ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΙΟΥΛΙΟΥ, όταν θα συνεδριάσει η Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ, έχει αποφασιστεί να κατατεθούν οι υποψηφιότητες για τη θέση του νέου προέδρου που θα διαδεχθεί τον Αλέξη Τσίπρα. Μέχρι τότε όλες οι διεργασίες γίνονται στο παρασκήνιο, σε μια διαδικασία ελάχιστα πολιτική, στην οποία κανείς δεν συζητάει για ιδεολογικοπολιτικές αρχές και προγράμματα. Αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα είναι διαπραγματεύσεις και συναλλαγές μεταξύ προσώπων και ομάδων.
Κάποιοι νομίζουν πως μπορούν να επαναλάβουν το παιχνίδι που επιχείρησε να παίξει πριν από πολλά χρόνια ο Αλέκος Αλαβάνος, όταν αποχωρώντας από την ηγεσία του κόμματος προώθησε σε αυτήν τον νέο και άπειρο τότε Αλέξη Τσίπρα, πιστεύοντας ότι με εκείνη την κίνηση θα εξακολουθούσε να ελέγχει το κόμμα και να κινεί τα νήματα. Ο Α. Αλαβάνος όχι μόνο δεν πέτυχε τον σκοπό του τότε, αλλά βρέθηκε σύντομα και εκτός κόμματος.
Ο Αλέξης Τσίπρας μπορεί να μην κατάφερε να ανανεώσει το κόμμα και να του δώσει ταυτότητα, κατάφερνε όμως να ενώσει όλες τις ετερόκλητες τάσεις του. Εκτός από τον Α. Τσίπρα, τις διαφορετικές τάσεις του κόμματος ένωνε ακόμα περισσότερο η προοπτική της εξουσίας, η οποία σήμερα δεν υπάρχει.
Σήμερα κάποιοι προσπαθούν να προωθήσουν πρόσωπα χωρίς ηγετικά χαρίσματα, πολιτικές γνώσεις και εμπειρία και χωρίς καν να ενδιαφέρονται για τις πολιτικές τους θέσεις, αρκεί να αποδεχθούν τους όρους τους και να μοιραστούν την εξουσία μαζί τους. Μόνο ο Διονύσης Τεμπονέρας, από όσους έδειξαν αρχικά ενδιαφέρον για τη διαδοχή, ζήτησε να μπουν οι πολιτικές πάνω από τα πρόσωπα και πρώτα να καθορίσουν την ταυτότητα, τις θέσεις και τη στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ και μετά να προχωρήσουν στην εκλογή των προσώπων. Τελικά όμως γίνεται ακριβώς το αντίθετο, καθώς η επιλογή της νέας ηγεσίας εξελίσσεται σε μια υπόθεση κλειστής γραφειοκρατίας, μηχανισμών και συσχετισμών.
Ο Αλέξης Τσίπρας μπορεί να μην κατάφερε να ανανεώσει το κόμμα και να του δώσει ταυτότητα, κατάφερνε όμως να ενώσει όλες τις ετερόκλητες τάσεις του. Εκτός από τον Α. Τσίπρα, τις διαφορετικές τάσεις του κόμματος ένωνε ακόμα περισσότερο η προοπτική της εξουσίας, η οποία σήμερα δεν υπάρχει.
Κάτι άλλο που υποστηρίζουν ορισμένοι παράγοντες της κεντροαριστεράς είναι ότι αν ο χώρος δεν ενωθεί, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ενδέχεται να κυριαρχεί για πολύ καιρό χωρίς αντίπαλο. Υπάρχουν ήδη κάποιες σκέψεις και ορισμένες δειλές, για την ώρα, κινήσεις, προκειμένου να δημιουργηθούν πολιτικές ομάδες-οχήματα με την προοπτική στην πορεία να απευθυνθούν στο ΠΑΣΟΚ και στον Νίκο Ανδρουλάκη για εκλογική συνεργασία. Ο Ν. Ανδρουλάκης έχει εκφραστεί αρνητικά για ορισμένα στελέχη που θεωρεί ότι άφησαν το ΠΑΣΟΚ για να αναζητήσουν καρέκλες στον ΣΥΡΙΖΑ, και αυτά τα στελέχη έχει πει ότι δεν θα τα δεχθεί αν επιστρέψουν, δεν εννοεί το ίδιο όμως για όλους, ειδικά για όσους ήταν μετριοπαθείς. Επιπλέον, γνωρίζει ότι για να μεγαλώσει πάλι το ΠΑΣΟΚ θα χρειαστεί να δεχθεί να πάρει πίσω μερικούς από τους «άσωτους» που θέλουν να γυρίσουν.
Κατά τα άλλα, στον ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζεται το παιχνίδι των ονομάτων, αλλά όλοι γνωρίζουν ότι πολλοί από αυτούς δεν θα φτάσουν στην κάλπη, αρκεί να πετύχουν πριν ένα καλό ντιλ. Θα αποσύρουν δηλαδή το όποιο ενδιαφέρον τους για να στηρίξουν αυτόν που θα τους εξασφαλίσει τη θέση τους στην επόμενη κατάσταση.
