Υπάρχουν ορισμένες γειτονιές που αιχμαλωτίζουν με την πρώτη ματιά το βλέμμα ενός αρχάριου εθνογράφου. Είναι αλήθεια ότι δεν ξέρω πότε μπορείς να αυτοπροσδιοριστείς ως έμπειρος∙ εγώ σίγουρα αισθάνομαι αρχάριος, τουλάχιστον με τα ακαδημαϊκά κριτήρια. Αναφέρομαι, λοιπόν, στις περιοχές εκείνες που προσκαλούν τον εθνογράφο να βρει τη θέση του στον χώρο, να εισχωρήσει και να διαπεράσει τις καθημερινές σχέσεις των ανθρώπων που εξελίσσονται εντός αυτών των πεδίων, να «μπει στα παπούτσια» του άλλου, να ξεδιπλώσει τις εκφάνσεις της κοινωνικής του ζωής, να κατανοήσει τη δική του αυτενέργεια, επιλογές και κίνητρα, με σκοπό όλα αυτά τα στοιχεία να γίνουν ορατά.
Επομένως είναι χώροι που τον κρατάνε δεμένο για αρκετό διάστημα, με την έννοια ότι έχει την ανάγκη να επιστρέφει κάθε φορά εκεί, να τους οικειοποιείται, να βρίσκει τον εαυτό του μέσα σε αυτούς ή να ανακαλεί αναμνήσεις από το δικό του παρελθόν, κάποτε και ως άστεγος περιπλανώμενος μετανάστης, επιστρέφοντας μετά από πολλά χρόνια για να ανακαλύψει εκ νέου τις «αόρατες» εκφάνσεις αυτών, ενδεχομένως στις περιπτώσεις που οι συγκεκριμένες γεωγραφίες τού είναι οικείες. Ο ίδιος επιστρέφει μετά από πολλά χρόνια στο σημείο «μηδέν», σε εκείνα τα σταυροδρόμια της πόλης όπου κάποτε είχε ξεκινήσει το ταξίδι της ξενιτιάς. Αποφεύγει να πέσει σε «αμνησία του παρελθόντος» ή εκούσια να μη γυρίσει το κεφάλι πίσω και να δει την πορεία της ζωής του, με την προσδοκία ότι όλα έχουν ξεπεραστεί.
Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι αμέσως μετά την οδό Ιάσονος έχει αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια μια «άλλη» γειτονιά, αυτή του Μεταξουργείου, που κουβαλάει τις δικές τις αντιφάσεις και εκφράζει εν πολλοίς τα δικά της πολιτισμικά χαρακτηριστικά.
Οι «αόρατοι» δρόμοι
Περιπλανώμενος γύρω από την πλατεία Ομονοίας, διαπιστώνω με μια πρώτη ματιά την πολυπληθή παρουσία μεταναστών από διαφορετικές εθνικότητες, τις ξεχωριστές και ποικιλόμορφες οικονομικές και εμπορικές τους δραστηριότητες, τους άτυπους θρησκευτικούς χώρους, την ψυχαγωγία και τη διασκέδαση. Οι κοινότητες από τη Νότια Ασία και κυρίως από το Πακιστάν αναδύονται στο κέντρο της Αθήνας. Εντός του εξελίσσεται μια ποικιλομορφία δραστηριοτήτων: έμποροι, εργάτες, πλανόδιοι πωλητές, ιδιοκτήτες εστιατορίων.
