ΤΟ «ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΚΑΒΟΥΡΙ» (1974) του Κώστα Καραγιάννη είναι μία από τις πιο αποτρόπαιες ελληνικές ταινίες, που γυρίστηκαν ποτέ. Λέμε για μια υπερβολικά βίαιη αστυνομική περιπέτεια, που διαθέτει και σασπένς, και ανατροπές, ακόμη και στοιχεία τρόμου, όλα σε σωστές δόσεις αναμιγμένα, ώστε το τελικό αποτέλεσμα να μοιάζει ρεαλιστικό και όχι με καρικατούρα. Όλα ξεκινούν, φυσικά, από το έξυπνο σενάριο του (ηθοποιού) Θάνου Λειβαδίτη, περνούν από την δυναμική σκηνοθεσία του Κώστα Καραγιάννη και καταλήγουν στον εφιαλτικό κόντρα-ρόλο ενός εντελώς απρόσμενου, υποκριτικά, Βαγγέλη Σειληνού. Αλλά ας τα πάρουμε τα πράγματα με μια σειρά...
Αληθινά εγκλήματα στο Καβούρι
Το σενάριο του Λειβαδίτη εκμεταλλεύεται κατά πρώτον τον ντόρο ενός εγκλήματος, που είχε συμβεί, στ’ αλήθεια, στο Καβούρι, και το οποίο θα τράνταζε την ελληνική κοινή γνώμη, και όχι μόνον αυτή, το 1971. Λέμε για την δολοφονία της βρετανίδας δημοσιογράφου Ann Dorothy Chapman.
Στις 11 Οκτωβρίου 1971 η 26χρονη Chapman φτάνει στην Κέρκυρα, από το Λονδίνο, μαζί με μια ομάδα ταξιδιωτικών πρακτόρων, προκειμένου να επεξεργαστεί ένα ρεπορτάζ σχετικό με τον ελληνικό τουρισμό. Στις 14 Οκτωβρίου θα βρεθεί στην Αθήνα, ενώ στις 15 θα δολοφονηθεί στο Καβούρι, με το πτώμα της να ανακαλύπτεται σ’ ένα οικόπεδο, κοντά στο ξενοδοχείο που διέμενε, τρεις μέρες αργότερα.
Μέσα στα χρόνια η «υπόθεση Τσάπμαν» θα αποκτήσει πολλές και διαφορετικές διακλαδώσεις, η βασικότερη των οποίων υπήρξε η πολιτική-κατασκοπική. Χοντρικώς είχε γραφτεί πως η Βρετανίδα ήταν πράκτορας της μυστικής υπηρεσίας πληροφοριών της χώρας της MI6 και πως είχε βρεθεί εκτεθειμένη σ’ έναν κυκεώνα παρακολουθήσεων.
Στις 26 Αυγούστου της επόμενης χρονιάς (1972) θα συλληφθεί, για τον φόνο, ο Νίκος Μουντής. Στις 30 Αυγούστου ο Μουντής θα δηλώσει πως εκείνος είχε σκοτώσει την Chapman, ενώ στις 3 Σεπτεμβρίου θα αναιρούσε την ομολογία του, ισχυριζόμενος πως είχε δεχθεί πιέσεις. Τον Απρίλιο του ’73 ο Μουντής δικάζεται και καταδικάζεται σε ισόβια, για να αποφυλακιστεί μετά από αίτηση χάριτος, δέκα χρόνια αργότερα, στις 10 Δεκεμβρίου του 1983 – με την υπόθεση τυπικά να «κλείνει».
Μέσα στα χρόνια η «υπόθεση Τσάπμαν» θα αποκτήσει πολλές και διαφορετικές διακλαδώσεις, η βασικότερη των οποίων υπήρξε η πολιτική-κατασκοπική. Χοντρικώς είχε γραφτεί πως η Βρετανίδα ήταν πράκτορας της μυστικής υπηρεσίας πληροφοριών της χώρας της MI6 και πως είχε βρεθεί εκτεθειμένη σ’ έναν κυκεώνα παρακολουθήσεων, πρακτόρων από διάφορες χώρες, που μπορεί να σχετίζονταν με το καυτό θέμα της Κύπρου, όπως και με την επίσκεψη του τότε αντιπροέδρου των ΗΠΑ Spiro Agnew στη χώρα μας (16-23 Οκτωβρίου 1971).
