Ο Μαρσέλ Προυστ στο «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» κάνει τουλάχιστον δεκαέξι αναφορές στα φορέματα του Ισπανού Μαριάνο Φορτούνι, ο οποίος δεν επιθυμούσε να συγκρίνεται με τους μόδιστρους της εποχής, αφού, κατά την άποψή του, δεν δημιουργούσε μόδα αλλά «φορέσιμη τέχνη».
Το 1907, το πτυχωτό του φόρεμα «Delphos pleated dress», εμπνευσμένο από τον χιτώνα του Ηνιόχου των Δελφών, λατρεύτηκε από τις τολμηρές ντίβες της εποχής, όπως η Ισιδώρα Ντάνκαν, η οποία ήταν και η πρώτη που κυκλοφόρησε με αυτό στον δρόμο, ενώ αρχικά είχε χαρακτηριστεί tea gown, δηλαδή ένδυμα για το τσάι.
Ο Πολ Πουαρέ, φίλος των κυβιστών ζωγράφων του λόφου της Μονμάρτρης, ήταν εκείνος που κατάργησε τον κορσέ, έφερε στη μόδα τον οριενταλισμό των Ρωσικών Μπαλέτων και φόρεσε στις γυναίκες φερετζέ και τουρμπάνια· η μικροσκοπική Μαντλέν Βιονέ διοχέτευσε στη ραφή το πάθος της για τη γεωμετρία και ονομάστηκε «Ευκλείδης της ραφής», ενώ η λιτότητα των υλικών και η βασική χρωματική παλέτα της Κοκό Σανέλ θεωρήθηκαν ως το πιο θερμό καλωσόρισμα του χώρου της μόδας προς το αναδυόμενο κίνημα του μοντερνισμού.
Η μόδα του 20ού αιώνα προσαρμόστηκε στα δεδομένα κάθε εποχής, αντέγραψε και αντιγράφηκε, στροβιλίστηκε στα σαλόνια, πληγώθηκε στους πολέμους και αντιστάθηκε στους λασπωμένους δρόμους. Σήμερα, ως η δεύτερη πιο ρυπογόνα βιομηχανία του πλανήτη, η μόδα αναμένεται να κερδίσει το στοίχημα της δικής της εποχής.
Το αντίπαλο δέος της Σανέλ την περίοδο του Μεσοπολέμου, η Έλσα Σκιαπαρέλι, σε συνεργασία με τον φίλο της Σαλβατόρ Νταλί, μπόλιασε με μπόλικο σουρεαλισμό τις κολεξιόν της. Είχε προηγηθεί η Ουκρανή ζωγράφος Σόνια Ντελονέ με το abstract βιομηχανικό σχέδιο και το φόρεμα-ποίημα που είχε επιρροές από το κίνημα dada.
To 1965, έξι κοκτέιλ φορέματα του Ιβ Σεν Λοράν θα κατέβαζαν στην πασαρέλα το κίνημα De Stijl του Piet Mondrian και την έναρξη της τάσης του colour blocking.
Από τη χαραυγή του 20ού αιώνα και την άνθηση της art nouveau ως το τέλος του, με τις εικαστικές εγκαταστάσεις των σχεδιαστικών ντεφιλέ και τη cyber οπτική του διαδικτύου, καλλιτεχνικά κινήματα, πόλεμοι και επαναστάσεις, μουσική, λογοτεχνία, ποίηση, φιλοσοφία, σινεμά και κοινωνικός ακτιβισμός ήταν τα γεγονότα που με τα υφάδια τους έπλεξαν το παγκόσμιο ρούχο της ανθρωπότητας.
Η μόδα του 20ού αιώνα προσαρμόστηκε στα δεδομένα κάθε εποχής, αντέγραψε και αντιγράφηκε, στροβιλίστηκε στα σαλόνια, πληγώθηκε στους πολέμους και αντιστάθηκε στους λασπωμένους δρόμους. Σήμερα, ως η δεύτερη πιο ρυπογόνα βιομηχανία του πλανήτη, η μόδα αναμένεται να κερδίσει το στοίχημα της δικής της εποχής.
