Ράνια (Ράια) Χαρλαμπίδη: «Τις οικογένειες για τις οποίες δούλεψα τις αισθάνομαι δικές μου» Facebook Twitter
Όταν πρωτοήρθα, συνάντησα μια άλλη Ελλάδα από αυτήν που βιώνουμε σήμερα. Έχουν αλλάξει πολλά, δεν αισθάνομαι βέβαια τον ρατσισμό, αλλά υπάρχει ανασφάλεια και έλλειψη εμπιστοσύνης στους ανθρώπους. Φωτ.: Freddie F./ LIFO

Ράνια (Ράια) Χαρλαμπίδη: «Τις οικογένειες για τις οποίες δούλεψα τις αισθάνομαι δικές μου»

0

Γεννήθηκα στη Γεωργία, στην περιοχή Πορτζόμι, ένα μεγάλο και χιονισμένο βουνό του Καυκάσου, που σήμερα είναι πολύ τουριστικό μέρος. Τα πρώτα μου χρόνια, ομολογώ, δεν θυμάμαι να είχαμε τόσο μεγάλες δυσκολίες, ευτυχώς υπήρχαν ακόμα δουλειές και διάφορα εργοστάσια στην περιοχή, που έβγαζαν από αυτοκίνητα μέχρι έπιπλα, κρύσταλλα, ρούχα και παπούτσια. Όταν όμως κατέρρευσε η Σοβιετική Ένωση, δυστυχώς αυτά διαλύθηκαν, μείναμε χωρίς δουλειά, μπήκαμε στην παγκόσμια αγορά με κακό σχεδιασμό και πουλούσαμε τα προϊόντα σε τιμές-χάρισμα. Εγώ είχα σπουδάσει νοσηλεύτρια στο Κουτάισι, μια παραθαλάσσια πανέμορφη πόλη στην Κολχίδα, όπου έμεναν πολλοί μας συγγενείς. Δεν έβρισκα τρόπο να αξιοποιήσω τις σπουδές μου όμως.

• Η ιστορία της μετανάστευσής μου ξεκινά με δυσκολίες. Το 1990, ο άνδρας μου έφυγε ξαφνικά από τη ζωή από ένα αυτοκινητικό δυστύχημα. Ήταν ακριβώς 44 χρονών. Έμεινα μόνη μου με δυο παιδιά ορφανά και έναν πατέρα ηλικιωμένο. Στη Γεωργία τότε η κατάσταση ήταν αφόρητη. Δεν έβρισκα να δουλέψω, δεν μπορούσα να προσφέρω στα παιδιά μου τίποτα, ούτε είχα ξεκάθαρο σκοπό στη ζωή μου. Τα παιδιά μου ήταν ακόμα πολύ μικρά, ο Μιχάλης μου ήταν 14 χρονών, η Νάζη μόλις 10. Ήταν πολύ αγαπητός ο άντρας μου και η οικογένεια του, αλλά φαντάζεστε πόσο δύσκολη είναι η ζωή όταν είσαι μια μόνη μητέρα με δύο παιδιά, σε μια χώρα που δεν μπορεί να σου προσφέρει τίποτα.

Η καταγωγή της οικογένειάς μου είναι από τον Πόντο, και ποτέ στη Γεωργία δεν μας θεώρησαν δεύτερης κατηγορίας. Οι παππούδες μου και τα πεθερικά μου έφτασαν στην περιοχή ως πρόσφυγες το 1920 από τη Μικρά Ασία, διέσχισαν με καράβι τη Μαύρη Θάλασσα και εγκαταστάθηκαν στη Γεωργία. 

