Ας ξεκινήσουμε από εδώ που βρισκόμαστε, το ατελιέ σου. Τι σχέση έχει ο Μπράτης με τον Δεσποτόπουλο; (Το ατελιέ του Άγγελου Μπράτη στεγάζεται στο πρώην γραφείο του σπουδαίου αρχιτέκτονα Ιωάννη Δεσποτόπουλου, στην Αναπήρων Πολέμου 7, στο Κολωνάκι)
Κοίταξε, με τον Δεσποτόπουλο θα έλεγα ότι τον συνδέουν η λογική, η ισορροπία και η γεωμετρία. Μέχρι εκεί όμως, γιατί ο Δεσποτόπουλος ήταν πολύ στατικός και ο Μπράτης είναι κίνηση. Ο ένας είναι δομή, στην οποία είναι αυστηρός ‒πρέπει να παραμένει ακίνητη ως μία από τις αρχές του Bauhaus‒, ο Μπράτης είναι δομή στο πατρόν του, αλλά με εύπλαστα υλικά που ρέουν γύρω από το σώμα.
— Τι κοινό έχει ο Δεσποτόπουλος με τον Calatrava;
Καμία. Είναι και οι δύο αρχιτέκτονες. Αυτό μόνο.
— Και η επιλογή της «Αγοράς» του Calatrava στο Ολυμπιακό Στάδιο για το καλοκαιρινό σου show;
Δεν την επέλεξα τυχαία. Καταρχάς, μου άρεσε το ότι είναι ένα τούνελ και δημιουργεί την αίσθηση ότι περνάει αέρας μέσα του, όπως ακριβώς περνάει μέσα από το σώμα και τα υφάσματα των ρούχων μου. Επίσης, το ότι όλα είναι κοίλα, αλλά ανάμεσά τους υπάρχουν διαγώνιες γραμμές, γιατί έτσι κόβω τα φορέματά μου‒ τα κόβω στη διαγώνιο, αυτό που λέμε bias cut, στις 45 μοίρες, για να δημιουργούνται όλες αυτές οι πτυχώσεις και να επεκτείνω τις διαστάσεις του υλικού.
Δεν με ενδιαφέρει η υστεροφημία. Μου αρέσει, με ενδιαφέρει το τώρα, αυτό που ζω αυτήν τη στιγμή. Δεν έχω σκεφτεί τι θα συμβεί μετά. Δεν θα είμαι εκεί, δεν θα έχω γνώμη.
— «Solstice / Ηλιοστάσιο» είναι ο τίτλος του show σου και στο πολύ ωραίο κείμενο που βρήκαμε στις θέσεις μας περιέγραφες μια ανατολή του ηλίου κάπου στις Κυκλάδες.
Εμπνεύστηκα από την Ανάφη όπου χορεύουμε ως την αυγή, καθώς βγαίνει ο ήλιος, και όλα αυτά τα χρώματα προβάλλουν αντίστροφα απ’ ό,τι στο ηλιοβασίλεμα. Ήταν μια αυγή στην πραγματικότητα το show, όχι ένα ηλιοβασίλεμα. Γι’ αυτό και την ώρα που έπεσε ο ήλιος το πρώτο φόρεμα που βγήκε ήταν «ήλιος». Δηλαδή την ώρα που νομίζεις ότι τελειώνει κάτι στην πραγματικότητα αρχίζει, όπως ακριβώς ένα after party: χρώματα, κίνηση, χορός πάνω στο vibe της techno μουσικής.
Γιατί, λέω, «ο Άγγελος τι είναι;», του αρέσουν τα πολύ ωραία υφάσματα, τα πολύ ωραία κοψίματα, οι πολύ ωραίες γυναίκες, του αρέσουν τα φίνα πράγματα. Ο Άγγελος λατρεύει και τα πάρτι όμως, όπου πηγαίνει και χορεύει, και όλα τα ρούχα του έχουν να κάνουν με την αίσθηση της ελευθερίας. Ο ίδιος χορεύει πάρα πολύ, είναι club kid, πάντοτε χόρευε, πάντοτε πήγαινε σε πάρτι. Του αρέσει η techno, η house μουσική, να μοιράζεται τη χαρά. Γιατί όλα αυτά να μην είναι μαζί; Και έτσι προέκυψε το show.
