Δεν υπάρχει πάρκο, γήπεδο, αλάνα, κοινόχρηστος χώρος, ακόμα και χωματερή που να μην πέσεις πάνω σε παρέες παιδιών που παίζουν κάτι, ασχολούνται με ένα άθλημα, παθιάζονται και τσακώνονται γι’ αυτό. Και όσο πιο λαϊκή η γειτονιά, όσο πιο κοντά σε πολυπολιτισμική συνοικία τόσο περισσότεροι νέοι και παιδιά με εμφανή χαρακτηριστικά ξένης προέλευσης που τρέχουν πέρα-δώθε συμμετέχοντας σε ομαδικά αθλήματα, συχνά ανάκατα με ελληνόπουλα, αφού σε ελληνικά σχολεία πηγαίνουν και οι συμμαθητές τους είναι Έλληνες· ακόμα και η επικοινωνία με τους συνομήλικους ομοεθνείς τους στα ελληνικά γίνεται, εφόσον δεν γνωρίζουν επαρκώς τη γλώσσα της πατρίδας των γονιών τους.
Κάποιες φορές δεν ισχύει αυτό, καθώς πρόκειται για μετανάστες και πρόσφυγες που έφτασαν εδώ ενήλικοι και το παιχνίδι είναι η δική τους ευκαιρία να συναντηθούν με συμπατριώτες τους, να νιώσουν έστω την ψευδαίσθηση της μακρινής πατρίδας τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι νεαροί Πακιστανοί που συναντιούνται τακτικά για να επιδοθούν στο εθνικό τους σπορ, το κρίκετ, το οποίο παίζεται φανατικά και με τόση αφοσίωση όση εμείς δείχνουμε στο ποδόσφαιρο.
Ένα απόγευμα στα βόρεια του Πεδίου του Άρεως ή στα πέριξ του Ολυμπιακού Σταδίου πείθει για την αγάπη και το πάθος που έχουν γι’ αυτό. Μπορεί το γήπεδο να είναι ταπεινό, αυτοσχέδιο –κάτι πέτρες και σκουπιδοτενεκέδες αποτελούν τα δοκάρια–, αλλά όταν τα αίματα ανάβουν δεν τους συγκρατεί τίποτα. Η αδρεναλίνη χτυπάει κόκκινο, οι τσακωμοί θυμίζουν συνοικιακό ελληνικό γήπεδο σε κυριακάτικο ματς ή παλιότερες εποχές σε αλάνες που τα αγόρια πιάνονταν στα χέρια για ένα φάουλ.
Βρέθηκα μπροστά σε έναν τέτοιο καβγά σε μια ακατάληπτη για μένα γλώσσα – μετά από δέκα λεπτά τα βρήκαν, ηρέμησαν και χαμογελαστοί συνέχισαν το παιχνίδι.
Η Ελληνική Ομοσπονδία Πετοσφαίρισης απαιτεί από τους δεκατέσσερις αθλητές που θα γράφονται στο φύλλο αγώνος οι πέντε να είναι Έλληνες. Αν δεν ισχύει αυτό, ο αγώνας δεν μπορεί να γίνει. Καθώς αυτή η προϋπόθεση σε πολλές περιπτώσεις δεν μπορεί να ικανοποιηθεί, παιδιά που στα 18 τους μπορούν να πάρουν την ελληνική υπηκοότητα, στερούνται τη δυνατότητα να παίξουν σε αγώνες και να σημειώσουν πρόοδο στο άθλημα.
Ανάμεσά τους και ένας ντόπιος εικοσιεννιάχρονος, ο Γιώργος, που αγάπησε το άθλημα χάρη στον φίλο του από τη δουλειά, τον Χουσεΐν. Ρωτάω αν τον δέχτηκαν εύκολα και μου ομολογεί ότι αρχικά τον αντιμετώπισαν με κάποια επιφύλαξη, όμως τώρα πια παίζει μαζί τους και σιγά-σιγά μαθαίνει το εντελώς άγνωστο σ’ εμάς παιχνίδι.