• Εκείνα τα χρόνια, σιγά σιγά, ο κόσμος άρχιζε να φεύγει και κατά κύριο λόγο να πηγαίνει στην Τουρκία για να βρει δουλειά. Εγώ, βέβαια, δεν ήθελα να πάω με τίποτα, μου φαινόταν πολύ δύσκολο. Ωστόσο, όταν ξεκίνησαν πολλοί Έλληνες ποντιακής καταγωγής να κατεβαίνουν στην Ελλάδα, έμαθα πως τους δέχονταν λόγω της καταγωγής τους και τους έδιναν βίζα, όπως και σ’ εμάς, που ήμασταν Πόντιοι. Βέβαια επαφές δεν είχαμε, ούτε τηλέφωνα, αλλά, ευτυχώς, όποιος επέστρεφε στα μέρη μας, μας μετέφερε τα νέα. Έτσι λοιπόν, μια μέρα γύρω στο 1992 επέστρεψε στη Γεωργία ο ξάδελφος του άντρα μου, που εδώ και χρόνια μένει πλέον στην Κατερίνη. Ήρθε κατευθείαν στο σπίτι μου ο άνθρωπος, γιατί ήθελε να μάθει πώς τα βγάζουμε πέρα, και μου εξήγησε τη διαδικασία. «Μπορείς να έρθεις και συ, Ράνια, ευχαρίστως θα σε φιλοξενήσουμε εμείς για μερικούς μήνες, να μαζέψεις μερικές δεκάδες χιλιάδες δραχμές, δουλεύοντας κάποιους μήνες, ώστε να βοηθήσεις τα παιδιά σου». Έτσι, λοιπόν, αποφάσισα κι εγώ να κατέβω στην Ελλάδα.

• Έφτασα στην Κατερίνη τον Δεκέμβρη του 1996, αφού άφησα πρώτα τα παιδιά μου στην αδελφή μου για να τα κρατήσει. Αμέσως άρχισα να αναζητώ ευκαιρίες και δουλειές, η Κατερίνη όμως ήταν μικρή πόλη και δεν ήταν καθόλου εύκολο. Ευτυχώς, κάποιος γνωστός μας είπε πως στην Αθήνα υπήρχαν γραφεία εύρεσης εργασίας, έτσι, μετά από λίγο, κατέβηκα στην πρωτεύουσα. Αμέσως βρέθηκε μια ηλικιωμένη κυρία στην Ηλιούπολη που αναζητούσε μια κοπέλα στην ηλικία μου. Όταν, μάλιστα, της είπαν πως είμαι Πόντια από τη Γεωργία χάρηκε αφάνταστα. Χάρηκα κι εγώ που μια οικογένεια με καλοδέχτηκε στο σπίτι της, για να προσέξω μια κυρία μεγάλης ηλικίας, που ήταν μόνη της στο σπίτι. Ήταν χρυσός άνθρωπος η κυρία Στέλλα και κοντά της, μετά από μερικούς μήνες, ξεκίνησα δειλά δειλά να καταλαβαίνω και να μιλάω τα ελληνικά. Εκείνη τριγυρνούσε στο σπίτι και μου έδειχνε τα αντικείμενα κι εγώ είχα το τετράδιό μου και έγραφα τις λέξεις.

Ράνια (Ράια) Χαρλαμπίδη: «Τις οικογένειες για τις οποίες δούλεψα τις αισθάνομαι δικές μου» Facebook Twitter
Οι Έλληνες και οι Γεωργιανοί έχουμε πολλά κοινά, από τη θρησκεία μέχρι την πίστη μας στην αξία της οικογένειας. Οι συνήθειές μας μοιάζουν πολύ, και ιστορικά είμαστε δυο λαοί πολύ αγαπημένοι. Φωτ.: Freddie F./ LIFO

• Τις πρώτες μέρες δεν αντιμετώπισα δυσκολίες με τους ανθρώπους αλλά τον πόνο τού να είμαι μακριά από τα παιδιά μου. Είχαμε τις τηλεκάρτες τότε και επικοινωνούσαμε, και ευτυχώς με άφηνε η κυρία Στέλλα να τηλεφωνώ και από το σταθερό για να μαθαίνω τα νέα τους. Ήταν αφάνταστα δύσκολο, παρότι ήμουν κοντά σε μια υπέροχη οικογένεια, να βρίσκομαι τόσο μακριά από τη δική μου. Τα βράδια δεν με έπαιρνε ο ύπνος, δεν μπορούσα να ησυχάσω μακριά τους. Τι να κάνουν, πώς διαβάζουν, πως ντύνονται, νιώθουν αγάπη; Αυτές είναι οι ανησυχίες της μάνας. Έκλαιγα ασταμάτητα και στριφογυρνούσα στο κρεβάτι μου ξανά και ξανά, και κάπως έτσι περνούσαν οι μέρες και οι νύχτες. 

