«Δεν υπάρχει γλώσσα χωρίς απάτη».¹
Ταιριάζει πολύ αυτό το αξίωμα του Ίταλο Καλβίνο στον τρόπο που ονοματίζουμε και σημειολογούμε τον «φωταγωγό» και τον «ακάλυπτο» στην Αθήνα.
Ο φωταγωγός, όνομα ουσιαστικό («πολύ ουσιαστικό», σαν τον έρωτα στην ποίηση της Δημουλά), λέξη σύνθετη και ακουστικά ωραία, λέξη δυνατή, με το πολύτιμο έρμα των δύο ωμέγα, για τις αθηναϊκές πολυκατοικίες δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα κατακόρυφο αρχιτεκτονικό κενό μερικών κυβικών μέτρων, προορισμένο να φέρνει αέρα και φως στα παράθυρα του κλιμακοστάσιου, των πίσω δωματίων, του WC και της κουζίνας. Το φως σπάνια φτάνει στους χαμηλούς ορόφους – ο αέρας ίσως τα καταφέρνει κάπως πιο καλά. Αλλά, και πάλι, όλοι το ξέρουμε: οι φωταγωγοί είναι σκοτεινοί, η λέξη και η σημασία της απαλείφονται μόλις σταθούν δίπλα στο αθηναϊκό τους σημαινόμενο.
Στους ακάλυπτους και στους φωταγωγούς το καλοκαίρι προβάρεται ολόκληρη η ζωή – τζενεράλε εξαντλητικές για όλα όσα θα δεις κάποια στιγμή στους δρόμους της πόλης, όλα όσα θα φωτίσουν τα λαμπιόνια στις βεράντες.
Ο ακάλυπτος, από την άλλη, ένα ουσιαστικοποιημένο επίθετο, που κατάκτησε πλαγίως τη γραμματική του υπόσταση, πορεύεται με την αυθάδεια του στερητικού άλφα και με αλήτικη διάθεση (αντίστοιχη του ομώνυμου τηλεοπτικού «παλιοχαρακτήρα» που είχε ενσαρκώσει κάποτε ο Αντώνης Καφετζόπουλος). Στην πραγματικότητα, βέβαια, οι ακάλυπτοι είναι γεμάτοι φως. Έχουν δέντρα, κισσούς και αμπέλωπες, αυλές, απλωμένες μπουγάδες. Συχνά εκτείνονται σε ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα, συνθέτοντας τον αθέατο σκελετό, τη «μέσα όψη» μιας ολόκληρης γειτονιάς.
Το αντιθετικό και αντίστροφο ζεύγος του «ακάλυπτου φωταγωγού» μπαίνει στη ζωή μας απ’ την αρχή κάθε καλοκαίρι. Σαν ερπετά που ξυπνούν από χειμερία νάρκη, ακάλυπτοι και φωταγωγοί αποκαλύπτονται απαράλλαχτοι στον χρόνο, καθώς ανοίγουν τα μάτια τους: τα παράθυρα και τις μπαλκονόπορτές μας. Βρίσκουν ξανά τις ώρες τους, τις καλές και τις κακές στιγμές τους. Και γίνονται –και οι μεν και οι δε– αγωγοί της ανθρώπινης ανάσας, στην πιο ειλικρινή μορφή της.
Οι πλυμένες βεράντες και τα φροντισμένα μπαλκόνια στις προσόψεις των πολυκατοικιών είναι η αντίστροφη εικόνα των ακάλυπτων και των φωταγωγών. Η «βιτρίνα» είναι περιποιημένη, κατοικημένη απ’ τον καλό μας εαυτό. Οι ακάλυπτοι και οι φωταγωγοί είναι τα πρόχειρά μας ρούχα, χαχόλικα και λίγο ξηλωμένα στις ραφές. Είναι, ας πούμε, τα βράδια που πέφτουμε για ύπνο παρακάμπτοντας το ντεμακιγιάζ, το junk food που αποζητάμε μια στο τόσο, τα απρόοπτα και άσκοπα τηλεφωνήματα που κάνουμε σε φίλους μες στη νύχτα.
