Πολλοί από εμάς, στις βόλτες μας από το Μοναστηράκι προς την Πλάκα, αναρωτιόμασταν για την τύχη της μικρής εκκλησίας του Παπαδιαμάντη, δηλαδή του λιλιπούτειου Αγίου Ελισσαίου πίσω από τον σταθμό του ΗΣΑΠ, επί της οδού Άρεως. Έμοιαζε ξεχασμένη, απροσπέλαστη πίσω από κάγκελα, σαν να είχε αφεθεί στη μοίρα της, με κίνδυνο να ρημάξει.
Το ίδιο ίσχυε και για όλα τα υπόλοιπα κτίρια της περιφραγμένης αυλής, μέρος της οποίας είναι και ο ναός, η οποία για χρόνια έχασκε σαν ερειπιώνας στη μέση του τουριστικού κέντρου της Αθήνας, με τη βλάστηση να οργιάζει, έτοιμη να καταπιεί τον παλιό συνοικισμό. Κυκλοφορούσαν και κάποιες αλλόκοτες φήμες σχετικά με τον απρόσιτο χώρο, ότι τον λυμαίνονταν περιθωριακές ομάδες. Μέχρι που τα τελευταία χρόνια σιγά σιγά η εικόνα άρχισε να αλλάζει εντελώς.
Το Μουσείο Νεότερου Ελληνικού Πολιτισμού, ένα είδος μουσείου που παλιότερα χαρακτηρίζαμε «λαογραφικό», ανασυστήνεται, με νέες αντιλήψεις παρουσίασης των εκθεμάτων του, με σκοπό να ανοίξει τις πύλες του στο κοινό στις αρχές του 2024. Η έκθεση θα αναπτύσσεται σε κάθε κτίριο του τετραγώνου και σε χωριστές ενότητες.
Τα σαπρόφυτα εξαφανίστηκαν, τα κτίρια επισκευάστηκαν, βάφτηκαν και άρχισαν να λάμπουν, η είσοδος για το εκκλησάκι συχνά ήταν ανοιχτή. Γιατί βέβαια το συνοδεύει μια σπουδαία ιστορία. Πρόκειται για τον ναό όπου από το 1885 και για όσο διάστημα έζησε στην Αθήνα έψαλε στις αγρυπνίες ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης μαζί με τον εξάδελφό του Αλέξανδρο Μωραϊτίδη, ως δεξής και αριστερός ψάλτης αντίστοιχα. Μάλιστα, στο διήγημά του «Ιστορία μιας τυρόπιτας» ο τελευταίος περιγράφει πώς τους οδήγησε εκεί για πρώτη φορά «ο Θεοφάνης, ένας ευλαβέστατος χριστιανός, γηγενής Αθηναίος».
Έτσι, ο γνωστός και αγαπητός στους παλιούς Αθηναίους ναΐσκος, αφιερωμένος στον προφήτη Ελισσαίο, είχε αποκτήσει μια ξεχωριστή ταυτότητα, ήταν η εκκλησία των λογοτεχνών. Γιατί εκεί μαζεύονταν για να συναντήσουν τον Σκιαθίτη κοσμοκαλόγερο μερικοί από τους σημαντικότερους λόγιους της εποχής του, όπως ο Γιάννης Βλαχογιάννης, ο Παύλος Νιρβάνας, ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, ο Γεράσιμος Βώκος. Εκτός αυτού, εκεί χειροτονήθηκε παπάς το 1884 ο μετέπειτα Άγιος Νικόλαος ο Πλανάς.
Από όσα γνωρίζουμε σήμερα, οικοδομήθηκε κατά την οθωμανική περίοδο, πιθανόν στα μέσα του 17ου αι. και ήταν μια μικρών διαστάσεων μονόκλιτη βασιλική με ξύλινη στέγη, μέρος του αρχοντικού της πλούσιας οικογένειας Χωματιανού-Λογοθέτη. Ο ένας τοίχος του στηριζόταν στο κλιμακοστάσιο της πλούσιας οικίας ενώ, κατά τη συνήθεια της εποχής, για την ανέγερσή του χρησιμοποιήθηκαν ως οικοδομικά υλικά απομεινάρια αρχαιότερων κτισμάτων και μνημείων.