Το ενδιαφέρον όμως δεν είναι ότι δέχτηκαν έναν Έλληνα αλλά ότι η αγάπη τους για το κρίκετ έκανε τους Πακιστανούς της Αθήνας να συνδεθούν και με μετανάστες άλλων εθνικοτήτων, από το Μπαγκλαντές, το Αφγανιστάν, ακόμα και από την «εχθρική» προς αυτούς Ινδία, δηλαδή χώρες όπου το κρίκετ είναι επίσης δημοφιλές σπορ. Κι αυτό, ως γνωστόν, οφείλεται στην αποικιοκρατία και στην επέκταση της Βρετανικής Αυτοκρατορίας σε ολόκληρο τον κόσμο κατά τον 19ο αιώνα, η οποία και εισήγαγε το άλλοτε αριστοκρατικό παιχνίδι από την Ινδία μέχρι τη Νότια Αφρική.
Εννοείται ότι το κρίκετ παίζεται παντού την Ελλάδα όπου ζουν και εργάζονται Πακιστανοί, οι οποίοι κατά κανόνα είναι νέοι ηλικιακά ώστε να έχουν την ενέργεια και το μεράκι να συμμετέχουν σε αυτό.
Στην Αθήνα, όπου είναι διασκορπισμένοι σε όλες τις συνοικίες, έχουν δημιουργήσει περί τις είκοσι ομάδες οι οποίες κατά καιρούς παίζουν αγώνες, ενώ, κάθε Αύγουστο που τα αφεντικά τους λείπουν διακοπές, αυτοί οργανώνουν κι από ένα εσωτερικό πρωτάθλημα στο στάδιο του Αιγάλεω. Μόλις πέρσι διεξήχθη ένα πρωτάθλημα στο οποίο συμμετείχαν ομάδες και από το εξωτερικό, όπου η Ιταλία στέφθηκε νικήτρια.
Αλλά το πιο δημοφιλές σπορ διεθνώς, εκείνο που σταματάει ακόμα και συρράξεις και συγκεντρώνει εκατομμύρια ανθρώπους μπροστά στην τηλεόραση, το μόνο που κατά κάποιον τρόπο «ενώνει» τον κόσμο στις μεγάλες διεθνείς διοργανώσεις παραμένει το ποδόσφαιρο. Δεν θα μπορούσε, λοιπόν, να μην αποτελεί, και στην Αθήνα, το άθλημα για το οποίο εκδηλώνεται το μεγαλύτερο ενδιαφέρον στους ανοιχτούς χώρους της πόλης από τους μετανάστες και κυρίως από τα παιδιά τους.
Άλλωστε, εδώ και δεκαετίες είναι κοινή πρακτική η συμμετοχή ξένων αθλητών από χώρες εκτός Ευρώπης στις ομάδες όλων των βαθμίδων του ελληνικού πρωταθλήματος. Αναζητήσαμε τις πιο οργανωμένες ποδοσφαιρικές παρέες και ανακαλύψαμε ότι όχι μόνο υπάρχουν αλλά κάνουν και σπουδαία δουλειά.
Ίσως η πιο ενδιαφέρουσα περίπτωση, και αυτή που αποτελεί πρότυπο για άλλες, να είναι η GFR F.C., δηλαδή το Greek Forum of Refugees Football Club, το οποίο βρίσκεται, όπως είναι αναμενόμενο, στην Αλεπότρυπα της Κυψέλης, πολύ κοντά στη γειτονιά όπου xτυπά η καρδιά της αφρικανικής κοινότητας της Αθήνας. Η ομάδα αποτελείται κυρίως από Αφρικανούς προερχόμενους από χώρες όπως το Κονγκό, η Νιγηρία, η Ακτή Ελεφαντοστού, η Σιέρα Λεόνε, η Ερυθραία, το Μάλι. Τα τεσσεράμισι χρόνια που υφίσταται ο σύλλογος έχουν περάσει και πολλοί με προέλευση κάποια χώρα της Μέσης Ανατολής, αλλά συχνά είναι περιπτώσεις που επιλέγουν να φύγουν για πιο εύρωστες οικονομικά χώρες της Ευρώπης.
Σήμερα η GFR F.C. αποτελεί τη μοναδική ακμάζουσα ομάδα προσφύγων και μεταναστών, της οποίας το μοντέλο λειτουργίας μιμούνται αρκετοί οργανισμοί και οι ομάδες τους.
