Η ΙΤΑΛΙΚΗ RED RECORDS, που εισάγεται στην Ελλάδα από την AN Music, ξεκίνησε τις δραστηριότητές της το 1976, στο Μιλάνο, κάτω από την διεύθυνση του Sergio Veschi, τυπώνοντας μερικές εκατοντάδες βινύλια και CD, και φθάνοντας πανάξια μέχρι τις μέρες μας. Δεν χρειάζεται να πούμε πως η προσφορά της είναι σημαντικότατη, αφού εκεί θα ηχογραφούσαν κορυφαίοι δημιουργοί της τζαζ.
Εμείς, σ’ αυτή την αναφορά μας, θα σταθούμε σε μερικά τέτοια top ονόματα, που θα βρίσκονταν κάτω από την σκέπη της Red, στα χρόνια του ’80 κυρίως, οι δίσκοι των οποίων εξακολουθούν και σήμερα να πρωταγωνιστούν.
CHET BAKER
Η πορεία του μεγάλου τρομπετίστα της τζαζ Chet Baker (1929-1988) στην Ιταλία είναι από μόνη της ένα ξεχωριστό βιβλίο. Ένα από τα τελευταία κεφάλαια αυτού του βιβλίου θα γραφόταν την 1η Δεκεμβρίου 1987, στο θέατρο Nuovo της Κατάνια, στην Σικελία, στην ιονική ακτή, σχεδόν έξι μήνες πριν ο θρυλικός αυτός μουσικός φύγει από τη ζωή (στο Άμστερνταμ, στα 58 χρόνια του, τον Μάιο του ’88).
Εκείνη την ημέρα (1 Δεκ. ’87) ο Chet Baker, που θα τραγουδούσε επίσης, ενώ θα έπαιζε και πιάνο, θα παρέδιδε ένα ακόμη ξεχωριστό πρόγραμμα, με τις βοήθειες των Nicola Stilo (κιθάρα, φλάουτο, πιάνο) και Rocky Knauer (μπάσο), το οποίο θα καταχειροκροτούσαν οι ακροατές-θεατές της ιταλικής πόλης. Αυτό το πρόγραμμα θα αποτελούσε το άλμπουμ “Intimacy” (2022).
Στο σετ οκτώ διασκευές, σε συνθέσεις των Jimmy Heath, Ray Noble, George & Ira Gershwin, Don Sebesky, Rique Pantoja. A.C. Jobim, Hal Garper και Duke Ellington – διασκευές οι οποίες έχουν κάτι, κάτι πολύ, από το μαγικό τρόπο του Chet Baker, ο οποίος, σε καλή φόρμα, είναι κύριος του ρεπερτορίου του.
Ο ήχος είναι καλός, καθαρός και με βάθος (στη φωνή κυρίως), με τον Baker να είναι αληθινά απολαυστικός στις προσωπικές καταδείξεις του, προτείνοντας εκείνον τον cool, ήρεμο, αργό και απέριττο τρόπο του, τον κατακυριευμένο από την blues ballad.
Γενικώς, τα κομμάτια ήταν από εκείνα που ο Chet Baker τα είχε στο τσεπάκι του, όπως θα λέγαμε, με τους δύο συνοδούς μουσικούς να τον συμπληρώνουν με καίριο και ουσιαστικό τρόπο (ιδίως ο Stilo, που για τις ανάγκες των κομματιών χειρίζεται πότε πιάνο, πότε κιθάρα και πότε φλάουτο).
Ο ήχος είναι καλός, καθαρός και με βάθος (στη φωνή κυρίως), με τον Baker να είναι αληθινά απολαυστικός στις προσωπικές καταδείξεις του, προτείνοντας εκείνον τον cool, ήρεμο, αργό και απέριττο τρόπο του, τον κατακυριευμένο από την blues ballad.
Ένα ήρεμο και ωραίο άλμπουμ, λοιπόν, με ποικίλες αποχρώσεις είναι το “Intimacy”, που, στα καλύτερα του, θα μπορούσε να παίξει, σήμερα, ακόμη και ως «ήχος-ECM».