• Το 1999 κατόρθωσα επιτέλους να πάρω την πράσινη κάρτα και μπορούσα πια να επιστρέψω στα παιδιά μου. Δηλώθηκα πως είμαι εδώ και έβαλα όλη αυτήν τη γραφειοκρατία σε μια σειρά. Ήταν δαιδαλώδης διαδικασία όταν την ξεκίνησα, έπρεπε να πηγαίνω συνεχώς στο Γραφείο Αλλοδαπών, χωρίς να ξέρω τη γλώσσα, τους ανθρώπους. Ευτυχώς, οι οικογένειες στις οποίες δούλευα πάντοτε με διευκόλυναν. Η κυρία Στέλλα ήταν πολύ μεγάλη σε ηλικία, δεν μπορούσε φυσικά να με συνοδεύσει, αλλά πάντοτε μου έγραφε ένα σημείωμα με τη διεύθυνση του σπιτιού μας, τις οδηγίες για τα χαρτιά και μου έδινε μαζί και χρήματα για πληρώνω το ταξί να με πηγαίνει στο υπουργείο Δικαιοσύνης. Σιγά σιγά τα κατάφερα.

• Στη συνέχεια επέστρεψα μαζί με τα παιδιά μου από τη Γεωργία και αφού άλλαξα διάφορες δουλειές, βρέθηκα για ένα διάστημα να προσέχω τα παιδιά μιας οικογένειας. Τα μεγάλωσα ως babysitter τους, τα φρόντιζα και τους μαγείρευα, παίζαμε μαζί και πηγαίναμε βόλτες στο πάρκο. Ήταν πολύ χαριτωμένα πλάσματα, και μέχρι σήμερα τα έχω στην καρδιά μου σαν δική μου οικογένεια. Ύστερα, γύρω στο 2001, πήγα στο Ερρίκος Ντυνάν όπου εργάστηκα ως νοσηλεύτρια και έμεινα στο νοσοκομείο περίπου τεσσεράμισι χρόνια. 

• Μια μέρα, το 2006, αφού πλέον είχα αρχίσει να έχω προβλήματα με τη μέση μου και κουραζόμουν πολύ στο νοσοκομείο, από μια γνωστή μου οικογένεια έμαθα πως μια ηλικιωμένη κυρία αναζητούσε μια κοπέλα για παρέα. Πήγα μήνα Μάρτιο, λοιπόν, να συναντήσω την κυρία Μαρία, την εποχή που η Νάζη μου ήταν έγκυος με τον Νικόλα, το πρώτο της παιδί. Τα θυμάμαι ως τα πιο ευτυχισμένα χρόνια της ζωής μου ‒ και η κυρία Μαρία ήταν τότε ακόμα πολύ καλά στην υγεία της. Θυμάμαι, όταν τη συνάντησα αρχικά, στο πρώτο μας ραντεβού, αφού πρώτα συζητήσαμε, τη ρώτησα: «Κυρία Μαρία, να σας ρωτήσω κάτι, πού είναι η γιαγιά που θα προσέχω;». «Εγώ είμαι!» μου απάντησε χαμογελώντας πονηρά. «Μα τι λέτε, εσείς είστε η γιαγιά; Αφού είστε σαν και μένα, τι έχετε να σας φροντίζω;» της είχα αποκριθεί. «Ακόμα καλά είμαι, δεν έχω κάτι για να με φροντίσεις», είχε πει. «Θέλω απλώς να έχω μια παρέα, να μην είμαι μόνη μου».

• Περάσαμε υπέροχα χρόνια με την κυρία Μαρία. Παντού πηγαίναμε παρέα ‒ τι εστιατόρια και καφέδες, βαφτίσια και γάμους, επισκέψεις και υποδοχές στο σπίτι. Μόνο γλυκιές αναμνήσεις έχω και μέχρι σήμερα αγαπώ όλη της την οικογένεια σαν να είναι αδέλφια μου. Αυτό είναι το υπέροχο για μένα, αισθάνομαι σαν να έχω μία ακόμα δική μου οικογένεια στην Ελλάδα. Δεν έχω τα λόγια να τα περιγράψω πιο όμορφα.