Κάτι όμως λέει για όλους μας αυτή η «μέσα όψη». Κάτι λέει η ευωδιά του κοκκινιστού στον φωταγωγό το πρωινό της Κυριακής (όταν εσύ έχεις μόλις ξυπνήσει). Μιλάνε και οι απλώστρες, έτσι καθώς γέρνουν όρθιες εν αναμονή στον τοίχο, κρύβουν αθησαύριστα μέταλλα και ιχνοστοιχεία οι ντέξιον σκουριασμένες ντουλάπες, κλαίνε και γελάνε μαζί τα παρατημένα ποδήλατα γυμναστικής, χαίρονται την ηλιοθεραπεία τους οι τροφαντές σφουγγαρίστρες και κάπου δείχνουν οι έρημες «σκάλες υπηρεσίας».
Στους ακάλυπτους και στους φωταγωγούς το καλοκαίρι προβάρεται ολόκληρη η ζωή – τζενεράλε εξαντλητικές για όλα όσα θα δεις κάποια στιγμή στους δρόμους της πόλης, όλα όσα θα φωτίσουν τα λαμπιόνια στις βεράντες. Κι έτσι, τη μια στιγμή χαμογελάς με κάποιον που μελετάει στο πιάνο, ενώ λίγο μετά σε πνίγει η τέρμα ένταση της φωνής του πιο βδελυρού τηλεπαρουσιαστή. Άνθρωποι κάνουν έρωτα και άνθρωποι ξεσπάνε και βιαιοπραγούν πάνω σε άλλους ανθρώπους. Η όραση δεν εξυπηρετείται τόσο, όσο η ακοή και η όσφρηση. Όλα ακούγονται, όλα μυρίζουν και η φαντασία κινητοποιείται, για να συμπληρώσει τα λίγα κομμάτια που λείπουν από τις –συχνά αφόρητα σαφείς– ηχητικές εικόνες.
Υπάρχει βέβαια και το ιστορικό κέντρο της πόλης, το εμπορικό της τρίγωνο, με κτίρια προορισμένα για άλλες χρήσεις και χτισμένα με άλλη λογική. Εκεί θα δεις στοές παλιές, όπου μεγάλοι φωταγωγοί ρίχνουν το φως τους, δίνοντας ζωή σε ψηλούς και μακρείς διαδρόμους. Θα βρεις ακάλυπτους που σχηματίζουν μυστικές διαδρομές και μπαρ σφηνωμένα στις παρυφές τους. Θα ανακαλύψεις μαγέρικα και βιβλιοπωλεία. Μα όλα αυτά ζουν και λειτουργούν ρυθμικά όλο τον χρόνο.
Ενώ η αλήθεια των σπιτιών και των εαυτών μας συμπυκνώνεται ξαφνικά το καλοκαίρι σε έναν ακάλυπτο ή έναν φωταγωγό – στην Κυψέλη, τα Κάτω Πετράλωνα, το Παγκράτι, το Μεταξουργείο, τα Εξάρχεια, το Κολωνάκι. Γιατί χωρίς αυτούς η ζωή θα κυλούσε χωρίς το βάθος της, σε δύο μόνο διαστάσεις, σαν μπροστά σε φτηνό σκηνικό θεάτρου. Γιατί χωρίς πρόβα δεν υπάρχει παράσταση. Χωρίς σκελετό δεν υπάρχει σώμα. «Χωρίς πέτρες δεν υπάρχει τόξο».²
1: Ίταλο Καλβίνο, «Οι αόρατες πόλεις», μτφρ. Ανταίος Χρυσοστομίδης, Καστανιώτης, Αθήνα 2003
2: O Mάρκο Πόλο περιγράφει μια γέφυρα, πέτρα την πέτρα.
«Μα ποια είναι η πέτρα που στηρίζει τη γέφυρα;» ρωτάει ο Κουμπλάι Χαν.
«Η γέφυρα δεν στηρίζεται σ’ αυτή ή σ’ εκείνη την πέτρα», απαντάει ο Μάρκο, «αλλά στη γραμμή του τόξου που σχηματίζουν όλες μαζί».
Ο Κουμπλάι Χαν μένει σιωπηλός και σκέφτεται. Ύστερα προσθέτει: «Γιατί μου μιλάς για πέτρες; Εμένα μονάχα το τόξο μ’ ενδιαφέρει».
Ο Πόλο απαντάει: «Χωρίς πέτρες δεν υπάρχει τόξο».