Αυτή την περιπετειώδη διαδρομή των ρούχων που φοράμε και σήμερα και άλλων, που, ξεχασμένα σε μπαούλα ή σε γυάλινες βιτρίνες μουσείων, μας θυμίζουν την πορεία μιας ολόκληρης κοινωνίας στην ιστορία της ανθρωπότητας, περιγράφει μέσω γλαφυρών μικρών ιστοριών, ερευνώντας την επίσημη ιστορία, μέσα από φανερές και κρυφές βελονιές, στο βιβλίο «Βελονιές της Πρωτοπορίας» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, η συγγραφέας Ζέφη Κόλια, μιλώντας για τις πρωτοπορίες, τους μόδιστρους, τις υποκουλτούρες, τα κινήματα και τις μόδες του δρόμου που διαμόρφωσαν την ενδυματολογική αισθητική του 20ού αιώνα. Έχετε αναρωτηθεί ποτέ πόσο πολύ άλλαξαν τα κινήματα τη μόδα;
«Οι σχεδιαστές προσάρμοζαν τις φόρμες και τις γραμμές των ρούχων σύμφωνα με τις εκάστοτε κοινωνικές απαιτήσεις, που συχνά εκφράζονταν μέσα από κινηματικές διαδικασίες, είτε αυτές αφορούσαν εικαστικές και καλλιτεχνικές πρωτοπορίες (art nouveau, art deco, dada, σουρεαλισμός, pop art), είτε μουσικά κινήματα (jazz, swing, rock’n’roll, punk, goth, grunge, hiphop), είτε τον κοινωνικό ακτιβισμό, π.χ. τις σουφραζέτες και αργότερα τα φεμινιστικά κινήματα και το LGBTQΙ+, που τότε ονομαζόταν gay movement, αλλά και τους αντιπολεμικούς και αντιρατσιστικούς αγώνες, το περιβαλλοντικό κίνημα και τις εξεγέρσεις της νεολαίας.
Υπήρξαν επίσης και οι τολμηροί πιτσιρικάδες που έκαναν αντίσταση μέσω της εμφάνισής τους σε καιρό πολέμου, όπως οι Γάλλοι zazous, οι Γερμανοί swingjugend και οι Αφροαμερικανοί zoot-suiters. Πολλοί σχεδιαστές, με το αυτί στα πεζοδρόμια, έπιαναν τον παλμό του δρόμου και τον μετουσίωναν σε νέες τάσεις της μόδας», λέει η Ζέφη Κόλια που στο βιβλίο αφηγείται, ανάμεσα σε άλλες, την ιστορία μιας ξύλινης γραβάτας και των ξύλινων παπιγιόν των χίπστερ.
Παρίσι, 1905. Ο ζωγράφος Μoρίς ντε Βλαμένκ κυκλοφορεί στα σοκάκια του λόφου της Μονμάρτρης ντυμένος με καρό τουίντ κουστούμι, καπέλο με φτερό παπαγάλου και πολύχρωμη ξύλινη γραβάτα. Ο ποιητής Γκιγιόμ Απολινέρ τού εκφράζει τον θαυμασμό του για τη γραβάτα του, η οποία έχει διπλή χρήση: ως κλομπ σε περίπτωση καβγά και ως βιολί όταν τη γυρίσεις ανάποδα, αφού, γρατζουνώντας τα τεντωμένα έντερα γάτας, βγάζει ένα φρικτό τρίξιμο.
Έναν αιώνα και καμιά δεκαριά χρόνια αργότερα ένας παρουσιαστής της τηλεόρασης εμφανίζεται στην οθόνη με ξύλινο παπιγιόν. Πρόκειται για ένα τρέντι αξεσουάρ, το οποίο εντάσσεται στη μόδα των χίπστερ. Αλλά οι αυθεντικοί χίπστερ έχουν πεθάνει μαζί με τον Τζακ Κέρουακ, τον Άλεν Γκίνσμπεργκ και το μπιτ κίνημα.
