Γεννήθηκα στις 29 Μαΐου του 1965 στην πόλη Zalishchyky της βορειοδυτικής Ουκρανίας, κοντά στα σύνορα με τη Μολδαβία. Ο πατέρας μου ασχολούνταν με το εμπόριο, αλλά δυστυχώς τον έχασα σε μικρή ηλικία. Η μητέρα μου εργαζόταν ως διευθύντρια σε ένα εμπορικό κέντρο και είχε υπό την ευθύνη της έναν μεγάλο αριθμό καταστημάτων, χώρους εστίασης και αναψυχής. Τα παιδικά μου χρόνια ήταν όμορφα αλλά και μετρημένα. Από τη μια η οικογενειακή θαλπωρή και η παιδική αθωότητα και απ’ την άλλη οι συνεχείς διώξεις, η καθημερινή υποταγή και η έλλειψη προσδοκιών, μια πορεία γεμάτη δοκιμασίες. Το όνειρό μου ήταν να σπουδάσω νομικά και να γίνω δικηγόρος. Αλλά, τελικά, λόγω της πολιτικής κατάστασης, αφού δεν πέρασα τους υποχρεωτικούς «ελέγχους» του κράτους, παρά την υψηλή μου βαθμολογία, σπούδασα οικονομικές επιστήμες. Ζούσαμε σε μια κοινωνία αποκλεισμού και απομόνωσης τα χρόνια της Σοβιετικής Ένωσης. Όλα τότε ήταν περιορισμένα. Ένα μικρό λάθος μπορεί να σε έβαζε κατευθείαν στη «μαύρη λίστα». Δυο λέξεις παραπάνω είχε πει ο πατέρας μου για την ανεξαρτησία και θεωρήθηκε πολιτικός κρατούμενος. Από εκείνη την περίοδο θυμάμαι τους ανθρώπους του Κόμματος, την πιστή εφαρμογή των κανόνων, τις ψευδεπίγραφες υποσχέσεις, την καχυποψία, την ηθική διάβρωση και το αβέβαιο μέλλον.
• Όλα άλλαξαν μονομιάς τον Απρίλιο του 1986, μια ημερομηνία-σταθμό για μένα. Η έκρηξη στο Τσερνόμπιλ στοίχειωσε τον τόπο όπου μέναμε και επηρέασε καταλυτικά τις ζωές μας. Τεράστιες ποσότητες ραδιενεργού υλικού σκορπίστηκαν στον αέρα και μεταφέρθηκαν στις γύρω περιοχές με ταχύτατους ρυθμούς. Ο κόσμος τότε δεν ήξερε τι είναι η ραδιενέργεια. Το δηλητηριώδες νέφος απλώθηκε σε μια έκταση χιλιάδων χιλιομέτρων. Μια βροχή στη δική μου πόλη ήταν αρκετή για να μεταφέρει τη ραδιενεργή σκόνη σε ανθρώπους, φυτά και ζώα. Παντρεύτηκα σε μικρή ηλικία, μόλις στα 23 μου. Η κόρη μου, Ολένα, γεννήθηκε έναν χρόνο μετά την έκρηξη του Τσερνόμπιλ, ενώ ο γιος μου, Μπογκντάν, ύστερα από επτά χρόνια.
Η πιο ευχάριστη στιγμή της ζωής μου ήταν όταν πήγα στην Ουκρανία για να φέρω τα παιδιά μου στην Ελλάδα. Η στιγμή που κατέβηκα τη σκάλα του αεροπλάνου, κρατώντας τα σφιχτά από το χέρι. Ήταν η στιγμή που κι εκείνα μου έδειξαν ότι με εμπιστεύονταν. Σφίγγοντας το χέρι μου με ακολούθησαν πιστά σε μια ξένη χώρα, σε έναν νέο προορισμό, σε ένα ταξίδι χωρίς γυρισμό.