Βρήκαμε τον διευθυντή της Χρήστο Λαζαρίδη, ο οποίος υπήρξε εμπνευστής της. Στην κουβέντα μας μίλησε με υπερηφάνεια για τη δουλειά που γίνεται και βοηθάει, μεταξύ άλλων, στην ένταξη των νέων αντρών στην ελληνική πραγματικότητα – παράλληλα, πολλοί βρίσκουν έναν στόχο, πραγματοποιούν ίσως ένα όνειρο ζωής.
Λέει λοιπόν: «Όταν το 2018 απευθυνθήκαμε στις μεταναστατευτικές κοινότητες, το βασικό αίτημα ήταν το ποδόσφαιρο. Με βάση αυτό συγκροτήθηκε μια ομάδα που στην αρχή είχε μια πολύ διαφορετική μορφή. Μία από τις πρώτες φορές που πήγα στο στάδιο βρήκα οκτώ παίκτες να αλλάζουν πάσες. Μιλώντας μαζί τους συνειδητοποίησα ότι αυτό μπορούσε να αποκτήσει μεγάλη δυναμική. Τότε η ομάδα προπονούνταν δύο φορές την εβδομάδα και μου έκανε μεγάλη εντύπωση ότι αυτά τα παιδιά πλήρωναν από την τσέπη τους το εισιτήριο για να έρθουν και να προπονηθούν στην Αλεπότρυπα της Κυψέλης, χωρίς η ομάδα να έχει συγκεκριμένο στόχο.
Θυμάμαι συγκεκριμένα δύο παιδιά, το ένα ερχόταν από τη δομή της Μαλακάσας, που, όπως μου είπε, η προπόνηση ήταν ο μοναδικός λόγος για να βγει από τη δομή και η κοινωνική αλληλεπίδραση ένα ισχυρό κίνητρο, το άλλο από τη δομή της Ριτσώνας, για το οποίο αυτός ήταν ο μόνος τρόπος να πλησιάσει κάπως το όνειρό του να παίξει μια μέρα ποδόσφαιρο επαγγελματικά. Συμπέρανα ότι υπήρχε πολύ μεγάλη ανάγκη έκφρασης στην κοινότητα και αν αυτή την ανάγκη μπορούσαμε να την καλύψουμε μέσα από αυτό εμείς θα πετυχαίναμε τον σκοπό μας που είναι η διευκόλυνση της αποδοχής και της συμπερίληψης των προσφύγων και των μεταναστών στην ελληνική κοινωνία.
Μέχρι το τέλος του 2018 είχαμε φτιάξει μια ομάδα η οποία λειτουργούσε σε αγωνιστικά πρότυπα με πρώτο προπονητή, βοηθό, γυμναστές, παίκτες, όλοι προσφυγικής και μεταναστευτικής καταγωγής. Η ειδοποιός διαφορά ήμουν εγώ, που ήμουν γηγενής, και προσπαθούσα να αναλάβω όλο το οργανωτικό και το συντονιστικό κομμάτι, όπως και αυτό που αφορά το management.
Η ομάδα κατέβηκε σε ερασιτεχνικό πρωτάθλημα, το πρώτο παιχνίδι ήταν τον Φεβρουάριο του 2019 και από τότε συμμετείχε στο anexartito πρωτάθλημα, το οποίο μας έδωσε μεγάλη ορατότητα και πάρα πολλές ευκαιρίες να έρθουμε πιο κοντά στην κοινωνία. Η ομάδα έμαθε να κερδίζει παιχνίδια και παράλληλα με τις νίκες μέσα στο γήπεδο κέρδισε και την αποδοχή και την αναγνώριση που είναι πολύ μεγάλο ζητούμενο για ανθρώπους που στην καθημερινότητά τους δυσκολεύονται και υποφέρουν.
Το anexartito πρωτάθλημα έχει ιστορία 46 χρόνων, αποτελείται κυρίως από ερασιτεχνικές ομάδες αντίστοιχες των επαγγελματικών πρωταθλημάτων, ωστόσο έχει πολύ υψηλό επίπεδο ανταγωνιστικότητας. Εμείς όχι μόνο συμμετείχαμε αλλά αναπτύξαμε πολύ μεγάλη ανταγωνιστικότητα, η οποία επέτρεψε στην ομάδα να διεκδικήσει τίτλους με αξιώσεις, καθώς η διοργάνωση έχει και πρωτάθλημα και κύπελλο.