Ανέκαθεν εντυπωσίαζε, καθώς υπάρχουν σχέδια του περιηγητή Paul Durand που αποδεικνύουν ότι ήταν αγιογραφημένος, ενώ οι Schaubert και Κλεάνθης τον μνημονεύουν το 1832 στο σχέδιο των Αθηνών. Επίσης τον συνοδεύει και η ιστορία ότι μέσα στην ίδια αυλή συγκέντρωσε ο Λόρδος Έλγιν τα κατακερματισμένα μέρη της ζωφόρου του Παρθενώνα πριν τα φυγαδεύσει στην Αγγλία.
Μέσα στα χρόνια το αρχοντικό άλλαξε αρκετούς ιδιοκτήτες και ο Άγιος Ελισσαίος δέχτηκε ένα σοβαρό πλήγμα. Εν μέσω της Κατοχής, όταν το 1943 η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων ετοιμαζόταν να τον κηρύξει διατηρητέο ιστορικό μνημείο, ο τότε ιδιοκτήτης της πρώην οικίας Λογοθέτη, αντιπλοίαρχος του Πολεμικού Ναυτικού, Ηρακλής Καζάκος, φοβούμενος ότι θα έχανε το οικόπεδο και παρά τις μεγάλες αντιδράσεις που ξεσήκωσε η αυθαίρετη απόφασή του, σχεδόν τον γκρέμισε.
Θα είχε ενδιαφέρον να εξετάσει ένας ιστορικός τις συνθήκες κάτω από τις οποίες, σε εποχές που οι άνθρωποι ήταν σαφώς πιο θρησκόληπτοι, συνέβη αυτό. Όπως και να ‘χει, σώθηκαν εν μέρει ο ανατολικός και ο δυτικός τοίχος, οι οποίοι αποτέλεσαν και το δείγμα πάνω στο οποίο βασίστηκε η πρόσφατη αποκατάστασή του το 2005, με πρωτοβουλία της Εταιρείας Παπαδιαμαντικών Σπουδών, από τη Διεύθυνση Αναστήλωσης του υπουργείου Πολιτισμού. Έκτοτε επέστρεψαν και οι αγρυπνίες.
Σήμερα ο ναός αποτελεί μαζί με τα υπόλοιπα κτίσματα του ευρύτερου οικισμού, που έχουν επίσης αποκατασταθεί χάρη στα ΕΣΠΑ, μέρος του Μουσείου Νεότερου Ελληνικού Πολιτισμού. Μια «γειτονιά» της Πλάκας σαν σκηνογραφία παλιότερων εποχών, με το εκκλησάκι της, τα αρχοντικά της, το πηγάδι της, την «αυλή των θαυμάτων» της, την ταβέρνα της, τις αρχαίες πέτρες της.
Γιατί πράγματι το τετράγωνο μεταξύ των οδών Άρεως - Αδριανού - Βρυσακίου και Κλάδου έχει κτίσματα σχεδόν δύο αιώνων ζωής, όπως η πρώτη οικία Δραγούμη, η οικία Σιδέρη, ένα απομεινάρι του παλιού αρχοντικού Λογοθέτη, μια «οριζόντια» πολυκατοικία με χαγιάτι όπου κάποτε έμεναν σε δωμάτια ελάχιστων τετραγωνικών όσοι έρχονταν να δουλέψουν στην πρωτεύουσα, η ιστορική ταβέρνα Πλάτωνας, ίχνη του ρωμαϊκού τείχους αλλά και τα θεμέλια του Αγίου Θωμά. Αν προσθέσεις και τα υπόλοιπα οικοδομήματα που έχει υπό την εποπτεία του το νέο μουσείο (μέχρι πρόσφατα «Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης»), δηλαδή το Τζαμί Τζισδαράκη, το Λουτρό των Αέρηδων στην οδό Κυρρήστου, το μουσείο στην οδό Πανός 22 όπου στεγάζεται η μόνιμη έκθεση «Άνθρωποι και εργαλεία: Όψεις της Εργασίας στην Προβιομηχανική Κοινωνία», όλα μαζί αποτελούν δείγματα της αστικής εξέλιξης της πόλης των Αθηνών.