— Τι είναι αυτό που σου αρέσει στην Ανάφη;
Καταρχάς, δεν πρέπει να γράψουμε για την Ανάφη. Έχει ήδη πάρα πολύ κόσμο! (γέλια) Ναι, η Ανάφη έχει φοβερή, απίστευτη ενέργεια. Αρχικά, μου αρέσει η αντίθεση με τη Σαντορίνη, που είναι δίπλα.
— Καμία σχέση!
Ακριβώς. Είναι η νύχτα με τη μέρα. Tο ένα είναι σκοτάδι, μαύρο, η αίσθηση ότι ανά πάσα στιγμή θα εκραγεί και θα πέσεις στον γκρεμό. Και δίπλα του είναι ένα ξανθό πράγμα που θυμίζουν λίγο Αφρική τα χρώματά του, που στο τέλος καταλήγει σε μια «άγκυρα», στον μεγαλύτερο βράχο μετά το Γιβραλτάρ, ο οποίος στέκεται στο ίδιο σημείο εκατομμύρια χρόνια. Αυτή η αίσθηση όταν πηγαίνεις στο Μοναστήρι να κοιμηθείς δεν υπάρχει! Να έχεις από κάτω σου αυτό το βάρος, τον μονόλιθο, και από πάνω τον ουρανό, και ο ορίζοντας να κάνει bend ‒ είναι συμπαντικό όλο αυτό. Εσύ έχεις πάει;
— Ναι. Πήγαινα για αρκετά χρόνια. Έχω να πάω από το ’18.
Εγώ πρώτη φορά πήγα το ’11.
— Εντάξει, την έχεις προλάβει στα γεμάτα της.
Ήταν ωραία όμως. Ήταν άλλη φάση σε σχέση με τώρα. Έχει μια απίστευτη ενέργεια. Αυτό που λέω σε όσους έρχονται στην Ανάφη πρώτη φορά είναι ότι δεν σου δίνει πάντα αυτό που θέλεις αλλά αυτό που χρειάζεσαι, περίμενε και θα δεις… Ίσως καταρρεύσει το μικρό σου σύμπαν, αλλά μετά θα αναδυθείς. Δεν έχω γυρίσει ποτέ ίδιος από την Ανάφη.
— Τι είναι αυτό που σου αρέσει στο καλοκαίρι;
Καταρχάς, έχω γεννηθεί 11 Αυγούστου, κατακαλόκαιρο. Μου αρέσει το ότι φοράς πολύ λίγα ρούχα, όσο λιγότερα τόσο καλύτερα. Επίσης, το ότι χρειάζεσαι λιγότερα πράγματα και δεν κουβαλάς περιττά βάρη πάνω σου. Το ότι δεν χρειάζεται να προστατεύεσαι, το ότι είσαι εκτεθειμένος, άρα είσαι ο εαυτός σου.