Ράνια (Ράια) Χαρλαμπίδη: «Τις οικογένειες για τις οποίες δούλεψα τις αισθάνομαι δικές μου» Facebook Twitter
Αισθάνομαι τόσο περήφανη για την κόρη μου, που τα κατάφερε, και για μένα, που άρπαξα τις ευκαιρίες που μου δόθηκαν στην Ελλάδα. Φωτ.: Freddie F./ LIFO

• Είναι, βέβαια, δύσκολο να χάνεις τους ανθρώπους που προσέχεις. Μέχρι και σήμερα μου είναι αδύνατο να ξεχάσω την κυρία Μαρία, τόσο δέθηκα μαζί της. Ήταν ο πιο γλυκός άνθρωπος, ποτέ δεν μου έκανε ούτε το παραμικρό παράπονο. Μια μέρα τη χτύπησε αυτοκίνητο την καημένη, μετά το ατύχημα αρρώστησε και δυστυχώς πήρε την κάτω βόλτα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ όταν με κοίταξε με δάκρυα στα μάτια και μου είπε: «Ράνια, μη με αφήσεις ποτέ. Κάτσε μαζί μου, και ας φύγω στα χέρια σου». Κι εγώ δεν ήθελα με τίποτα να την αφήσω σε ξένα χέρια. Ακόμα θυμάμαι πώς με χάιδευε, ακόμα κι όταν ήταν δύσκολα ‒ είχε πλέον χάσει τη μνήμη της και δεν μπορούσε να μιλήσει πολύ. Κάθε βράδυ, όμως, μου ζητούσε να κάθομαι δίπλα της. «Φοβάμαι τον θάνατο, Ράνια μου, μα όταν σε έχω δίπλα μου δεν τον φοβάμαι», μου έλεγε. Κι εγώ καθόμουν για ώρες δίπλα της, στο κρεβάτι της.

• Αν δεν είχα ζήσει τον τραγικό θάνατο του γιου μου, του Μιχάλη, ίσως σήμερα να ήμουν ευτυχισμένη. Τώρα είμαι μονάχα μια πικραμένη μάνα, επειδή πριν από κάποια χρόνια έχασα ξαφνικά το ίδιο το παιδί μου. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη δυσκολία και βαρύτερος πόνος στη ζωή. 

• Όταν ήρθε η κόρη μου μαζί μου, και ξεκινούσε τη ζωή της στην Ελλάδα, ήθελε πάση θυσία να σπουδάσει. Δεν ήθελε να μιλάει ελληνικά έτσι χύμα και λάθος, όπως τα έμαθα εγώ. Πήγε, λοιπόν, στου Ζωγράφου, στο Πανεπιστήμιο, και γράφτηκε για να μάθει να διαβάζει τη γλώσσα σωστά και όμορφα. Για μένα είναι τεράστια η χαρά που κατάφερε να μάθει ελληνικά, και από εκεί να πάρει το δίπλωμά της και να προκόψει. Στην αρχή έβρισκε δουλειές, έκανε babysitting σε μια γνωστή μας οικογένεια, στη συνέχεια δούλεψε σε αλυσίδες σούπερ-μάρκετ και καφέ. Πήρε τα μαθήματά της από όλα αυτά και το 2019 έφτασε να κυνηγήσει τον στόχο και όνειρό της και άνοιξε το Tone House, έναν φούρνο που φτιάχνει παραδοσιακές γεωργιανές πίτες και ψωμί και γλυκά. «Tone» είναι ο πήλινος φούρνος όπου φτιάχνουμε ψωμί, πάντοτε με υγιεινό προζύμι, πέρα ως πέρα σπιτικό, όλα ζυμωμένα με το χέρι. 

• Αισθάνομαι τόσο περήφανη για την κόρη μου, που τα κατάφερε, και για μένα, που άρπαξα τις ευκαιρίες που μου δόθηκαν στην Ελλάδα. Νιώθω επίσης απεριόριστη ευγνωμοσύνη που οι οικογένειες για τις οποίες δούλεψα με έκαναν να αισθάνομαι καλά, να μην έχω πίκρες από κανέναν, βοήθησαν να ανοίξει ο δρόμος εδώ για την οικογένειά μου, δείχνοντάς μας εμπιστοσύνη. Έχει μεγάλη σημασία το να περιτριγυρίζεσαι από καλούς ανθρώπους. Καταλήγεις να αγαπάς και την οικογένεια που σε εμπιστεύεται αλλά και την ίδια την χώρα.