Περιττό να το πούμε πως έως και σήμερα το έγκλημα, που βαραίνει το δικτατορικό καθεστώς, παραμένει ανεξιχνίαστο, αφού κανείς δεν μπορεί να πει, μισόν αιώνα και πλέον μετά, ποιοι και γιατί σκότωσαν την Ann Dorothy Chapman.
Το «Έγκλημα στο Καβούρι» του Κώστα Καραγιάννη, αν το δεις ως τίτλο ταινίας, παραπέμπει ευθέως στην «υπόθεση Τσάπμαν», πόσο μάλλον όταν στα διαφημιστικά προβάλλεται η ατάκα «πολιτικό ή σεξουαλικό έγκλημα;», προκειμένου να «τσιμπήσει» διπλά ο θεατής. Όμως, στην πράξη, η ταινία δεν έχει ουδεμία σχέση με την συγκεκριμένη υπόθεση – αν και τούτο δεν έχει σημασία. Σημασία έχει εκείνο που τεχνηέντως είχε αφεθεί να πλανάται.
Ο Θάνος Λειβαδίτης γνώριζε καλά, ως φαίνεται, την ιστορία της περιοχής (του Καβουριού) και μπορούμε να πούμε, ευθέως, πως επηρεάζεται περισσότερο από άλλα εγκλήματα, που είχαν συμβεί εκεί, πιο πριν, παρά από την «υπόθεση Τσάπμαν». Λίγους μήνες νωρίτερα λοιπόν από την δολοφονία της Βρετανίδας, ένα άλλο έγκλημα, πάλι στο Καβούρι, είχε γίνει πρώτη είδηση.
Στις 29 Ιουλίου 1971, ο 47χρονος κουλουρτζής Θεόδωρος Μπαλωμένος φεύγει από το σπίτι του στο Μπραχάμι, για να πάει στο Καβούρι να πουλήσει κουλούρια και τυρόπιτες στους λουόμενους. Το βράδυ, όμως, δεν θα επιστρέψει. Δύο μέρες αργότερα, στις 31 Ιουλίου, το πτώμα του θα βρισκόταν θαμμένο κάτω από σωρούς χαρτιών στην αποθήκη του παροπλισμένου κέντρου Υπατεία, στο Καβούρι – ενός χώρου, που έμοιαζε με παράπηγμα.
Για την δολοφονία του Μπαλωμένου συλλαμβάνονται ένας Γερμανός, ο Klaus-Rüdiger Matz και η παρέα του, το ζευγάρι Γάλλων Guy de Belle και Madeleine Gérard, με τις εφημερίδες και τα περιοδικά να ανακαλούν τα εγκλήματα των Γερμανών Hermann Duft και Hans Wilhelm Bassenauer, που είχαν σκοτώσει έξι ανθρώπους στην Ελλάδα, την άνοιξη του 1969 (η αιματοβαμμένη αυτή ιστορία ήταν να γίνει ταινία, λίγο αργότερα, από τον Πάνο Γλυκοφρύδη, με πρωταγωνιστή τον Κώστα Πρέκα, αλλά δυστυχώς θα έπεφτε σε βράχο), γράφοντας για... αιμοσταγείς χίπις και για «γεύση Καλιφόρνιας στο Καβούρι», συνδέοντας το έγκλημα με τις αποτρόπαιες δολοφονίες της Manson Family, τον Αύγουστο του ’69, στην Αμερική!
Στην πορεία ο Γάλλος με την Γαλλίδα θα απαλλάσσονταν των κατηγοριών, ενώ το δικαστήριο, τον Νοέμβριο του ’72, θα αποφαινόταν με κάθειρξη εννέα ετών για τον Γερμανό, αναγνωρίζοντας πως είχε τελέσει το φόνο τού Μπαλωμένου εν βρασμώ ψυχής, καθώς ο κουλουρτζής παρενοχλούσε με ανήθικες προτάσεις και χειρονομίες τη Γαλλίδα. (Υπάρχει δυνατό παρασκήνιο πίσω απ’ αυτή την ιστορία, αλλά δεν είναι της στιγμής).
Ακόμη πιο κοντά στο σενάριο του Θάνου Λειβαδίτη ήταν, όμως, ένα άλλο έγκλημα, που είχε επίσης συμβεί στο Καβούρι, αρκετά χρόνια πιο πριν, απασχολώντας έντονα κι αυτό τα πρωτοσέλιδα.
