Γεννήθηκα πριν από σαράντα πέντε χρόνια στην τέταρτη μεγαλύτερη πόλη της Κένυας, το Νιέρι, με το πλούσιο και προστατευόμενο φυσικό τοπίο και την άγρια φύση. Στις 11 Σεπτέμβρη του 1985, στα οκτώ μου χρόνια, έφυγα από εκεί για να βρεθώ στην Κάλυμνο. Νιώθω, λοιπόν, ότι έχω τρεις πατρίδες, την Κένυα, την Κάλυμνο και την Ελλάδα.
• Έφτασα μαζί με τον αδελφό μου στην Ελλάδα, αρχικά στην Κάλυμνο, μέσω ενός ευρωπαϊκού προγράμματος της ιεραποστολικής εκκλησίας. Ο πατέρας μας ήταν ιερέας και, όπως πολλοί γονείς, έτσι κι εκείνος θεωρούσε ότι θα πρόσφερε το καλύτερο στα παιδιά του με το να τα μετακινήσει σε ένα περιβάλλον οικονομικά και κοινωνικά πιο προηγμένο. Ανάμεσα στα εννιά τους παιδιά οι δικοί μου έπρεπε να επιλέξουν το ένα που θα ταξίδευε ‒ τελικά ήρθαμε δύο, μια και ήμασταν δίδυμοι και δεν μπορούσαν να μας χωρίσουν.
• Τα τηλεφωνήματα και τα γράμματα με τους δικούς μας ήταν μέρος της καθημερινότητά μας, τα ταξίδια όμως ήταν εξαιρετικά δύσκολα ‒ τα εισιτήρια ήταν πανάκριβα και οι αεροπορικές εταιρείες ελάχιστες.
Αυτήν τη στιγμή, το αν μένει κάποιος νόμιμα στην Ελλάδα είναι εντελώς τυχαίο. Η δική μας εμπειρία και τα στοιχεία δείχνουν ότι υπάρχει ένας πληθυσμός που ζει τριάντα χρόνια εδώ και κάποια στιγμή έχασε τη νομιμοποίηση η οποία είναι συνδεδεμένη με την εργασία. Αυτό το θέμα από μόνο του φέρνει μαζί του και πολλά άλλα σοβαρά θέματα.
• Ζούσαμε σε έναν χώρο υπό την εποπτεία της Μητρόπολης, στον οποίον φιλοξενούνταν επίσης παιδιά από διάφορες πόλεις της Ελλάδας, από οικογένειες που δεν μπορούσαν εύκολα να τα βγάλουν πέρα. Ο χώρος αυτός δεν ήταν κλειστός∙ μπορεί να τρώγαμε και να κοιμόμασταν εκεί, αλλά συναναστρεφόμασταν την τοπική κοινωνία. Πηγαίναμε στο δημόσιο σχολείο, είχαμε αθλητική δραστηριότητα έξω, κάναμε δενδροφυτεύσεις ‒ η επαρχία σού δίνει καμιά φορά την ευκαιρία να ασχοληθείς με πράγματα που μπορεί να ωφελήσουν την κοινωνία και πρωτίστως εσένα. Είχαμε δασκάλους που έρχονταν για ένα-δύο χρόνια στο νησί και κρατούσαν τη φλόγα αναμμένη. Θυμάμαι εκείνον που μας έδειξε τον τρόπο να φτιάχνουμε μικρές ομάδες με συγκεκριμένο στόχο, εγώ ήμουν σε εκείνη που είχε αναλάβει να καθαρίζει το σπίτι δύο οικογενειών. Δεν είχαμε τότε την αίσθηση της προσφοράς, το να χάσουμε δύο ώρες μάθημα μάς φαινόταν τέλειο, αλλά τώρα, μετά από χρόνια, σκέφτομαι ότι αυτό που κάναμε για πλάκα κάλυπτε μια υπαρκτή ανάγκη της κοινωνίας.