Τι είναι αυτό που συνδέει την ξύλινη γραβάτα του Βλαμένκ με το ξύλινο παπιγιόν του τηλεπαρουσιαστή; Μάλλον μόνο ο λαιμός.
Τα κινήματα έδιναν πάντα στη μόδα ένα χτύπημα, ή ένα φιλί, για να προχωρήσει και εκείνη με τη σειρά της ανταπέδωσε τον τόνο της ελευθερίας με απίθανη φαντασία, τρομερή ευρηματικότητα, λίγο νάζι και πολύ πάθος.
«Οι αγώνες που έκαναν οι σουφραζέτες στις αρχές του αιώνα, μαζί με κάποιους μοντερνιστές μόδιστρους, έστειλαν στον αγύριστο τον κορσέ που κακοφόρμιζε το γυναικείο σώμα για αιώνες. Ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος για πρακτικούς λόγους ανέβασε το μήκος της φούστας, έδωσε στις γυναίκες τα πρώτα παντελόνια και τις υποχρέωσε να κόψουν τα μαλλιά τους. Ο Μεσοπόλεμος και η τρέλα της τζαζ έφεραν ελευθερία στην κίνηση αλλά και στις συμπεριφορές των γυναικών. Ο Β' Παγκόσμιος έδωσε τη γραμμή utility με τις ολόσωμες φόρμες, τα jumpsuits, τις τσάντες ώμου αλλά και τα παπούτσια με πλατφόρμες από φελλό. Η μεταπολεμική κοινωνία γέννησε τους teddy boys, το rock’n’roll και το μπίτνικ στυλ αλλά και το εμβληματικό new look του Dior, μια κραυγή για θηλυκή πολυτέλεια μετά τη φρίκη του πολέμου. Τα ανατρεπτικά sixties με τους mods, την Beatlemania, την pop art και κυρίως το μίνι εκτόξευσαν τη μόδα της νεολαίας σε άλλα επίπεδα, συχνά διαστημικά, με τους σχεδιαστές της Space Age. H σεξουαλική απελευθέρωση, ο κοινωνικός ακτιβισμός και οι υποκουλτούρες κάθε εποχής έδιναν συνεχώς νέα στοιχεία στη σημειολογία της μόδας, όπως το style activism, το hippie look, τα χάρτινα φορέματα, το punk, το γυναικείο powersuit των '80s, το αντισυστημικό grunge και πολλά ακόμα. Η τελευταία επανάσταση του αιώνα σχετίστηκε με την έλευση του διαδικτύου και την Υ2Κ fashion, μια μείξη της ποπ κουλτούρας του millennium με το κυβερνοδιάστημα και την τεχνολογία της εποχής. Ακριβώς αυτή η τάση είναι ξανά στην μόδα και σήμερα», λέει η Ζέφη Κόλια.
«Πρέπει να θυμηθώ να γράψω για τα ρούχα μου την επόμενη φορά που θα έχω την παρόρμηση να γράψω. Η αγάπη μου για τα ρούχα με ενδιαφέρει βαθιά: μόνο που δεν είναι αγάπη – και πρέπει να ανακαλύψω τι είναι», γράφει η Βιρτζίνια Γουλφ στο ημερολόγιό της το 1925.
