ΣΤΗΝ ΚΑΘΟΛΙΚΗ (παγκόσμια) απαίτηση για πιο ανθρώπινους πολιτικούς, με όχι τόσο ξύλινη γλώσσα, υπάρχει ένα παράδοξο: όταν οι πολιτικοί κλαίνε, οι πολίτες, ανεξαρτήτως κομματικού προσανατολισμού, όχι απλώς δεν τους πιστεύουν, αλλά είτε μύχια είτε απολύτως ρητά, θεωρούν ότι εργαλειοποιούν την πλέον κοινή γλώσσα για την εκδήλωση του πόνου ή της συντριβής, το δάκρυ.
Το ότι χθες συνέβη αυτό εδώ, το ίσως αναμενόμενο, μοιραία δεν τοποθετήθηκε αποκλειστικά στο context της εθνικής τραγωδίας, αλλά στο ευρύτερο πλαίσιο της προεκλογικής περιόδου. Ωστόσο, δεν είμαστε εξαίρεση.
Όταν το 2008 η Χίλαρι Κλίντον έβαλε τα κλάματα, κατά τη διάρκεια της καμπάνιας της για την προεδρία των ΗΠΑ, πολλοί ήταν εκείνοι –πολίτες και δημοσιογράφοι– που είδαν σ’ αυτά τα δάκρυα ένα θεατρικό τρικ και ίσως μερικούς καλοπληρωμένους συμβούλους, που, κάπως σεξιστικά, τη συμβούλευσαν να χαλαρώσει, να δείξει τα συναισθήματά της για να κερδίσει τις γυναίκες ψηφοφόρους, να πάψει να δείχνει τόσο τετράγωνη, διαβασμένη και ορθολογίστρια.
Δεν είναι όλες οι πολιτικές σχολές υπέρ των δακρύων, ανεξαρτήτως της γνησιότητάς τους. Για πολλά think tanks τα δάκρυα και οι μη ελεγχόμενοι συναισθηματισμοί είναι δείγμα αδυναμίας του πολιτικού που, ενδεχομένως, να του στοιχίσουν την (επαν)εκλογή του, το αξίωμά του, τη σχέση εμπιστοσύνης με τους ψηφοφόρους του, που, αλίμονο, θέλουν κάποιον με πυγμή σε νευραλγικές θέσεις.
Αντίστοιχες συμβουλές είχε δεχθεί και ο σύζυγός της, Μπιλ Κλίντον, όταν εκφωνούσε εκείνον τον συναισθηματικό επικήδειο στην κηδεία των θυμάτων της βομβιστικής επίθεσης στο Οκλαχόμα Σίτι το 1995. Τα ελαφρώς δακρυσμένα μάτια και τα πανιασμένα από τον πόνο χείλη είχαν βοηθήσει τα μάλα στην αντιστροφή του πολιτικού κλίματος – υπέρ του, φυσικά.
Και στις δύο περιπτώσεις η συμβουλή ήταν σωστή, ωστόσο για τους πολιτικούς το δάκρυ πάει με δοσομετρητή. Πρέπει να ξέρουν πόσο (να δακρύσουν), πότε και για πόση ώρα, και αυτό δεν είναι ακριβώς εύκολη, στην επίλυσή της, εξίσωση. Ο άνθρωπος δεν είναι ρομπότ και ο πολιτικός που προσπαθεί να δείξει περισσότερο την ανθρώπινη πλευρά του δεν είναι προγραμματισμένος για τέτοιες υπερβάσεις.
Πηγαίνοντας λίγο πιο πίσω στον χρόνο και ρίχνοντας μια ματιά στην ιστορία των πολιτικών δακρύων, με πραγματική έκπληξη εντοπίζει κανείς ως «εισηγήτρια του κλάματος στην πολιτική» τη σκληρή, άκαμπτη Μάργκαρετ Θάτσερ. Παρά τη λαϊκή αντίληψη ότι η Θάτσερ ήταν κάποια που άρπαζε το γάλα των μωρών των Άγγλων («Thatcher, Thatcher, milk snatcher», έλεγε το σύνθημα του 1971, όταν η Θάτσερ από τη θέση της υπουργού Παιδείας διέκοψε το πρόγραμμα παροχής δωρεάν γάλακτος στα δημοτικά σχολεία της χώρας), η ίδια είχε παραδεχθεί ότι άπειρες φορές έκλαψε ιδιωτικώς, ενώ δεν δίστασε να δακρύσει και δημοσίως.