• Όταν είναι πεπερασμένος ο χρόνος σου στην επαρχία ζεις ωραία, επωφελείται και η τοπική κοινωνία από την παρουσία σου. Το ότι στην Κάλυμνο υπήρχε παρουσία Αφρικανών από το πουθενά άνοιξε τα μάτια πολλών. Κάτοικοι του νησιού που δεν ταξίδευαν είχαν μπροστά τους μαύρους ανθρώπους οι οποίοι δεν ήταν ο Τζόρνταν που τον έβλεπαν στην τηλεόραση και έλεγαν «τι καταπληκτικός μπασκετμπολίστας», είχαν χαρακτηριστικά που αναγνώριζαν και στα δικά τους παιδιά, τα οποία μας συναναστρέφονταν, ενώ ταυτόχρονα έβλεπαν την πορεία μας, την εξέλιξή μας. Βέβαια, στο πίσω μέρος του μυαλού τους παρέμεναν σκέψεις όπως: «Εντάξει, αυτός τώρα είναι παιδί, αλλά, αν μεγαλώσει και ερωτευτεί την κόρη μου, τι θα γίνει; Πώς θα το διαχειριστώ;». Σίγουρα υπάρχει ρατσισμός στις μικρές κοινωνίες. Αλλά αυτές οι σκέψεις γίνονται και για τους γηγενείς, σχολιάζεται δηλαδή ακόμα το αν κάποιος θα αγαπήσει άντρα ή γυναίκα, υπάρχουν εκείνοι που θα πουν «γιατί ο γιος μου να είναι με αυτήν;» ή «το δικό μου το παιδί θα είναι ομοφυλόφιλο;».
• Κατά τα πρώτα μου χρόνια στην Ελλάδα έχει ανανεώσει την άδεια παραμονής μου άνθρωπος που δεν μπορούσε να συντάξει το κείμενο επίδοσής της, ούτε να τη διαβάσει στ’ αλήθεια μπορούσε. Μαθητής ακόμα, ερχόμουν με το καράβι στην Αθήνα για να ανανεώσω τα χαρτιά μου με την προοπτική να τελειώσω κατά τη διάρκεια της ημέρας και το απόγευμα να πάρω το καράβι ώστε το επόμενο πρωί, πολύ νωρίς, να είμαι πίσω. Όμως, εκείνος, με το που με έβλεπε έλεγε «εσύ εδώ;», λες και με περίμενε. Με έβαζε να του συντάσσω τις άδειες άλλων και προκειμένου να πάρω και τη δική μου, καθόμουν και τις έγραφα. Μετά μου έλεγε να πάω και την επόμενη μέρα από κει, ενώ έπρεπε να επιστρέψω στο νησί, και δεν είχα τελειώσει καν με τη δική μου δουλειά.
• Ακόμα και σήμερα, όταν με ρωτάνε μετανάστες που φτάνουν στην Ελλάδα προς τα πού να κατευθυνθούν, τους προτείνω να μην πάνε αρχικά στις μεγάλες πόλεις, γιατί δεν είναι φιλόξενες. Όσο πιο μικρή η κοινωνία τόσο περισσότερο σε γνωρίζει, σου μιλάνε σε πιο προσωπικό τόνο, νιώθεις μεγαλύτερη ασφάλεια γι’ αυτό που συμβαίνει γύρω σου. Το αρνητικό είναι ότι στις μικρές ελληνικές πόλεις δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν διοικητικά αυτοί οι άνθρωποι και αυτό είναι που τελικά τους οδηγεί στις μεγάλες, όχι η ασφάλεια, όχι η ησυχία που χρειάζεται προκειμένου να ανασυνταχθεί κανείς προκειμένου να πάρει αποφάσεις για εκείνον και για την οικογένειά του. Λέμε ότι η Αθήνα έχει το καλό πως χάνεσαι μέσα σε αυτήν, αλλά δεν είναι ωραίο πράγμα να χάνεσαι, πρέπει να βρίσκεσαι με τον κόσμο.
