Η γενική απάντηση είναι από λίγο έως πολύ δύσκολα αν δεν ανήκουν σε κάποιο χριστιανικό δόγμα. Οι καθολικοί, οι προτεστάντες, οι χριστιανοί άλλων ομολογιών όπως η Αιθιοπική ή η Αρμενική Εκκλησία είναι σίγουρα πιο «ευνοημένοι», δεν είναι όμως πολλοί αριθμητικά. Υπάρχουν επίσης στην πρωτεύουσα δύο συναγωγές, αλλά προφανώς αφορούν τους γηγενείς Ελληνοεβραίους και τους Εβραίους το θρήσκευμα επισκέπτες.
Η συντριπτική πλειονότητα των προσφύγων και των μεταναστών της τελευταίας δεκαπενταετίας, οπότε είχαμε τη δεύτερη και μεγαλύτερη προσφυγική κρίση ύστερα από αυτή που ακολούθησε την κατάρρευση του πρώην Ανατολικού Μπλοκ, είναι βέβαια μουσουλμάνοι –περισσότερο ή λιγότερο θρησκευόμενοι, δεν έχει σημασία εδώ– από τη Μέση και την Εγγύς Ανατολή ή την Αφρική. Παρότι, δε, πρόκειται για τη μεγαλύτερη μη χριστιανική κοινότητα της Αττικής με διαφορά, με τον αριθμό των μελών της να υπολογίζεται σε πάνω από 300.000 ψυχές, εξυπηρετείται σήμερα από ένα (!) μόνο «κανονικό» τέμενος.
Ο λόγος για το τζαμί του Βοτανικού, το οποίο για να καταφέρει να οικοδομηθεί και να λειτουργήσει πέρασε από χίλια κύματα –γραφειοκρατικά κωλύματα, νομοθετικές ρυθμίσεις επί ρυθμίσεων, δικαστικές προσφυγές, κατάληψη του οικοπέδου από «αγανακτισμένους πολίτες» κ.λπ.– και τελικά αποπερατώθηκε τον Νοέμβριο του ’20, χωρίς όμως τον χαρακτηριστικό μιναρέ. Ξένες κυβερνήσεις με προεξάρχουσα της Σαουδικής Αραβίας είχαν προθυμοποιηθεί να χρηματοδοτήσουν την ανέγερση μουσουλμανικών λατρευτικών χώρων, π.χ. ο πρώτος σχεδιαζόταν να ανεγερθεί στην Παιανία από το 2000, αλλά «σκόνταψε» στις αντιδράσεις τόσο της Εκκλησίας όσο και των περιοίκων.
Η ελληνική πολιτεία δεν αποδέχθηκε μεν (μάλλον καλώς) την προσφορά, ούτε όμως ανέλαβε η ίδια κάποια περαιτέρω σχετική πρωτοβουλία πέρα από την αδειοδότηση τριών ακόμα από τα δεκάδες αυτοσχέδια τζαμιά που υπάρχουν στο κέντρο και την ευρύτερη περιφέρεια της πρωτεύουσας. Ορισμένα από αυτά, μάλιστα, έχουν υποστεί εμπρηστικές και άλλες επιθέσεις από ακροδεξιά στοιχεία στο παρελθόν (Άγιος Παντελεήμονας 2009, Αττική 2010), χωρίς ευτυχώς να υπάρξουν θύματα πέρα από ζημιές και μικροτραυματισμούς.
Δυσκολευόμαστε, κατά συνέπεια, είτε να εκλάβουμε κάποιον μη ορθόδοξο και πολύ περισσότερο κάποιον αλλόθρησκο ως ισότιμο συμπολίτη μας, ακόμα και αν έχει λάβει ή σκοπεύει να λάβει την ελληνική ιθαγένεια, είτε να ανεχτούμε τη δημόσια έκφραση άλλων θρησκευτικών πιστεύω, εκδηλώσεων και πρακτικών.
Το πρώτο σύγχρονο αθηναϊκό τέμενος έχει έκταση 1.000 τ.μ. και περιλαμβάνει δύο λατρευτικούς χώρους, έναν μεγάλο για άνδρες κι έναν αρκετά μικρότερο για γυναίκες – μπορεί να χωρέσει έως 350 άτομα τη φορά, που δεν τα λες και πολλά.