— Τι είναι η Ελλάδα για σένα;
Σίγουρα είναι η γλώσσα. Δεν μπορώ να φανταστώ την Ελλάδα με μια άλλη γλώσσα που να μπορεί να περιγράφει τόσο σύνθετες έννοιες και να έχει αυτήν τη μελωδική αλλαγή στα φωνήεντα. Σίγουρα τα νησιά της, γιατί είναι σαν μικρές χώρες αποκομμένες και όντως το καθένα έχει τον χαρακτήρα του. Το ότι η θάλασσα είναι άπειρες διαδρομές, οι οποίες δεν είναι χαραγμένες και μπορείς να κινείσαι παντού. Υπάρχει συνεχόμενη ροή παντού, σαν να είναι σε μια Πολυνησία. Σίγουρα είναι και οι άνθρωποι, αλλά εκεί μάλλον μπαίνει και μια φολκλόρ ιδέα ‒ ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι και πόσοι από αυτούς εξακολουθούν να υπάρχουν και να παραμένουν άνθρωποι;
Αυτό το σκέφτομαι επειδή είμαι πολύ συνδεδεμένος με το χωριό μου, τα Τζουμέρκα, ένα μη τουριστικό μέρος, όπου οι άνθρωποι είναι βουνίσιοι, δεν βλέπουν συχνά πολύ κόσμο. Με έχουν επηρεάσει η απλότητα και ο τρόπος με τον οποίον σε φιλοξενούν, χωρίς υπερβολές, χωρίς να παρεμβαίνουν με έντονες ερωτήσεις, θέλοντας όμως να μάθουν στην ουσία πώς είσαι και τι κάνεις. Την ίδια στιγμή, ακριβώς επειδή είναι μόνοι τους όλο τον χειμώνα, στη μία κορφή ο ένας, στην άλλη ο άλλος, σέβονται και τον προσωπικό σου χώρο. Αυτή η αντίληψη με επαναφέρει στις ρίζες μου, γιατί μέσα στους φρενήρεις ρυθμούς της πόλης ξεχνιέμαι.
Μια και μιλάω για το χωριό μου, Ελλάδα είναι και τα πανηγύρια, τα οποία είναι παγανιστικά. Δεν νομίζω ότι είμαι τυχαία party animal. Δεν πήγαινα ποτέ σπίτι αν δεν έβλεπα τον μπαμπά μου να χορεύει, που χόρευε μόνο στις 6 το πρωί, μαζί με τα τελευταία δέκα ρεμάλια, ένα τραγούδι ‒ και χόρευε τέλεια. Αυτή η αίσθηση της γιορτής που πραγματικά όμως θα πιεις, θα μεθύσεις και θα «φύγεις» εντελώς, ο ήχος του κλαρίνου, που είναι κάτι πολύ βαθύ, σαν ν’ ακούς αντίλαλο, το φως, είναι ασυζητητί πολύ ιδιαίτερα στην Ελλάδα.
Σίγουρα είναι και αυτό γύρω από το οποίο έχουμε βασίσει τα πάντα: ο αρχαίος μας πολιτισμός, ο κλασικισμός. Όλος ο δυτικός κόσμος είναι επηρεασμένος από αυτή την τάση, το ότι όλα πρέπει είναι άρτια, όλα να είναι μετρημένα. Από εκεί πηγάζει, βέβαια, και η διαφορά που συνειδητοποίησα ότι έχουμε με την Ιαπωνία. Στην Ιαπωνία, που είναι τόσο μακριά, μέσα στην ομορφιά υπάρχει ενταγμένη η φθορά και την περιμένεις να αλλοιώσει κάτι, ενώ εδώ υπάρχει μια αυστηρότητα, όλα πρέπει να είναι τέλεια.
— Θεωρείς ότι τα ρούχα σου έχουν μια ελληνικότητα;
Ναι, γιατί καταρχάς εγώ δουλεύω σαν γλύπτης, πάνω στο σώμα, με πτυχές, με τη ροή του υφάσματος. Επίσης, μοιάζουν με πέπλα, αφού είναι όλα μονοκόμματα, ένα κομμάτι ύφασμα, οπότε εννοείται ότι έχουν μια ελληνικότητα.
— Αν δεν ήσουν Έλληνας, τι εθνικότητα θα ήθελες να έχεις;
Τώρα θέλω να είμαι Ιάπωνας.
— Να φανταστώ ότι έχεις επηρεαστεί από το πρόσφατο ταξίδι σου στην Ιαπωνία.
Σίγουρα!
— Πες μου τις εντυπώσεις σου.
