Είναι αδύνατον να περάσεις από τη Βασιλίσσης Σοφίας χωρίς να σταματήσει το βλέμμα σου στο λευκό, νεοκλασικό κτίριο του Μουσείου Μπενάκη. Επιβλητικό, με όμορφο κήπο, βρίσκεται απέναντι από το στρατόπεδο της Προεδρικής Φρουράς και τον Εθνικό Κήπο. Χτίστηκε το 1868 για τον Ιωάννη Πέρογλου από τον αρχιτέκτονα Αναστάσιο Μεταξά και αγοράστηκε τελικά από τον Εμμανουήλ Μπενάκη το 1910, για να εξυπηρετήσει τον επαναπατρισμό της οικογένειάς του από την Αίγυπτο.
Το κτίριο επεκτάθηκε γύρω στο 1931 για να λειτουργήσει και ως μουσείο, ενώ το 1997 ολοκληρώθηκε μια ακόμη γενναία ανακαίνιση και επέκταση από τους Αλέκο και Στέφανο Καλλιγά, έτσι ώστε να αποκτήσει μεγαλύτερες δυνατότητες. Από το 1973 τη διεύθυνση του μουσείου, που ουσιαστικά αφορούσε την πολύτιμη ιδιωτική συλλογή της οικογένειας, ανέλαβε ο Άγγελος Δεληβορριάς, καθηγητής πανεπιστημίου και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, ο οποίος έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξή του, στη δημιουργία των πολλών, σημαντικών παραρτημάτων του και στην καθιέρωσή του ως παλλόμενου φορέα προβολής του ελληνικού πολιτισμού από την αρχαιότητα έως σήμερα.
Με τη μεταφορά στους τοίχους της σάλας του εστιατορίου Μπενάκη αναμνηστικών από το ιστορικό Fofi’s καθώς και έργων τέχνης του Αλέξη Ακριθάκη, δημιουργήθηκε μια ζεστή, εικαστική ατμόσφαιρα, αφιερωμένη στον πολιτισμό και την ομορφιά που πηγάζει όταν η τέχνη μοιράζεται, δονείται και καλλιεργείται γύρω από τραπέζια, συζητήσεις και όμορφες συνευρέσεις.
Ανάμεσα σε όλα εκείνα για τα οποία αναγνωρίστηκε και τιμήθηκε πολλαπλώς ο Άγγελος Δεληβορριάς ήταν και η δημιουργία του πρώτου εστιατορίου σε ελληνικό μουσείο. Θαμώνας του Πανοράματος, της ιδιότυπης λέσχης της οδού Σούτσου, που στεγαζόταν σε ένα ακόμη νεοκλασικό οίκημα του Αναστασίου Μεταξά, στο οποίο συναντιούνταν διανοούμενοι και καλλιτέχνες, είχε δοκιμάσει πολλές φορές τα εδέσματα που έφτιαχναν οι αδερφοί Χριστοφιλέα στις διάφορες γιορτές και εκδηλώσεις. Έτσι, κάποια στιγμή τους πρότεινε να δημιουργήσουν το εστιατόριο του Μουσείου Μπενάκη, πράγμα πρωτοποριακό για την εποχή, καθώς κάτι ανάλογο υπήρχε μόνο στο εξωτερικό. Το εστιατόριο άνοιξε τις πόρτες του το 1997 και ουσιαστικά ήταν το σημείο εκκίνησης των αδερφών Χριστοφιλέα, οι οποίοι μετά από αυτό δημιουργήσαν το Δειπνοσοφιστήριον Catering με τη μεγάλη και επιτυχημένη πορεία στη γαστρονομική ιστορία της χώρας.
