Γεννήθηκα στο νοσοκομείο Έλενα το 1936. Η οικογένεια από τη μεριά της μητέρας μου ήταν από την Προύσα, ήρθαν εδώ πρόσφυγες. Η γιαγιά μου ήταν 18 ετών και είχε ήδη δυο παιδιά. Φαίνεται πως είχαν πάρει μαζί τους κάποια χρήματα γιατί ο παππούς μου, εκτός από ράφτης, ήταν και ψαράς στη λίμνη Απολλωνιάδα, Ιντζίδης το επίθετο. Πήραν εδώ ένα οικόπεδο με δόσεις στον Άγιο Αρτέμιο.
• Τους βοήθησαν οι πατριώτες τους, γινόταν αυτό παλιά, αν ήθελε να χτίσει κάποιος, πήγαιναν όλοι και βοήθαγαν, έτσι έχτισαν το σπίτι τους. Νερό κουβάλαγαν από την εκκλησία, τον Άγιο Αρτέμιο, που είχε και πηγάδι. Εκεί μεγάλωσα κι εγώ, θυμάμαι με νοσταλγία και τρυφερότητα τον κήπο που είχε συκιά, μυγδαλιά, ταπεινά φυτά και δέντρα, ήταν ένας μικρός παράδεισος. Τρυφερά πράγματα μιας οικογένειας αγαθών ανθρώπων που με μεγάλωσαν.
• Η άλλη μεριά, ο πατερούλης μου, είχε έρθει από τη Θεσπρωτία στην Αθήνα να δουλέψει, για να βοηθήσει την οικογένεια και για να παντρέψει τις αδελφές του. Πήγε να δουλέψει σε έναν φούρνο – ο φούρναρης ήταν και νονός μου – και μπήκε στο ΚΚΕ, στους αρτεργάτες. Και ενώ ήταν αγράμματος άνθρωπος, έγινε γραμματέας του συλλόγου. Είχε ινστρούχτορα τον Πλουμπίδη που είχε κύρος – γενικά, υπήρχε μεγάλος θαυμασμός γι’ αυτούς τους ανθρώπους. Ο πατέρας μου, μέχρι που έφυγε από τη ζωή το 1982, μου έλεγε «όταν έρθουμε εμείς στα πράγματα, θα τακτοποιηθούν όλα». Είχε βαθιά πίστη σε μια ιδέα ως υπερασπιστής του δικαίου. Πιστεύω ότι οι σύγχρονοι αριστεροί είναι οι σφετεριστές μιας ιδεολογίας και ενός αγώνα που έκαναν άλλοι άνθρωποι, σφετερίστηκαν και τους αγώνες και το ήθος τους.
Πιστεύω ότι κάθε καλλιτέχνης έχει ένα νταλκά στην καρδιά του, το πένθος της ζωής, που έλεγε ο Καρούζος. Το νιώθεις στη μοναξιά του εργαστηρίου, όταν ακόμα και τυχαία σού αποκαλύπτεται κάτι και σε υπερβαίνει, για μια στιγμή.
• Η μητέρα μου ήταν επίσης ένας ήσυχος γλυκός άνθρωπος του σπιτιού, υπομονετική με τον πατέρα μου, αγαπούσε υπερβολικά τα παιδιά της. Θυμάμαι, όταν καμιά φορά αρρώσταινε ο πατέρας μου, φορούσε την ποδιά για να κάνει δουλειές, είχε το ήθος το παλιό. Είναι αυτά τα μυστηριώδη που συμβαίνουν στη ζωή, όπου κάποια λεπτομέρεια διογκώνεται και παίρνει άλλη σημασία, προσανατολίζει ή αποπροσανατολίζει κάποιον.