Η τελευταία δεκαετία της ζωής του Chet Baker ήταν πολύ δημιουργική, καθώς μέσα από τα μύρια όσα προσωπικά προβλήματα ο άνθρωπος αυτός θα έβρισκε τη δύναμη και να συγκροτεί δυνατά γκρουπ, και να κυκλοφορεί καταπληκτικούς δίσκους.
Ένας από τους καλύτερους τού top τρομπετίστα, αυτής της περιόδου, είναι και το “At Capolinea”, που είχε κυκλοφορήσει για πρώτη φορά στην Ιταλία, το 1984, από κάποια εταιρεία ονόματι jii. Σ’ αυτή την έκδοσή του το άλμπουμ είναι πολύ σπάνιο και ακριβό (με τιμή πάνω από 100 ευρώ), ενώ αρκετά φθηνότερες είναι βεβαίως οι επανεκδόσεις της Red τόσο σε βινύλιο, όσο και σε CD.
Λέμε, λοιπόν, για μία στούντιο ηχογράφηση του Chet Baker, που συνέβη στο Μιλάνο, τον Οκτώβριο του 1983 και η οποία καταγράφει τον άσσο τρομπετίστα σε σχήμα σεξτέτου – καθώς δίπλα του παρατάσσονται ο Nicola Stilo φλάουτο, η Diane Vavra σοπράνο σαξόφωνο (που, τότε, ήταν σε σχέση με τον Baker), ο Michel Grailler πιάνο, ο Riccardo Dal Frà μπάσο και ο Leo Mitchel ντραμς.
Εκείνη την εποχή ο Baker ήταν σε πολύ καλή φάση –είχε φθάσει να παίζει ακόμη και με τον Elvis Costello στο “Shipbuilding”–, και είναι κάτι αυτό το οποίο φαίνεται στο “At Capolinea”, που είναι γεμάτο με θαυμάσια μουσική.
Από τα έξι κομμάτια του CD τα τέσσερα ανήκουν στα μέλη του γκρουπ, δηλαδή στον Stilo (2), στον Grailler (1) και στον Frà (1), ένα είναι το “Estate” του πιανίστα Bruno Martino (που σαν τραγούδι το είχε πει και η Milva το 1960), για να συμπληρωθεί το track list με το “Lament” του J.J. Johnson.
To relaxed στυλ/παίξιμο του Chet Baker είναι εντυπωσιακό σε όλα ανεξαιρέτως τα κομμάτια, που είναι γραμμένα, εν τω μεταξύ, με μεγάλη ένταση. Ο δίσκος διαθέτει θαυμάσιες στιγμές, και απ’ όλα τα υπόλοιπα όργανα βεβαίως, και μια τέτοια πολύ μεγάλη στιγμή έχει να κάνει οπωσδήποτε με το εισαγωγικό “Estate”, που διαρκεί σχεδόν 12 λεπτά, παρέχοντας την δυνατότητα σε άπαντες τους μουσικούς να φανερώσουν το ταλέντο τους.
Φυσικά, κανένα από τα υπόλοιπα κομμάτια δεν υπολείπεται συνθετικώς, με τις latin αναφορές άλλοτε να κυριαρχούν (“Francamente”) και με τις μινόρε μπαλάντες (“Lament”) να δίνουν την ευκαιρία στον Chet Baker μερικών ακόμη εντυπωσιακών cool παιξιμάτων (έχοντας δίπλα του το φλάουτο του Stilo και το πιάνο του Grailler), που διαθέτουν, όμως, μεγάλη συναισθηματική φόρτιση.
Ασυζητητί, μία από τις πιο σημαντικές ύστερες εγγραφές του μεγάλου, αυτού, μουσικού.
Francamente
JOE HENDERSON
Ο Joe Henderson (1937-2001) υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους τενόρο σαξοφωνίστες στην ιστορία της τζαζ. Μάλιστα, ακόμη και στα μέσα του ’80 το άστρο του εξακολουθούσε να εκπέμπει, πολύ και προς πάσα κατεύθυνση, και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο ήταν περιζήτητος, και εκείνη την εποχή, στα στούντιο και τις ηχογραφήσεις.
Και κάπως έτσι, το 1986, θα κυκλοφορήσει από την Blue Note το άλμπουμ του “The State of the Tenor / Live at The Village Vanguard Volume 1”, μια καταγραφή της εκπληκτικής παράστασής του στον «ναό της τζαζ», μαζί με τους Ron Carter μπάσο και Al Foster ντραμς.