Μεγάλωσα με έναν μπαμπά ο οποίος αναφερόταν συνέχεια στην Ιαπωνία. Ο ίδιος έχει πάει πάνω από δέκα φορές. Είναι η αγαπημένη του χώρα και μου έκανε πάντα πολύ λεπτομερείς περιγραφές του πού πήγαινε και έτρωγε, όσων παρατηρούσε ‒ γιατί είναι πολύ παρατηρητικός. Έτσι, ήταν το όνειρο της ζωής μου να ταξιδέψω εκεί. Κάποια στιγμή πέρσι είπα «θα πεθάνω και δεν θα έχω πάει στην Ιαπωνία», το πήραμε απόφαση με τον φίλο μου τον Κανάκη, πήγαμε οι δυο μας και ήταν beyond expectations. Στην Ιαπωνία πραγματικά τα πάντα είναι αισθητική, και όχι μόνο όσα βλέπεις, π.χ. ο τρόπος που θα ακουμπήσουν κάτι για να σου το δώσουν.
Δεν υπάρχει περίπτωση να σε κλέψει κάποιος, μπορείς να αφήσεις όλα σου τα πράγματα και να φύγεις, δεν θα τα ακουμπήσει κανείς.
Η τέχνη; Αυτό το Wabi Sabi που δεν έχει εξήγηση; Στην πραγματικότητα, το Wabi Sabi είναι φιλοσοφία του Zen, που έχει να κάνει με τη ζωή όμως. Και αφορά αυτό ακριβώς, τη φθορά του χρόνου και τη μη τελειότητα. Δηλαδή η τέλεια κούπα δεν έχει ίσιο χείλος αλλά ανάγλυφο ή το χρώμα της είναι σαν ελαττωματικό, θα λέγαμε εμείς, αλλά δεν είναι, έχει γίνει επίτηδες έτσι, γιατί στην πραγματικότητα τα αντικείμενα τα ολοκληρώνει αυτός που τα κατέχει. Δηλαδή αυτός που θα πιάσει την κούπα και θα πιει την ολοκληρώνει με το χέρι του και το στόμα του. Λένε ότι αν ρωτήσεις έναν Ιάπωνα τι είναι το Wabi Sabi, δεν θα σου δώσει καμία απάντηση γιατί δεν είναι κάτι χειροπιαστό. Είναι η αίσθηση της μη τελειότητας, της αποδοχής ότι τίποτα δεν είναι τέλειο, ότι ο χρόνος είναι φθορά και ότι η φθορά έχει ομορφιά, όπως όλα τα πράγματα. Πρέπει να αποδεχτείς ότι όλα ρέουν, όλα αλλάζουν συνεχώς.
Εντάξει, οι άνθρωποι είναι αλλού! Γιατί όταν κάνουν κάτι, το κάνουν τέλειο. Με τη μη τελειότητα το κάνουν τέλειο. Επίσης, έχουν σκεφτεί τα πάντα πριν από σένα. Ό,τι μπορεί να χρειαστείς το έχουν.
— Μιλώντας για ταξίδια, ποιο ήταν το πρώτο σου ταξίδι στο εξωτερικό;
Στην Αγγλία, στο Λονδίνο, ήταν το πρώτο μου ταξίδι.
— Τι ήταν αυτό που σε εντυπωσίασε τότε;
Το Λονδίνο τότε ήταν «the city», ξέρεις, τεράστιο. Πήγα το ’96, τη χρυσή εποχή της μόδας, οπότε υπήρχε όλο αυτό το πάθος για τους μεγάλους σχεδιαστές. Ήμουν στις μπουτίκ να κοιτάζω Helmut Lang, και Margiela, και Galliano, όλα αυτά. Oι βόλτες, η ελευθερία στους δρόμους, το πώς ντυνόταν ο κόσμος, τα κλαμπ όπου πηγαίναμε και χορεύαμε. Τέτοια θυμάμαι.
— Θυμάσαι πότε είπες πρώτη φορά «θέλω να φτιάξω ένα ρούχο»; Τι ήταν αυτό; Το έχεις κρατήσει;
Σχεδίαζα από πολύ μικρός. Έκανα συνέχεια σχέδια, και μου έραβε η μαμά μου πράγματα που ήθελα. Μου είχε ράψει μια καμπαρντίνα. Ήθελα μια supersized καμπαρντίνα, να είναι πέντε νούμερα μεγαλύτερη. Δηλαδή εγώ έκανα Martin Margiela πριν από τον Margiela (γέλια). Ήταν γκρι και τεράστια, και ήθελα να τυλίγομαι με αυτή. Αλλά το πρώτο-πρώτο δεν το θυμάμαι, μινιατούρα θα ήταν.