Ήταν το βράδυ της 5ης Αυγούστου 1953, όταν στο ερημικό τότε Μικρό Καβούρι εκτελείται ο 35χρονος Θεόδωρος Δέγλερης, ενώ φτηνά τη γλιτώνει η φίλη του Σοφία Μαναβάκη. Οι αστυνομικές αρχές προσανατολίζονται προς το χώρο των ηδονοβλεψιών της περιοχής, οι οποίοι παρακολουθούν τα ζευγάρια, διαπράττοντας ποικίλες παραβάσεις εις βάρος τους.
Ο «δράκος της Βουλιαγμένης», όπως τον αποκαλούν οι εφημερίδες (αληθινό όνομα Μιχαήλ Στεφανόπουλος), θα συλλαμβανόταν τελικά στις αρχές Σεπτεμβρίου του ’53 (υπήρχε και μια παραφυσική διάσταση στο θέμα, που είχε υπέρμετρα τονιστεί από μερίδα του Τύπου), ενώ τον Μάρτιο του ’54 θα καταδικαζόταν «εις θάνατον», για να εκτελεστεί λίγους μήνες αργότερα.
Είναι προφανές, βλέποντας την ταινία του Κώστα Καραγιάννη, πως ο «δράκος της Βουλιαγμένης» είναι πιο κοντά απ’ οποιονδήποτε άλλον στον κεντρικό ήρωα, που πλάθει με το σενάριό του ο Θάνος Λειβαδίτης. Τι συμβαίνει λοιπόν στην ταινία;
Το στόρι
Ο Τζιμ Πρέστον (Λάκης Κομνηνός) είναι ένας παροπλισμένος καπετάνιος, παντρεμένος με την κληρονόμο μιας εφοπλιστικής οικογένειας, την Έλεν (Ντόροθυ Μουρ), την οποία θέλει να βγάλει από τη μέση, ώστε να γλεντήσει την περιουσία της με την ερωμένη του Λάουρα (Λέσλυ Μπόουμαν). Σ’ αυτή του την απόφαση ζητάει τη βοήθεια του Μάικ (Βαγγέλης Σειληνός), ενός τύπου που διατηρεί γραφείο κηδειών, και που γνωρίζει τον Τζιμ από τα καράβια.
Όταν δούλευαν μαζί, ο Τζιμ σαν τρίτος καπετάνιος και ο Μάικ σαν καμαρότος, είχαν μπλέξει τις ένοχες δραστηριότητές τους (ο Τζιμ θα κάλυπτε μιαν απόπειρα βιασμού του Μάικ, με τον Μάικ να του το ξεπληρώνει βοηθώντας τον σε λαθρεμπόριο ναρκωτικών), με αποτέλεσμα μεταξύ τους να διατηρείται ένα είδος λυκοφιλίας.
Ο Τζιμ ξέρει πως ο Μάικ είναι ένας βιαστής-εγκληματίας, που με τις επιθέσεις του έχει σπείρει το φόβο και τον τρόμο στο Καβούρι –παρακολουθώντας στο δάσος της περιοχής, τα ζευγάρια που ερωτοτροπούν στα αυτοκίνητά τους, σκοτώνοντας τους άντρες και βιάζοντας-πνίγοντας τις γυναίκες–, ζητώντας του, τώρα, να βγάλει από τη μέση την ίδια τη σύζυγό του, με αντάλλαγμα λεφτά και ναρκωτικά. Ζητά, δηλαδή, από τον Μάικ να φανεί το έγκλημα σαν επίθεση του «δράκου», λέγοντάς του πως θα πρέπει να τραυματίσει σοβαρά και τον ίδιον, ώστε η επίθεση και το έγκλημα να γίνουν πιστευτά. Ο Μάικ, όμως, δεν εμπιστεύεται τον Τζιμ...
Ο Τζιμ και η Έλεν επισκέπτονται τον Μάικ στο σπίτι του. Ο Μάικ παγιδεύει την Έλεν στο υπόγειό του, κρατώντας την με ενέσεις σε μια ημι-λιπόθυμη κατάσταση. Βασικά ο Μάικ ψάχνει σε κέντρα και καζίνο να βρει κάποια που να μοιάζει της Έλεν, ώστε να εμφανίσει εκείνη ως σύζυγο τού Τζιμ, την κατάλληλη στιγμή. Εντοπίζει λοιπόν μία τέτοια γυναίκα και αφού της επιτεθεί την κρατάει και αυτή σε μιαν ημι-λιπόθυμη κατάσταση στο σπίτι του.