• Στο ραφείο του παππού μου δούλευε και ο θείος μου ο Λευτέρης, αδελφός της μητέρας μου, που ενώ ήταν του δημοτικού έμοιαζε με διανοούμενο. Ωραίος και λάτρης των γυναικών, ήταν και ο πρώτος μου δάσκαλος, μου έδινε κραγιονάκια, μολυβάκια. Ζωγράφιζε τις Κυριακές, διάβαζε Μαρξ και ήταν και καθοδηγητής της ΕΠΟΝ. Πήγαινε και έπαιρνε νερό με τους ντενεκέδες, ζωσμένος τα φισεκλίκια του. Ήταν ένας γλυκύτατος άνθρωπος. Η ηγεσία ήταν κατώτερη των περιστάσεων, το φάγωμα και στο Κόμμα έδειχνε τη σκληρότητα μεταξύ τους, ο Εμφύλιος θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί αν ήταν αλλιώς η ηγεσία τότε, αλλά και η δεξιά δεν κράτησε την πρέπουσα στάση, έπαιρνε τους απλούς ανθρώπους και τους έστελνε στα ξερονήσια χωρίς λόγο, τιμωρητικά και σκληρά.
• Σε αυτό το σπίτι άρχισα κι εγώ να φτιάχνω καρτούλες. Υπήρχε ένα πανί, μια μπάντα που έβαζαν στον τοίχο για να μη φαίνεται η υγρασία, κι εγώ άρχιζα και ζωγράφιζα εκεί. Έτσι πήρα τα πρώτα εύγε και άρχισα να έχω μια οντότητα, αλλά όταν ήμουν 12-13 ετών έπαθα παρωτίδα που πείραξε τον θυρεοειδή μου και ψήλωσα απότομα, έγινα 1,92, κι αυτό με συνόδευσε σε όλη τη ζωή μου, ήθελα πάντα να κρύβομαι. Ο τρόπος ίασης αυτού του πράγματος είναι το διάβασμα, η ζωγραφική, η μουσική – η τέχνη είναι σωτήρια για την ψυχή ανθρώπου.
• Ο πατήρ Βασίλειος της Μονής Ιβήρων, ένας καταπληκτικός διανοούμενος, αναφέρεται σε μια μορφή θείας πρόνοιας που οδηγεί τους ανθρώπους όταν η φύση η κατάσταση τους αφαιρεί κάτι. Αναπληρούται δι’ άλλης οδού και αυτό συνέβη σε μένα. Το ότι εξορίστηκα σε ένα δωμάτιο για να ασχοληθώ με τη ζωγραφική όχι μόνο αναπλήρωσε ένα αίτημα ζωής που δεν είχα αλλά μου άνοιξε και νέους ορίζοντες, είδα τον κόσμο με άλλα μάτια.
• Ήθελα να κρυφτώ για να απαλλαγώ από την κριτική και τη χλεύη των συμμαθητών μου, του κόσμου που σταματούσε στον δρόμο για να με κοιτάξει. Το να μπω στο λεωφορείο ήταν μαρτύριο. Τώρα ένα ποσοστό της νεολαίας είναι πολύ ψηλό, με περνάνε σε ύψος και μου φαίνεται περίεργο. Η ζωγραφική απεδείχθη ο σωτήρας μου και οδηγήθηκα εκεί μετά πάθους γιατί όσο ζωγράφιζα, ξεχνιόμουνα. Μετά, αυτός ο χώρος της μονώσεως σε οδηγεί αναγκαστικά στα βιβλία. Τα πρώτα βιβλία ήταν βάλσαμο. Είχα έναν φίλο, τον Τσακιρίδη, που έγραφε ποιήματα στο γυμνάσιο, κι έτσι έκανα τις πρώτες προσπάθειες ζωγραφικής. Πήγαινε στο Μαρούσι, έπαιρνε πιάτα κι εγώ τα ζωγράφιζα, έκανα την Ακρόπολη, να έχουμε καμιά δραχμή.