Κατηφορίζοντας προς την οδό Ζήνωνος, εντοπίζω μια μικρή γειτονιά που βρίσκεται στο πάνω μέρος της οδού Κολωνού∙ ξεκινάει από τη διασταύρωση των οδών Αγίου Κωνσταντίνου και Ακομινάτου, συνεχίζει στην οδό Ακομινάτου που στην πορεία μετονομάζεται σε Λεωνίδου και διασταυρώνεται έτσι με την οδό Κολωνού. Επί της οδού Ακομινάτου, στα δεξιά, λειτουργεί ένα μεγάλο εστιατόριο με την ονομασία Παντζάμπ. Το κόκκινο και πράσινο χρώμα που κυριαρχούν στον χώρο, οι πίνακες ζωγραφικής που απεικονίζουν τη ζωή της γυναίκας στο Πακιστάν, οι ποικιλίες παραδοσιακών τροφίμων και φαγητών που διαφημίζονται σε φωτογραφίες γύρω από τη βιτρίνα του εστιατορίου, η καθημερινή διέλευση του κόσμου από εκεί –κυρίως Πακιστανών και Μπαγκλαντεσιανών μεταναστών– δίνουν την εντύπωση ότι βρίσκεται κανείς κυριολεκτικά στο «Μικρό Παντζάμπ».
Την εικόνα αυτή συμπληρώνει η ύπαρξη και λειτουργία ενός «φαγάδικου» στην αριστερή πλευρά της οδού, που στη συνέχεια διασταυρώνεται με το τέρμα της οδού Ζήνωνος· εδώ βρίσκεται ένα φωτοτυπείο, ο ιδιοκτήτης του οποίου είναι Πακιστανός, ενώ την κολόνα του καταστήματος κοσμούν φωτοαντίγραφα πακιστανικών διαβατηρίων σε πράσινο χρώμα (όπως η πακιστανική σημαία) και οι επιγραφές είναι στη γλώσσα ουρντού (επίσημη γλώσσα του Πακιστάν). Στα αριστερά υπάρχουν εγκαταλελειμμένα μαγαζιά, ωστόσο ανάμεσα σε αυτά οι Πακιστανοί μετανάστες έχουν ανοίξει τις δικές τους επιχειρήσεις, όπως μικρά παντοπωλεία, κουρεία και κρεοπωλεία. Αν κρίνει κανείς από την κατάσταση των μαγαζιών που παραμένουν ξενοίκιαστα και εγκαταλελειμμένα, γρήγορα μπορεί να καταλάβει πώς αυτά που σήμερα λειτουργούν μετατράπηκαν σταδιακά από σιωπηλά και σκοτεινά ερείπια σε χώρους ζωντανούς και φωτεινούς.
Την ίδια εικόνα αντικρίζω και στα δεξιά του δρόμου, εκεί όπου Πακιστανοί από παλιότερα μεταναστευτικά ρεύματα, εδώ και χρόνια εγκαταστημένοι στην Αθήνα, έχουν ανοίξει ζαχαροπλαστείο, φαγάδικο και ένα μαγαζί με εξαρτήματα κινητής τηλεφωνίας. Στη συνέχεια της Λεωνίδου, στα δεξιά και στα αριστερά και μέχρι τη διασταύρωσή της με την οδό Κολωνού, παλιές πολυκατοικίες στεγάζουν κυρίως Πακιστανούς, Μπαγκλαντεσιανούς και λίγους Ινδούς μετανάστες, ελάχιστους Έλληνες και κάποιους μετανάστες από βαλκανικές χώρες. Τα σεντόνια και τα ρούχα, έτσι κρεμασμένα στις προσόψεις των πολυκατοικιών, μετά βίας επιτρέπουν στον περαστικό να διακρίνει την πρόσοψη κάθε οικήματος.
Ένα βασικό χαρακτηριστικό των οδών Κολωνού και Ιάσονος (ένας παράλληλος δρόμος) και των γύρω στενών είναι ότι φιλοξενούν δεκάδες οίκους ανοχής. Τα κόκκινα φώτα από λάμπες νέον αναδεικνύουν τα παλιά οικήματα, ωστόσο, παρά τον φωτισμό, κατά μήκος αυτών των οδών σχηματίζονται σκιές όπου μοιάζουν να χάνονται τα όρια μεταξύ της ορατότητας και μη ορατότητας.
Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι αμέσως μετά την οδό Ιάσονος έχει αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια μια «άλλη» γειτονιά, αυτή του Μεταξουργείου, που κουβαλάει τις δικές τις αντιφάσεις και εκφράζει εν πολλοίς τα δικά της πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Εκ πρώτης όψεως, τα όρια μεταξύ των «δύο γειτονιών» φαίνεται να είναι διακριτά, να βρίσκονται σε αντιπαράθεση και σε συνεχή σύγκρουση, ωστόσο σε κάποια άλλα σημεία μοιάζουν να συναντιούνται και να αλληλεπικαλύπτονται. Αυτή η ορατή πλευρά της περιοχής που σημαδεύεται και συνοδεύεται από τις τοιχογραφίες-street art δημιουργίες, τις πινακοθήκες, τα μεζεδοπωλεία και τα τσιπουράδικα, τα «lifestyle» μαγαζιά και εστιατόρια, τους χώρους ψυχαγωγίας και εκθέσεων, τα θέατρα και τις «εναλλακτικές» καφετέριες και τα μπαράκια με το ιδιόμορφο στυλ αποτελεί σημείο αναφοράς για τους κατοίκους της, κυρίως όμως για όσους συχνάζουν σε αυτή την πλευρά της πόλης.
Η αντιπαράθεση και η αντίστιξη μεταξύ περιποιημένου και απεριποίητου, καθαρού και βρόμικου, του καλλιτεχνικού/αισθητικά αναβαθμισμένου αστικού διάκοσμου και των συνδηλώσεων των οίκων ανοχής, του αποδεκτού και μη αποδεκτού, του κομψού, φινετσάτου και εκλεπτυσμένου και του χοντροκομμένου, αποκρουστικού και άσεμνου, αποτελούν μέρος της καθημερινότητας των κατοίκων, στην οποία αποτυπώνονται οι αντιφάσεις της ίδιας της ζωής: από τη μια ο πόνος και η βία και από την άλλη η ελπίδα και η ομορφιά. Δεν είναι τυχαίο ότι οι συνομιλητές μου σπάνια περνούσαν αυτήν τη διαχωριστική γραμμή – κι εκείνες τις ελάχιστες φορές μόνο για να καθίσουν στην πλατεία Αυδή, πίνοντας καφέ στο χέρι, ειδικά τους μήνες του lockdown. Πολλές φορές, όταν κάποιος είχε περάσει τη γραμμή, έλεγαν «έχει πάει από την άλλη πλευρά», θεωρώντας πως ό,τι γίνεται μετά την οδό Ιάσονος δεν τους αφορούσε∙ τίποτα δεν τους έδενε με αυτή.
Οικειοποίηση της γειτονιάς
Από τις πρώτες στιγμές της διαμονής τους στη γειτονιά, οι νεοεισερχόμενοι στην Αθήνα Πακιστανοί εξοικειώνονται εύκολα και αυθόρμητα με αυτή. Αμέσως αρχίζουν να συχνάζουν στα κουρεία με τους άλλους νεαρούς ομοεθνείς τους, τριγυρνώντας ανάμεσα στα μαγαζιά και, περιδιαβαίνοντας την περιοχή, χαιρετούν σχεδόν όλους τους ομοεθνείς τους. Η γειτονιά γι’ αυτούς είναι ένας οικείος χώρος, παρόλο που για τους «ντόπιους» η περιοχή θεωρείται επικίνδυνη και άβατη. Οι ίδιοι έχουν συνηθίσει να αντικρίζουν σε καθημερινή βάση στις εισόδους των πολυκατοικιών, στις οποίες διαμένουν, χρήστες ναρκωτικών καθώς και σύριγγες πεταμένες στα διπλανά εγκαταλελειμμένα μαγαζιά.