• Πέρασαν δέκα χρόνια και έφυγα από το νησί για να σπουδάσω στο τμήμα Εμπορίας και Διαφήμισης του ΤΕΙ Αθήνας∙ την εποχή εκείνη θεωρούσαμε το μάρκετινγκ τη δουλειά του μέλλοντος. Η πορεία της ζωής μου μού έδειξε ότι θα έπρεπε να έχω κάνει εντελώς διαφορετικές σπουδές, να ακολουθήσω τις κοινωνικές επιστήμες ή τη Νομική, αφού από το 2003 ασχολούμαι αποκλειστικά με την ένταξη, την ενδυνάμωση και τη συμπερίληψη ανθρώπων που φτάνουν από άλλες χώρες στην Ελλάδα. Προσωπικά, μου είναι εντελώς αδιάφορος ο όρος «μετανάστης» έτσι όπως χρησιμοποιείται εντός της ελληνικής κοινωνίας ‒ είμαστε πολίτες αυτής της χώρας, κάτοικοι αυτής της πόλης. Όπως λέει ένας φίλος μου, υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: αυτοί που νοιάζονται για τη χώρα και την πόλη τους κι αυτοί που νομίζουν ότι τους ανήκουν.
• Ερχόμενοι στην Αθήνα από την Κάλυμνο βρεθήκαμε σε μια μονοκατοικία στο Χαϊδάρι, είχαμε την αυλή μας και τον σκύλο μας, ήμασταν εντελώς «γιούχου». Μέχρι που σύντομα διαπιστώσαμε με πολύ μεγάλη έκπληξη ότι δεν ήμασταν μόνοι μας, ότι υπάρχουν κι άλλοι, πολλοί Αφρικανοί στην πόλη, με εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά. Πολλά παιδιά που γνωρίζαμε δεν μιλούσαν ελληνικά τόσο καλά όσο εμείς, ενώ, όσα σπούδαζαν, όπως εμείς, ήταν κάπως μαγκωμένα. Συζητώντας μαζί τους, αρχίσαμε να διαπιστώνουμε ότι τα εμπόδια της πόλης είναι ανυπέρβλητα, αυτά τα παιδιά αντιμετώπιζαν προβλήματα κοινωνικοποίησης και για εμάς ήταν σαν να ξυπνάμε από τον λήθαργο. Παράλληλα, ήταν η εποχή λίγο πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες, επικρατούσε ευφορία και μια αίσθηση ότι η χώρα θα τα πάει καλά, οι δουλειές πήγαιναν καλά και τα θέματα που είναι σκληρά για την κοινωνία, όπως αυτό του ρατσισμού, ρίχνονταν κάτω από το χαλί.
• Αποφασίσαμε, λοιπόν, να φτιάξουμε μια οργάνωση, την Asante, για τους αφρικανικής καταγωγής μετανάστες δεύτερης γενιάς στην Ελλάδα. Βασικό διακύβευμα της οργάνωσης ακόμα και σήμερα είναι το αφρικανικό στοιχείο και πώς το αντιλαμβάνονται οι άνθρωποι στην Ελλάδα ‒ η Αφρική στο φαντασιακό πολλών ανθρώπων είναι κάτι άλλο, που στην πραγματικότητα δεν υπάρχει. Δεν είναι το σαφάρι, δεν είναι τα κοτσιδάκια, είναι πάρα πολλά άλλα πράγματα. Και εμείς οι ίδιοι μέσα από την οργάνωση ανακαλύπταμε πολλά πράγματα που δεν γνωρίζαμε για την Αφρική. Θέλαμε να ξαναβρούμε μία από τις ταυτότητές μας και να αναδείξουμε τη θετική της συμβολή στον ίδιο τον άνθρωπο αλλά και στην κοινωνία, γιατί σίγουρα δεν είμαστε μονοδιάστατοι. Μπορεί μια ταυτότητα να σε κρατάει πίσω, αλλά όλες οι άλλες να σε πηγαίνουν μπροστά.