— Έκανες μινιατούρες στην αρχή;
Ναι. Μπορεί να το έκανε πρώτα η μαμά μου για να μου δείξει πώς ράβουν με το χέρι και μετά να το έκανα κι εγώ. Κάτι τέτοιο θα ήταν. Ήμουν πολύ μικρός σίγουρα.
— Τι σε εμπνέει όταν δημιουργείς;
Δεν έχω references όταν δημιουργώ. Είμαι εγώ και η κούκλα μου και το υλικό, και απλώς αφήνομαι. Γενικά, το γυναικείο σώμα είναι η βάση μου, αυτό έχω να ντύσω, οπότε πάντα το όλο πράγμα εκεί χτίζεται. Δεν μπορείς να ξεφύγεις από αυτό. Δηλαδή μπορεί να κάνεις extend τις γραμμές του, την κίνησή του, να του δώσεις άλλη κίνηση, να έρθεις κοντά, να φύγεις μακριά, αλλά το σώμα πάντα παραμένει.
Όπως και στην αρχιτεκτονική, το μέτρο είναι ο άνθρωπος. Δεν έχουν νόημα τα κτίρια αν δεν περνούν οι άνθρωποι από αυτά, να δεν τα κατοικούν. Και αυτή είναι η σύνδεσή μου με την αρχιτεκτονική. Η αρχιτεκτονική φτιάχνει χώρους που περιβάλλουν έναν άνθρωπο σε μεγάλη απόσταση και το ρούχο τον περιβάλει σε κοντινή απόσταση. Αυτό σημαίνει ότι σε αγγίζει, γι’ αυτό και τα υλικά μου είναι πολύ φίνα, πολύ λεπτά, γιατί θέλω οι γυναίκες που ντύνω να είναι σαν κάποιος να τις χαϊδεύει, όχι να τις περιορίζει. Θέλω να είναι σαν χάδι τα ρούχα μου, αέρινα, να μην έχουν βάρος.
Όλες λένε πάντα ότι είναι σαν να μη φορούν τίποτε αλλά όχι ότι είναι εκτεθειμένες. Μπορείς να διακρίνεις το σώμα τους, αλλά δεν νιώθουν εκτεθειμένες, αντίθετα νιώθουν πολύ δυνατές, ότι έχουν αυτοπεποίθηση. Αυτή η αντίθεση είναι πολύ ωραία για μένα. Μπορεί να έρθει μια γυναίκα εδώ με πολλές ανασφάλειες («η περιφέρειά μου είναι κάπως, «έχω μεγαλώσει» κ.ά.) και, ξαφνικά μας λέει ότι είναι γυμνή και νιώθει πιο ωραία από ποτέ.
Θεωρώ ότι όλοι οι καλλιτέχνες είναι τεμπέληδες. Όταν δουλεύουν όμως, δουλεύουν. Γιατί δεν δουλεύουν μόνο με τα χέρια τους. Σκέφτονται συνέχεια, τα μάτια τους δουλεύουν συνέχεια, τα ερεθίσματά τους, η ακοή τους, τα συναισθήματά τους. Οπότε, δεν νομίζω ότι η δουλειά τους μετριέται με τις ώρες.