• Μόλις συνειδητοποίησα την έκταση όλων όσα είχα συμβεί, αναρωτήθηκα τι έπρεπε να κάνω. Θυμάμαι πολύ έντονα τη μεγάλη αγάπη του πατέρα μου για τον ελληνικό πολιτισμό. Από πολύ νωρίς φρόντισε να μας μάθει την ιστορία της Ελλάδας. Αλλά σπουδαίο ρόλο στη διαμόρφωσή μου έπαιξε ένας καθηγητής μου στο πανεπιστήμιο του Κιέβου και μεταφραστής της Ιλιάδας, μιας βερσιόν για μικρά παιδιά. Αυτό το βιβλίο παραμένει ανεξίτηλο στη μνήμη μου. Την ίδια στιγμή ο πατέρας μου μας εμφύσησε τις αρχές, τις αξίες και το πνεύμα της αρχαίας Σπάρτης. Μας έμαθε, με τον αδελφό μου, τη λιτότητα, το λακωνίζειν, την αυτάρκεια, την επιμονή, τη συνέπεια και την ανεξαρτησία.
• Στα 33 μου αποφάσισα να φύγω από την Ουκρανία. Τα ραδιενεργά σωματίδια στον αέρα είχαν προκαλέσει μεγάλη τοξική μόλυνση στην περιοχή. Τα παιδιά μου αρρώσταιναν συνεχώς, ανησυχούσα. Οι γιατροί μάς είχαν πει ότι έπρεπε να αλλάξουμε άμεσα περιβάλλον. Το 1999, δεκατρία χρόνια μετά το καταστροφικό δυστύχημα στο εργοστάσιο πυρηνικής ενέργειας, ήταν η δεύτερη ημερομηνία-σταθμός. Μάζεψα κάποια πράγματα και ξεκίνησα το ταξίδι μου για την Ελλάδα. Δεν υπάρχει πιο δύσκολο πράγμα από το να αποφασίζεις να αφήσεις τη χώρα σου και μαζί τα παιδιά σου. Ωστόσο, το έκανα γιατί ήθελα να αναζητήσω ένα καλύτερο μέλλον για μένα και γι’ αυτά. Μόνο ένας μπορούσε να φύγει, έτσι έφυγα εγώ γιατί ήξερα καλύτερα αγγλικά, με τα παιδιά έμεινε ο πατέρα τους. Δεν τους είπα τον λόγο για τον οποίο έφυγα, ντρεπόμουν. Τι να τους έλεγα; Ότι χρειαζόμασταν χρήματα; Ότι έπρεπε να πάω να δουλέψω σε μια άλλη χώρα;
• Από το μυαλό μου δεν θα σβήσει ποτέ η ανάμνηση του ταξιδιού προς την Ελλάδα. Θυμάμαι ότι μπήκα στο λεωφορείο μαζί με κάποιες άλλες γυναίκες και η διαδρομή διήρκεσε τρεισήμισι μέρες. Συνεχόμενοι έλεγχοι σε κάθε συνοριακό σταθμό και εμένα να με έχει κυριεύσει ο φόβος ότι θα με γυρίσουν πίσω. Τελικός μας προορισμός, η πλατεία Μεταξουργείου. Μόλις φτάσαμε παρατήρησα ότι όλοι οι υπόλοιποι επιβάτες ήταν πολύ χαρούμενοι. Αντιθέτως, εμένα με είχε πλημμυρίσει μια τεράστια στενοχώρια. Ξαφνικά, ήμουν άγνωστη μεταξύ αγνώστων. Ήταν Δεκέμβριος, παραμονές του millennium. Μια νέα χιλιετία θα ανέτειλε σε λίγες μέρες κι εγώ έπρεπε να κάνω μια νέα αρχή. Για δύο ολόκληρες εβδομάδες πήγαινα για πολλές ώρες και καθόμουν σε ένα γραφείο εύρεσης εργασίας. Κάθε μέρα η ίδια αγωνία. Ώρες ατελείωτες με σκυμμένο βλέμμα να περιμένω κάποιος να ενδιαφερθεί για μένα. Έπρεπε να πιάσω δουλειά επειγόντως.