Το εστιατόριο για χρόνια λειτουργούσε σύμφωνα με το ωράριο του μουσείου. Πέρυσι, όταν έκλεινε τα είκοσι πέντε του χρόνια, έκανε μια μεγάλη ανακαίνιση, απέκτησε δική του κουζίνα και αποφασίστηκε από τη διοίκηση να λειτουργεί με δικό του ωράριο μέχρι αργά το βράδυ και να αποκτήσει μια ζεστή, φιλόξενη σάλα που διακοσμήθηκε με έργα και ντοκουμέντα από το αρχείο Ακριθάκη. Η Φώφη Ακριθάκη, σύζυγος του ζωγράφου Αλέξη Ακριθάκη, είχε δημιουργήσει ένα από τα πιο διάσημα εστιατόρια του Βερολίνου, το οποίο έγινε γνωστό ως Fofi’s και υπήρξε στέκι γνωστών καλλιτεχνών και ανθρώπων του πνεύματος. Με τη μεταφορά στους τοίχους της σάλας του εστιατορίου Μπενάκη αναμνηστικών από το ιστορικό Fofi’s καθώς και έργων τέχνης του Αλέξη Ακριθάκη, δημιουργήθηκε μια ζεστή, εικαστική ατμόσφαιρα, αφιερωμένη στον πολιτισμό και την ομορφιά που πηγάζει όταν η τέχνη μοιράζεται, δονείται και καλλιεργείται γύρω από τραπέζια, συζητήσεις και όμορφες συνευρέσεις.
Εκτός από το ανανεωμένο ωράριο, ένα όμορφο μπαρ προστέθηκε στον χώρο, ενώ ανατέθηκε στον bartender Άρη Χατζηαντωνίου να πάρει τα ηνία και να δημιουργήσει έναν δυναμικό κατάλογο με signature κοκτέιλ. Ξεκάθαρα, το εστιατόριο κάνει μια κίνηση εξωστρέφειας, ένα ευχάριστο άνοιγμα, μια αλλαγή που θα το φέρει πιο κοντά στην καρδιά της πόλης, ανάμεσα σε εκείνους που θέλουν να τη ζουν κάθε στιγμή, δημιουργώντας νέες προοπτικές.
Εμείς το επισκεφτήκαμε ένα απόγευμα καθημερινής, πριν δύσει ο ήλιος και πριν αρχίσουν να ηρεμούν οι ήχοι της πόλης. Το πρώτο που απολαμβάνεις όταν περνάς από την εξώπορτα είναι ο πράσινος κήπος που σε οδηγεί στη μεγάλη, μαρμάρινη σκάλα. Στο μπαλκόνι βρίσκεσαι αφού περπατήσεις στον χώρο του μουσείου και πάρεις μια γεύση από εκθέματα της παλαιολιθικής εποχής καθώς και από τον κυκλαδικό, μινωικό και μυκηναϊκό πολιτισμό.
Η αύρα των μουσείων είναι μαγική, η επαφή με το παρελθόν, με τον πολιτισμό και την ιστορία σε εισάγει σε έναν ιδιαίτερο κόσμο, σε κάνει να ξεχνάς λίγο το έξω. Μέχρι να φτάσεις στο μπαλκόνι, το υπέροχο αυτό μπαλκόνι, με τον ανοιχτό ορίζοντα, τον καταπράσινο κήπο για θέα και τον αττικό ουρανό για θόλο. Εκεί νιώθεις και πάλι ότι είσαι κομμάτι αυτής της πόλης αλλά με τον πιο απαλό και ευγενικό τρόπο.
Το μενού αντικατοπτρίζει τέλεια τη φιλοσοφία του Δειπνοσοφιστηρίου, την οποία από το 2016 εκφράζει δημιουργικά ο head της κουζίνας όλων των εστιατορίων του ομίλου, Δημήτρης Σκαρμούτσος. Οι πρώτες ύλες προέρχονται όλες από προμηθευτές με τους οποίους το catering πορεύεται όλα αυτά τα χρόνια. Τόσο οι αδερφοί Χριστοφιλέα, Τάκης και Δημήτρης, όσο και ο μόνιμος συνεργάτης τους από τα πρώτα βήματα, και ξάδελφός τους Διομήδης Καψάλης, ήθελαν πάντα να εκπροσωπούν την ελληνική κουζίνα, τη φιλοσοφία της γαστρονομίας στη χώρα μας, τη σημαντικότητα της μεσογειακής διατροφής και των πολύτιμων αγαθών που προέρχονται από τη γη μας.