Αποσπάσματα από το βιβλίο, ένας φόρος τιμής σε πρωτοπόρους μόδιστρους των αρχών του 20ού αιώνα
Τσαρλς Φρέντερικ Γουόρθ
Αν και το Παρίσι ήταν ανέκαθεν το κέντρο της μόδας του δυτικού κόσμου, ο ιδρυτής της υψηλής ραπτικής (haute couture) ήταν Βρετανός. Ο Τσαρλς Φρέντερικ Γουόρθ μετακόμισε από το Λονδίνο στο Παρίσι με ελάχιστα χρήματα στην τσέπη, σε ηλικία μόλις είκοσι ετών. Εκεί κατόρθωσε να ιδρύσει τον πιο καινοτόμο και επιτυχημένο οίκο μόδας στα τέλη του 19ου αιώνα. Το 1860 τον επέλεξε ως προσωπικό της μόδιστρο η αυτοκράτειρα Ευγενία, σύζυγος του Ναπολέοντα Γ', η οποία τον σύστησε στην ευρωπαϊκή αριστοκρατία. Με όραμα για την ιδανική γυναίκα και έμπνευση που πήγαζε από την αγάπη του για τις καλές τέχνες και τα πολυτελή υφάσματα, υπήρξε σκαπανέας ενός νέου σχεδιαστικού ύφους για τις κυρίες της αριστοκρατικής ελίτ που αποτελούσαν την πελατεία του. Η σύζυγός του, Μαρί Αυγουστίν Βερνέ, δειγμάτιζε στις πελάτισσες τις δημιουργίες του House of Worth και θεωρείται το πρώτο ζωντανό μανεκέν. Το «σαλόνι» του περιελάμβανε επίσης νεωτεριστικά τμήματα σπορ ένδυσης και ρούχων εγκυμοσύνης. Τα δοκιμαστήρια ήταν δωμάτια επενδυμένα με βελούδο, μετάξι ή μπροκάρ, ενώ υπήρχε και μια υποφωτισμένη αίθουσα, ώστε οι πελάτισσες να προβάρουν τις τουαλέτες τους που θα φόραγαν στο θέατρο ή στην όπερα σε συνθήκες προσομοίωσης.
Μαντάμ Ζαν Πακέν
Η μαντάμ Ζαν Πακέν ήταν η πρώτη γυναίκα που γνώρισε διεθνή φήμη στον κόσμο της μόδας. Η σχεδιαστική αισθητική της με τα ανάλαφρα φορέματα, τα κομψά γιλέκα και τις αέρινες μπέρτες γοήτευσε τις κυρίες που ήθελαν να ξεφύγουν από το βαρύγδουπο βικτοριανό ύφος. Η καινοτομία της ανταμείφθηκε με τον διορισμό της ως υπεύθυνης διοργανώτριας στο τμήμα μόδας της Διεθνούς Έκθεσης Παρισιού του 1900, προκαλώντας απανωτά κύματα ζήλιας στους άνδρες συναδέλφους της. Το 1907, στη συλλογή της Imperio Collection συμπεριέλαβε πρωτοποριακά στοιχεία της art nouveau, παρουσιάζοντας, μεταξύ άλλων, τη γιαπωνέζικου στυλ κάπα της.
Πολ Πουαρέ
(…) Όταν ο Πουαρέ αποφάσισε να παντρευτεί, διάλεξε τη νεαρή Ντενίζ, μια άσημη κοπελίτσα της παλιάς του γειτονιάς, την οποία μεταμόρφωσε σε ιέρεια του στυλ. Κάθε της εμφάνιση έκανε πάταγο, δίνοντας άφθονη τροφή σε κουτσομπολιά. Στη θεατρική παράσταση «Μιναρές» λάνσαρε το τουρμπάνι με λοφίο, που θεωρήθηκε σχεδόν ιεροσυλία: το τουρμπάνι είχε να εμφανιστεί στο Παρίσι από τον 18ο αιώνα, που ήταν σήμα-κατατεθέν της ρηξικέλευθης Μαντάμ Ντε Σταλ. Η Ντενίζ Πουαρέ πήρε τη σκυτάλη από την ανατρεπτική συγγραφέα και τοποθέτησε το τουρμπάνι στα πιο σικ αξεσουάρ μόδας.