Αυτό συνέβη το 1985, κατά τη διάρκεια τηλεοπτικής συνέντευξής της στη Μίριαμ Στόπαρντ. Εκεί, δάκρυσε αφηγούμενη το τέλος της πολιτικής καριέρας του πατέρα της, Γκράνθαμ, όμως, μέχρι σήμερα, οι επικριτές της δεν είναι σίγουροι ότι δεν επρόκειτο για δάκρυα που στόχος τους δεν ήταν το να μαλακώσει η εικόνα της «αρρενωπής, σκληροτράχηλης Θάτσερ».
Επίσης, αξίζει να σημειωθεί ότι δεν είναι όλες οι πολιτικές σχολές υπέρ των δακρύων, ανεξαρτήτως της γνησιότητάς τους. Για πολλά think tanks τα δάκρυα και οι μη ελεγχόμενοι συναισθηματισμοί είναι δείγμα αδυναμίας του πολιτικού που, ενδεχομένως, να του στοιχίσουν την (επαν)εκλογή του, το αξίωμά του, τη σχέση εμπιστοσύνης με τους ψηφοφόρους του, που, αλίμονο, θέλουν κάποιον με πυγμή σε νευραλγικές θέσεις.
Ωστόσο, σχεδόν πάντα εκλαμβάνονται ως αληθινά τα δάκρυα ήττας ή πολιτικού «τέλους εποχής», όπως για παράδειγμα τα δάκρυα της πρώην πρωθυπουργού της Βρετανίας Τερέζα Μέι κατά την τελευταία ημέρα της στο τιμόνι της χώρας το 2019 ή τα δάκρυα της πρώην πρωθυπουργού της Νέας Ζηλανδίας Τζασίντα Άρντερν πριν από περίπου δύο μήνες, όταν αποφάσιζε να παραιτηθεί από το πρωθυπουργικό αξίωμα για προσωπικούς λόγους.
Στην Ελλάδα, πάλι, πόσες φορές είχαμε την ευκαιρία να δούμε έναν πολιτικό να κλαίει, όχι γιατί είμαστε σαδιστές που απολαμβάνουν την ψυχική οδύνη του άλλου, αλλά γιατί πολύ απλά δεν έχουμε συνηθίσει σε τέτοιες συναισθηματικές εκδηλώσεις από την πολιτική ζωή του τόπου; Και φυσικά, ο λόγος δεν γίνεται για δάκρυα που προκάλεσαν απολύτως σεβαστές προσωπικές ή οικογενειακές περιπέτειες και θλιβερά συμβάντα, αλλά για δάκρυα συναίσθησης. Ας μετρήσουμε λίγο μερικές περιπτώσεις της τελευταίας 8ετίας:
• Τον Σεπτέμβριο του 2015, η Ζωή Κωνσταντοπούλου, κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης της Επιτροπής Αλήθειας Δημοσίου Χρέους στη Βουλή, βουρκώνει αναφερόμενη στο χρέος που φέρει στην πλάτη «κάθε μωρό αυτής της χώρας». «Κάθε μωρό αυτής της χώρας είναι χρεωμένο με 40.000 ευρώ γιατί με την εξουσιοδότηση υπογραφής του τρίτου μνημονίου η χώρα μας φορτώθηκε με άλλα 86 δισ. ευρώ σε δάνεια. 40.000 ευρώ για ένα μωρό δεν μπορεί να είναι δικαιοσύνη και δικαιούμαστε και υποχρεούμαστε να προστατεύσουμε και αυτά τα παιδιά και τις επόμενες γενιές και την αλήθεια και τη δημοκρατία», είχε πει τότε και ήταν το σημείο στο οποίο δεν κατάφερε να συγκρατήσει τα δάκρυά της.