• Όταν τέλειωσα το γυμνάσιο, πήγα και δούλεψα σε ένα μαγαζί με ζαχαρώδη προϊόντα, σε μια πάροδο της οδού Αθηνάς, σε έναν φίλο του πατέρα μου. Πήγε κι εκείνος ένα Σάββατο να ρωτήσει πώς τα πάω και του είπε ο φίλος του «είναι πάρα πολύ καλό παιδί, πρόθυμος, αλλά, ρε Σπύρο, δεν είναι γι’ αυτήν τη δουλειά» ‒ είχε διαισθανθεί ότι εγώ ήμουν στα σύννεφα. Έτσι πήγα και έκανα φροντιστήριο στον Μαντά, στην πλατεία Κάνιγγος, για να γίνω χημικός, είχε κύρος αυτό το επάγγελμα. Ήμουν μαθητής του δώδεκα, είχα πολλές ελλείψεις και με προέτρεψαν να κάνω κάτι άλλο, με ρώτησαν τι ήθελα να γίνω κι εγώ απάντησα «ζωγράφος». Και τότε μου είπαν ότι υπάρχει σχολή, μέσα στο Πολυτεχνείο, η Καλών Τεχνών.
• Η τυχαιότης πολλές φορές είναι μυστηριώδης. Εκείνες τις μέρες ένας ζωγράφος, ο Μπάμπης Τσιμιγκάτος, φτωχός άνθρωπος που ήταν συνεξόριστος με τον θείο μου Λευτέρη, ήρθε στο ραφείο για να γυρίσει το παλιό του το κοστούμι ανάποδα. Του έδειξε κάτι ζωγραφιές ο θείος μου, τις είδε και του είπε «είναι καλός»· σε μένα είπε «κάνεις και κεραμίδια που είναι δύσκολα». Με πήγε στο φροντιστήριο του Σαραφιανού για την Καλών Τεχνών και μπήκα σε μια σπουδή. Εκεί συνάντησα τον Φασιανό, την Κυριάκη, τον Ζιάκα.
• Ήταν μια ατμόσφαιρα που με γοήτευε, μιλάγανε για τέχνη. Θυμάμαι, υπήρχε ένα μοντέλο, η Μαίρη, που ζει ακόμα, είναι 100 χρονών, και όταν άρχισα να τη ζωγραφίζω ρεαλιστικά ήρθε ο Σαραφιανός και μου μίλησε για τη μεθοδολογία προσέγγισης του αντικειμένου. Όταν ένας άνθρωπος νέος ανακαλύπτει τον κόσμο είναι μια κοσμογονική στιγμή, κάτι τέτοιο μου συνέβη. Μπήκα μέσα στον Παράδεισο και έπλεα σε πελάγη ευτυχίας, μπορούσα να ονειρεύομαι. Βέβαια, υπήρχαν και εμπόδια. Έπρεπε να περάσω τις εξετάσεις κι αυτό απαιτούσε την προσήλωσή μου, υπήρχε κάτι που αιωρείτο στην ατμόσφαιρα ως απραγματοποίητο, είδα ότι αυτή η δουλειά απαιτεί έναν αγώνα, δεν ήταν όλα εύκολα.
• Εγώ ήμουν ένα παιδί απροσανατόλιστο. Εκεί, οι συμμαθήτριές μου ήταν από οικογένειες μεγάλες, εύπορες, μορφωμένες, πήγαιναν στο Παρίσι και έβλεπαν τέχνη. Θυμάμαι που έβαζα τη Ρένα Παπασπύρου να μου μιλάει γαλλικά ή που όταν πήγαμε σε ένα τραπέζι στη Σήλια Δασκοπούλου, μας σέρβιρε η υπηρέτρια που είχαν, κι εγώ ρώτησα γιατί δεν κάθεται μαζί μας να φάει και εξεπλάγη από την ερώτησή μου ‒ εγώ το θεωρούσα πολύ φυσικό να φάει η γυναίκα μαζί μας.