Δυστυχώς, φέτος, λόγω οικονομικής δυσχέρειας, δεν καταφέραμε να συμμετάσχουμε. Έχει σταθεί αδύνατο να βρούμε σταθερή χρηματοδότηση για να υπηρετήσουμε το πλάνο που έχουμε φτιάξει. Είναι μια ομάδα που συνεχίζει να υπάρχει επειδή οι ίδιοι οι άνθρωποι τη χρειάζονται. Κι έχουμε βοηθήσει παιδιά να βρούνε ομάδες στην Ελλάδα, έχουμε στείλει παίκτες στη Γ’ Εθνική αλλά και στο εξωτερικό, αν και το μεγάλο πρόβλημα παραμένει η απόκτηση νόμιμων εγγράφων, κάτι για το οποίο δεν γίνεται καμία διευκόλυνση.
Πολλά οφείλουμε στον προπονητή μας Kennedy Ehiozee, πρώην επαγγελματία ποδοσφαιριστή, που έχει παίξει στον Άρη και στην Καβάλα. Ζει είκοσι χρόνια στην Ελλάδα και είναι ο πάτερ φαμίλιας για όλους. Χαρισματικός, το σπίτι του είναι ανοιχτό, ο συνδετικός κρίκος μεταξύ της τοπικής κοινωνίας και όσων έρχονται».
Μια άλλη εξαιρετική περίπτωση είναι η κίνηση πολιτών SCI - Service Civil International και το πρόγραμμα balapatisia για παιδιά και εφήβους. Πρόκειται για μια άτυπη ακαδημία ποδοσφαίρου που ίδρυσαν μετανάστες και πρόσφυγες γονείς της περιοχής των Κάτω Πατησίων με τη βοήθεια της SCI. Έχει έδρα το πάρκο Σαμαρά & Καμπούρογλου, ένα εγκαταλελειμμένο γήπεδο μπάσκετ που διαμορφώθηκε σε γήπεδο ποδοσφαίρου 5x5 με τη συμβολή ενός προγράμματος του δήμου Αθηναίων που λέγεται «Curing the Limbo» και κάλεσε την Κοινωνία των Πολιτών να προτείνει προγράμματα για την ένταξη μεταναστών και προσφύγων στην κοινότητα.
Βρεθήκαμε στο γήπεδο κατά τη διάρκεια προπόνησης, είδαμε πάμπολλες φατσούλες παιδιών σχολικής ηλικίας να παίζουν υπό την καθοδήγηση των προπονητών και ο πρόεδρος της κίνησης Αντώνης Σηφάκης μας εξήγησε: «Αρχικά σκεφτήκαμε να κάνουμε ένα τουρνουά και βρήκαμε αυτό το εγκαταλειμμένο γήπεδο στο οποίο βάλαμε χλοοτάπητα, γκολπόστ και περίφραξη, έτσι έγινε ένα αξιοπρεπές γηπεδάκι ποδοσφαίρου.
Ηγηθήκαμε της πρωτοβουλίας και συνεργαστήκαμε με ανθρώπους που ήθελαν τα παιδιά τους να παίζουν μπάλα. Το πάρκο ανήκει στον ΟΠΑΝΔΑ, αλλά μας έχει γίνει επίσημη παραχώρηση με ένα συγκεκριμένο ωράριο για δύο γκρουπ ηλικίας από 8 έως 15 χρονών. Κατά βάση είναι αφρικανικής καταγωγής, αλλά έρχονται και Αλβανοί, Ουκρανοί, Ρομά, ακόμα και Έλληνες, καθώς δεν είναι αμιγώς ακαδημία μεταναστών. Η πλειονότητα είναι παιδιά οικογενειών από τις γύρω περιοχές, ενώ οι προπονητές μας είναι ο ένας από την Τανζανία, ο οποίος μιλάει και καλά ελληνικά, και ο άλλος πρόσφυγας από τη Λιβερία.
Ακόμα είναι νωρίς να μιλάμε για εξέλιξη σε αθλητικό επίπεδο, εφόσον ξεκίνησε σχετικά πρόσφατα τη λειτουργία της η ακαδημία, μόλις πριν από δύο χρόνια, αλλά τα παιδιά συχνά συμμετέχουν σε φιλικούς αγώνες με άλλες ερασιτεχνικές ομάδες, π.χ. του Γαλατσίου, της Λαμπρινής, της Ακαδημίας του Μπατίστα του Μενιδίου, του Κορυδαλλού και της Αλεπότρυπας της Κυψέλης. Οι προπονητές έχουν το δικό τους δίκτυο επαφών και κανονίζουν κάθε δυο-τρεις εβδομάδες αγώνες. Πάντως, ωφελήθηκε και η γειτονιά, καθώς βελτιώθηκε η κατάσταση του πάρκου, όπου πριν σημειώνονταν περιστατικά παραβατικότητας, ενώ τώρα είναι ένα υγιές παρκάκι».