• Μετά το τέλος των Ολυμπιακών ζήσαμε την άνοδο της άκρας δεξιάς στην Ελλάδα, μας στοχοποίησαν, μας κυνήγησαν πάρα πολύ, μας τρομοκρατούσαν και μας χτυπούσαν, ενώ βλέπαμε τον κρατικό μηχανισμό, την αστυνομία, να δείχνει ανοχή απέναντι σε όλα αυτά. Όπως τους έζησα τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, το να συμμετέχεις στον δημόσιο διάλογο είναι η μεγαλύτερη ασπίδα απέναντι τους ακροδεξιούς, γιατί είναι θρασύδειλοι. Το 2008, όταν είχαν αρχίσει να σπάνε μαγαζιά Αφρικανών στην Κυψέλη, είδα τον Παναγιώταρο να με δείχνει και να λέει «αυτόν δεν θα τον ακουμπήσετε», χρησιμοποιώντας την πιο γνωστή και ακατάλληλη ελληνική λέξη για να με χαρακτηρίσει. Κι αυτό γιατί αν με χτυπούσαν, αυτό θα έβγαινε στη δημοσιότητα, θα γινόταν θέμα, προτιμούσαν να έχουν προς τα έξω την εικόνα εκείνων που βοηθούν μια γιαγιά να περάσει τον δρόμο. Παράλληλα, μπορούσαν να μαχαιρώσουν τον Λουκμάν ξημερώματα, γιατί «ποιος είναι; Κανείς δεν τον ξέρει».
• Στις πυρκαγιές της Ηλείας οργανώσαμε ομάδες μεταναστών που βρέθηκαν εκεί για βοηθήσουν εθελοντικά. Δεν ήταν μόνο ότι το θέμα μάς άγγιζε, θέλαμε να δείξουμε στην τοπική κοινωνία ότι είμαστε κομμάτι της. Εκείνο το καλοκαίρι επλήγησαν πολλοί άνθρωποι από την Αλβανία κι αυτό δεν μπορεί κανείς να πει ότι δεν έγινε, όπως ούτε και ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι μέρος αυτής της κοινωνίας. Η φωτιά δεν έκανε εξαίρεση, η κοινωνία πώς μπορεί να εξαιρεί;
• Αυτήν τη στιγμή, το αν μένει κάποιος νόμιμα στην Ελλάδα είναι εντελώς τυχαίο. Η δική μας εμπειρία και τα στοιχεία δείχνουν ότι υπάρχει ένας πληθυσμός που ζει τριάντα χρόνια εδώ και κάποια στιγμή έχασε τη νομιμοποίηση η οποία είναι συνδεδεμένη με την εργασία. Αυτό το θέμα από μόνο του φέρνει μαζί του και πολλά άλλα σοβαρά θέματα. Αν εσύ ήσουν ζευγάρι με κάποιον ο οποίος είναι μεταναστευτικής καταγωγής, σκέψου πώς θα αντιδρούσε το περιβάλλον σου ή εσύ η ίδια στην περίπτωση που αυτόν τον άνθρωπο τον σταματούσε η αστυνομία και τον οδηγούσε στο κρατητήριο. Όπως και να αισθάνεσαι, αυτό πώς θα βοηθήσει τη σχέση σας; Θα τη βάλει σε μια δοκιμασία. Σκέψου να έχετε οικογένεια και το ένα μέλος της να μην μπορεί να συμμετέχει σε αυτήν, γιατί βρίσκεται σε περιορισμό. Υπάρχουν θεσμικές διαδικασίες που βάζουν τους ανθρώπους σε έναν κυκεώνα μη νόμιμης συμμετοχής στην κοινωνία. Κάποιοι δουλεύουν σε περίπτερα χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα και με τον διαρκή φόβο ότι μπορεί να εκβιαστούν από τον εργοδότη τους ‒ ξέρεις σε πόσους συμβαίνει αυτό; Έπειτα, μόνο την Κυριακή μπορεί να δεις δεκάδες Φιλιππινέζους στην πόλη. Πού πάνε όλοι αυτοί κατά τη διάρκεια της εβδομάδας; Δουλεύουν εσώκλειστοι στα σπίτια και ένα μεγάλο ποσοστό ζει σε καθεστώς απόλυτης σκλαβιάς, ακριβώς γιατί απειλείται. Ή, μιλάμε για την τουριστική βιομηχανία, αλλά πώς λειτουργεί αυτή; Αν εκμεταλλεύεται στο έπακρο τον γηγενή, πίσω από αυτόν υπάρχουν άλλοι, που δεν φαίνονται πουθενά.