Έτσι, όταν συνεννοείται με τον Τζιμ, για να συναντηθούν στο δάσος του Καβουριού, τη νύχτα, ώστε να εξελιχθεί η προσχεδιασμένη επίθεση, ο Μάικ μεταφέρει εκεί την άλλη γυναίκα (και όχι την Έλεν), που την έχει ντύσει με τα ρούχα και τα κοσμήματα της Έλεν, πυροβολώντας στον ώμο τον Τζιμ και χτυπώντας τον στο πρόσωπο, κατά το σχέδιο, βιάζοντας και πνίγοντας αμέσως μετά την άλλη γυναίκα. Ο Τζιμ σώζεται φυσικά, νομίζοντας πως ο Μάικ έχει σκοτώσει τη σύζυγό του.
Η αστυνομία (Δημήτρης Μπισλάνης) κάνει ανακοινώσεις από την τηλεόραση. Ένας γιατρός φίλος της Έλεν, που είναι πάντα ερωτευμένος μαζί της (Γιώργος Μπάρτης), ακούει τα καθέκαστα, σπεύδοντας στο νεκροτομείο για να δει το πτώμα. Μετ’ εκπλήξεως διαπιστώνει (από το ανύπαρκτο σημάδι μιας εγχείρισης σκωληκοειδίτιδας, που ο ίδιος είχε κάνει στην Έλεν) πως το πτώμα δεν ανήκει στην Έλεν Πρέστον και το λέει στον αστυνόμο. Από ’κει και πέρα ο Τζιμ, που έχει βγει από το νοσοκομείο, μετά τον τραυματισμό του από τον Μάικ, τίθεται υπό παρακολούθηση...
Στην προτελευταία κίνησή του ο Τζιμ θέλει να σκοτώσει τον Μάικ – και για να μην του δώσει τα λεφτά, μα και για να μην εκβιάζεται διαρκώς από εκείνον. Στη μεταξύ τους συνάντηση ο Τζιμ θα μάθει πως η σύζυγός του είναι ακόμη ζωντανή, πως ο Μάικ σκότωσε κάποιαν άλλη, που της έμοιαζε, αντί για ’κείνη, γιατί δεν τον εμπιστευόταν και πως μόνον αν πάρει τα λεφτά (ο Μάικ) θα σκοτώσει εν τέλει την Έλεν.
Όμως, είναι αργά για όλα πια. Η αστυνομία παρακολουθεί τις κινήσεις του Τζιμ, από κοντά, έχοντάς τον πλέον στο χέρι...
Η ταινία
Η ταινία «Έγκλημα στο Καβούρι» του Κώστα Καραγιάννη παίζει ταυτόχρονα σε διάφορα ταμπλό.
Κατ’ αρχάς φαίνεται να είναι επηρεασμένη από το βίαιο, αμοραλιστικό κλίμα των ευρωπαϊκών crime thriller της εποχής, όπως του “Un Beau Monstre” (1971) του Sergio Gobbi, για παράδειγμα, με τους Virna Lisi, Helmut Berger και Charles Aznavour, που είχε προβληθεί τότε στην Ελλάδα με τον τίτλο «Ο Στόχος του Σαδιστή» (επιτυχία είχε κάνει ακόμη και το σάουντρακ της ταινίας, με τις μουσικές του Georges Garvarentz και τη συμμετοχή του βέλγικου γκρουπ Wallace Collection, που είχε εμφανισθεί, ζωντανά και στην Αθήνα, τον Ιούνιο του ’69).
Επίσης υπάρχουν πρόδηλες αναφορές και στο ιταλικό giallo του Dario Argento (οι ταινίες του προβάλλονταν εκείνα τα χρόνια στην Ελλάδα), βασικά μέσω του τρόπου διαχείρισης των κλιμακωτών φόνων και της μακάβριας γενικώς ατμόσφαιρας (δες τις σκηνές με τον Βαγγέλη Σειληνό στο υπόγειο του σπιτιού του, που διαθέτουν ακόμη και μια εσάνς «τρόμου»).
Όλα αυτά και άλλα ακόμη ήταν γνωστά στον Κώστα Καραγιάννη, έναν πολύ διαβασμένο και υποψιασμένο σκηνοθέτη, που θα αντιλαμβανόταν «σωστά» τους κώδικες των συγκεκριμένων ταινιών και που θα εύρισκε στο διάστημα 1973-77, όταν ο ελληνικός κινηματογράφος βούλιαζε σε εισιτήρια και εισπράξεις, τον καλύτερο βηματισμό του.