Γρήγορα οι νεοεισελθόντες έμαθαν να ζουν με τον κίνδυνο, τους περαστικούς εξαρτημένους από τα ναρκωτικά, τους μικροπαραβάτες που πουλάνε τσιγάρα, τα σκουπίδια και τη βρόμα δίπλα στο καφενείο όπου συχνάζουν, την παρουσία και τις «επιχειρήσεις σκούπα» των αστυνομικών περίπολων στην περιοχή. Η παρουσία των αστυνομικών μετατρέπει την περιοχή σε «άβατο» για τους ίδιους. Συνήθως δεν βγαίνουν από τα σπίτια και αλλάζουν δρόμο κάθε φορά που αντικρίζουν τις αστυνομικές δυνάμεις. Η απουσία της αστυνομίας τούς επαναφέρει στην κανονικότητα και στην επανοικειοποίηση του χώρου.
Το καφενείο ως πέρασμα
Συνεχίζοντας την περιπλάνηση για αρκετό διάστημα, εντοπίζω το σημείο αναφοράς όπου συσπειρώνονται οι νεοεισερχόμενοι Πακιστανοί μετανάστες στη γειτονιά: μια καφετέρια επί της οδού Κολωνού και Λεωνίδου. Εδώ ικανοποιούνται μια σειρά από ανάγκες: παίρνουν από τους γνωστούς τους ή τους θαμώνες χρήσιμες πληροφορίες, ενημερώνονται για θέματα που τους απασχολούν, για παράδειγμα το νομικό καθεστώς που διέπει τη μεταναστευτική συνθήκη στην Ελλάδα, αναζητούν χώρους στέγασης, ή εργασία, ή απλώς ξαποσταίνουν, αφήνοντας για λίγο στην άκρη του δρόμου το καρότσι στο οποίο έχουν μαζέψει αντικείμενα με προορισμό τα παλιατζίδικα ή την ανακύκλωση.
Εδώ έρχονται ακόμη και από άλλες περιοχές της Αθήνας για να συναντήσουν τους γνωστούς τους. Αλλά και οι γυναίκες που δουλεύουν στους κοντινούς οίκους ανοχής και οι υπάλληλοι στην υποδοχή αυτών σταματούν εδώ για να πάρουν σε ένα πλαστικό ποτήρι το τσάι ή τον καφέ τους και ύστερα σπεύδουν να «πιάσουν βάρδια». Από το μπροστινό σημείο της καφετέριας, που βλέπει στην Κολωνού, παρατηρεί κανείς εύκολα τους οίκους ανοχής. Η σχέση των θαμώνων και περαστικών από το καφενείο με τις/τους εκεί εργαζόμενες/-ους είναι μια φυσική σχέση καθημερινότητας με στοιχεία οικειότητας, π.χ. ξέρουν ο ένας το όνομα του άλλου.
Το «σπίτι του ταξιδιώτη»
Η εξοικείωση με τον χώρο και η ενδυνάμωση των σχέσεων με τους συνομιλητές μού δίνουν τη δυνατότητα συμπερίληψης στη δική τους καθημερινότητα, στον χώρο όπου διαμένουν, κι έτσι να θεωρούμαι «δικός τους». Εισχωρώ για να ανακαλύψω όχι τόσο τον πόνο όσο τη δική τους αυτενέργεια, το πάθος και τη διάθεση για ζωή που συνήθως χαρακτηρίζει τους νεοεισερχόμενους μετανάστες, οι οποίοι καταφέρνουν να πετύχουν τον πρωταρχικό τους στόχο: να φτάσουν σε μια χώρα της Δύσης.