Μέσα στις δεκαετίες που έχουν περάσει, δυο πιάτα παραμένουν ίδια στο μενού και δεν πρόκειται ποτέ να αλλάξουν. Το πρώτο είναι τα κασιώτικα ντολμαδάκια, που φτιάχνονται από μια κυρία με καταγωγή από το νησί με απόλυτα παραδοσιακό τρόπο και στο μικρό χαρακτηριστικό σχήμα που τα κάνει ακόμη πιο θελκτικά. Το δεύτερο πιάτο που δεν θα φύγει ποτέ από το εστιατόριο είναι η κλασική πάστα αμυγδάλου, μια πάστα έπος και ταξίδι στο παρελθόν, από εκείνες που έτρωγαν οι γιαγιάδες μας στα φερ φορζέ σαλονάκια των αστικών μπαλκονιών τους. Ένα πραγματικό αριστούργημα, που φτιάχνεται από την πρώτη μέρα έως και σήμερα με μυστική συνταγή της οικογένειας του catering από αμύγδαλα που προμηθεύονται από ένα μικρό χωριό έξω από τον Βόλο, τον Άγιο Γεώργιο. Αφράτη κρέμα, καραμέλα και καβουρντισμένοι καρποί, ένα θαύμα που καταλαβαίνεις από την πρώτη κουταλιά γιατί είναι αγαπημένο γλυκό των θαμώνων σχεδόν τριάντα χρόνια.
Καθίσαμε σε ένα από τα μπροστινά τραπέζια, ακούγοντας μουσική που χάιδευε τα αυτιά μας και παραγγείλαμε δύο κοκτέιλ για να απολαύσουμε ήσυχα τη δύση του ήλιου.
Οι δημιουργίες του Άρη Χατζηαντωνίου προσφέρουν επιλογές για κάθε γούστο. Υπάρχουν πειραγμένα κλασικά κοκτέιλ, δυνατά αρώματα εσπεριδοειδών, ελληνικά μυρωδικά και βότανα, μπαχάρια και ψαγμένες ετικέτες ποτών για να είναι κάθε ποτήρι μια ευχάριστη έκπληξη, μια ξεχωριστή εμπειρία και ένα ταξίδι στη Μεσόγειο και την Ευρώπη, μια ακόμη ευκαιρία για περιπλάνηση.
Δεν θα ήθελα να πω ποιο είναι το δικό μου αγαπημένο κοκτέιλ αλλά να προτείνω το Fiore Di Ciliegio με γαλλικό τζιν, ενισχυμένο με άρωμα γλυκών μπαχαριών, μοσχολέμονου, πικραμύγδαλου, πιπερόριζας και τόνικ ανθών κερασιάς, καθώς και το Hemingway Daiquiri, μια εύστοχη παραλλαγή του κλασικού ντάκιρι με παλαιωμένο ρούμι από Barbados, ενισχυμένο με σπιτικό σερμπέτι από γκρέιπφρουτ, αρώματα μαρασκίνο και δροσερό λάιμ.
Και θα μπορούσαμε να είχαμε μείνει στα κοκτέιλ και να κλείναμε έτσι τη βραδιά μας, επιλέγοντας ίσως και ένα πλατό με ελληνικά τυριά και αλλαντικά, αν δεν πεινούσαμε τόσο πολύ και δεν είχαμε στο μυαλό μας τις γεύσεις του Δημήτρη Σκαρμούτσου, που εκτελεί στην κουζίνα του εστιατορίου με ευαισθησία και αγάπη ο σεφ Γιώργος Σίσκος, ένας χαρισματικός μάγειρας με ευγενική, καλοσυνάτη φυσιογνωμία, που αποτυπώνεται σε κάθε πιάτο.
