«Αν και σας αποκαλούν σεναριογράφο που σκηνοθετεί τις δικές του ιστορίες, προσωπικά βρήκα το "Tar" μια καθαρή ταινία δημιουργού», είπα κατευθείαν στον Τοντ Φιλντ με το που συναντηθήκαμε στο Ham Yard, ένα από τα πιο απόμερα ξενοδοχεία στην καρδιά του Picadilly, και, χαμογελώντας, μoυ έδωσε την πληρωμένη απάντησή του: «Κι εγώ που νόμιζα πως είμαι πρωτίστως σκηνοθέτης που έρχεται φτηνός στους παραγωγούς, γιατί φέρνει τα δικά του σενάρια, και μάλιστα τσάμπα».
Φυσικά, καταλαβαίνει τι εννοώ και έχει υπ' όψιν του πως τα δραματικά του concepts κάνουν αίσθηση, και με μόλις την τρίτη του ταινία, που σηματοδοτεί την επιστροφή του μετά από δεκαέξι χρόνια απουσίας και αρκετά σχέδια που δεν πραγματοποιήθηκαν, εδραιώνεται πλέον ως ένας ολοκληρωμένος δημιουργός που αρνείται να προσφέρει έτοιμες λύσεις, προτιμώντας σινεμά ενήλικου προβληματισμού, πλούσιας θεματικής και περίπλοκων αναζητήσεων.
Μιλάμε για την αλλαγή ταχυτήτων στην ταινία του, τις παρατεταμένες πρώτες σεκάνς, τα παιχνίδια στο μυαλό της Ταρ και τα απότομα ξεσπάσματα που έπονται, και συμφωνούμε πως το «Tar», μία από τις μεγάλες ταινίες της χρονιάς, βασικά πραγματεύεται τον χρόνο και τη χειραγώγησή του, πριν ξεκινήσουμε τις ερωτήσεις, εκεί όπου ανακαλύπτει πως η λιτή του φιλμογραφία, τελικά, ασχολείται με κάτι εντελώς διαφορετικό.
— Το «Tar» φαίνεται σχεδιασμένο από το ξεκίνημα ως την τελευταία λεπτομέρεια, σαν να μην αφήσατε τίποτε στην τύχη. Προέκυψε κάτι κατά τη διάρκεια του γυρίσματος που δεν είχατε προβλέψει, και αποφασίσατε να το συμπεριλάβετε;
Όχι αναγκαστικά κατά τύχη, αλλά κατά τη διαδικασία του γυρίσματος. Προσπαθήσαμε να είμαστε όσο το δυνατό πιο ευέλικτοι και αν κάτι δεν λειτουργούσε, το απορρίπταμε. Με εξαίρεση τα μουσικά κομμάτια, γυρίσαμε ολόκληρη την ταινία με χρονολογική σειρά.
Ανεκδοτολογικά, το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το ακορντεόν. Είχαμε συζητήσει με τους συνεργάτες μου πως η Λίντια ίσως χρειαζόταν να ξέρει ακορντεόν για τις ανάγκες κάποιων σκηνών, και για να είναι πιο ολοκληρωμένος ο χαρακτήρας, σε περίπτωση που κάτι τέτοιο χρειαζόταν.
Αυτά τα είπαμε τον Ιούνιο, τα ξεχάσαμε, και τον Νοέμβριο μάς χτυπά την πόρτα ένας δάσκαλος μουσικής και μας το υπενθυμίζει. Το λέω στην Κέιτ (Μπλάνσετ) και μου απαντά, «ποιος δάσκαλος, ποιο ακορντεόν, δεν υπάρχει περίπτωση, έχω μάθει ό,τι μου ζήτησες, δεν έχω χρόνο να ασχοληθώ και με αυτό».