Το διαμέρισμα στο οποίο μένουν είναι μικρό, ένα κανονικό δυάρι. Η οργάνωσή του, η τακτοποίηση των πραγμάτων, οι τσάντες σε διάφορα σημεία και η εικόνα μιας συνολικής παραμέλησης του διαμερίσματος δημιουργούν την εντύπωση ότι οι ένοικοι είναι περαστικοί από τον χώρο αυτό. Μονάχα η ανάγκη μιας προσωρινής εγκατάστασης καλύπτεται. Σύμφωνα με τα λεγόμενα των ενοίκων, ο χώρος αυτός επί χρόνια φιλοξενεί πολλούς μετανάστες, όλοι τους πακιστανικής καταγωγής. Υπήρχαν περίοδοι που έμεναν στο σπίτι ακόμη και οκτώ άτομα. Με τον ιδιοκτήτη δεν είχαν ποτέ επαφή και τα χρήματα τα δίνουν στον ομοεθνή τους που έχει νοικιάσει το σπίτι στο όνομά του. Συμβόλαιο στο δικό τους δεν έχουν και ο καθένας τους πληρώνει από τρία ως πέντε ευρώ την ημέρα. Κατά καιρούς έρχονται κι άλλοι και μένουν, πληρώνοντας «με τη μέρα». Αν η διαμονή τους είναι σύντομη, τότε το ημερήσιο αντίτιμο είναι δέκα ευρώ την ημέρα. Όσοι μένουν αρκετό καιρό πληρώνουν πιο λίγα χρήματα και, παράλληλα, ο λόγος τους ως «παλαιότερων στο πλαίσιο της καθημερινής συμβίωσης» έχει μεγαλύτερη βαρύτητα.
Για τους ίδιους ο χώρος αυτός είναι πέρασμα, ώσπου με την πρώτη ευκαιρία να βρουν μια σταθερή δουλειά και ένα καλύτερο μέρος να στεγαστούν. Ωστόσο ο χώρος αυτός παραμένει σημείο αναφοράς και συνεύρεσης με πολλούς άλλους ομοεθνείς τους που έρχονται από την επαρχία, επιστρέφουν από τα νησιά ή από άλλες περιοχές, αφού έχουν απασχοληθεί σε αγροτικές εργασίες. Κατά τη διάρκεια της ημέρας άνθρωποι μπαινοβγαίνουν, κάνουν σύντομη επίσκεψη ή τρώνε μαζί. Ακόμη και σε μια κανονική, καθημερινή μέρα μπορεί να βρεθούν μέχρι και δέκα άτομα στο σπίτι. Επίσης, κάποιοι μένουν για μία, δύο ή πιο πολλές μέρες. Υπό αυτές τις συνθήκες, το σπίτι, ως τόπος ακόμη και προσωρινής εγκατάστασης, είναι ένας συλλογικοποιημένος χώρος. Για τους ίδιους το σπίτι ήταν ένα «μοσαφέρ χανέ», δηλαδή ένα «σπίτι του ταξιδιώτη».
Γευματίζοντας όλοι μαζί
Μεσημέρι, γύρω στις τρεις. Με τον Χουσεΐν κατευθυνόμαστε προς το διαμέρισμα. Εκεί βρίσκουμε τον Αλί, τον Σαΐντ, τον Αμίρ και τον Μοχσέν μαζί με τη Δήμητρα, τη φίλη του. Μόλις μαζευόμαστε, ο Αμίρ σπεύδει στην κουζίνα, θέλει να φτιάξει paratha στον tawa. Ο Σαΐντ ετοιμάζει το κρέας για κεμπάπ με ρύζι, κοτόπουλο και πικάντικες σάλτσες. Ο Μοχσέν, εξειδικευμένος γνώστης στην προετοιμασία της shisha, ανάβει τα κάρβουνα, τα τοποθετεί στο δοχείο γεύσης και τα τυλίγει με αλουμινόχαρτο. Ρυθμίζει τη βαλβίδα του εξαερισμού, ανάβει τον καπνό και φέρνει τον ναργιλέ στο κέντρο του δωματίου, όπου εμείς, οι υπόλοιποι, καθόμαστε ήδη οκλαδόν και συζητάμε. Στο