ΤΟ 1976 Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ ήταν στο χειρότερο σημείο της ιστορίας του. Είχε πιάσει πάτο. Στις αίθουσες προβάλλονταν ελάχιστες ελληνικές ταινίες, κάνοντας, στην πλειονότητά τους περιορισμένα εισιτήρια. Η τηλεόραση είχε επιφέρει τεράστιο «χτύπημα», ενώ και η Μεταπολίτευση είχε δημιουργήσει νέα δεδομένα.
Ο κόσμος ήθελε να δει πολιτικές ταινίες ή ταινίες (και) με κάποια πολιτική θεματολογία τέλος πάντων, αλλά, για πολλούς και διαφόρους λόγους, αυτές δεν ήταν εύκολο να γυριστούν – και σε μια ικανή ποσότητα εννοούμε, ώστε να δημιουργηθεί, έστω και καθυστερημένα, ένα κάποιο ρεύμα λαϊκού «πολιτικού κινηματογράφου» (όπως στην Ιταλία).
Έτσι οι περισσότεροι, αν επέλεγαν να δουν ελληνική ταινία, προτιμούσαν να δουν κάποια με σεξ, που συνήθως ήταν προχειροφτιαγμένη. Δηλαδή η ποιότητά των συγκεκριμένων ταινιών ήταν, πλέον, ακόμη πιο χαμηλή από εκείνη των πρώτων χρόνων του ’70, που τηρούσαν σ’ ένα βαθμό, άλλες περισσότερο και άλλες λιγότερο, τα προσχήματα.
Η «Καυτές Διακοπές» δεν ήταν μια τυπική ταινία σεξ, αφού μόνο στο πρώτο μισό της το σεξ είχε πρωταγωνιστικό ρόλο. Βασικά ήταν crime-drama, με αρκετό σεξ στην αρχή, αλλά και με πολλά στοιχεία περιπετειώδους θρίλερ στη συνέχεια.
Η φαντασία είχε στερέψει, τα θέματα είχαν εξαντληθεί, με την κατάσταση να βαλτώνει συνεχώς και από παντού, δείχνοντας πως και η ταινία σεξ θα περνούσε σύντομα στο περιθώριο – όπως και θα συνέβαινε εξάλλου, καθώς θα την αντικαθιστούσε το τελείως αρπα-κολατζίδικο hard core. Και ήταν τότε, προς το τέλος εκείνης της περιόδου, τον Μάρτιο του 1976, που θα προβαλλόταν στις αίθουσες η ταινία «Καυτές Διακοπές» του σκηνοθέτη Ανδρέα Κατσιμητσούλια.
Η «Καυτές Διακοπές» δεν ήταν μια τυπική ταινία σεξ, αφού μόνο στο πρώτο μισό της το σεξ είχε πρωταγωνιστικό ρόλο. Βασικά ήταν crime-drama, με αρκετό σεξ στην αρχή, αλλά και με πολλά στοιχεία περιπετειώδους θρίλερ στη συνέχεια.
Ο Ανδρέας Κατσιμητσούλιας ή Ανδρέας Καλίας (επί το συντομότερον) δεν ήταν άγνωστος σκηνοθέτης. Γύριζε ταινίες από την δεκαετία του ’60 ήδη (κυρίως κοινωνικά δράματα), ενώ θα γύριζε και πάμπολλες βιντεοταινίες στο δεύτερο μισό των έιτις. Φαίνεται, πάντως, πως η «Καυτές Διακοπές» ήταν μία από τις καλύτερες ταινίες του (αν όχι η καλύτερη), κι εκείνη για την οποίαν αξίζει, περισσότερο, να τον θυμόμαστε.
Τον Ιούλιο του 1974 προβάλλεται στην Αμερική μια ταινία που θα γράψει τεράστια υπόγεια ιστορία. Ήταν το περιώνυμο “Death Wish” του Michael Winner, με τον Charles Bronson.
Η Νέα Υόρκη (και άλλες αμερικανικές μεγαλουπόλεις) αντιμετωπίζουν κύματα βίας, με τις συμμορίες να σκοτώνουν, να ληστεύουν, να βιάζουν κ.λπ. και όλη αυτή η κατάσταση περνάει από την πραγματικότητα στο σινεμά, μέσα από το “Death Wish”.
Η ταινία, που είχε έξοχη μουσική από τον μεγάλο της τζαζ Herbie Hancock, σηκώνει από την αρχή πολλές συζητήσεις. Επειδή το “Death Wish” προβάλλει ως λύση στο πρόβλημα της βίας την ζωώδη εκδίκηση και την αυτοδικία θα θεωρηθεί, εξ αρχής, από μερίδα των κριτικών, «ανήθικη» σαν ταινία και κοινωνικά επιζήμια, καθώς ενθάρρυνε το οφθαλμόν αντί οφθαλμού, δημαγωγώντας γενικώς, και παρουσιάζοντας το άγριο ένστικτο ως υπέρτερο της λογικής και του νόμου.