Εγώ της απάντησα γελώντας πως καλό είναι να μάθει τα βασικά για μια σκηνή με τους γείτονες στο διαμέρισμα, και όντως το έκανε, με μια λήψη, μετά από σύντομη διδασκαλία, λειτουργώντας όχι προμελετημένα.
Το σκάνδαλο που αποτελεί τον πυρήνα της πλοκής θα μπορούσε να είχε συμβεί επί Αριστοφάνη, στους ρωμαϊκούς χρόνους ή στην ελισαβετιανή περίοδο, αυτά συνέβαιναν πάντα, ακόμη και δέκα χρόνια προτού οργανωθούν τα κινήματα.
— Πόσο συνδημιουργήσατε τη Λίντια Ταρ με την Κέιτ Μπλάνσετ;
Έγραψα τον ρόλο ειδικά για την Κέιτ και συνομιλούσαμε τακτικότατα επί εννέα μήνες πριν φτάσουμε στο Βερολίνο για τα γυρίσματα. Είχε πολλά να κάνει πριν σταθεί μπροστά στην κάμερα: να μάθει να διευθύνει, να παίζει Μπαχ στο πιάνο, να οδηγεί αυτοκίνητο στην πόλη, να μιλά τη γλώσσα πειστικά, τρελά πράγματα.
Είναι σπουδαία συνεργάτις και για γενικότερα θέματα που αφορούν τον ρόλο, πέρα από τα απαραίτητα. Της αρέσει ο πειραματισμός και κάθε μέρα μάς εξέπληττε με νέες ιδέες πάνω στις οποίες είχε δουλέψει. Δεν μπορώ να το περιγράψω εύκολα σε επίπεδο πρόβας και εκτέλεσης, αλλά είμαι σίγουρος πως δεν πρόκειται να επαναληφθεί με κανέναν άλλον.
— Η συντριπτική πλειονότητα των κακοποιητών και καταχραστών εξουσίας είναι κατά τεκμήριο άνδρες. Τι σας οδήγησε να βάλετε μια γυναίκα, και δη λεσβία, στον συγκεκριμένο ρόλο;
Η καλή σας ερώτηση εμπεριέχει την απάντηση: αν τον ρόλο τον αναλάμβανε άνδρας, θα γνωρίζαμε από πριν τι θα συνέβαινε, καθώς, και ιστορικά αν το δούμε, κυρίως άνδρες έχουν διατελέσει αφεντικά και έχουν βρεθεί να εκμεταλλεύονται τη δύναμη της θέσης τους. Σε αυτή την περίπτωση το κοινό θα αντιμετώπιζε την ταινία αδιάφορα, προσπερνώντας κάτι που διαβάζει καθημερινά στις ειδήσεις.
Γυναίκες ή γκέι άτομα δεν απαντούν σχεδόν ποτέ σε ηγετικές θέσεις, γι’ αυτό και το «Tar» είναι σαν «παραμύθι». Ειδικά στον χώρο της κλασικής μουσικής σε καμία από τις πέντε κύριες ορχήστρες του κόσμου δεν υπήρξε ποτέ γυναίκα στη θέση της διεύθυνσης. Για να αποκτήσουμε σωστή οπτική, αλλάξαμε φακό, αλλιώς δεν θα είχαμε προηγούμενη εμπειρία, για να συγκρίνουμε και να βγάλουμε συμπεράσματα.
— Γιατί επιλέξατε το Περού ως χώρα εκπαίδευσης της Λίντια και ένα μέρος κάπου στη νοτιοανατολική Ασία ως την περιοχή που τη φιλοξένησε; Ας μην αποκαλύψουμε κάτω από ποιες περιστάσεις…
Για λόγους αντίθεσης. Η Ταρ προέρχεται από ταπεινό περιβάλλον και ανέκαθεν φανταζόταν τον εαυτό της σε μια κοσμηματοθήκη με ελεγχόμενο, πολυτελή μηχανισμό, σε έναν κόσμο με προοπτικές περίτεχνης παρουσίασης και μάσκα προστασίας, που τον περιβάλλει πολλή προσποίηση.