• Έχουμε μια εσφαλμένη εικόνα για την Ελλάδα, πιστεύουμε ότι δεν αλλάζει, ενώ είμαστε μόλις δέκα εκατομμύρια, μια οικογένεια. Ακόμα και το παραγωγικό μοντέλο οικονομίας να πούμε ότι θέλουμε να αλλάξουμε, μπορούμε να το κάνουμε πολύ εύκολα. Η χώρα έχει πολύ μεγάλο πρόβλημα στον πρωτογενή τομέα, δεν έχουμε εργάτες στα χωράφια και αυτήν τη στιγμή υπάρχουν 60.000 άνθρωποι που αιτούνται άσυλο. Τι κάνουμε με αυτούς τους ανθρώπους; Αντί να ξεφύγουμε από την ιδεοληψία μας, τους αφήνουμε, τους βασανίζουμε, με τη σκέψη ότι κάποια στιγμή θα σηκωθούν και θα φύγουν, ότι δεν θα υπάρχουν. Δεν μπορούμε να θεωρούμε ότι το μοντέλο ανάπτυξης της χώρας, όχι μόνο στο οικονομικό αλλά και στο κοινωνικό πεδίο, είναι σωστό, πόσο μάλλον από τη στιγμή που υπάρχουν πόλεις στο εξωτερικό οι οποίες έχουν μεγαλύτερο πληθυσμό απ’ ό,τι η χώρα και λειτουργούν με πολύ καλύτερο τρόπο από εμάς.
• Η Χρυσή Αυγή μπορεί να μην είναι πια στη Βουλή, αλλά υπάρχουν ακόμα εκείνοι που εκφράζουν την ακροδεξιά ρητορική με έναν πιο ακαδημαϊκό τρόπο μέσα σε αυτήν. Υπάρχει θεσμικός ρατσισμός, και οτιδήποτε έχει πιο σκούρο δέρμα από το σύστημα είναι κακό. Αυτό που πρέπει να καταλάβει ο πολίτης είναι πως όσο ρατσιστής είναι εκείνος απέναντι σε κάποιον τόσο είναι και το κράτος απέναντί του από τη στιγμή που δεν είναι «κάποιος» ώστε να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες του. Η Ελλάδα θα αλλάξει όταν όλες οι κοινωνικές ομάδες που δεν αρέσουν στην κυρίαρχη τάξη αρχίσουν παίρνουν θέσεις εξουσίας. Στην αστυνομία θέλω να δω ομοφυλόφιλους και μετανάστες. Γιατί έτσι αλλάζουν τα πράγματα, από μέσα.
• Δυστυχώς, η κρίση χτύπησε πολύ την Αθήνα, ενώ ο ακροδεξιός εξτρεμισμός εμπόδισε ό,τι δημιουργικό να αναπτυχθεί σε αυτήν. Περνάω καθημερινά περίπου δέκα με δώδεκα ώρες στο κέντρο της Αθήνας. Βλέπω μια πόλη που δεν βοηθάει στο να εξαφανιστούν τέτοιου είδους στοιχεία, βρίσκουν και τα κάνουν. Δεν είναι καθαρή, δεν είναι καν φωτεινή, και δεν μπορείς να περιμένεις από τα μαγαζιά να την κάνουν. Έπειτα, είναι δυνατό μία από τις πιο ιστορικές πρωτεύουσες να έχει αστέγους και να μη νοιάζεται, ή να μεταφέρει τους τοξικομανείς από δρόμο σε δρόμο δέρνοντάς τους; Και αναρωτιέμαι πόσο κοστίζει στον δήμο να λύσει αυτά τα προβλήματα και όχι να τα κρύψει κάτω από το χαλί. Όταν τους λέμε ότι μπορούμε να βοηθήσουμε εθελοντικά ούτε καν ευχολόγια δεν ακούμε. «Θα το δούμε» λένε. Δεν μπορούμε, όμως, να αντιμετωπίζουμε έτσι τις πόλεις.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LIFO.