Παρά ταύτα το “Death Wish” θα γνωρίσει, αμέσως, τεράστια επιτυχία (είναι το φιλμ που σφράγισε, σαν ηθοποιό, τον Charles Bronson), θα δώσει σήμα για να γυριστούν στην πορεία άλλες τέσσερις συνέχειες (μέχρι το 1994), ενώ θα αποτελέσει έμπνευση και για ένα remake το 2018, με τον Bruce Willis.
Φυσικά, το “Death Wish” θα προβληθεί εκείνη την εποχή (τέλος του 1974) και στα μέρη μας, ως «Ο Εκτελεστής της Νύχτας», κάνοντας πολλά εισιτήρια και δημιουργώντας, επίσης, μεγάλη εντύπωση, σαν κοινωνική περιπέτεια, στην... αθώα Ελλάδα, της Μεταπολίτευσης. Και κάπως έτσι, πάνω στο καίριο ζήτημα της εκδίκησης του ενός και της αυτοδικίας, θα στηριζόταν και η ταινία «Καυτές Διακοπές» του Κατσιμητσούλια.
Το περιβάλλον στην ελληνική ταινία είναι βεβαίως διαφορετικό – και μάλλον πιο υποβλητικό. Δεν πρόκειται για κάποια πολύβουη πόλη, για κάποιο αποδιαρθρωμένο κοινωνικά άστυ, στο οποίο η έκλυση της βίας είναι αναμενόμενη, αλλά για έναν μαγικό παραθεριστικό τόπο, ένα θέρετρο, στο οποίο, εντελώς απροσδόκητα, καιροφυλαχτεί ο θάνατος. Αυτή η μετάβαση, από την πόλη στην εξοχή, δίνει ένα ξεπέταγμα στην ταινία, το οποίο όμως δεν θα το εκμεταλλευτεί η (επίπεδη) σκηνοθεσία.
Ένα ζευγάρι, το οποίο υποδύονται οι Λάκης Κομνηνός και Όλγα Πολίτου, μαζί με το 6χρονο κοριτσάκι τους παραθερίζουν σε σκηνή, σε μια εξοχή, κοντά σε μια λίμνη. Κάπου πιο πέρα σε μια βίλα, βρίσκεται, συγκατοικώντας, ένα περίεργο τσούρμο. Ένας συγγραφέας, παίζει ο καλός και πρόωρα χαμένος ηθοποιός Γιάννης Κανδήλας, μαζί με τρεις άντρες (Λευτέρης Γυφτόπουλος, Γιώργος Χριστοδούλου, John Moore) και τρεις γυναίκες (Emmy “Partridge” Pappa, Vicky “Hughes” Diamanti, Janice McConnell), οι οποίοι και οι οποίες έχουν σχέσεις εξάρτησης μαζί του. Φυσικά, το σεξ εδώ, ανάμεσα στα μέλη της παρέας, είναι πολύ και σαν θέμα-θέαμα πρωταγωνιστεί.
Ο συγγραφέας εν τω μεταξύ εμπνέεται, βασικά, από την πραγματικότητα και όταν αυτή δεν μπορεί να του δώσει έμπνευση για να γράψει, τότε την δημιουργεί (την πραγματικότητα). Έτσι, παρακολουθώντας την ευτυχισμένη ζωή του ζευγαριού, καταστρώνει ένα σχέδιο, ώστε να την διαταράξει. Θέλει να απαγάγει το κοριτσάκι, για να καταγράψει τις αντιδράσεις των γονιών. Και όντως... Το παιδί απάγεται και ο συγγραφέας ζητά από το ζευγάρι 500.000 δρχ. λύτρα, μέσα σε τρεις μέρες, για να το αφήσει ελεύθερο.
Βασικά, ο συγγραφέας, θέλει να «μελετήσει» τον τρόμο και την αγωνία των γονιών, ώστε να συνεχίσει με μεγαλύτερη όρεξη το γράψιμο, σκοπεύοντας να επιστρέψει σ’ αυτούς όχι μόνο το παιδί, αλλά και τα χρήματα, συν ένα επιπλέον ποσό για την ψυχική οδύνη!