Έχοντας αυτό το άλμπουμ κατά νου ο Sergio Veschi (το αφεντικό της Red Records) θα έκανε τα πάντα για να φέρει τον Joe Henderson στην εταιρεία του, καταγράφοντάς τον τελικώς σ’ ένα live, στο Genova Jazz Festival, στις 9 Ιουλίου 1987 – όταν ο Joe Henderson θα βρισκόταν στην ιταλική πόλη μαζί με τους Charlie Haden μπάσο και Al Foster ντραμς.
Η παράσταση ήταν εκπληκτική και σε πρώτο χρόνο (1987) θα κυκλοφορούσε σε LP, ως “An Evening with”, με τέσσερα tracks (“Ask me now” του Thelonious Monk, “Serenity” του Joe Henderson, “Beatrice” του Sam Rivers και “Invitation” του Bronislaw Kaper), ενώ τώρα επανατυπώνεται σε CD, ως “The Complete an Evening with” (2023), με τρία επιπλέον bonus ( “All the things you are” του Jerome Kern, “Rue Chaptal / Royal roost” του Kenny Clarke και “Visa” του Charlie Parker).
Η μπάντα, που είναι ένα σούπερ γκρουπ κατά βάση, αποδίδει εντυπωσιακά και αρκεί κανείς ν’ ακούσει τον... σίφουνα στο “Beatrice”, για να αντιληφθεί πως εδώ υπάρχει κάτι μεγάλο, που δεν έχει χάσει ίχνος από την αξία του, 36 χρόνια αργότερα. Ας συνεχίσουμε, όμως, μ’ ένα ακόμη άλμπουμ του κορυφαίου τενορίστα (λίγο πιο κατοπινό).
Πρόκειται για το “The Standard Joe”, που είναι ηχογραφημένο στην Νέα Υόρκη, στις 26 Μαρτίου 1991, και που πιάνει τον Joe Henderson σε σχήμα τρίο, έχοντας δίπλα του τον Rufus Reid μπάσο και πάντα τον Al Foster ντραμς.
Το άλμπουμ αυτό της Red Records αποτελείται από οκτώ tracks – δύο του Joe Henderson, το “Inner urge”, από το φερώνυμο LP του 1966, και το “Blues in F (In’n out)”, συν έξι στάνταρντ. Εξ ου και ο τίτλος “The Standard Joe”.
Παρότι λοιπόν εδώ έχουμε ένα εν πολλοίς χιλιοπαιγμένο υλικό, όπως είναι κομμάτια σαν τo “Blue bossa” του Kenny Dorham (από το θρυλικό “Page One” του Joe Henderson, στην Blue Note, το 1963), το “Take the A train” (του Duke Ellington) ή το “Round midnight” (του Thelonious Monk), o αμερικανός τενορίστας κατορθώνει να προσδώσει σ’ αυτά την προσωπική του άποψη, που οπωσδήποτε είναι λιτή (καθώς αφορά σ’ ένα κλασικό σαξ-μπάσο-ντραμς τρίο) και ουσιαστική συνάμα – με ωραίες φρασεολογίες και με το blues να κυριαρχεί σε κομμάτια όπως στο μεγαλοπρεπές (13λεπτο) “Body and soul (take 2)”.
Beatrice
SAL NISTICO
Αμερικανός τενόρο σαξοφωνίστας, που έκανε καριέρα στην Ευρώπη, στις δεκαετίες του ’70 και του ’80, ο Sal Nistico (1938-1991) «συλλαμβάνεται» στο “Empty Room”, σ’ ένα ιταλικό session (Ρώμη, 27 Φεβ. 1988), που είχε κυκλοφορήσει εκείνη την εποχή σε LP και σε CD και που επανακυκλοφόρησε το 2022 (σε CD και με νέο art cover), 34 ολάκερα χρόνια μετά την πρώτη διανομή του.