Μετά το ποδόσφαιρο, υψηλά ποσοστά δημοτικότητας παρουσιάζει και το μπάσκετ. Πλέον, ένα παιδί μεταναστών από τη Νιγηρία, που ξεκίνησε από τις ταπεινές γειτονιές της Αθήνας, ο Γιάννης Αντετοκούνμπο, είναι ένας από τους διασημότερους μπασκετμπολίστες της εποχής μας, και συμμετέχει στο δυναμικότερο πρωτάθλημα του κόσμου, το ΝΒΑ.
Ο Σπύρος Βελλινιάτης, ο άνθρωπος που τον ανακάλυψε και αφιέρωσε έξι χρόνια από τη ζωή του για να τον πείσει ότι άξιζε να πειθαρχήσει και να αφοσιωθεί στο άθλημα, είναι ένας προπονητής που έχει ηγηθεί πολλών πρωτοβουλιών στον χώρο του μπάσκετ με ομάδες μεταναστών με σκοπό την ένταξή τους στην ελληνική κοινωνία. Μάλιστα ίδρυσε το 1998, μαζί με τον Ιωάννη Θωμόπουλο, την ομάδα Ανταίος με σκοπό να προσελκύσει νέους μετανάστες και νέες μετανάστριες που ενδιαφέρονται για το άθλημα.
Με χώρο προπόνησης τα υπαίθρια γήπεδα στα όρια Κυψέλης και Κάτω Πατησίων στον Άγιο Νικόλαο και το κλειστό της Γκράβας, ο κ. Θωμόπουλος, πρόεδρος σήμερα του συλλόγου, μας είπε: «Είχα μια ευαισθησία στο θέμα μπάσκετ αλλά και στους μετανάστες, έτσι ξεκινήσαμε με τον Σπύρο τον Ανταίο και μέχρι σήμερα κυριαρχούμε στον τομέα αυτό. Ο Γιάννης ξεκίνησε πράγματι με τον Σπύρο και με το που υπέγραψε το συμβόλαιο στην Αμερική εξαφανίστηκε. Εμείς συνεχίσαμε με τα υπόλοιπα παιδιά, τα οποία κοπιάσαμε να τα κάνουμε να πειθαρχήσουν στους κανόνες του αθλήματος, κάτι που εν τέλει το πετύχαμε.
Από το 2014-15 ξεκινήσαμε να έχουμε επίσημη παρουσία στον αθλητικό χώρο και σήμερα φτάσαμε στο σημείο να είμαστε με δύο ομάδες, τις Κορασίδες και Νεάνιδες Α’ ΕΣΚΑ και τις Γυναίκες Β’ ΕΣΚΑ, που φέτος υπάρχουν πολλές ελπίδες ότι θα ανέβουν κατηγορία. Οι αθλήτριές μας προέρχονται κυρίως από Αφρική, Κονγκό, Γκάνα αλλά και από Ινδία, Αλβανία. Όλες είναι γεννημένες εδώ, πηγαίνουν σε ελληνικά σχολεία. Είχαμε τέσσερις ομάδες με εφήβους και άντρες μέχρι το 2021-22, αλλά αυτήν τη στιγμή δεν έχουμε πρόσβαση σε γήπεδα, οπότε για την ώρα διακόψαμε τις ανδρικές ομάδες, κρατήσαμε μόνο τις γυναικείες.
Οι παίκτες διοχετεύτηκαν σε διάφορες ομάδες και κάποιοι παίζουν πια σε επαγγελματικό επίπεδο. Όλοι τους είχαν πάντα μεγάλες οικονομικές δυσκολίες και θέματα διατροφής, τους σταθήκαμε και προχώρησαν στο άθλημα. Όλα αυτά τα παιδιά τα γαλουχήσαμε έτσι ώστε η ζωή τους στην Ελλάδα να είναι σε ικανοποιητικό επίπεδο. Παρόλο που όλα τους νιώθουν ελληνόπουλα, καθώς έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει εδώ, επειδή δεν έχουν χαρτιά, δεν μπορούν να παίξουν στην Εθνική Ελλάδος. Αυτό είναι μεγάλο πρόβλημα.