• Οι Έλληνες και οι Γεωργιανοί έχουμε πολλά κοινά, από τη θρησκεία μέχρι την πίστη μας στην αξία της οικογένειας. Οι συνήθειές μας μοιάζουν πολύ, και ιστορικά είμαστε δυο λαοί πολύ αγαπημένοι. Η καταγωγή της οικογένειάς μου είναι από τον Πόντο, και ποτέ στη Γεωργία δεν μας θεώρησαν δεύτερης κατηγορίας. Οι παππούδες μου και τα πεθερικά μου έφτασαν στην περιοχή ως πρόσφυγες το 1920 από τη Μικρά Ασία, διέσχισαν με καράβι τη Μαύρη Θάλασσα και εγκαταστάθηκαν στη Γεωργία. 

• Πριν από κάποια χρόνια, μετά τις αφάνταστα οδυνηρές απώλειες που βίωσα, η Νάζη μου έφερε στη ζωή το δεύτερο εγγονάκι μου. Αυτό ήταν για μένα χάρισμα Θεού, κλειδί της καρδιάς μου που την άνοιξε και πάλι διάπλατα. Κάτι σου δίνει η ζωή και κάτι σου παίρνει, και αν πήρε από μένα πολλά, μου χάρισε αυτό το γλυκό πλάσμα. Βλέπω τα εγγονάκια μου και παρότι είναι πολύ δύσκολο για όλους μας που χάσαμε τον Μιχάλη μας, η ζωή συνεχίζεται και ας μη φεύγει ποτέ το βάρος της απώλειας για τη μάνα.

• Ο μεγάλος μου εγγονός, ο Νικόλας, έχει πλέον μεγαλώσει, έχει κλείσει τα 15 και έχει κλίση στα μαθηματικά. Τα εγγόνια μας είναι δυο φορές παιδιά μας, που λένε και οι Έλληνες. Τον μεγάλωσα στο σπίτι της κυρίας Μαρίας και ακόμα και τα χρόνια που ήταν βυθισμένη στην άνοια και δεν ξεστόμιζε κουβέντα, είχε πάντα την προσοχή της στο εγγονάκι μου. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ.

cover
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.

• Όταν πρωτοήρθα, συνάντησα μια άλλη Ελλάδα από αυτήν που βιώνουμε σήμερα. Έχουν αλλάξει πολλά, δεν αισθάνομαι βέβαια τον ρατσισμό, αλλά υπάρχει ανασφάλεια και έλλειψη εμπιστοσύνης στους ανθρώπους. Τότε θυμάμαι καθαριότητα, ομορφιές, ο κόσμος μού απαντούσε πρόθυμα όταν ζητούσα βοήθεια με τα σπασμένα ελληνικά μου. Ήταν όλα πιο ανθρώπινα. Σήμερα όλοι φοβούνται μην τυχόν σου αρπάξει κανείς την τσάντα. Τη δεκαετία της κρίσης ήταν πολύ δύσκολα τα πράγματα και για μένα, όπως και για όλους τους Έλληνες. Το ίδιο αισθανόμασταν όλοι, όπως και σήμερα, που οι μισθοί και οι συντάξεις δεν φτάνουν. Πολύς κόσμος δεν αντέχει, και αξίζει να λέμε την αλήθεια. 

• Επιστρέφω καμιά φορά στη Γεωργία. Τώρα που μεγάλωσα αισθάνομαι ακόμα περισσότερο πως είναι η πατρίδα μου. Στην Ελλάδα, βλέπεις, δεν μπόρεσα να αποκτήσω δικό μου διαμέρισμα. Και δεν θα μπορέσω ποτέ να πληρώσω ενοίκιο με τη σύνταξη που περιμένω να πάρω, κι ας έχω συγκεντρώσει όλα τα ένσημα. Έχω, λοιπόν, στην πατρίδα μου το σπίτι μου και θα γυρίσω εκεί να περάσω τα γεράματά μου. Δυστυχώς, δεν είχα τη δυνατότητα να μαζέψω τα χρήματα για να πάρω δικό μου διαμέρισμα, επειδή ήμουν μια χήρα με δυο ορφανά παιδιά και έναν ηλικιωμένο πατέρα που έπρεπε να βοηθήσω. Ελπίζω η επόμενη γενιά να τα καταφέρει.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.

Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.