— Έχεις παρατηρήσει πότε είσαι πιο δημιουργικός, όταν ευτυχείς ή όταν δυστυχείς;
Όταν υπάρχει deadline. Η πίεση του χρόνου με κάνει πιο δημιουργικό. Γιατί δουλεύω πάρα πολύ στο μυαλό μου, σκέφτομαι διάφορα. Επειδή είμαι τεχνίτης, λέω «αν κάνω αυτό από αυτήν τη μεριά, θα στρίψει από την άλλη, θα συμβεί αυτό και θα συμβεί εκείνο, αυτό θα μπορούσε να πάει από κει, το άλλο να έρθει από εδώ». Έτσι, όταν κάτσω να το κάνω θα το κάνω αμέσως και όποιος δεν ξέρει πώς δουλεύω θα πει «καλά, αυτός το έφτιαξε μέσα σε δέκα λεπτά». Δεν έγινε τόσο γρήγορα όμως. Μπορεί να το δουλεύω δύο μήνες στο μυαλό μου αυτό, επειδή όμως τα έχω υπολογίσει όλα, την ώρα που θα πατήσω το ψαλίδι μου ξέρω ακριβώς τι κάνω.
— Άρα πρέπει να το πάρεις απόφαση και να πεις «θα το κάνω»;
Ναι, γιατί κάπως θα σταματήσει η θεωρητική διαδικασία.
— Αυτό είναι μια συνεχής δημιουργική διαδικασία ή είναι και τεμπελιά; Δηλαδή όταν ζοριστείς πλέον το κάνεις;
Κοίταξε, θεωρώ ότι όλοι οι καλλιτέχνες είναι τεμπέληδες. Όταν δουλεύουν όμως, δουλεύουν. Γιατί δεν δουλεύουν μόνο με τα χέρια τους. Σκέφτονται συνέχεια, τα μάτια τους δουλεύουν συνέχεια, τα ερεθίσματά τους, η ακοή τους, τα συναισθήματά τους. Οπότε, δεν νομίζω ότι η δουλειά τους μετριέται με τις ώρες. Γιατί μπορεί εδώ το ωράριο να τελειώνει για όλους, αλλά εγώ δεν σταματάω, ούτε όταν είμαι σπίτι μου, το πρωί, ούτε όταν πάω να συναντήσω κάποιον, έχω μια συζήτηση ή όταν πάω να δω μια έκθεση. Εννοείται ότι όλο αυτό έχει να κάνει με τη δουλειά μου, αφού όλη η δουλειά μου είναι αισθητική και παρατήρηση.
— Έχεις νιώσει ποτέ να έχεις στερέψει από έμπνευση; Να έχεις μπλοκάρει;
Να έχω στερέψει όχι. Το μπλοκάρισμα, όμως, είναι κάτι πολύ σύνηθες. Καταρχάς, έχω ένα τεράστιο αρχείο με πατρόν γιατί έχω δουλέψει πάρα πολλά χρόνια. Δουλεύω σαν μοντελίστ. Το θέμα είναι τι καινούργιο θα κάνω, πού θα εκπλήξω εμένα τον ίδιο. Γιατί οι άλλοι, ό,τι και να τους δώσεις, επειδή θα είναι ωραίο, θα είναι ευχαριστημένοι. Το θέμα είναι πώς θα είσαι κι εσύ ευχαριστημένος. Εγώ θεωρώ, ας πούμε, ότι σε μια κολεξιόν ‒που αυτήν τη φορά είχε πάρα πολλά καινούργια πράγματα‒, αν έχω τρία πραγματικά καινούργια πατρόν, με διαφορετικό τρόπο σκέψης, είμαι ευτυχής. Γιατί για μένα η δουλειά μου είναι evolution, όχι revolution. Δουλεύω κάτι, και το ξαναδουλεύω. Εξελίσσομαι και παράλληλα το εξελίσσω. Είναι αδύνατο να κανείς ίδιο. Ακόμα και το ίδιο να κάνεις ξανά, στην ουσία δεν το κάνεις ίδιο γιατί έχει εξελιχθεί η τεχνική σου. Κάτι θα αλλάξει, αλλά την αλλαγή δεν θα την καταλάβουν όλοι, που έχουν συνηθίσει να είναι όλα διακοσμημένα και περιμένουν να δουν glittered πράγματα. Π.χ. η μετακίνηση μιας ραφής σε ένα ρούχο μου δύο εκατοστά πιο κάτω θα αλλάξει την ισορροπία του εντελώς, αλλά εσύ δεν θα το καταλάβεις, γιατί δεν είσαι συνηθισμένος να βλέπεις τόση λεπτομέρεια.