(...) Σύντομα τον λάτρεψαν τόσο οι τολμηρές κυρίες της μπουρζουαζίας όσο και οι μποέμ καλλιτέχνες της Πρωτοπορίας. Ο Πουαρέ, εξάλλου, ήταν ο πρώτος μεγαλοαστός ράφτης που πάτησε το κομψό παπούτσι του στον λόφο της Μονμάρτρης, σ’ εκείνο το μικρό χωριό του Παρισιού όπου είχαν βρει καταφύγιο οι πιο αλλόκοτοι, εκκεντρικοί –αλλά ακόμα άφραγκοι και ανέστιοι– καλλιτέχνες όχι μόνο της Γαλλίας αλλά και ολόκληρης της Ευρώπης. Ο Πουαρέ ανηφόριζε με τα πόδια ως την κορυφή του λόφου, θαυμάζοντας στον υπερθετικό τα πάντα γύρω του: τα καμπαρέ, τις χορεύτριες, τα κακόφημα ξενοδοχεία, τις κοκότες, τις παράγκες, τα καπηλειά, τα αμπέλια, τους ανεμόμυλους. Όλα τα έβρισκε έξοχα, θαυμάσια, μοναδικά. Κυρίως τους καλλιτέχνες της οδού Ραβινιάν, που τον εντυπωσίαζαν με την εμπρηστική τρέλα και τα παλαβά τους ντυσίματα: ο Αντρέ Ντερέν, πιστός στη ζωγραφική του, είχε υιοθετήσει τη χρωματική παλέτα των φοβ (fauve): πράσινο κουστούμι, κόκκινο γιλέκο, κίτρινα παπούτσια, καρό παλτό. Ο έτερος φοβιστής Μορίς ντε Βλαμένκ λάνσαρε την περίφημη ξύλινη γραβάτα διπλής όψεως που χρησιμοποιούσε και ως μουσικό όργανο ή όπλο στους μεθυσμένους καβγάδες τους∙ ο Πάμπλο Πικάσο προτιμούσε την μπλε φόρμα των σιδηρουργών, που άντεχε στη βρόμα, κόκκινο πουκάμισο με βούλες, εσπαντρίγιες και κασκέτο, ενώ ο ποιητής Μαξ Ζακόμπ έκανε την εμφάνισή του σε σικ δείπνα με μεταξωτό μανδύα, ημίψηλο καπέλο και κουστούμι σαλτιμπάγκου. Αντίθετα, ο Γκιγιόμ Απολινέρ ντυνόταν πάντα κλασικά, όπως και ο Ίταλός Αμεντέο Μοντιλιάνι, ο οποίος πάντα ξεχώριζε χάρη στη λατινική του ομορφιά και στην κομψότητα των ρούχων του.
Μαντλέν Βιονέ
H μικροσκοπική Γαλλίδα Μαντλέν Βιονέ υπήρξε μαχήτρια και πρωτοπόρος της ραφής που επηρέασε τους πιο διάσημους σχεδιαστές του εικοστού αιώνα.
(...) «Βασικά συγκαταλέγομαι στους εχθρούς της μόδας» υποστήριζε, αφού γνώμονας της δουλειάς της δεν ήταν οι πωλήσεις αλλά η τελειότητα. Αναζήτησε την ισορροπία μεταξύ της κλασικής ομορφιάς και των αναλογιών του γυναικείου σώματος και επανέφερε στη φόρμα τη λιτότητα της αρχαίας γλυπτικής, κάτι που εντυπωσίασε και κέρδισε τον σεβασμό όλων. Στη Βιονέ οφείλει η διεθνής ενδυματολογία το λεγόμενο «λοξό κόψιμο» (bias cut) του υφάσματος, γι’ αυτό και χαρακτηρίστηκε «Queen of the bias cut» και «Ευκλείδης της ραφής». Ο τρόπος κοπής της πάνω σε ανάλαφρα υφάσματα, όπως σατέν, σιφόν και μουσελίνες, έδωσε ρευστές δημιουργίες, χαρίζοντας ανάγλυφη κίνηση στις γυναίκες που τις φόρεσαν.