Πέρσι, στο τουρνουά 3x3 που έκανε η ομοσπονδία βγήκαμε πρώτοι και τρεις δικές μας παίκτριες πήραν την πρώτη θέση στην Ελλάδα. Επομένως οι προϋποθέσεις υπάρχουν, αλλά κανένας από τους επίσημους θεσμούς δεν έχει ενδιαφερθεί. Η πολυπολιτισμικότητα της Ευρώπης δεν έχει φτάσει στην Ελλάδα. Είμαστε σε μεταβατικό στάδιο, ακόμα δεν έχουμε προσαρμοστεί. Αυτό θα το κάνει η νέα γενιά».
Μπάσκετ όμως παίζουν και τα παιδιά των Φιλιππινέζων στα γήπεδα των Αμπελοκήπων στην αρχή της Πανόρμου, στο γήπεδο της στάσης του μετρό, όπου συχνά μαζεύονται παρέες Φιλιππινέζων και παίζουν ερασιτεχνικά, και στις μπασκέτες του πάρκου της οδού Αργολίδος, όπου έχει τα γραφεία του ο Αθλητικός Όμιλος Αμπελοκήπων. Αρκετοί νέοι Φιλιππινέζοι συμμετέχουν ως έφηβοι στην ομάδα, αλλά με το που ενηλικιώνονται παύουν να ενδιαφέρονται, καθώς πρέπει να εργαστούν και δεν έχουν χρόνο για προπονήσεις.
Ένας από αυτούς, ο εικοσιοκτάχρονος Άχμεντ, Φιππινεζο-αιγύπτιος, μεγαλωμένος στους Αμπελόκηπους, αναγκάστηκε να σταματήσει για βιοποριστικούς λόγους, αν και κατά καιρούς, όπως μας είπε, παίζει με ομοεθνείς φίλους του σε αγώνες που διοργανώνουν οι ίδιοι μεταξύ τους και κυρίως η οργάνωση FOG - Filipino Organization in Greece. Οι ομάδες εκπροσωπούν περιοχές και το όνομά τους αντιστοιχεί είτε στην περιοχή, π.χ. Πανόρμου, Παγκράτι, Ταύρος, είτε σε πιο αφηρημένες έννοιες, π.χ. «Mahal Angels» («μαχάλ» στα φιλιππινέζικα σημαίνει «αγάπη»).
Στο πάρκο της οδού Βελεστίνου δραστηριοποιείται και η Αθλητική Ένωση Αμπελοκήπων που συνδέεται με το βόλεϊ, ένα άθλημα το οποίο προτιμούν περισσότερο οι νεαροί/-ές Φιλιππινέζοι/-ες. Αλλά, όπως μας πληροφορεί ο γραμματέας Γιώργος Ζωγράφος, ενώ η ομάδα αποτελείται από ταλαντούχους αθλητές και αθλήτριες, έχει προκύψει ένα πρόβλημα που περιπλέκει τα πράγματα τόσο όσον αφορά την ενσωμάτωσή τους στην ελληνική αθλητική οικογένεια όσο και την πρόοδο του αθλήματος.
Συγκεκριμένα, η Ελληνική Ομοσπονδία Πετοσφαίρισης απαιτεί από τους δεκατέσσερις αθλητές που θα γράφονται στο φύλλο αγώνος οι πέντε να είναι Έλληνες. Αν δεν ισχύει αυτό, ο αγώνας δεν μπορεί να γίνει. Καθώς αυτή η προϋπόθεση σε πολλές περιπτώσεις δεν μπορεί να ικανοποιηθεί, παιδιά που στα 18 τους μπορούν να πάρουν την ελληνική υπηκοότητα, στερούνται τη δυνατότητα να παίξουν σε αγώνες και να σημειώσουν πρόοδο στο άθλημα. Πρόκειται για μια αντιαναπτυξιακή διάταξη που έχει το αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που επιδιώκει η ομοσπονδία, την προώθηση των εθνικών ομάδων, καθώς σταδιακά οι αθλητές απογοητεύονται και εγκαταλείπουν.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.