διαμέρισμα έχει έρθει με κάποιες μπίρες και ο Χαμίντ. Μετά την ολοκλήρωση των μαγειρεμάτων καθόμαστε όλοι πάνω στο χαλί, σχηματίζοντας κύκλο, περνάμε τον σωλήνα από χέρι σε χέρι, αφού ο καθένας μας τραβήξει πέντε-έξι απολαυστικές φορές τον καπνό με τη δική του πλαστική πίπα – πανδημία βλέπετε… Στρώνουν ένα τραπεζομάντιλο πάνω στο χαλί και τοποθετούν τα σκεύη με το φαγητό, μερικά πιάτα, τα ποτά και απομακρύνουν τον ναργιλέ. Την πρώτη κίνηση την κάνει ο Σαΐντ: κόβει τελετουργικά με τα χέρια του το paratha στη μέση και μου προσφέρει το μισό. Ύστερα όλοι οι υπόλοιποι τοποθετούν σάλτσες και κεμπάπ στην πίτα τους. Πιρούνια δεν υπάρχουν, όμως όλοι με μια ιδιαίτερη μαεστρία τεμαχίζουν τα κρέατα με το χέρι, τοποθετώντας τα πάνω σε κομματάκια πίτας. Στη διάρκεια του γεύματος έρχεται ο Γιονούς, μας χαιρετάει όλους και τιμά το γεύμα: κάθεται για λίγο και βάζει μερικές μπουκιές στο στόμα του. Ύστερα απομακρύνεται, μαζί με κάποιες κούτες με τσιγάρα.
Χτυπάει η πόρτα – συνήθως οι φίλοι έχουν δικά τους κλειδιά για το διαμέρισμα. Ο Αμίρ ανοίγει και στον χώρο εμφανίζεται η κυρία Μαρία, μια ηλικιωμένη γυναίκα, από τις ελάχιστες Ελληνίδες που έχουν παραμείνει στη γειτονιά, και ίσως η μοναδική που επισκέπτεται το σπίτι συχνά. Την υποδέχονται με σεβασμό. Ζητάει φωτιά να ανάψει τον καπνό της και κάθεται λίγο μαζί μας να πει δυο κουβέντες, συζητώντας κυρίως με τους παλιότερους, που γνωρίζουν ελληνικά. Δεν μένει πολύ, μόλις τελειώνει το τσιγάρο της φεύγει. Η συμπεριφορά όλων ελεύθερη, μια ζωντάνια επικρατεί στις σχέσεις, στην επαφή και στις κουβέντες που ανταλλάσσονται. Όταν ρωτώ κάτι, σπεύδουν να μου το εξηγήσουν με λεπτομέρειες. Είναι ολοφάνερη η διάθεση να πουν πράγματα για την πατρίδα τους, να ιστορήσουν το πώς έφυγαν, να μιλήσουν για τον πολιτισμό τους, για τις σχέσεις τους με τους άλλους Πακιστανούς στην Ελλάδα, για τη ζωή εκεί, αλλά και να μιλήσουν για τη γειτονιά, τους οίκους ανοχής και τις γυναίκες που έχουν συντροφέψει τη ανδρική τους μοναξιά. Ο Αλί μου λέει: «Στην Αθήνα, η καρδιά μαζεύει πολλή σκόνη. Μένει ξεσκέπαστη για πολλές μέρες και σε πολλά πράγματα, στο αλκοόλ, στο σεξ, στο να μη βοηθάς τους άλλους. Με το να πιστεύεις στον Θεό, να προσεύχεσαι, να ακολουθείς το Ισλάμ, η καρδιά καθαρίζεται». Ύστερα ο Αλί και ο Σαΐντ, ντυμένοι φροντισμένα –είναι φανερό ότι προσέχουν πολύ τον εαυτό τους–, σηκώνονται. Λένε να κάνουν μια βόλτα στην οδό Κολωνού. «Αυτή η γειτονιά έχει μέλι», συμπληρώνουν.
Ο Ερβίν Σέχου είναι υποψήφιος διδάκτορας στο Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.