Η μπάντα που συνοδεύει τον Nistico είναι ιταλική, αποτελούμενη εκ των Rita Marcotulli πιάνο, Marco Fratini μπάσο και Roberto Gatto ντραμς, με το υλικό να αποτελείται βασικά από στάνταρντ, συν μία σύνθεση του Nistico και της συζύγου του Rachel Gould, που έχει τίτλο “Empty room” και που είναι εκείνη που δίνει τον τίτλο στο άλμπουμ.
Το κλίμα, εδώ, είναι γενικώς hard bop, με πολλές και ωραίες στιγμές από τον Nistico βεβαίως, μα και από την πιανίστρια Marcotulli, που είναι εξ ίσου εντυπωσιακή στα δικά της μέρη, τα οποία δεν διαφέρουν σε χρονική διάρκεια και σημασία από εκείνα του αμερικανού μουσικού.
Έχοντας, λοιπόν, δύο βασικούς σολίστες, σε θέση πρώτη, και μ’ ένα ρυθμικό τμήμα κατ’ αναλογίαν εντυπωσιακό, το ιταλικό κουαρτέτο του Sal Nistico θα λέγαμε πως πετάει φωτιές, δείχνοντας τον δρόμο.
Βασικά τα κομμάτια εδώ είναι γραμμένα με την μία, κάπως σαν live στο στούντιο, με το σχήμα να παίζει με δύναμη, επιλέγοντας μέσα και γρήγορα θέματα τη εξαιρέσει του “Lush life” του Billy Strayhorn, που είναι μπαλάντα. Μπορεί ο Nistico να είχε πει, παλαιά σε συνέντευξη, ότι οι μπαλάντες δεν ήταν το φόρτε του, όμως εδώ είναι σαν να διαψεύδει ο ίδιος τον εαυτό του, καθώς και σ’ αυτό τον τζαζ τομέα δεν είναι λιγότερο εντυπωσιακός.
Γενικώς, το πάθος και η ένταση είναι τα χαρακτηριστικά τού “Empty Room”, με κομμάτια σαν τα “Inner urge” (Joe Henderson) και “The hymn” (Charlie Parker) να προσφέρουν τις πιο δυνατές απολαύσεις.
The Hymn
CEDAR WALTON
Σημαντικότατος πιανίστας, με τεράστια διαδρομή, και προσωπική και ως μέλος άλλων ιστορικών σχημάτων (Art Blakey & The Jazz Messengers κ.λπ.), ο Cedar Walton (1934-2013) υπήρξε ένας καθ’ όλα αξιοσέβαστος μουσικός, που άφησε πίσω του εκπληκτικούς δίσκους και μεγάλο όνομα.
Ένας τέτοιος εκπληκτικός δίσκος είναι και το σόλο-πιάνο CD “More Blues for Myself” (2023), που αποτελεί συνέχεια του “Blues for Myself”, το οποίο είχε εκδώσει η Red το 1987, προτείνοντάς μας στούντιο εγγραφές του Walton από τον Φεβρουάριο του 1986, στο Μιλάνο.
Από την ίδια εκείνη στουντιακή εγγραφή προέρχεται το υλικό και του “More Blues for Myself”, καθώς εδώ συναντάμε επτά alternative takes των παλαιών κομματιών, συν ένα ανέκδοτο, το “Lil’ darlin’” του Neal Hefti, που το ακούμε, τώρα, για πρώτη φορά.
Συνθέσεις του Cedar Walton βασικά περιλαμβάνονται εδώ, μα και κάποια στάνταρντ, με όλα τα tracks να διακρίνονται για την αισθητική πληρότητά τους.
Σ’ ένα επόμενο CD τού αμερικανού πιανίστα στην Red, το “The Trio 3”, ο Cedar Walton, καταγράφεται μαζί με τους David Williams μπάσο και Billy Higgins ντραμς, σ’ ένα ιταλικό session από το Μιλάνο, τον Μάρτιο του 1986 –μέρος μιας δικής του τριλογίας, που θα κυκλοφορούσε εκείνη τη χρονιά, υπό τους τίτλους “The Trio 1”, “The Trio 2” και “The Trio 3”–, το οποίο έχει γνωρίσει LP και CD εκδόσεις.