Τα χρήματα, τέλος πάντων, κάποια στιγμή θα βρεθούν (τα δίνει στους γονείς ένα «μούτρο», που το υποδύεται ο Νίκος Τσαχιρίδης). Και κάπως έτσι ένας από τους κακοποιούς (Γ. Χριστοδούλου), που είναι οικονομικά εξαρτημένος από τον συγγραφέα, θα παραδώσει το παιδί στη μητέρα του, αλλά θα κρατήσει κάποια λεφτά για τον εαυτό του. Όταν, όμως, θα κυκλοφορήσει τα χαρτονομίσματα θα αποδειχθεί πως αυτά είναι πλαστά και τότε, για να εκδικηθεί το ζευγάρι, θα επιδιώξει να βρεθεί μόνος του με το κοριτσάκι, το οποίο αφού το κακοποιεί στη συνέχεια το δολοφονεί (αυτά δεν δείχνονται στην ταινία). Από τούτο το σημείο και μετά ξεκινά το δεύτερο μέρος...
Η μητέρα, μετά το έγκλημα, σοκάρεται και βασικά χάνει τα λογικά της, ενώ ο πατέρας ορκίζεται εκδίκηση πέρα από το νόμο. Έρχεται, έτσι, σε σύγκρουση με τον αστυνόμο (υποδύεται ο μουστάκιας Κίμων Μουζενίδης – γνωστός σε όλους τους παλιούς από τη διαφήμιση της μπύρας Henninger, με το τραγουδάκι «κουτί κουτί κουτί / και τι κουτί κουτί / τώρα η Henninger καινούρια σε κουτί»), ο οποίος τον συμβουλεύει να μην αφήσει το μίσος του να γίνει δίψα για εκδίκηση (“Lust for Revenge” ήταν εξάλλου και ο αγγλικός τίτλος της ταινίας). Του λέει επίσης πως ένας άνθρωπος δεν αρκεί, για να βρεθεί ο δολοφόνος και πως θα πρέπει, σαν πατέρας, να συνεργαστεί με την αστυνομία...
Ο πατέρας τ’ ακούει όλα αυτά βερεσέ και βασικά, μαζί με τη σύζυγό του, αποφασίζουν να ανακαλύψουν τα πρόσωπα, που ενεπλάκησαν στη δολοφονία τής κόρης τους, και, ένα-ένα, να τα εξοντώσουν.
Και κάπως έτσι οι «Καυτές Διακοπές», από τη μέση και μετά, μετατρέπονται σ’ ένα σκοτεινό giallo, με τον Λάκη Κομνηνό να προσπαθεί να υποστηρίξει όσο μπορεί καλύτερα το ρόλο του πατέρα, που καταφεύγει στην αυτοδικία (η Όλγα Πολίτου, πάντως, τα καταφέρνει καλύτερα στον δικό της ρόλο), με τη δράση να εξελίσσεται καταιγιστικά και με τις νέες δολοφονίες να διαδέχονται η μία την άλλη. Η μαύρη και πεσιμιστική ατμόσφαιρα κυριαρχεί σ’ αυτό το μέρος, διαπερνώντας ακόμη και το τέλος της ταινίας, που είναι μάλλον αναπάντεχο και δεν θα το αποκαλύψουμε...
Εντάξει, η «Καυτές Διακοπές», που παίχτηκε στην Αμερική ως “Lust for Revenge” όπως προείπαμε, μα και ως “Supersex Pornomania” (τίτλος ό,τι να ’ναι) στην Ιταλία, βλέπεται σαν ταινία, παρότι η σκηνοθεσία είναι επίπεδη και οι χαρακτήρες αβαθείς και γενικώς αδιαμόρφωτοι (με όλα αυτά να προσθέτουν, οπωσδήποτε, στο cult του πράγματος). Έτσι, τα μόλις 23.336 εισιτήρια που θα έκοβε στις αίθουσες πρώτης προβολής Αθηνών, Πειραιώς και περιχώρων (18η σε εισπράξεις από τις 38 ταινίες της σεζόν 1975-76) ήταν μάλλον αναμενόμενα (σε μια, έτσι κι αλλιώς, εποχή χαμηλών εισιτηρίων).
Το σάουντρακ του Γιώργου Θεοδοσιάδη
Και όμως σ’ αυτή την ταινία, που την ξέρουν λίγοι και την αγαπάνε ως cult (οι πολλοί, σίγουρα, δεν χάνουν κάτι ιδιαίτερο) υπάρχει κάτι που έχει μεγάλη αξία, και για το οποίο αξίζουν πολλά και ξεχωριστά λόγια. Λέμε για τη μουσική της, φυσικά, η οποία ήταν γραμμένη από τον μαέστρο Γιώργο Θεοδοσιάδη – έναν από τους πιο σημαντικούς πιανίστες και συνθέτες, που θα στήριζαν την τζαζ στην Ελλάδα, ήδη από την δεκαετία του ’60.
