέφονται μέσα από ακραίες αντιδράσεις αντλούνται μέσα από πραγματικές εμπειρίες και λαμβάνονται σοβαρά υπόψη ως ντοκουμέντα.
Πολλά συμπεράσματα βγάζει ως εκ τούτου ο αναγνώστης όχι μόνο για την επικρατούσα αντίληψη αναφορικά με τη σεξεργασία την εποχή εκείνη αλλά και για τη θέση που είχαν οι εκδιδόμενες γυναίκες των πρώτων χριστιανικών χρόνων στην κοινωνία, τις απολαβές ή την αντιμετώπισή τους από τον κοινωνικό περίγυρο.
Είναι γνωστό ότι η σεξεργασία, άμεσα συνδεδεμένη με την ηδονή, την ομορφιά και τον πλούτο, ήταν αρκετά διαδεδομένη στη Συρία και στην Αίγυπτο.
Επομένως, στις σχετικές περιγραφές προκύπτουν διάφορες πληροφορίες αναφορικά με τον βίο, τα κίνητρα αλλά και τις διαθέσεις των γυναικών που οδηγούνται σε αυτήν, κάτι που, όπως επισημαίνει ο Κυρτάτας, δεν μας προσφέρουν εύκολα τα κείμενα της κλασικής γραμματείας που δεν καταθέτουν πληροφορίες για την ψυχική κατάσταση των γυναικών, ούτε καν για τις διαθέσεις τους.
Πολύτιμες πληροφορίες, για παράδειγμα, αντλούμε όχι μόνο για τις συμπεριφορές αλλά και για την κυρίαρχη, επιβλητική εικόνα και τον θαυμασμό που γεννούσαν οι γνωστές σεξεργάτριες της εποχής καθώς και για τον πλούτο που τύχαινε να έχουν συσσωρεύσει οι πιο γνωστές από αυτές.
Μάλιστα, για την τύχη του πλούτου της εκάστοτε μεταμελημένης γυναίκας και την κατάληξή του φαίνεται να αποφασίζει ο ασκητής που τη μετέστρεψε, ο οποίος, όπως επισημαίνει ο Κυρτάτας στην εισαγωγή του, «είχε την ευχέρεια είτε να διανείμει τον μικρό θησαυρό σε ελεημοσύνες είτε να απαιτήσει την άμεση και ολοκληρωτική καταστροφή του, εφόσον κανείς δεν έπρεπε να ωφεληθεί από τον καρπό της αμαρτίας, ούτε οι χήρες, ούτε τα ορφανά, ούτε οι πένητες».
Μεγάλη ήταν η διάσταση απόψεων σχετικά με τον σωφρονισμό της «μεταμεληθείσης γυναικός», καθώς ο πιο συνήθης ήταν ο εγκλεισμός της σε μοναστήρι, αν και, καθώς φαίνεται, το πιο σημαντικό ήταν η οικειοθελής και όχι αναγκαστική αποχώρησή της από τα εγκόσμια.
Εντύπωση, επίσης, προκαλεί το γεγονός ότι σεξεργάτριες δεν θεωρούνταν μόνο εκείνες που δέχονταν τον ξένο ή τον πελάτη στο δωμάτιό τους με σκοπό τον αγοραίο έρωτα αλλά και γενικότερα οι ηθοποιοί και οι θεατρίνες ως γυναίκες «ελευθέρων ηθών». Πάντως, το πάθος με το οποίο οι χριστιανοί εκφράζουν τον αποτροπιασμό τους πολλές φορές απλώς υπερτονίζει το δέος που προκαλούσαν η ομορφιά και η επιβλητική παρουσία αυτών των γυναικών.
Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα, και μία από τις πιο ωραίες ιστορίες του βιβλίου, είναι αυτή για τη «θεατρίνα που έγινε μοναχή», δηλαδή την Αγία Πελαγία, η οποία περιγράφεται ως μια γυναίκα εντυπωσιακής ομορφιάς που έκανε τους αβάδες και τους νόννους να στρέφουν αλλού το πρόσωπο, καθώς δεν μπορούσαν να αντισταθούν στην πλανεύτρα ομορφιά της.
Μοναδικός που έμεινε να τη θαυμάζει από κοντά ήταν ο «αμαρτωλός», όπως παραδέχεται ο ίδιος, Ιάκωβος, ο οποίος περιγράφει με τα πιο γλαφυρά χρώματα αυτή την «πέρα από κάθε φαντασία» εμφάνιση της Πελαγίας, η οποία, σύμφωνα με τις αναφορές του, εισέρχεται στη βασιλική του μάρτυρα Ιουλιανού πάνω σε έναν γάιδαρο φορτωμένο με χρυσάφι, μαργαριτάρια και πολύτιμα στολίδια, κλέβοντας τον θαυμασμό όλων, ενώ στο πέρασμά της άφηνε ένα άρωμα που έκανε τον αέρα να μοσχοβολά «με μύρα και άλλα μεθυστικά αρώματα».
Με άλλα λόγια, «ο καλλωπισμός που έκανε η πόρνη ξεπέρασε τον καλλωπισμό της δικής μου ψυχής», παραδέχτηκε ο Όσιος Νόννος στον αμαρτωλό διάκονο, κάτι που καταδεικνύει το νεοπλατωνικό αξίωμα της ομορφιάς που διαπερνά τις πρωτοχριστιανικές αφηγήσεις, ένα συμπέρασμα που μπορεί να μην καταγράφεται από τον ιστορικό Κυρτάτα αλλά έχει ενδιαφέρον για έναν αναγνώστη που θέλει να αντλήσει στοιχεία σχετικά με την Ιστορία αλλά και τις φιλοσοφικές θέσεις της εποχής.
Η ποιητικότητα κάποιων κειμένων, οι αναφορές στην Ηλιούπολη, στην Αντιόχεια, στα πολιτιστικά κέντρα της Αιγύπτου ή της Συρίας, τα όρια μεταξύ ηδονής και αμαρτίας φέρνουν στον νου τη στενή σχέση των διαφορετικών θρησκειών αλλά και αντιλήψεων της εποχής δίνουν ακόμα και στις πιο δραματικές σκηνές μια υπερτονισμένη ποιητικότητα και στις πιο θρησκευτικές λεπτομέρειες έναν παγανιστικό χαρακτήρα.