— Γνωρίζοντας τη δουλειά σου, δεν είσαι ούτε των κεντημάτων, ούτε της broderie, ούτε των χαντρών.
Όχι, δεν είμαι.
— Αυτά όμως θαμπώνουν πάρα πολλές γυναίκες ή και άντρες ακόμα.
Δεν είναι μόνο ότι θαμπώνει, αρέσει πολύ η διακόσμηση. Εγώ δεν είμαι διακοσμητής. Είμαι αρχιτέκτονας, αν θες. Με ενδιαφέρει η δομή των πραγμάτων. Εντάξει, το ντεκόρ πουλάει, υπάρχουν όμως κι άλλοι τρόποι. Να, εδώ πέρα φτιάξαμε τα δικά μας prints και τα βάλαμε στα φορέματά μας, δημιούργησα πάνω στα prints. Είναι ντεκόρ αυτό για μένα σε σχέση με ένα μονόχρωμο. Αλλά αν ζούσαμε σε έναν black and white κόσμο, θα είχα όλα μου τα ρούχα μπεζ και θα ήταν μόνο δομές. Θα αλλάζαμε μόνο τη ματιέρα, το πόσο αντανακλά το φως σε μια ατονικότητα. Μια χαρά θα ήμουν.
Δεν μου αρέσει να καλύπτω τις γυναίκες, θέλω να φαίνονται. Το φόρεμα είναι εκεί για να κάνει τη δουλειά του, δηλαδή να λειτουργεί γύρω από το σώμα τους και να κάνει extend τις κινήσεις τους, να τις δείχνει κομψές, να δείχνει ωραία τη φιγούρα τους. Δεν θέλω όλοι να κοιτάζουν το φόρεμα αντί για τη γυναίκα. Θέλω αυτή να είναι highlight. Ο Dior έλεγε «η haute couture είναι για την ομορφιά του φορέματος, όχι για την ομορφιά του σώματος», εγώ δεν συμφωνώ. Τα φορέματά μου είναι για την ομορφιά του σώματος, αυτού του σώματος που εσύ πιστεύεις ότι δεν είναι καλό. Δεν είναι αλήθεια, όλα τα σώματα είναι ωραία, εσύ πρέπει να δεχτείς το σώμα σου και να επιτρέψεις μετά στον άλλον να κάνει τα μαγικά και τα τεχνάσματά του. Δεν χρειάζεται ούτε να το περιορίσεις, ούτε να του βάλεις κορσέ, ούτε φερμουάρ, ούτε κουμπιά.
Δείτε το βίντεο από την επίδειξη μόδας του Άγγελου Μπράτη
— Εσένα τι σε θαμπώνει;
Δεν ξέρω αν με θαμπώνει κάτι. Οι άνθρωποι που έχουν πάρα πολλή ηρεμία. Τους θαυμάζω, θέλω κι εγώ να γίνω σαν αυτούς. Δεν με πειράζει να είμαι εντελώς Zen, πολύ το θαυμάζω αυτό. Δεν με θαμπώνει, το θαυμάζω.
— Τώρα που είπες για ανθρώπους, τι σε συγκινεί σε αυτούς;
Η ευγένεια και βασικά η καλοσύνη απέναντι σε οτιδήποτε υπάρχει γύρω τους. Να, ο φίλος μου ο Ορέστης, που γνώρισες πριν, έχει απίστευτη καλοσύνη και εξυπνάδα. Τον βλέπω και με ηρεμεί, νιώθω μια ασφάλεια. Με όλα αυτά που έχουν συμβεί τα τελευταία χρόνια έχω συνειδητοποιήσει ότι όταν είσαι ένας δημιουργικός άνθρωπος όλοι σου ζητούν κάτι συνεχώς, όλη την ώρα πρέπει να απαντάς σε κάτι, όλοι θέλουν κάτι από σένα: «σου αρέσει το πουκάμισο μου;», «να κάνω αυτό;», «τι λες γι’ αυτό;». Ξέρεις, έχω βγει απλώς έξω για ένα ποτό, δεν είμαι εδώ για να παίρνετε όλοι τα πάντα, δεν με ενδιαφέρει αυτό που με ρωτάς. Όλοι θέλουν κάτι από έναν δημιουργικό άνθρωπο, συνέχεια. Είναι πάρα πολύ κουραστικό αυτό.