Εκτός από την αντίθεση, η εθνογραφική μελέτη ήχων και μουσικής στον Αμαζόνιο, που χρησίμευσε στο διδακτορικό της, είναι η ιδανική αφορμή για να απεκδυθεί το εγώ της, να το εξουδετερώσει, όπως λέει αργότερα στην ταινία στη σεκάνς με τη διδασκαλία και την αντιπαράθεση με τους μαθητές της.
Είκοσι πέντε χρόνια μετά δεν έχει καταφέρει να το αποβάλει, διαθέτει superID και δεν το ξεφορτώνεται εύκολα. Και όταν αντιλαμβάνεται πως απέχει παρασάγγας από την κοιλάδα του ποταμού όπου εκπαιδεύτηκε και την παλιά δοκιμασία της, προκαλείται σφοδρή σύγκρουση.
— Συγκρατώ την αδυναμία οριστικού, εύκολου συμπεράσματος σε σχέση με τους χαρακτήρες της ταινίας: τίποτα δεν είναι άσπρο ή μαύρο, εντελώς δίκαιο, και κανείς δεν είναι σίγουρα απαλλαγμένος από την ενοχή, ανεξαρτήτως φύλου και πόστου.
Ευχαριστώ για τη διαπίστωση, διότι μας απασχόλησε πολύ η υπερπληροφόρηση που δεχόμαστε καθημερινά για ανθρώπους που δεν γνωρίζουμε ή δεν θα γνωρίσουμε ποτέ αρκετά καλά, κι όμως καλούμαστε να κρίνουμε σε κοινωνικό επίπεδο σε απελπιστικά μικρό χρονικό διάστημα. Σε αντίθεση με το twitter feed του, ο θεατής της ταινίας τουλάχιστον έχει πάνω από δύο ώρες στη διάθεσή του για να κρίνει τη Λίντια.
— Αισθάνεστε πως οι θεατές δυσκολεύονται με ταινίες που δεν σερβίρουν απαντήσεις ή, ακόμη χειρότερα, ένα μήνυμα;
Ναι, νιώθω πως ο κόσμος φτάνει σε σημείο να ενοχληθεί ή να εξοργιστεί, και μιλώ και για κριτικούς κινηματογράφου, όταν μια ταινία δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες που προοικονομούνται. Θέλουν τον σκηνοθέτη να ανεμίζει ευκρινώς μια σημαία με τα πιστεύω του.
Γι' αυτόν τον λόγο δεν γράφτηκα στο American Film Institute, δεν είναι αυτό το είδος του σινεμά που πάντα θαύμαζα και ήθελα να κάνω. Τώρα που το σκέφτομαι, οι ταινίες μου αφορούν το πώς κρίνουμε τους άλλους. Γι’ αυτό κάνω ταινίες, για να διατηρώ το δικαίωμα να βλέπω τους πρωταγωνιστές όπως νομίζω, και συνήθως είναι και άγγελοι και διάβολοι.
— Αμφιβάλατε ως άνδρας για το αν δικαιούστε να αφηγηθείτε μια τέτοιου είδους ιστορία μιας γυναίκας;
Όχι, είμαι storyteller, μπορώ να πω την ιστορία μιας γυναίκας, ενός άνδρα ή ενός γαϊδουριού. Βρίσκομαι στη δουλειά του υποκρίνεσθαι. Είμαστε συνηθισμένοι σε πατριαρχικές συμπεριφορές, γι’ αυτό ξεπηδούν όλα αυτά τα κοινωνικά κινήματα.
Προσωπικά με ενδιαφέρουν οι σχέσεις εξουσίας και η Λίντια, που είναι ένα πρόσωπο που μου μιλούσε εδώ και καιρό, μας προτείνει μέσω του φύλου και της σεξουαλικότητάς της να δούμε ωμή την αλήθεια της δυναμικής της ισχύος, χωρίς τη συνηθισμένη μάσκα του λευκού στρέιτ άνδρα.