• Μπήκα στη σχολή με υποτροφία, ήταν 12.000 τον χρόνο, σπουδαία λεφτά για μένα, για να αγοράζω τελάρο, χρωματάκια. Θα σας αναφέρω κάτι γοητευτικό και περίεργο. Ο Αντώνης Απέργης και ο Ζουμπουλάκης, που επίσης είχαν υποτροφία, τα κράτησαν τα χρήματα όλα τα χρόνια και αγόρασαν οικόπεδο στην Άνδρο. Δεν κατάλαβα ποτέ ότι η υποτροφία ήταν μια επιβεβαίωση της εργασίας μου, πίστευα ότι ήταν μια τυχαιότης.
• Είχα τον Μόραλη δάσκαλο, που δεν ήταν ο «διανοούμενος δάσκαλος». Ήταν τεχνίτης, ήξερε τη δουλειά του πάρα πολύ καλά, μου έλεγε «Σόρογκα, μην περιμένεις την έμπνευση, άρχισε να παίζεις και θα δεις πως λίγο-λίγο θα διολισθήσεις σε κάτι πολύ πιο προωθημένο». Και είχε δίκιο, σε πολλά είχε δίκιο. Αυτή η μεθοδολογία κατασκευής του έργου ήταν του Μόραλη, που την είχε πάρει από τον δάσκαλό του τον Κόντογλου.
• Ο Μόραλης ήταν φίνος άνθρωπος, είχε μελετήσει τα αρχαία ανάγλυφα, αυτές τις κρυφές σχέσεις που έχουν, και γενικά την αρχαία γλυπτική. Μας εξηγούσε πώς κυκλοφορεί ο άξονας του χεριού της Ηγησώς, μας μίλησε γι’ αυτές τις αντιστοιχίες, πράγματα που διάβασα αργότερα στον Καντίνσκι, όπως η χρήση των χρωμάτων ή πώς πάμε από το πολύ βαρύ μαύρο στα πιο ανοιχτά, ότι μεσολαβούν σκαλοπάτια, για τη λειτουργία του φωτός. Αλλιώς, μας έλεγε, η μετάβαση μπορεί να είναι απόκρημνη, ξαφνική.
• Ο Μόραλης μπορεί να ήταν διανοούμενος μυστικά, δεν μας το ’δειξε ποτέ. Μας έδειξε τη σοφία της δουλειάς του, αλλά δεν μπήκε σε χωράφια φιλοσοφικά. Τον Φουκό, τον Ντεριντά, τον Μποντριγιάρ μπορεί να μην τους ήξερε ή να τους ήξερε και λόγω της σεμνότητάς του να το αποσιωπούσε. Ήταν ο μεγάλος δάσκαλος της Καλών Τεχνών. Θυμάμαι, μια φορά τον συνάντησα και μου είπε «τώρα που είσαι κι εσύ δάσκαλος και ξέρεις τη βαρύτητα αυτής της λέξης». Είχε συνείδηση ο Μόραλης, γι’ αυτό τον αγαπούσα.
• Έμεινα σαράντα χρόνια στην Καλών Τεχνών, είχα ταυτιστεί με τα παιδιά, ήταν τρόπος ζωής. Όλα αυτά τα χρόνια ήμουν μέσα σε αυτό το πρόβλημα, της ευθύνης του δάσκαλου, που συναρτάται με την ποικιλία, το φάσμα και την πολυπλοκότητα των δυνατοτήτων που έχουν ή δεν έχουν οι σπουδαστές. Ο δάσκαλος ασκεί αυτομάτως μια γοητεία, πρέπει να ανταποκριθεί σε ένα υψηλό ήθος πρωτίστως για να μπορέσει να αντισταθεί και να μην αρχίσει να λέει ότι του κατεβαίνει. Να συνειδητοποιήσει αυτό το μέγα προσόν και την υπευθυνότητα του ανθρώπου που έχει κάποιο βάθος.