Τι ήρθε στο τραπέζι; Ξεκινήσαμε με τα ντολμαδάκια που έφυγαν εν ριπή οφθαλμού, δικαιώνοντας τη μεγάλη φήμη τους, και τα τραγανά μικρά φαλάφελ από ρεβίθια Λάρισας, που συνοδεύονταν με καπνιστή μελιτζανοσαλάτα και τσιπς παντζαριού. Μπαμπάτσικα και αμαρτωλά τα σπιτικά κεφτεδάκια με φέτα και σάλτσα τομάτας, δεν θα μπορούσαμε ποτέ να τα αγνοήσουμε. Εξάλλου, είχαμε ορίσει τη μέρα ως free day και μέρα γευστικών δοκιμών και γαστρονομικών απολαύσεων και αυτό μας έδινε την τέλεια δικαιολογία για να φέρουμε μπροστά μας και άλλες ιδιαίτερες γεύσεις. Δροσερή και χορταστική η σαλάτα με φακές, μοσχομύριζε βασιλικό και λιαστή τομάτα. Πιστεύω ότι θα ήταν το τέλειο μεσημεριανό σε ένα διάλειμμα από τη δουλειά και άρχισα μέσα στο μυαλό μου να οργανώνω τις επόμενες επισκέψεις στο μουσείο.
Από τα κυρίως, οι πένες με αλεύρι φακής, μπρόκολο, τοματίνια, πιπεριές και πέστο βασιλικού είναι μία από τις vegan επιλογές, ιδανική και για όσους θέλουν κάτι ελαφρύ και νόστιμο. Φυσικά, δεν ντρέπομαι να πω ότι το παστίτσιο ήταν το πιάτο που με κέρδισε περισσότερο απ’ όλα. Φτιαγμένο με σκιουφιχτά, μοσχαράκι ραγού και απαλή μπεσαμέλ με Σαν Μιχάλη Σύρου, είναι από εκείνα τα παστίτσια που σου υπενθυμίζουν την κουλτούρα του catering, σε αφήνουν απαλά στην παράδοση της Ελλάδας, σου θυμίζουν τις Κυριακές με τα λευκά τραπεζομάντιλα και τα ανοιχτά παράθυρα με τις κουρτίνες που ανεμίζουν. Τέλεια ψημένο το φιλέτο με τη σάλτσα από βασιλομανίταρα και πουρέ πατάτας με μαύρο σκόρδο και υπέροχο το λαβράκι με τα τσιγαριαστά χόρτα εποχής που μοσχομύριζε Αιγαίο.
Εκτός από την πάστα αμυγδάλου, η μους λεμονιού με namelaka λευκής σοκολάτας είναι ιδανική αν έχεις πάρει ψάρι για κυρίως, ενώ η εντυπωσιακή πάβλοβα με σάλτσα κόκκινων φρούτων και τα προφιτερόλ με το παγωτό βανίλια και τη σος από μαύρη σοκολάτα ικανοποιούν απόλυτα εκείνους που λατρεύουν τα γλυκά και τους παραδίδονται χωρίς όρους.
Αν ανήκετε σε εκείνους που δύσκολα θα διάλεγαν ένα μουσείο για το γεύμα ή το δείπνο τους, μια επίσκεψη στο καλαίσθητο Μπενάκη του Κολωνακίου αρκεί για ολική αναθεώρηση. Το πρωί, με τις μεγάλες ομπρέλες και τη μοναδική ησυχία του, μπορείς να απολαύσεις ένα χορταστικό πρωινό ή να διαβάσεις με ησυχία το βιβλίο σου συντροφιά με έναν καφέ ή έναν χυμό, το μεσημέρι να αποδράσεις από το γραφείο και να χαλαρώσεις στο κομψό περιβάλλον του και το βράδυ, μετά τη δουλειά και αφού έχεις αφήσει πίσω τη μέρα, να απολαύσεις ένα υπέροχο δείπνο στο μπαλκόνι του, να συζητήσεις άνετα με την παρέα σου, να μοιραστείς αληθινές στιγμές. Αυτός ο χώρος είναι μια βεράντα που συνδυάζει μοναδικά εκλεπτυσμένες γεύσεις και διαχρονική αθηναϊκή αισθητική και αποκλείεται να μην τον αγαπήσεις.
Ωράριο λειτουργίας: Δευτέρα, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή, 10:00-01:00, Τρίτη: κλειστά
Κρατήσεις: 210 3671030
Πληροφορίες: dipnosofistirion.gr/mpenaki-kolonaki-cafe-restaurant/