— Πόσο συμπεριλάβατε στις προθέσεις σας ή στον διάλογο των χαρακτήρων με τον κοινωνικό τους περίγυρο το ΜeΤoo;
Ένα από τα πρώτα πράγματα που μας απασχόλησαν είναι η χρονική τοποθέτηση της ιστορίας. Το σκάνδαλο που αποτελεί τον πυρήνα της πλοκής θα μπορούσε να είχε συμβεί επί Αριστοφάνη, στους ρωμαϊκούς χρόνους ή στην ελισαβετιανή περίοδο, αυτά συνέβαιναν πάντα, ακόμη και δέκα χρόνια προτού οργανωθούν τα κινήματα.
Τα όργανα της αυτοκαταστροφής της Λίντια συνθέτουν την κατασκευή της αφήγησής της. Θα ήταν απερισκεψία εκ μέρους μου να αγνοήσω ότι συμβαίνει στις μέρες μας, αλλά ειλικρινώς η άποψή μου δεν έχει σημασία και βασικά δεν είναι το θέμα της συγκεκριμένης ταινίας. Έχει να κάνει με την αυτοκτονική συντριβή ενός ανθρώπου με βάση τη διαδρομή και τις αποφάσεις του, για καλό ή για κακό. Αφορά την εξουσία και όχι την αντίδραση στην κατάχρησή της.
— Η ταινία ξεκινά με μια συζήτηση μεταξύ ενός δημοσιογράφου και της Λίντια Ταρ, εστιάζοντας σε συνθέτες εβραϊκής καταγωγής;
Η Λίντια έχει εμμονή με τον Λέναρντ Μπέρνσταϊν, έτσι ξεκινά η ταινία. Είχαμε πολλούς σπουδαίους συνθέτες εβραϊκής καταγωγής και μόνο μερικοί κατάφεραν να σωθούν στο τσακ από το ναζιστικό καθεστώς και να αποδράσουν στην Αμερική. Ιδιοφυείς καλλιτέχνες όπως ο Στάινερ ή ο Κόρνγκολντ, που βρήκαν καταφύγιο στην κινηματογραφική βιομηχανία, ακόμη και μετά τον πόλεμο ήταν αποκλεισμένοι από τις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές ορχήστρες, μόνο και μόνο επειδή τους είχαν συμπεριλάβει στα κατάστιχά τους ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι, και ελάχιστοι συσχέτιζαν την παράλογη προγραφή με τον φασισμό – μόνο πρόσφατα αποκαταστάθηκε η αδικία.
Μιλώντας για έναν μοντέρνο κλασικό, όπως ο Μάλερ, και σκοπεύοντας να ερμηνεύσει διαφορετικά το έργο του διευθύνοντάς το, η Ταρ δεν θα μπορούσε να μην αναφερθεί στην εβραϊκότητά του.
— Υπήρξαν σκηνές που σαν χαροποίησαν ιδιαίτερα ή σας τρόμαξαν;
Ό,τι γυρίσαμε με τη Φιλαρμονική της Δρέσδης περιλάμβανε 95 σεταρίσματα της κάμερας. Από το πολύ πλανάρισμα νόμιζα πως θα αφήναμε την τελευταία μας πνοή στο στούντιο! Και δεν γνωριζόμασταν καλά με το συνεργείο και τους μουσικούς. Η υλοποίηση με ικανοποίησε βαθύτατα, ένιωσα περίφημα που ανταποκριθήκαμε σε τέτοιες απαιτήσεις: τα δώσαμε όλα και εξαντληθήκαμε.
Η ταινία «Tar» κάνει πρεμιέρα στους ελληνικούς κινηματογράφους στις 9 Φεβρουαρίου.