• Πρέπει πάντα να είναι σεμνός ο δάσκαλος, να επικοινωνεί βαθιά με τα ερωτήματα των σπουδαστών, τα οποία μπορεί να είναι πρωτογενή, αλλά, από την άλλη, ενεργοποιούν την σκέψη του δασκάλου ώστε να επαναπροσδιορίσει τις «αλήθειες» του και να τις επιβεβαιώσει μέσω των ερωτήσεων του σπουδαστού. Είναι μια διαδικασία υψηλού ήθους και προωθημένη, πολύμορφη και πολύπλοκη. Όταν έφυγα, στα 67 μου, ήταν σαν να τέλειωσε η ζωή μου, αισθανόμουν ότι είχα ακόμα δυνάμεις και ήθελα να συνεχίσω.
• Το ταλέντο είναι μια μαγική ικανότητα. Ο Πολ Βαλερί έχει πει ότι 2% είναι το ταλέντο. Το υπόλοιπο είναι η αγάπη και η αφοσίωση σε αυτό που κάνεις. Το βλέπουμε στην ποίηση του Καβάφη. Ο Σεφέρης πίστευε ότι στα τελευταία του ποιήματα κορύφωνε το μεγαλείο του, το νοηματικό περιεχόμενο και τον συναισθηματικό του κόσμο. Φυσικά, ο μόχθος δεν είναι αρκετός, πρέπει να νοηματοδοτείται από αγάπη γι’ αυτό που κάνουμε, να συνοδεύεται από πάθος, εκεί μεταφέρουμε τον ρόλο και την έννοια του ταλέντου, εκεί είναι το παν.
• Νομίζω ότι η ποίηση στη χώρα μας έχει αναγνωριστεί ήδη, έχουμε δυο Νόμπελ και θα μπορούσαμε να έχουμε και άλλα. Υπάρχει μια πυκνή ποιητική προσφορά από πολλούς, και νεότερους και παλιότερους, υπάρχει μια συγκροτημένη πνευματική δραστηριότητα στον χώρο της ποίησης, η οποία σαφώς είναι ανώτερη από τη ζωγραφική, που νομίζω ότι υπονομεύτηκε από την ίδια της τη φύση, έγινε εμπορευματοποιήσιμη. Ενώ στην ποίηση δεν τους ένοιαζε, έβγαζαν ένα βιβλίο και μπορούσαν να συνεχίσουν, ο ζωγράφος πώς θα προχωρήσει όταν η ζωγραφική του είτε δεν πουλιέται, είτε θεωρείται κατεστημένη, είτε έχει υπονομευθεί;
• Εμείς, η γενιά μας, σαν τρελοί παραδοσιακοί ζωγράφοι που ήμασταν, αγωνιστήκαμε με κείμενα, ομιλίες, εκθέσεις, επισκέψεις στους υπουργούς. Τους παρακαλούσαμε, λέγοντας ότι δεν μπορεί να μην έχει η Ελλάδα ένα μουσείο μοντέρνας τέχνης. Τώρα, βλέπετε, δεν υπάρχει ανάγκη να δείξουν τη ζωγραφική, είναι ντεμοντέ, είναι στην άκρη. Προωθούνται άλλα πράγματα, άλλα ονόματα. Και αυτά τα ενθάρρυνε και η κιτς δημοσιογραφία, αν δεν είχες τον άνθρωπό σου σε έτρωγε η μαρμάγκα, όλα ήταν δημόσιες σχέσεις με υπερβολές, σαν να λέμε θα καεί το Παρίσι επειδή η Σεν Ζερμέν έπαιξε με τον Ολυμπιακό. Υπερβολές μεγάλες.
Πιστεύω ότι οι σύγχρονοι αριστεροί είναι οι σφετεριστές μιας ιδεολογίας και ενός αγώνα που έκαναν άλλοι άνθρωποι, σφετερίστηκαν και τους αγώνες και το ήθος τους.