• Τελικά, η πρώτη μου δουλειά ήταν ως babysitter σε μια καταπληκτική οικογένεια που έμενε στον Διόνυσο. Πόσο τυχερή ήμουν! Είχαν κι εκείνοι δυο παιδιά και από την αρχή φρόντισα να ανταποδώσω την εμπιστοσύνη που μου έδειξαν. Στους ανθρώπους αυτούς οφείλω πολλά και κυρίως το γεγονός ότι μπόρεσα να φέρω τα παιδιά μου στην Ελλάδα. Όταν πέρασαν κάποιοι μήνες, έβλεπαν ότι ήμουν λυπημένη κι έκλαιγα συνεχώς, επειδή είχα μάθει ότι τα παιδιά μου είχαν αρρωστήσει, είχαν υψηλό πυρετό που δεν έπεφτε και σημαντική πτώση του αιματοκρίτη. Όσα λεφτά μπορούσα να μαζέψω τα έστελνα στους δικούς μου, μαζί με ασφαλή τρόφιμα και φάρμακα, καθώς η ραδιενέργεια τούς είχε διαλύσει. Τότε η οικογένεια στην οποία δούλευα με ρώτησε πόσα παιδιά έχω και όταν τους απάντησα δύο μου είπαν χωρίς δισταγμό: «Και τέσσερα να είχες, το ίδιο θα κάναμε». Μου βγάλανε εισιτήριο, ώστε να μπορέσω να τα φέρω. Για έξι μήνες μέναμε όλοι μαζί στο ίδιο σπίτι.
• Αργότερα, για να μη λείψει τίποτα στα παιδιά μου, δούλευα έως και σε τρεις δουλειές παράλληλα, για πολλά χρόνια. Εργάστηκα στη λάντζα, σε καφέ αλλά και ως μαγείρισσα. Στις κουζίνες γνώρισα τον μεγαλύτερο ρατσισμό και σεξισμό. Γίνονται πολλές διακρίσεις, που μάλλον οφείλονται στην ανασφάλεια των άλλων ανθρώπων. Υπήρχε ένα χάσμα ανάμεσά μας, εξάλλου εγώ δούλευα με λίγα χρήματα. Μέσα σε λίγα χρόνια, όμως, κατάφερα να αλλάξω πόστο. Έτσι, πέτυχα σιγά σιγά να εισχωρήσω σε επαγγελματικές κουζίνες και να διαπρέψω ως σεφ.
• Προφανώς, η ζωή δεν ήταν εύκολη στην Ελλάδα. Πολλές στερήσεις, άγχος και αβεβαιότητα. Για ένα μεγάλο διάστημα ήμουν παράνομη. Δεν μπορείτε να φανταστείτε την ταλαιπωρία που τράβηξα προκειμένου να πάρω την πολυπόθητη άδεια παραμονής. Ήρθα στην Ελλάδα με την ανάμνηση της Ιλιάδας και, τελικά, βρέθηκα αντιμέτωπη με σκηνές απ’ την Οδύσσεια.
• Στα 47 μου χρόνια, το 2012, αποφάσισα να κάνω το επόμενο βήμα και να ανοίξω το Café Bar 67. Παρότι ήταν η περίοδος της οικονομικής κρίσης η ανταπόκριση του κόσμου ήταν συγκινητική. Ήθελα να θυμίζει λίγο το σπίτι της γιαγιάς μου με τις ουκρανικές παραδόσεις. Αυτός είναι και ο λόγος που το έχω διακοσμήσει με πολλά αντικείμενα απ’ την πατρίδα και τη γιαγιά μου, χάρη στην οποία λάτρεψα την τέχνη της μαγειρικής. Φυσικά, οι περιπέτειές μου δεν σταμάτησαν. Οι υποχρεώσεις και οι παραλογισμοί που έζησα προκειμένου να καταφέρω να διατηρήσω ανοιχτό το μαγαζί είχαν ως αποτέλεσμα να πάθω ισχαιμικό επεισόδιο. Το στρες με είχε καταβάλει. Ένιωθα για μήνες σαν να χτυπούσα το κεφάλι μου στον τοίχο. Αλλά δεν είχα το περιθώριο να αποτύχω, παρά τα αμέτρητα εμπόδια.