Από το αρχοντικό του Λογοθέτη, το οποίο βρισκόταν απέναντι από τις φυλακές του Παλαιού Στρατώνα στην Οδό Άρεως, έχουν διασωθεί, εκτός του ναού, μια καμάρα της πύλης, μια βρύση, ένα λίθινο εξωτερικό κλιμακοστάσιο, που οδηγούσε στο ανώγειο του σπιτιού, και η αυλή, περιτριγυρισμένη από μεταγενέστερα κτίσματα. Με τα χρόνια τμήματά του ενσωματώθηκαν στα νεότερα οικοδομήματα του τετραγώνου. Ακριβώς δίπλα από το αρχοντικό υπήρξε κτίσμα όπου στεγάστηκε για ένα διάστημα το σχολείο της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας, μετέπειτα Αρσάκειο.
Από τα υπόλοιπα κτίρια ξεχωρίζει φυσικά η οικία του Νικόλαου Δραγούμη (1809-1879), η οποία αποτελεί εξαιρετικό δείγμα πρώιμης νεοκλασικής αρχιτεκτονικής. Στο μπαλκόνι διακρίνεται το έτος ανέγερσής της, το 1835, όπως και στη μαρμάρινη κρήνη της αυλής το 1837, έτος κατασκευής της. Θεωρείται ένα από τα ελάχιστα σωζόμενα κτίσματα της πρώτης δεκαετίας του ελληνικού κράτους και σήμερα έχει πλήρως αποκατασταθεί.
Ακριβώς δίπλα, με θέα προς την οδό Βρυσακίου, βρίσκονται τα απομεινάρια του ναού του Αγίου Θωμά, με απροσδιόριστη χρονολογία ίδρυσης, πιθανόν μεταξύ 6ου και 7ου αιώνα. Λειτούργησε ως ενοριακή εκκλησία, ενώ συνδέθηκε με αρχοντικές οικογένειες της Αθήνας, όπως των Παλαιολόγων και του Μιχαήλ Λίμπονα. Ορατό στο οικοδομικό τετράγωνο είναι και το υστερορωμαϊκό τείχος που χτίστηκε μετά την επιδρομή των Ερούλων (276 μ.Χ.) υπό τον φόβο μελλοντικής απειλής.
Οι Αθηναίοι, για να νιώθουν ασφαλείς, οικοδόμησαν έναν καινούργιο περίβολο, που ξεκινούσε από τα βορειοδυτικά της Ακρόπολης, ακολουθούσε την ανατολική πλευρά της οδού των Παναθηναίων, έφθανε μέχρι τη στοά του Αττάλου, συναντούσε τον νότιο τοίχο της Βιβλιοθήκης του Αδριανού και κατέληγε στη βορειοανατολική πλευρά της Ακρόπολης. Αυτό ακριβώς το τείχος περνούσε και μέσα από την αυλή της οικίας Λογοθέτη.
Δεν ξέρουμε σήμερα ούτε τη χρονολογία ανέγερσης όλων των κτιρίων ούτε όλους τους ιδιοκτήτες τους. Η πιο κοντινή μας ανάμνηση προέρχεται από την ανενεργή πια, ιστορική ταβέρνα Πλάτωνας, που επίσης αναμένεται να ανακαινιστεί ώστε να επαναλειτουργήσει.
Το Μουσείο Νεότερου Ελληνικού Πολιτισμού, ένα είδος μουσείου που παλιότερα χαρακτηρίζαμε «λαογραφικό», ανασυστήνεται, με νέες αντιλήψεις παρουσίασης των εκθεμάτων του, με σκοπό να ανοίξει τις πύλες του στο κοινό στις αρχές του 2024. Η έκθεση θα αναπτύσσεται σε κάθε κτίριο του τετραγώνου και σε χωριστές ενότητες.
Στην εκθεσιακή ενότητα για τη νεοελληνική συλλογική ταυτότητα παρουσιάζονται οι δύο βασικές συνιστώσες της ιστορικότητας που συνιστούν μεταξύ άλλων την ταυτότητα, δηλαδή ο τόπος και ο χρόνος της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Μέσα από ετερόκλητα αντικείμενα που λειτουργούν ως σήματα κατατεθέντα, ως ενθύμια ταξιδιού ή ως κειμήλια, θα περιηγείται ο επισκέπτης στις ιδιαίτερες πατρίδες των νεοελλήνων, εντός αλλά και εκτός της σημερινής επικράτειας. Με αυτόν τον τρόπο αποκαλύπτεται πως τα μεγάλα ιστορικά ορόσημα εγγράφονται πάνω σε αντικείμενα καθημερινής χρήσης, όπως ένα κέντημα ή ένα γραμματόσημο.