• Σήμερα έχουμε τον σκελετώδη μηχανισμό ενός επαγγέλματος και όχι το επάγγελμα σήμερα. Η ζωγραφική εδώ και αιώνες έχει διεργασίες, έχει προετοιμασία, κάποιους εξιδεικευμένους νόμους που αφορούν και την ίδια την τέχνη όχι μόνο ως προϊόν πνευματικό. Εκεί βρίσκεται ο τρόπος που ζωγραφίζουμε. Αλλά αυτά πιστεύω ότι καταργήθηκαν στα μέσα του αιώνα με την επαναστατικότητα των πρωτοποριών. Όταν ο Μαρσέλ Ντισάν έδειχνε ένα ουρητήριο ως έργο τέχνης αυτό δήλωνε έναν θάνατο της ζωγραφικής. To ίδιο και με τους ντανταϊστές, που μας έλεγαν «κύριοι, δεν μας ενδιαφέρει αυτή η τέχνη, όσο σοφή και αν είναι, θέλουμε να σταματήσει».
• Αλλά αυτό δεν έγινε μόνο από μια ομάδα ζωγράφων και διανοητών, έγινε και από μια μεγαλύτερη ομάδα που κατηγόρησε τη σχεδιαστική προσέγγιση, ακύρωσε τη φόρμα, διέγραψε όλες τις αξίες που συγκροτούσαν μια τέχνη που λεγόταν «ζωγραφική». Αυτό που συνέβη σε αυτόν τον αιώνα είναι η απάρνηση και η διαγραφή ενός κόσμου που ήκμασε για αιώνες και αυτήν τη στιγμή τον κλοτσάμε.
• Στην αρχή της συνομιλίας μας μου είπατε ότι ο κόσμος αγαπά τη ζωγραφική. Είναι αλήθεια, το αίσθημα του πολίτη διατηρεί ακόμα τις αξίες του. Είναι σαν τον πατριωτισμό ή σαν το ότι τη Μεγάλη Παρασκευή πηγαίνουμε στην εκκλησία, και ας μην είμαστε θρήσκοι. Ο λαός διατήρησε αυτή την αγάπη παρά το γεγονός ότι τον πολεμάνε με έναν μοντερνισμό πιθηκίζοντα, θέλουν να γίνουμε «παρόμοιοι με τους Ευρωπαίους», όπως έλεγε ο Τσαρούχης, και δεν καταλαβαίνουν ότι υπονομεύουν έναν πολιτισμό πολύ ανώτερο από αυτόν που μας ξεφουρνίζουν εκείνοι.
• Οι δήθεν μοντέρνοι συσκότισαν τον κόσμο αυτό. Εγώ θαυμάζω τη γενιά του ’30 γιατί, ενώ μπήκε στο μεδούλι των αλλαγών που συντελούνταν στο Παρίσι, και σε όλο τον κόσμο, ήρθαν και διύλισε αυτά όλα μέσα από τις δικές μας ανάγκες, τον δικό μας κορμό, και έβγαλε αυτά τα τελείως μοντέρνα με ελληνικό τρόπο, διατηρώντας την πολιτιστική ιδιαιτερότητα αυτού του τόπου. Νομίζω γι’ αυτό τους συζητάμε ακόμα και σήμερα, ήταν αξίες. Αυτό δεν επαναλήφθηκε σε επόμενες γενιές, υπήρξε μια προσπάθεια υπονόμευσης. Είναι αυταπόδεικτα όλα αυτά, ότι οι άνθρωποι ρέπουν προς μια επιφανειακή επιδειξιομανή τέχνη που θέλει να αποδείξει το μέγεθος των χρημάτων που έχουν. Κραυγαλέα πράγματα που δεν έχουν τίποτα κρυφό και υπαινικτικό και αφορούν το έργο.