Το συγκρότημα περιλαμβάνει γραφεία, βοηθητικούς χώρους και μια παραδοσιακή κρήνη. Το Δ.Σ. του διορίζεται από το υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων ύστερα από προτάσεις που υποβάλλουν όλες οι μουσουλμανικές κοινότητες. Περιλαμβάνει δύο τακτικά και δύο αναπληρωματικά μέλη αραβικής καταγωγής και άλλα τέσσερα αντίστοιχα πακιστανικής, εκπρόσωπο του υπουργείου Παιδείας, του δήμου Αθηναίων και του υπουργείου Οικονομικών. Ο ιμάμης έχει ελληνική ιθαγένεια, διετή θητεία και πληρώνεται από το ελληνικό Δημόσιο όπως και οι λοιποί υπάλληλοι του χώρου.
Ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα είναι αυτό των ταφών, εφόσον μουσουλμανικό κοιμητήριο δεν υπάρχει στην Αττική – ο ειδικός χώρος που ήταν να δημιουργηθεί στο Δημοτικό Κοιμητήριο του Σχιστού, έχοντας και τη σύμφωνη γνώμη της Εκκλησίας που τον είχε παραχωρήσει από το 2005, δεν έχει αρχίσει ακόμα να λειτουργεί κανονικά, λόγω της γραφειοκρατίας αφενός, της έλλειψης πολιτικής βούλησης αφετέρου.
Οι οικείοι των εκλιπόντων μουσουλμάνων θα πρέπει να τους στείλουν είτε στη δυτική Θράκη είτε στις χώρες προέλευσής τους με τη διόλου αμελητέα οικονομική επιβάρυνση που συνεπάγεται αυτό – υπολογίζεται από 1.500 έως και πάνω από 3.000 ευρώ, ανάλογα με την περίπτωση. Κάποιες μεταναστευτικές κοινότητες και ορισμένες πρεσβείες, όπως αυτή του Πακιστάν, συμβάλλουν οικονομικά όταν χρειάζεται, όμως δεν έχουν όλοι τις ίδιες δυνατότητες ούτε τις ίδιες υποστηρικτικές δομές.
Το Γ’ Νεκροταφείο Αθηνών είναι σήμερα ο μόνος χώρος όπου μπορούν να ταφούν αλλόθρησκοι, άποροι ή αγνώστων στοιχείων νεκροί. Μάλιστα έχει συμβεί να ταφούν παράτυπα σε χριστιανικά νεκροταφεία μουσουλμάνοι, π.χ. στην περίπτωση του άτυχου παιδιού της οικογένειας Φαγκίρι που είχε λάβει διαστάσεις και έγινε θέμα και στη LiFO. Υπόψη ότι το Ισλάμ, σε αντίθεση με τον χριστιανισμό, δεν επιτρέπει την εκταφή των νεκρών με την πάροδο του χρόνου.
Τέλος, όσοι επιθυμούν καύση, είτε επειδή είναι άθεοι είτε για λόγους ανεξάρτητους από το θρήσκευμά τους, λειτουργεί από τον Σεπτέμβριο του ’19, επίσης μετά από αρκετές καθυστερήσεις και αναβολές, το αποτεφρωτήριο της Ριτσώνας. Πριν οι ενδιαφερόμενοι έπρεπε να απευθυνθούν σε χώρες όπου αυτή ήταν εφικτή, όπως η γειτονική Βουλγαρία.
Γενικώς ειπείν, παρά τις προόδους που συντελέστηκαν τα τελευταία χρόνια, η Αθήνα εμφανίζεται ως μία από τις λιγότερο ανεκτικές στη θρησκευτική –και όχι μόνο, αλλά αυτό είναι άλλο ζήτημα– διαφορετικότητα ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Πόσους μη χριστιανικών δογμάτων και ομολογιών ναούς διαθέτει, αλήθεια, αυτή η πόλη;
Καμία έκπληξη για τους γνωρίζοντες την ελληνική πραγματικότητα, βεβαίως. Διότι μπορεί σήμερα να γελάμε με το χουντικό σλόγκαν «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών», ωστόσο οι Έλληνες (και κατ’ επέκταση οι Αθηναίοι) εμφανιζόμαστε αφενός να έχουμε αρκετά υψηλότερα ποσοστά πίστης και θρησκευτικής συνείδησης από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, με πάνω από οκτώ στους δέκα να αυτοπροσδιορίζονται ως χριστιανοί ορθόδοξοι σύμφωνα και με τις πιο πρόσφατες έρευνες των Pew και Κάπα Research, αφετέρου τρεις στους τέσσερις εξακολουθούμε να θεωρούμε την ορθοδοξία αδιαχώριστο συστατικό της εθνικής μας ταυτότητας.