Σε άλλη ενότητα θα παρουσιάζεται η ιστορία του ίδιου του οικοδομικού τετραγώνου, με τις ιστορίες των ανθρώπων, επώνυμων και ανώνυμων, που έζησαν σ’ αυτό σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Θα συμπληρώνεται με αρχειακό υλικό και ψηφιακές παραγωγές που θα ζωντανεύουν τα εκθέματα αλλά και την ιστορία της ευρύτερης περιοχής. Το ιστορικό, κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο της εξέλιξης αυτής της μικρής γειτονιάς σε διαφορετικές χρονικές στιγμές αντιπροσωπεύει το πλαίσιο ανάπτυξης του ιστορικού κέντρου της Αθήνας στις αντίστοιχες περιόδους.
Στην εκθεσιακή ενότητα που θα αφορά στους διαφορετικούς τρόπους έκφρασης του θρησκευτικού αισθήματος θα αποτυπώνονται οι βασικοί σταθμοί του κύκλου της ανθρώπινης ζωής και του έτους: γέννηση, γάμος, θάνατος, ετήσια έθιμα των παραδοσιακών κοινοτήτων, τα πανηγύρια της Παναγιάς, τα δρώμενα του Δωδεκαημέρου και της Αποκριάς, σε νοητή αντιπαράθεση με τις σύγχρονες τελετουργίες.
Η ενότητα που είναι αφιερωμένη στη γυναικεία εργασία θα εστιάσει στην οικοτεχνία, με κεντρική μουσειακή αφήγηση τα κεντήματα και τα υφαντά. Με ψηφιακά μέσα και εποπτικό υλικό θα προβάλλεται ο ενεργός ρόλος των γυναικών στην οικογένεια, στην κοινότητα, στην παραγωγική διαδικασία και στην κάλυψη των πολλών και ποικίλων εργασιών του σπιτιού. Θα προβάλλεται επίσης ο καθημερινός αγώνας των γυναικών στην προβιομηχανική κοινωνία, σε αντιπαραβολή με τις σύγχρονες συνθήκες εργασίας των γυναικών αλλά και με τον καταναλωτισμό που καθορίζει τη ζωή της βιομηχανοποιημένης κοινωνίας του τέλους του 20ού αι. και του σήμερα.
Θα υπάρχει επίσης ενότητα για την αρχιτεκτονική, με αναφορά στα παραδοσιακά και νεοκλασικά σπίτια, στα εργαλεία οικοδόμησης και σε οικιακά αντικείμενα των αστικών σπιτιών του πρώτου μισού του 20ού αιώνα από διαφορετικές περιοχές, όπως η Σκύρος, η Ρόδος, το Μέτσοβο, και μιας σαρακατσάνικης καλύβας. Θα αναδειχθεί και η σημασία της αυλής ως κοινού κοινωνικού χώρου των σπιτιών που την περιέβαλλαν σε παλιότερες δεκαετίες. Παράλληλα θα περιλαμβάνεται και μια ενότητα σχετικά με την κοινωνική και συλλογική διεργασία της διατροφής στον κύκλο του χρόνου και της ζωής του ανθρώπου: παραγωγή και πώληση προϊόντων, αποθήκευση και μαγείρεμα, εστίαση και σερβίρισμα.
Σε άλλη ενότητα θα παρουσιάζονται όψεις της εργασίας και της παραγωγής στον ελλαδικό χώρο των νεότερων χρόνων. Ειδικότερα, θα γίνεται αναφορά στη γεωργοκτηνοτροφική εργασία και την εκμετάλλευση της φύσης, στην εργαστηριακή και μεταποιητική εργασία, στη χειροτεχνία αλλά και την εντατικοποίηση και διαφοροποίηση της εργασίας όταν εισήχθησαν οι μηχανές και ο ηλεκτρισμός.
Θα ακολουθεί ενότητα για την ελληνική παραδοσιακή ενδυμασία από τον 18ο έως τις αρχές του 20ού αιώνα, η οποία ήταν σύμφωνη με τις ανάγκες και τον τρόπο ζωής των ανθρώπων. Αποτελούσε σύνδεση με τον τόπο και την κοινότητα όπου ζούσαν. Η ενότητα εξετάζει τη διαχρονική ανάγκη της ένδυσης και του στολισμού ανάλογα με το φύλο, την ηλικία, την καταγωγή, την τάξη, τις αισθητικές αντιλήψεις, τα οποία εκφράζονται μέσα από υφάσματα χειροποίητα ή εισηγμένα, μοτίβα κεντημένα και υφαντά, κοσμήματα περίτεχνα με πλούσιους συμβολισμούς. Εξετάζεται επίσης, όταν πια επικράτησε η ευρωπαϊκή μόδα, το πώς οι παραδοσιακές φορεσιές έγιναν μέρος της επίσημης εθνικής εικόνας και ταυτότητας.