Είχε κάνει και στα σίξτις ορισμένες ενδιαφέρουσες κοινωνικές ταινίες ο Καραγιάννης (βασικά «Το Ρεμάλι της Φωκίωνος Νέγρη» και μια-δυο ακόμη), αλλά ήταν στα σέβεντις, όταν θα έδινε το πιο απρόσμενο και προσωπικό έργο του – που αν δεν λοιδορήθηκε από νωρίς (όπως συνέβη με την ταινία του «Καταναλωτική Κοινωνία»), σίγουρα θα περνούσε απαρατήρητο.
Από ’κει και πέρα το «Έγκλημα στο Καβούρι» έχει και κάποια ακόμη πλεονεκτήματα, περά από το καλό σενάριο και τη δυναμική σκηνοθεσία, που οφείλονταν στις «σωστές» γνώσεις και τις καλά αφομοιωμένες επιρροές. Και αναφερόμαστε, κατ’ αρχάς, στην ζωντανή φωτογραφία του Βασίλη Βασιλειάδη, από τους μόνιμους οπερατέρ του Καραγιάννη, με τα πολύ ωραία εσωτερικά πλάνα, όπως και με τα «εξωτερικά» νυχτερινά (που είναι πολλά και που συμβάλλουν επιπλέον στην δυσοίωνη ατμόσφαιρα) και βεβαίως (αναφερόμαστε) στα ντεκόρ του Πέτρου Καπουράλη, που αποτυπώνουν σθεναρά τον εικαστικό, βαρύ και πολύχρωμο, πλούτο των σέβεντις, που εκτείνεται, κάποιες φορές, έως στα όρια του μπαρόκ.
Από την πλευρά του σάουντρακ, τώρα, ο Γιάννης Σπανός είναι τυπικά καλός με το rock-lounge και τις φαζαριστές κιθάρες του (μπορεί να μην κάνει τη διαφορά η μουσική του, όπως σε άλλες ταινίες της εποχής, αλλά είναι πάντα μέσα στη φάση), ενώ ξεχωριστή μνεία χρήζουν οι ηθοποιοί, που, άλλοι περισσότερο και άλλοι λιγότερο, ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις.
Ο Λάκης Κομνηνός είναι επίσης καλός, όπως καλή είναι και η ξένη ηθοποιός Ντόροθυ Μουρ (χορεύτρια η ίδια και παρτενέρ του χορευτή του μουσικού θεάτρου Γιώργου Δαρζέντα), που υποδύεται τη σύζυγό του Έλεν, με το βασικό μειονέκτημα τού ντουμπλαρίσματος της φωνής να είναι, βεβαίως, πάντα εκεί. Σωστός είναι, επίσης, ο Δημήτρης Μπισλάνης στο ρόλο του αστυνόμου (δεν υπήρχε, εκείνα τα χρόνια, καταλληλότερος έλληνας ηθοποιός γι’ αυτό το ρόλο), με τον Βαγγέλη Σειληνό να αποτελεί την πιο μεγάλη έκπληξη του cast, ενσαρκώνοντας με πειθώ τον τύπο με την διαταραγμένη προσωπικότητα και την αποκλίνουσα συμπεριφορά, που οδηγείται σαν αφιονισμένος στη σεξουαλική κακοποίηση και το έγκλημα.
Η ταινία προβάλλεται στις αρχές του 1975, κόβοντας 32.293 εισιτήρια στους κινηματογράφους πρώτης προβολής Αθηνών, Πειραιώς και περιχώρων (22η σε εισπράξεις από τις 47 ταινίες της σεζόν 1974-75), ενώ συγκριτικά θα έχει πιο επιτυχημένη πορεία στο εξωτερικό, εκεί όπου θα προβληθεί με διάφορους τίτλους (ως “Vai Killer” στην Ιταλία, ως “The Rape Killer” στις ΗΠΑ κ.λπ.). Επιτυχής θα ήταν, δε, και η διανομή της τόσο στο βίντεο (“Death Kiss”) στα έιτις, όσο και στο DVD (“The Wife Killer”) πιο μετά.
Περιττό να πούμε πως μέσα στα χρόνια το «Έγκλημα στο Καβούρι» έχει πάρει πολύ δυνατές κριτικές, στο cult κύκλωμα, στο εξωτερικό –εκεί όπου φαίνεται να εκτιμάται περισσότερο–, παρά στην κινηματογραφικά σοβαροφανή Ελλάδα.