Δυσκολευόμαστε, κατά συνέπεια, είτε να εκλάβουμε κάποιον μη ορθόδοξο και πολύ περισσότερο κάποιον αλλόθρησκο ως ισότιμο συμπολίτη μας, ακόμα και αν έχει λάβει ή σκοπεύει να λάβει την ελληνική ιθαγένεια, είτε να ανεχτούμε τη δημόσια έκφραση άλλων θρησκευτικών πιστεύω, εκδηλώσεων και πρακτικών.
Αυτό βέβαια σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό και με την «ελληνική ιδιαιτερότητα» των στενών έως... ασφυκτικών σχέσεων κράτους και Εκκλησίας, που είναι πολύ στενότερες απ’ ό,τι στις ελάχιστες άλλες ευρωπαϊκές χώρες που διατηρούν ένα ανάλογο θεσμικό καθεστώς, εκτός ίσως από το Βατικανό. Αποτελεί, εντούτοις, αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι πλέον εκατοντάδες χιλιάδες Αθηναίοι, αλλοδαποί αλλά και ομοεθνείς, είτε πιστεύουν σε άλλους θεούς είτε σε κανέναν, κάτι που αυτόματα τους καθιστά πολίτες «β’ διαλογής» για το επίσημο αφήγημα.
Μία ακόμα μεταναστευτική κοινότητα που διαθέτει αναγνωρισμένους επίσημα λατρευτικούς χώρους είναι των Σιχ. Σημείο αναφοράς της μικρής –αριθμεί περί τα 10.000-12.000 άτομα πανελλαδικά–, αλλά δυναμικής αυτής κοινότητας είναι από το 2005 ο ναός (gurundwara) τους στον Ταύρο. Εκεί κάθε 25η Δεκεμβρίου γιορτάζουν δημόσια τον δέκατο και πλέον εμβληματικό τους γκουρού με τον πολύ ιδιαίτερο τρόπο τους και τις φανταχτερές τους στολές. Το σύνολο σχεδόν των Ινδών μεταναστών στην Ελλάδα, περί το 95%, είναι Σιχ με καταγωγή από το Πουντζάμπ, την Πενταποταμία των αρχαίων.
Επιπλέον, δημόσιος είναι ήδη εδώ και αρκετά χρόνια, παρά τις κατά καιρούς αντιδράσεις, ο ετήσιος εορτασμός της Ασούρα που διοργανώνουν σιίτες μουσουλμάνοι, κυρίως Πακιστανοί, στον Πειραιά (στην οδό Δήμητρος, όπου διατηρούν και αυτοσχέδιο λατρευτικό χώρο, αλλά πλέον και στο Περιστέρι), με τους πιστούς να αυτομαστιγώνονται και να θρηνούν ημίγυμνοι, μιμούμενοι έτσι τα πάθη του Χουσεΐν, εγγονού του προφήτη Μωάμεθ, ο οποίος σκοτώθηκε στη μάχη της Καρμπάλα το 680 μ.Χ. και έκτοτε αποτελεί κεντρικό πρόσωπο της ομολογίας τους.
Άλλοι σιίτες προκρίνουν ένα πιο διακριτικό πένθος, γεγονός είναι πάντως ότι και η «ακραία» αυτή πρακτική έχει γίνει πια αποδεκτή, δείγμα ότι τελικά η πόλη αυτή μπορεί και πρέπει να μας χωράει όλους.
Οι φωτογραφίες του Τάσου Βρεττού είναι από την έκθεση Τ(ρ)όποι Λατρείας που έγινε στο Μουσείο Μπενάκη το Νοέμβριο του 2015.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.