Μία ιδιαιτερότητα που κάνει έξαλλους πολλούς προεδρικούς είναι ότι η μειοψηφική τάση της «Ομπρέλας» ήταν πολύ πιο καλά προετοιμασμένη για τη στιγμή αυτή από εκείνους. Έτσι, η «Ομπρέλα» έχει και τον Ευ. Τσακαλώτο και την Έ. Αχτσιόγλου να υποστηρίξει για πρόεδρο, ενώ η πλειοψηφία των προεδρικών δεν μπορεί να καταλήξει σε κανέναν.
Οι αιχμές του Χρήστου Σπίρτζη τις τελευταίες μέρες είναι σαφείς και στην ουσία αυτό που λέει είναι ότι η εσωκομματική αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ (που δεν είδε ποτέ με καλό μάτι τους λεγόμενους πασοκογενείς) μπορεί να είναι μειοψηφία στο κόμμα (οι δυνάμεις της καταγράφηκαν περίπου στο 25% στο συνέδριο), αλλά ελέγχει τον κομματικό μηχανισμό και την κατηγορεί ότι αυτή ήταν η αιτία που δεν εφαρμόστηκαν οι πολιτικές αποφάσεις της πλειοψηφίας για τις αλλαγές και την ανανέωση του κόμματος. Τις απόψεις του Χρήστου Σπίρτζη συμμερίζονται και άλλοι προεδρικοί, οι οποίοι φοβούνται ότι η εσωκομματική αντιπολίτευση θα εκλέξει δικό της πρόεδρο, ελέγχοντας απόλυτα το κόμμα, με ορατό κίνδυνο την περιθωριοποίησή τους την επόμενη μέρα.
Για την ώρα η εσωκομματική αντιπολίτευση φαίνεται να προκρίνει την υποψηφιότητα της Έφης Αχτσιόγλου, που έχει φροντίσει από καιρό να ρίξει γέφυρα και στους «αριστερούς» προεδρικούς, στους οποίους ανήκει ο σύντροφός της και πρώην γραμματέας του κόμματος Δημήτρης Τζανακόπουλος, ο Νάσος Ηλιόπουλος και άλλοι, ακόμα και από το περιβάλλον του Αλέξη Τσίπρα. Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος εύκολα θα υποχωρούσε, δίνοντας το προβάδισμα στην Έ. Αχτσιόγλου, αν γίνονταν δεκτές κάποιες προϋποθέσεις που κι εκείνη δεν θα είχε αντίρρηση να αποδεχθεί. Οι δύο, άλλωστε, αλληλοσυμπληρώνονται και πάντα είχαν καλή σχέση.
Ο Ευ. Τσακαλώτος είναι ο έμπειρος, ο διανοούμενος, ο κοσμοπολίτης, αλλά τα ελληνικά του και η αδυναμία του να εκφραστεί στη Βουλή θεωρούνται μειονέκτημα. Η Έ. Αχτσιόγλου έχει καλή επικοινωνιακή εικόνα, την αγαπάνε τα ΜΜΕ, έχει κυβερνητική εμπειρία, αλλά είναι ένα πρόσωπο που έχει κάνει καριέρα αποκλειστικά στο κόμμα, χωρίς άλλη εργασιακή και κοινωνική εμπειρία – ένα μειονέκτημα που είχε και ο Αλέξης Τσίπρας. Επιπλέον, ποτέ δεν έχει διατυπώσει κάποια πολιτική πρόταση, ταυτιζόταν πάντα με τον Αλέξη Τσίπρα χωρίς να τον αμφισβητεί σε τίποτα. Κάτι που ισχύει και για τον Αλέξη Χαρίτση, όπως και για κάποιους που για να πάρουν πόντους στο παιχνίδι της διαδοχής έσπευσαν να ταυτιστούν και αυτοί με τον Α. Τσίπρα. Ίσως αυτούς να αφορούσε η αιχμή του Δ. Τεμπονέρα όταν έλεγε: «"Είμαι με τον Τσίπρα ή τον εκάστοτε πρόεδρο" σημαίνει δεν δεσμεύομαι από τίποτα. Πρόκειται για τον ορισμό του πολιτικού χυλού! Αυτό το κόμμα φτιάξαμε».
Οι προεδρικοί σε κάθε περίπτωση την έχουν άσχημα, όπως φαίνεται ως τώρα, και κινδυνεύουν να τους πάρει το κόμμα η μειοψηφία, καθώς η Έφη Αχτσιόγλου δεν φαίνεται να έχει πρόβλημα να δώσει στους εκπροσώπους τής «Ομπρέλας» τις διαβεβαιώσεις που θέλουν. Αν δεν καταφέρουν να βρουν και αυτοί έναν κοινό υποψήφιο, δεν αποκλείεται στο τέλος να συρθούν και να υποστηρίξουν την επιλογή των αντιπάλων τους.