Δεν συνήθιζε να σχεδιάζει σε χαρτί αλλά δημιουργούσε τη μινιατούρα του ρούχου σε μια ξύλινη κούκλα 80 εκατοστών, με τον ίδιο τρόπο που ο αρχιτέκτονας κατασκευάζει τη μακέτα του. Κόβοντας λαξευτά τα υφάσματα –όπως σκάλιζαν το μάρμαρο οι γλύπτες–, έφτιαξε ρούχα δωρικά που τόνιζαν την πλαστικότητα της γυναικείας σιλουέτας, θυμίζοντας αρχαιοελληνικές τοιχογραφίες ή παραστάσεις αγγείων. Το ρούχο της ήταν συνέχεια του κορμιού∙ ανάμεσα στις πτυχές του αποτυπώνονταν το φως, ο αισθησιασμός και οι σωματικές χάρες. Πολλοί ιστορικοί της μόδας θεωρούν ότι η ανάδειξη του σώματος μέσα από τη λοξή ραφή της μαντάμ Βιονέ έφερε την έννοια της κομψής σιλουέτας και τη μανία με τις δίαιτες. Η ίδια, συνεσταλμένη, ήσυχη και μακριά από τους προβολείς της δημοσιότητας, παρακολουθούσε μαθήματα γλυπτικής στη Σχολή Καλών Τεχνών και επισκεπτόταν συχνά την πτέρυγα αρχαιοτήτων του Λούβρου. Με οδηγό της το ένδυμα των αρχαίων Ελληνίδων, προσάρμοσε τον χιτώνα, τη χλαμύδα και το πέπλο σε ντραπέ δημιουργίες για τις πρωτοπόρες γυναίκες που είχαν απελευθερωθεί από τον κορσέ. Τα μοντέλα της περπατούσαν στην πασαρέλα ξυπόλυτα και χωρίς κορσέδες, δηλώνοντας το δικαίωμα στην ελευθερία της κίνησης.
Κοκό Σανέλ
«Μα πώς μπορεί να λειτουργεί ο εγκέφαλος κάτω από τόσα φτερά στρουθοκαμήλου;» αναρωτιέται η Γκαμπριέλ «Κοκό» Σανέλ, χλευάζοντας τα καπέλα της εποχής, και με όπλο το ψαλίδι, τη μεζούρα κι ένα τσιγάρο να κρέμεται μονίμως από το αυθάδικο στόμα της εισβάλλει στον κόσμο της μόδας, αποφασισμένη να ορίσει από την αρχή τους βασικούς νόμους της κομψότητας. Μια κάμαρα στην οδό Καμπόν 21, δυο βήματα από την κομψή πλατεία Βαντόμ, έγινε το πρώτο της καπελάδικο. Τα τσόχινα καπέλα με το στενό μπορ που πρότεινε ήταν τόσο εξωφρενικά λιτά και απέριττα, ώστε έγιναν αντικείμενο συζήτησης μεταξύ των γυναικών στις ιπποδρομίες, στα θέατρα και στις κοσμικές συναθροίσεις. Έξω από το μαγαζάκι με την ταμπέλα «Chanel Modes» άρχισαν να μαζεύονται οι πρώτες πελάτισσες, σπρωγμένες αρχικά από περιέργεια. Η μοντέρνα ματιά της σόκαρε, αλλά κέρδιζε τα βλέμματα. Άλλωστε, οι σύγχρονες γυναίκες δεν ήταν πλέον τα άπραγα πλάσματα που περίμεναν από τις καμαριέρες να τις ντύσουν ούτε περιφέρονταν μεταξύ μπουντουάρ και δεξιώσεων. Είχαν εξελιχθεί σε δραστήριες προσωπικότητες που διεκδικούσαν δυναμικά τη θέση τους στην κοινωνία και γίνονταν θέμα στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Στη Φινλανδία οι γυναίκες αποκτούσαν δικαίωμα ψήφου, η Μαρί Κιουρί τιμήθηκε με το Νόμπελ Χημείας, η πρώτη γυναίκα πιλότος πήρε το δίπλωμά της στην Αμερική.