• Επέλεξα να μείνω στα Εξάρχεια γιατί τον πρώτο καιρό ήθελα να στέλνω τα παιδιά μου στο ουκρανικό σχολείο Αθήνας. Είναι μια περιοχή ελεύθερη, χωρίς στερεότυπα, προκαταλήψεις και ρατσιστικές αντιλήψεις. Εδώ δεν χρειάζεται να προσποιείσαι ότι είσαι κάτι άλλο. Δεν φοβάσαι τα υποτιμητικά βλέμματα του κόσμου και την περιφρόνηση. Οι άνθρωποι είναι χαμογελαστοί, φιλότιμοι και ανοιχτόκαρδοι. Χαίρομαι γιατί κατοικώ και διατηρώ μαγαζί στην πιο ζωντανή και ανήσυχη περιοχή της Αθήνας.
• Κάτι που εκτιμώ πολύ στους Έλληνες είναι ότι πολλές φορές μια συγγνώμη αρκεί για να ξεχαστούν έχθρες και αντιπαλότητες. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που έχουν χρυσή καρδιά, αλλά συναντάς στον δρόμο σου και κάποιους άλλους που σε κάνουν να νιώθεις ότι δεν σε βλέπουν, ότι δεν υπάρχεις γι’ αυτούς. Θυμάμαι, όταν τελικά άλλαξαν σχολείο τα παιδιά μου και πήγαν στο ελληνικό, πήγαινα να τα πάρω στο σχόλασμα και υπήρχαν πολλές φορές που τα έβλεπα να κάθονται μόνα τους πίσω από μια κολόνα. Για τους υπόλοιπους μαθητές τα παιδιά μου ανήκαν στην κατηγορία των μεταναστών. Ο χρόνος τα γιάτρεψε, όμως, όλα.
• Η πιο ευχάριστη στιγμή της ζωής μου ήταν όταν πήγα στην Ουκρανία για να φέρω τα παιδιά μου στην Ελλάδα. Η στιγμή που κατέβηκα τη σκάλα του αεροπλάνου, κρατώντας τα σφιχτά από το χέρι. Ήταν η στιγμή που κι εκείνα μου έδειξαν ότι με εμπιστεύονταν. Σφίγγοντας το χέρι μου με ακολούθησαν πιστά σε μια ξένη χώρα, σε έναν νέο προορισμό, σε ένα ταξίδι χωρίς γυρισμό. Συγκινούμαι και μόνο στη σκέψη.
• Οι μετανάστες δεν είναι κατώτεροι άνθρωποι. Αναμφίβολα, οι δυσκολίες που συνάντησα με έκαναν καλύτερη, με δυνάμωσαν. Υπήρχαν στιγμές, όμως, που αισθάνθηκα πράγματι ότι έχασα τον εαυτό μου. Ξέρετε, στην Ελλάδα ήμουν η Αλεξάνδρα για λόγους διευκόλυνσης. Μού το πρότειναν ως ένα όνομα οικείο, εύκολο και δυναμικό. Πράγματι, με βοήθησε ως προς την προσαρμογή μου. Πάλεψα, όμως, με όλες μου τις δυνάμεις να ξαναβρώ την ταυτότητα μου. Και τα κατάφερα. Το όνομά μου, λοιπόν, είναι Λέσια.
Café Bar 67, Εμμανουήλ Μπενάκη 67, Αθήνα
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.