• Πιστεύω ότι υπάρχει μια μειονεξία εθνική. Ντρέπεται κάποιος να πει ότι είναι Έλληνας ή να μιλάει ελληνικά όταν κανένας λαός στον κόσμο δεν μιλάει 3.000 χρόνια την ίδια γλώσσα. Το λέει ο Ελύτης, στον Όμηρο θα βρούμε τη λέξη «ουρανός». Έχουμε μια πνευματική ιστορία από τον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα και τη βυζαντινή ιστορία που δίνει μια διάσταση μεταφυσική και προσθέτει στον κόσμο της ελληνικής γραμματείας, έχουμε ένα ποταμό πνευματικότητας ασύγκριτου μεγαλείου και πνευματικότητας και εμείς, οι σύγχρονοι Έλληνες, βιαζόμαστε να πούμε την ξένη λέξη για να είμαστε Ευρωπαίοι. Θα ήταν ηλίθιο να κλείσουμε τα μάτια μας στα τεκταινόμενα, επαρχιωτισμός. Οφείλουμε να εισπράττουμε αυτά τα πράγματα, αλλά στον βαθμό που δεν αλλοιώνει έναν δικό μας κόσμο και την άποψή μας γι’ αυτόν.
• Η σχέση που έχουν οι άνθρωποι με τον χρόνο αφορά τον χαρακτήρα τους και το τεράστιο φάσμα δυνατοτήτων τους. Από τα σκουπίδια μέχρι τους αγίους, ο καθένας τους ερμηνεύει με διαφορετικό τρόπο τον χρόνο, τις μέρες που περνάνε και την αξιοσύνη, τι σημαίνουν όλα αυτά ‒ είναι πολλοί αυτοί που περνάνε τη ζωή τους ανυποψίαστοι. Άλλοι τη βιώνουν με ένα δράμα βαθύ και ουσιαστικό, διερωτώμενοι διαρκώς τι είναι, πού πάνε και γιατί όλα αυτά. Πιστεύω ότι κάθε καλλιτέχνης έχει ένα νταλκά στην καρδιά του, το πένθος της ζωής, που έλεγε ο Καρούζος. Το νιώθεις στη μοναξιά του εργαστηρίου, όταν ακόμα και τυχαία σού αποκαλύπτεται κάτι και σε υπερβαίνει, για μια στιγμή.
• Η αλήθεια είναι ότι δεν θέλω να μιλώ πολύ για τα έργα μου, να αναπτύσσω και να αναλύω τη ζωγραφική μου, ντρέπομαι και αισθάνομαι σαν δικηγόρος της, που θέλω να αποκαλύψω κάποια κρυφά μυστικά τα οποία μπορεί να μη φαίνονται, αλλά θέλω εγώ να σας πω. Καλύτερα να είναι σεμνός ο ζωγράφος, να μη λέει τίποτα, είναι μια ηθική στάση αυτή. Από την άλλη, υπάρχει ένας χώρος ευρύτερος από την εργασία μας, ο κοινωνικός. Πιστεύω ότι όλοι πρέπει να έχουμε μια εποπτεία και άποψη για τα συμβαίνοντα, για όσα μας περιβάλλουν. Ένα σοβαρό άτομο ξέρει τα όρια της γνώσεώς του.
• Κάθε μέρα είμαι στο εργαστήριό μου και εργάζομαι, έτσι έχει νοηματοδοτηθεί η ζωή μου, άνευ της ζωγραφικής θα πεθάνω. Κερδίζεται ο χρόνος μέσω αυτού του πάθους, του οράματος να τελειώσει ένα έργο. Δεν υπάρχει το «κουράστηκα», δηλαδή αναπληρώνει τα πάντα η τέχνη μας. Γι’ αυτό πιστεύω ότι οι ζωγράφοι και οι ποιητές είναι προνομιούχα όντα.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.