Βασικά λέμε για ένα piano-trio σχήμα, που καλείται να ερμηνεύσει κλασικό, θα το αποκαλούσαμε, υλικό. Έτσι, από τα επτά tracks που καταγράφονται εδώ τέσσερα ανήκουν στον Cedar Walton, ενώ υπάρχουν και τρεις versions σε συνθέσεις των Neal Hefti (“Girl talk from Harlow”), A.C. Jobim (“Once I loved”) και Charlie Parker (“Relaxing at Camarillo”).
Υπάρχει μια απλότητα και μια ουσία στην ηχογράφηση, που την καθιστά, σήμερα κυρίως, σημαντική. Υπό την έννοια πως εδώ έχουμε να κάνουμε μ’ ένα «καθαρό» πιάνο-τρίο σχήμα, με τους μουσικούς να χειρίζονται πιάνο-μπάσο-ντραμς, δηλαδή, δίχως τις όποιες τεχνολογικές επεκτάσεις, αποδίδοντας με θέρμη ένα έξοχο ρεπερτόριο, που είναι ικανό από την αρχή να σε παρασύρει.
Το λέμε, γιατί τα περισσότερα tracks είναι γρήγορα, φουριόζα, με τους μουσικούς συχνά να παίζουν με τρομερή ένταση – αν και το blues του Neal Hefti είναι ότι πρέπει για εισαγωγή.
Ο Cedar Walton είναι εντυπωσιακός στα σόλι του, με τις μελωδίες και τους αυτοσχεδιασμούς του να αστράφτουν, βοηθούμενος βεβαίως από ένα ιδανικό ρυθμικό τμήμα, που στρώνει και δημιουργεί το καλύτερο υπόβαθρο.
Όλα τα κομμάτια είναι ένα κι ένα, αλλά το κλείσιμο με το 8λεπτο “Relaxing at Camarillo” είναι αληθινά απολαυστικό. Δεν ακούς συχνά, πλέον, τέτοια πιάνο-τρίο.
Relaxing At Camarillo
WOODY SHAW
Έξοχος συνθέτης, τρομπετίστας και αυτοσχεδιαστής ο Woody Shaw (1944-1989) καταγράφεται, εδώ, με το συγκρότημά του, σ’ ένα live στην Μπολόνια, την Πρωτοχρονιά του 1983 – live, που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά σε LP από την Red εκείνη την χρονιά, και σε CD δέκα χρόνια αργότερα (1993). Τώρα, επανακυκλοφορεί αυτό ακριβώς το CD, το “Time is Right”, με νέο εξώφυλλο και με νέο remastered ήχο, για ακόμη πιο μεγάλη απόλαυση.
Και όντως, η απόλαυση εδώ είναι μεγίστη και «χτυπάει κόκκινο» με κάθε τρόπο, καθότι και ο ήχος είναι πολύ καλός (για live του ’83), με το δόσιμο της μπάντας να είναι πρώτης τάξεως και μεγέθους.
Κατ’ αρχάς συζητάμε για ένα κουιντέτο με τον Woody Shaw επικεφαλής και με τους Steve Turre τρομπόνι, αϊτινό κοχύλι, Mulgrew Miller πιάνο, Stafford James μπάσο και Tony Reedus ντραμς να κάνουν έξοχη δουλειά, συνοδεύοντας τον Shaw σε δύο δικές του συνθέσεις (“From moment to moment”, “Time is right”) και δύο στάνταρντ (“You and the night and the music”, “We’ll be together again”), παίζοντας με απαράμιλλη ενέργεια.
Φυσικά, το ότι έχουμε να κάνουμε με live παίζει κι αυτό τον ρόλο του στην διαμόρφωση του σχετικού κλίματος, αλλά εκείνο που μετράει είναι η άνεση των παικτών να κινούνται από το bebop, μέχρι τα όρια της modern και contemporary jazz, με τις λυρικές προσεγγίσεις να εναλλάσσονται με πιο δυναμικά parts, με μια «κολτρεϊνική» αύρα να ανιχνεύεται στους τύπους των αυτοσχεδιασμών, με τον Miller να είναι εξ ίσου εντυπωσιακός στο πιάνο, και με τον Turre, πότε με το τρομπόνι και πότε με το κοχύλι του, να δημιουργεί μοναδικές καταστάσεις.
Καταπληκτική η εισαγωγή με το 12λεπτο “From moment to moment” – αν και κάθε τι, που ακούγεται εδώ, είναι υπεράνω οιασδήποτε προσδοκίας.