• Τον Μάρτιο του 2015, ο πρώην πρωθυπουργός (Νέα Δημοκρατία) Αντώνης Σαμαράς αφήνει τα δάκρυά του να κυλήσουν μπροστά στην κάμερα, κατά τη διάρκεια συνεδρίασης της Πολιτικής Επιτροπής της Νέας Δημοκρατίας και ενώ περιέγραφε την υπερπροσπάθειά του όσο βρισκόταν στην ηγεσία του κόμματος. «Πάλευα 24 ώρες την ημέρα, δεν είχε σημασία ούτε το πρόβλημα στο μάτι μου, ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Εδώ ήταν η πατρίδα», θα πει τότε.
• Τον Μάιο του 2015, η πρώην βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Ραχήλ Μακρή ξεσπά σε δάκρυα μπροστά στην κάμερα, κατά τη διάρκεια της συμμετοχής της στις κινητοποιήσεις των εργαζομένων της ΕΡΤ. Φυσικά, δεν κατάφερε να αποφύγει το ερώτημα ενός εκ των εργαζομένων που απόρησε, λέγοντάς της χαρακτηριστικά «αν κλαις και εσύ, τότε εμείς τι να πούμε;»...
• Τον Οκτώβριο του 2021 υπήρξαν ίσως τα πιο ειλικρινή, υπερκομματικά δάκρυα στην πολιτική ζωή της χώρας και μάλιστα μέσα στην Ελληνική Βουλή. Είχε προηγηθεί η θλιβερή είδηση του θανάτου της προέδρου του ΚΙΝ.ΑΛ., Φώφης Γεννηματά, μία είδηση που «ένωσε» βουλευτές όλων των κομμάτων. (Για λίγο).
• Τον Μάιο του 2021, από δάκρυα συνοδεύτηκε και η τοποθέτηση της Άννας Καραμανλή της Νέας Δημοκρατίας και από το βήμα της βουλής, στη συζήτηση για τη συνεπιμέλεια, καθώς αναφέρθηκε στη δική της προσωπική εμπειρία (και ασχέτως των δακρύων που εν γένει έχει προκαλέσει το εν λόγω νομοσχέδιο).
• Τον Ιούλιο του 2022 και ενώ ο Έβρος φλέγεται, ο υπουργός Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας Χρήστος Στυλιανίδης κομπιάζει και δακρύζει, μιλώντας για την αυτοθυσία των πυροσβεστών κατά τη διάρκεια συνέντευξής του στο κανάλι «Δέλτα». «Εδώ στον Έβρο, επειδή μεγάλωσα στην Πράσινη Γραμμή», ξεκινά να λέει, «επειδή είμαστε ακρίτες», συνεχίζει και κάνει πίσω, ευχαριστώντας τη δημοσιογράφο, καθώς δεν μπορεί να συγκρατήσει τα δάκρυά του.
• Στις 2 Φεβρουαρίου του τρέχοντος έτους κάποια Μέσα κάνουν αναφορά στα «Δάκρυα της πολιτικής και πολιτειακής ηγεσίας στην κηδεία του υποσμηναγού» και φυσικά αναφέρονται στο «παρών» που έδωσαν πολιτικοί αρχηγοί, υπουργοί και βουλευτές των κομμάτων στην κηδεία του υποσμηναγού Μιχαήλ-Μάριου Τουρούτσικα στην Τρίπολη, μετά το τραγικό δυστύχημα με το Φάντομ. Στο κείμενο του σχετικού άρθρου διαβάζουμε για στιγμές συγκίνησης, πάντως, και όχι για δάκρυα.
Όπως και να 'χει, για χώρα με αρκετές τραγωδίες στα χρονικά της, από «ανθρώπινα λάθη» και από «φυσικές καταστροφές», για τόπο με ανθρώπους εκδηλωτικούς και πολιτικό σύστημα που προωθεί την πόλωση και τη μικροπολιτική, η πολιτική των δακρύων (ειλικρινών και αυθόρμητων ή εξαναγκασμένων και υπαγορευμένων) δεν επιστρατεύεται συχνά. Ίσως γιατί δεν έχει αποτέλεσμα – την ώρα του γενικού χαμού ποιος πραγματικά νοιάζεται αν βουρκώνει / δακρύζει / κλαίει ένας πολιτικός; Ωστόσο, κανείς δεν μπορεί να απαγορεύσει σε κανέναν να πενθεί, να ντρέπεται ή να αναλαμβάνει ευθύνες. Κι αυτό ανθρώπινο είναι όσο και πολιτικό. Απλώς αφορά σαφώς λιγότερους, τελικά.