Giorgos Theodosiadis - Hors D'Euvres (Titles) - 1976
Το ότι υπάρχει λοιπόν σ’ αυτό το low-budget crime-drama, σ’ αυτό το αυθεντικό ελληνικό b-movie, πρωτότυπη μουσική, και μάλιστα τέτοιας κλάσης, δεν ήταν / είναι ούτε αυτονόητο, ούτε αναμενόμενο. Και το λέμε τούτο, επειδή πολλές από τις ανάλογες ταινίες εκείνης της περιόδου δεν είχαν πρωτότυπη μουσική, μα μουσικές επιμέλειες (βασικά άκουγες οτιδήποτε, από «κλασική μουσική», μέχρι ψυχεδελικούς Pink Floyd), ενώ και στις περιπτώσεις εκείνες όπου η μουσική ήταν πρωτότυπη σπάνια, σπανιότατα, αυτή είχε τόση διάρκεια, ώστε να μπορούσε να αποτυπωθεί σ’ ένα μεγάλο δίσκο.
Χοντρικώς, οι παραγωγοί δεν ξόδευαν λεφτά για τις μουσικές. Ή τις εύρισκαν έτοιμες, από τους «ξένους» δίσκους, και τις «έχωναν» στις ταινίες (μέσω κάποιου επιμελητή), χωρίς να ρωτήσουν κανέναν, ή ξεμπέρδευαν με λίγα λεπτά πρωτότυπης μουσικής. Στην «Καυτές Διακοπές», όμως, δεν ίσχυε κάτι τέτοιο. Το original soundtrack ήταν πολύ και καλό, ώστε να μπορούσε άνετα να γεμίσει ένα long play.
Κυκλοφόρησε αυτό; Κυκλοφόρησε, αλλά 28 χρόνια μετά την ταινία, το 2004! Και ήταν τότε, όταν η Potfleur θα τύπωνε 300 αριθμημένα αντίτυπα βινυλίου, σε μια πολύ ωραία έκδοση, με unipak cover και με διάθεση, αποκλειστικώς, από το κατάστημα-δισκάδικο των Εξαρχείων Μικρός Ερωτικός. (H Potfleur δεν υπάρχει πια, αλλά το κατάστημα υπάρχει).
Giorgos Theodosiadis - Καυτός Ήλιος (1976)
Το ύφος της μουσικής του Γιώργου Θεοδοσιάδη είναι, βασικά, lounge jazz. Υπάρχει ευρωπαϊκός «αέρας», ενώ επιρροή αποτελεί, οπωσδήποτε, και η bossa nova. Μοιάζει και με σίξτις το άκουσμα, κατά τόπους, με το πιάνο και το harpsichord, που χειρίζεται ο ίδιος ο μαέστρος, να πρωτοστατούν στην αποτύπωση των μελωδιών, ενώ σημαντικό ρόλο στις ενορχηστρώσεις έχουν επίσης το βιμπράφωνο του Κίμωνος Βασιλά και το hammond organ του Renato Favilli. Από ’κει και πέρα υπάρχουν η κιθάρα και η φυσαρμόνικα του Τούλη Μαγκαφά, τα φωνητικά της Βάσιας Τριφύλλη(!), το μπάσο του Αντρέα Μεταλλίδη και βεβαίως τα ντραμς-κρουστά του Γιώργου Λαβράνου.
Λέμε, λοιπόν, για μια μικρή ορχήστρα, βασικά για ένα σεξτέτο, από το οποίο απουσιάζουν τα πνευστά, κάτι που, από μόνο του, προσθέτει στην εγγραφή ένα moody χρώμα. Επίσης δεν θα πρέπει να παραβλεφθούν τα πολλά μικρής διάρκειας θέματα, που κινούνται σε πιο jazz-avant περιοχές (με μονοτονίες, επαναλήψεις κ.λπ.), με τα κρουστά και τα ακουστικά εφφέ να παίζουν εδώ σημαντικό ρόλο, και με τις «ατμόσφαιρες» που «χύνουν» τα πλήκτρα, σ’ αυτές τις σύντομες κατασκευές, να προσδίδουν στο άκουσμα, συνολικώς, αγχωτικά και φοβικά χαρακτηριστικά. Ακόμη και το ροκ χρησιμοποιείται από τον Γιώργο Θεοδοσιάδη (κάποιες φορές και με fuzzy κιθάρες), όταν απαιτείται να σχολιαστούν οι καταιγιστικές σκηνές της ταινίας.
Γενικώς, στο σάουντρακ των «καυτών διακοπών» υπάρχουν μερικά έξοχα θέματα, και πάρα πολλές και καλές ιδέες, που δείχνουν πως η μουσική έχει από μόνη της τη δύναμη να περιγράφει την ταινία του Ανδρέα Κατσιμητσούλια, με τους δικούς της όρους. Κάτι που περιποιεί ιδιαίτερη τιμή στον πιανίστα, συνθέτη και ενορχηστρωτή – τον άξιο μαέστρο Γιώργο Θεοδοσιάδη.
Giorgos Theodosiadis - Hors D'Euvres (Finale) - 1976