Θέματα
0

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

To θρίλερ της εξαφάνισης των τριών κυνηγών στην Λαμία και τα σενάρια περί τρομοκρατίας

Αληθινά εγκλήματα / To θρίλερ της εξαφάνισης των τριών κυνηγών στη Λαμία και τα σενάρια περί τρομοκρατίας

O Νίκος Τσέφλιος ερευνά και αφηγείται την υπόθεση της εξαφάνισης τριών κυνηγών από τα χωριά της Λοκρίδας και τα ανώνυμα τηλεφωνήματα με άρωμα τρομοκρατίας που συνέθεσαν το θρίλερ που παίχτηκε τον Αύγουστο του 2002 στις απόκρημνες πλαγιές της Οίτης στη Φθιώτιδα.
THE LIFO TEAM
Ευάγγελος Γκουντούφας: «Δεν είναι οι ανεμογεννήτριες η αιτία για τις πυρκαγιές»

Άκου την επιστήμη / «Δεν είναι οι ανεμογεννήτριες η αιτία για τις πυρκαγιές»

Γιατί αφού μάθαμε να ζούμε με τους σεισμούς, δεν έχουμε μάθει να ζούμε με τις φωτιές και τα ακραία φαινόμενα; Τελικά, καταστρέφουν ή όχι τα δάση οι αναδασώσεις; Ο γενικός διευθυντής Δασών και Δασικού Περιβάλλοντος της Γενικής Γραμματείας Δασών του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, κ. Ευάγγελος Γκουντούφας εξηγεί στον Γιάννη Πανταζόπουλο.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Ο Ζίζεκ στα 75: «Είναι ηλίθιο και ταπεινωτικό να είσαι γέρος»

Οπτική Γωνία / Ο Ζίζεκ στα 75: «Μην κοιτάς βαθιά μέσα σου, θα ανακαλύψεις μόνο σκατά»

«Είναι ηλίθιο και ταπεινωτικό να είσαι γέρος» δηλώνει σε συνέντευξή του στον Telegraph ο διάσημος Σλοβένος φιλόσοφος, ο οποίος πιστεύει επίσης ότι είμαστε πλέον πολύ κοντά σε ένα είδος «ήπιου φασισμού», όπως γράφει στο νέο βιβλίο του.
THE LIFO TEAM
Είναι ο καρκίνος του μαστού μια αόρατη αναπηρία;

Ζούμε, ρε! / Είναι ο καρκίνος του μαστού μια αόρατη αναπηρία;

Πόσο εύκολα μπορεί τελικά να μιλήσει για το βίωμά της στους γύρω της μια γυναίκα που έχει περάσει καρκίνο του μαστού και τι ρόλο μπορεί να παίξει η συμμετοχή της σε μια θεατρική ομάδα στην εύρεση νέου νοήματος ζωής; Η σκηνοθέτιδα και ηθοποιός Αθηνά Παππά συζητά με τη Χρυσέλλα Λαγαρία και τον Θοδωρή Τσάτσο για τον καρκίνο του μαστού, το θέατρο και τη νέα της παράσταση «Η κουκούλα».
THE LIFO TEAM
To μυστήριο της δολοφονίας της πλούσιας Πλακιώτισσας Μοσχούλας Βάθη

Αληθινά εγκλήματα / To μυστήριο της δολοφονίας της Μοσχούλας, της πλούσιας Πλακιώτισσας

O Νίκος Τσέφλιος ερευνά και αφηγείται κάτω από ποιες συνθήκες βρέθηκε νεκρή έξω από την πόρτα του διαμερίσματός της στην Πλάκα η 73χρονη γυναίκα, μια υπόθεση που προκάλεσε αίσθηση τον Μάρτιο του 1989.
Φωτεινή Τσαλίκογλου: «Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ναρκώνουν το βλέμμα και τη σκέψη μας»

Άκου την επιστήμη / «Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ναρκώνουν το βλέμμα και τη σκέψη μας»

Ζούμε σε μια εποχή που κυνηγάμε την τελειότητα; Είμαστε καταδικασμένοι να ζούμε μέσα στην απιστία; Και τι ρόλο παίζει στη ζωή μας ένα τραυματικό γεγονός; Η ομότιμη καθηγήτρια ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου και συγγραφέας, Φωτεινή Τσαλίκογλου, εξηγεί στον Γιάννη Πανταζόπουλο.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Υπόθεση Σκολαρίκου: Μια δολοφονία, ένας αθώος στη φυλακή και το δικαστικό θρίλερ που ακολούθησε