From Moment To Moment
ETHNIC HERITAGE ENSEMBLE
Πενήντα χρόνια συμπληρώνουν σε live και ηχογραφήσεις οι Ethnic Heritage Ensemble, ένα από τα κορυφαία συγκροτήματα, διαχρονικά, της spiritual jazz, το οποίο δημιουργήθηκε το 1973, στο Σικάγο, από τον ντράμερ-περκασιονίστα Kahil El’Zabar.
Το σχήμα υπάρχει ακόμη και σήμερα όπως αντιλαμβάνεστε, καθώς πριν από λίγο καιρό έδωσε στην κυκλοφορία ένα tribute άλμπουμ στον σπουδαίο Don Cherry, όμως εμείς, εδώ, δεν θα ασχοληθούμε μ’ αυτή την τελευταία του δουλειά, μα μ’ ένα περίφημο ιταλικό άλμπουμ του, από τις αρχές των 80s, το οποίο τώρα επανεκδίδεται.
Λέμε για το “Impressions”, που ηχογραφήθηκε στην Μπολόνια το 1981, για να τυπωθεί από την Red Records σε βινύλιο το επόμενο έτος (1982) και να ξανατυπωθεί από την ίδια εταιρεία σε CD, πριν από λίγο καιρό.
Το άλμπουμ αυτό, στη βινυλιακή μορφή του, αναζητείται μετά μανίας από τους συλλέκτες (ίσως είναι η πιο ακριβή έκδοση της Red, με τιμή που ξεπερνά κατά πολύ τα 100 ευρώ), βασικά γιατί περιέχει καταπληκτική μουσική και γιατί ποτέ έως τώρα δεν είχε επανεκδοθεί – οπότε αντιλαμβάνεστε τη σημασία τούτης της πρώτης CD-reissue.
Να πούμε κατ’ αρχάς πως σ’ αυτή την ηχογράφηση Ethnic Heritage Ensemble ήταν οι Henry ‘Light’ Huff σοπράνο σαξόφωνο, άρπα, κρουστά, Ed Wilkerson τενόρο σαξόφωνο, πιάνο, woodwinds (φλάουτο κ.λπ.) και Kahil El’Zabar ντραμς, κρουστά, και μ’ αυτήν ακριβώς τη σύνθεση θα έμπαιναν σ’ ένα στούντιο της Μπολόνια, κάποια στιγμή στο πρώτο εξάμηνο του 1981, για να ηχογραφήσουν το “Impressions”.
Το άλμπουμ αποτελείται από επτά κομμάτια, που έχουν τίτλους από “Impressions part 1” έως και “part 7”, κι έχει φυσικά αυτοσχεδιαστική εξέλιξη. Τούτο, όμως, δεν σημαίνει πως εδώ ακούμε κάποιο είδος «δύσκολης» και «ακαταλαβίστικης» μουσικής... ίσα-ίσα.
Τα tracks διατηρούν μια τελείως φυσική-φυσιολογική πορεία, επηρεασμένα σαφώς από την spirituality των παιξιμάτων του ύστερου John Coltrane και βεβαίως από την αφρικανική παράδοση. Και εννοούμε μ’ αυτόν τον τελείως γενικόλογο όρο (καθότι κάτω από την φράση «αφρικανική παράδοση» εντάσσονται άπειροι διαφορετικοί ήχοι) πως τα κρουστά παίζουν πολύ μεγάλο ρόλο εδώ (τα χειρίζονται, εξάλλου, δύο από τα τρία μέλη του συγκροτήματος), καθορίζοντας σε μεγάλο βαθμό ολάκερο το ακρόαμα.
Μουσικές άλλης αντίληψης, άλλου ύφους και ήθους, που εξελίσσονται αργά, θεραπευτικά, πνευματικά, που σε κατακυριεύουν δίχως να το αντιληφθείς, σχεδόν υπνωτίζοντάς σε, ερμηνευμένες από μια μπάντα, την Ethnic Heritage Ensemble, που εξακολουθεί να αποτελεί σταθερή αξία της σύγχρονης τζαζ πραγματικότητας.
Ethnic Heritage Ensemble - Impressions