Πανηγύρια, θέατρο σκιών, μουσικά και θεατρικά θεάματα, χοροί, κουκλοθέατρο, κινηματογράφος, καφενεία, περαντζάδες, εκδρομές και πολλά άλλα θα συνθέτουν την ενότητα του μωσαϊκού της διασκέδασης των Ελλήνων. Πρόκειται για σημειολογικά φορτισμένα αντικείμενα και εικονογραφικό υλικό που συνθέτουν το παζλ των ποικίλων μορφών διασκέδασης, οι οποίες κάποτε ήταν μέρος της καθημερινότητας ανά την Ελλάδα σε διάφορα πολιτισμικά περιβάλλοντα και σε διάφορες χρονικές στιγμές της νεότερης ιστορίας μας, ενώ κάποιες από αυτές επιβιώνουν ως τις μέρες μας.
Μεταξύ των διαφόρων μορφών ψυχαγωγίας, θα δοθεί έμφαση στο θέατρο σκιών, αυτή την παραδοσιακή μορφή θεατρικής τέχνης που συμπυκνώνει το λαϊκό πνεύμα. Ο Καραγκιόζης, ο Χατζηαβάτης, η Βεζυροπούλα και όλος ο χάρτινος θίασος του ελληνικού θεάτρου σκιών με τα χαρακτηριστικά τους ενδυματολογικά, γλωσσικά και πολιτισμικά τερτίπια είναι παντελώς άγνωστα στα παιδιά που μεγαλώνουν σήμερα. Ως εκ τούτου μια σειρά από οπτικοακουστικές προβολές θα ενδυναμώνει την αφήγηση των εκθεμάτων.
Μέρος της νέας μόνιμης έκθεσης του Μουσείου Νεότερου Ελληνικού Πολιτισμού αποτελεί ωστόσο και το Τζαμί Τζισδαράκη, όπου θα παρουσιάζεται η ιστορία του μουσείου, καθώς το τζαμί αποτέλεσε την πρώτη στέγη του μουσείου από την ίδρυσή του το 1918 και αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας του. Στην ενότητα αυτή, όπου θα γίνεται καταρχάς αναφορά στην ιστορία του μνημείου, το οποίο αποτελεί τοπόσημο της πλατείας Μοναστηρακίου, θα παρουσιάζονται αντιπροσωπευτικά αντικείμενα από όλες τις συλλογές του μουσείου καθώς και αντιπροσωπευτικά αντικείμενα από διαφορετικές περιόδους της συλλεκτικής δράσης του.
Όσον αφορά τα οικογενειακά εκθέματα, ένας εναλλακτικός τρόπος μετάδοσης της πληροφορίας σε έναν μουσειακό χώρο θα αποτελέσει καινοτομία στο εκθεσιακό αφήγημα του μουσείου. Σε κάποιες εκθεσιακές ενότητες σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους οι νεαροί επισκέπτες, μέσα από διαδραστικές εφαρμογές και παιχνίδια, θα συμμετέχουν στην εκθεσιακή εμπειρία αναπτύσσοντας τα προσωπικά τους βιώματα.
Συμπερασματικά, η κάποτε εγκαταλελειμμένη «αυλή» απέναντι από τη Ρωμαϊκή Αγορά, που για χρόνια ρήμαζε, σύντομα θα μας αποκαλύψει ένα μοναδικό μουσείο με μια πλούσια συλλογή από ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο, κυρίως τον ηπειρωτικό και νησιωτικό, αλλά και από τόπους όπου άκμασε ο ελληνισμός, με αντιπροσωπευτικά δείγματα από όλες τις πτυχές του υλικού και του άυλου νεοελληνικού πολιτισμού, από όλα εκείνα τα στοιχεία που διαμόρφωσαν την πολιτισμική μας ταυτότητα από τον 17ο μέχρι και τον 20ό αιώνα.