Αληθινά εγκλήματα / Υπόθεση Σκολαρίκου: Μια δολοφονία, ένας αθώος στη φυλακή και ένα δικαστικό θρίλερ

Ο Νίκος Τσέφλιος ερευνά και αφηγείται την εν ψυχρώ δολοφονία του 52χρονου Γιάννη Σκολαρίκου, διευθυντή του ΟΤΕ Παλαιού Φαλήρου, που, ένα χειμωνιάτικο πρωί σαν όλα τ’ άλλα, ξεκίνησε για τη δουλειά του και δεν έφτασε ποτέ.
THE LIFO TEAM
«Μαμά, κάποιοι ανέβασαν γυμνή φωτογραφία μου στα σόσιαλ»

Podcast / «Μαμά, κάποιοι ανέβασαν γυμνή φωτό μου στα σόσιαλ»

Τι κάνεις όταν κυκλοφορεί γυμνή φωτογραφία του παιδιού σου στο διαδίκτυο; Ποια είναι τα βήματα για να σταματήσεις κάτι που τρέχει πιο γρήγορα κι από φωτιά σε πευκόδασος; Η Τζούλη Αγοράκη μιλά με τον αστυνόμο Χαράλαμπο Καρρά και τον ψυχολόγο Γιώργο Νάκο της Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος.
ΤΖΟΥΛΗ ΑΓΟΡΑΚΗ
Τρώμε έντομα και δεν το γνωρίζουμε;

Radio Lifo / Τρώμε έντομα και δεν το γνωρίζουμε;

Η Ντίνα Καράτζιου συζητά με τον Αντώνη Τσαγκαράκη, επίκουρο καθηγητή Γεωργικής και Παραγωγικής Εντομολογίας στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, για τα έντομα που έχουν εγκριθεί από την Κομισιόν ως τρόφιμα, καθώς και για τους λόγους πίσω από αυτή την απόφαση.
ΝΤΙΝΑ ΚΑΡΑΤΖΙΟΥ
Χριστόφορος Χαραλαμπάκης: «Σήμερα στην Αθήνα μιλιούνται περίπου 120 γλώσσες»

Άκου την επιστήμη / «Στη σημερινή Αθήνα μιλιούνται περίπου 120 γλώσσες»

Είναι η ελληνική γλώσσα η αρχαιότερη της Ευρώπης; Υπάρχουν χυδαίες λέξεις ή χυδαίες σκέψεις; Και γιατί το σχολείο αναπαράγει τον κακό μας εαυτό; Ο καταξιωμένος γλωσσολόγος και ακαδημαϊκός, Χριστόφορος Χαραλαμπάκης, εξηγεί στον Γιάννη Πανταζόπουλο.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Υπόθεση Νικολαΐδη - Καλαθάκη: Το θρίλερ της διπλής εξαφάνισης στο Σέσι Γραμματικού

Αληθινά εγκλήματα / Υπόθεση Νικολαΐδη - Καλαθάκη: Το θρίλερ της διπλής εξαφάνισης στο Σέσι Γραμματικού

Ο δημοσιογράφος Νίκος Τσέφλιος ερευνά και αφηγείται μια υπόθεση που έγινε γνωστή από τα μέσα ενημέρωσης στα τέλη της δεκαετίας του ’90 και η οποία παρέμεινε για πολλά χρόνια στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας.
THE LIFO TEAM
Παραμένουν αδιάκριτα τα βλέμματα ή έχει εξαλειφθεί το στίγμα της αναπηρίας στην ελληνική επαρχία;

Ζούμε, ρε! / Παραμένουν αδιάκριτα τα βλέμματα ή έχει εξαλειφθεί το στίγμα της αναπηρίας στην ελληνική επαρχία;

Πόσο προσβάσιμη είναι η ελληνική επαρχία για τα ΑμεΑ; Η Χρυσέλλα Λαγαρία και ο Θοδωρής Τσάτσος συζητούν το θέμα με καλεσμένους τον Κώστα Σαρρή που ζει μόνιμα στην Τρίπολη και τον Γιάννη Φωτάκο, φοιτητή στην Καλαμάτα.
THE LIFO TEAM