— Η δημοσιότητα έχει παίξει ρόλο σε αυτό; Η έκθεση;
Ναι, η δημοσιότητα το κάνει ακόμα πιο έντονο αυτό. Έχω μπει στα σαλόνια όλων των ανθρώπων, κι αυτό είναι φανταστικό μεν, αλλά υπάρχει περίπτωση οι άλλοι να σε θεωρήσουν δικό τους άνθρωπο, ότι σε ξέρουν, έτσι να έχουν άποψη, να προβάλλουν πάνω σου τη δική σου οπτική και να νομίζουν ότι τα ξέρουν όλα. Άρα εσύ πρέπει να ανταποκριθείς σε αυτό που φαντάζονται αυτοί ότι είσαι. Εγώ, όμως, δεν μπορώ να είμαι στο μυαλό του άλλου και να ξέρω τι σκέφτεται. Και για ποιον λόγο να παίξω αυτόν τον ρόλο;
— Είναι επίπονη η διαχείριση της δημόσιας εικόνας;
Στη δική μου περίπτωση, ναι, ήταν επίπονη. Αλλά έμαθα πώς να τη διαχειρίζομαι, το πάλεψα. Και έμαθα πώς να την κάνω να λειτουργεί για μένα και να θέτω όρια. Να μην την αφήνω να με παρασύρει.
— Η διαχείριση του ταλέντου είναι επίπονη διαδικασία;
Όχι. Νομίζω ότι είναι θέμα ωριμότητας. Μεγαλώνοντας συνειδητοποιείς ότι το ταλέντο υπάρχει και ότι μπορείς να το εξελίσσεις συνεχώς. Οι ταλαντούχοι άνθρωποι, επειδή συνειδητοποιούν από πολύ μικροί το ταλέντο τους, δεν του δίνουν και τόσο πολλή σημασία. Οι άλλοι, που είναι εκτός, του δίνουν. Η δουλειά είναι αυτή που βοηθάει κάποιον να εξελιχθεί. Όλοι οι άνθρωποι έχουν κάποιο ταλέντο, πολλοί είτε δεν το έχουν ανακαλύψει είτε δεν του δίνουν σημασία. Ενώ ξέρουν ότι είναι εκεί, δεν ακούνε το ένστικτό τους. Από την άλλη, δεν μπορούν να γίνουν όλοι οι άνθρωποι καλλιτέχνες, γιατί δεν είναι διατεθειμένοι να κάνουν θυσίες και να δουλέψουν πολύ. Λένε «α, θα πάω εκεί και θα κάνω αυτό», αλλά δεν είναι έτσι, λυπάμαι. Και δεν παίρνεις και πάρα πολλά χρήματα. Πρέπει να θυσιάσεις τον χρόνο σου, τις διακοπές σου, φίλους, έρωτες και πολλά άλλα πράγματα.
— Θέλει πειθαρχία.
Ναι, και επιμονή. Επίσης, να μαθαίνεις να έχεις ανοιχτά τα αυτιά σου. Όταν έχεις έναν άνθρωπο που ξέρει πέντε πράγματα, κι ας μην είναι στο δικό σου αντικείμενο, άκου τι έχει να σου πει. Δεν υπάρχει άνθρωπος από τον οποίο δεν έχεις κάτι μάθεις, είτε με το καλό είτε με το κακό.
— Ο έρωτας είναι έμπνευση ή destruction;
Και τα δύο, εννοείται. Και τα destructions είναι μέρος της δημιουργίας. Γιατί όλοι έχουμε destructions, και σκοτεινές πλευρές, δεν είμαστε όλοι φωτεινοί. Πώς ξέρεις το φως, αν δεν έχεις ζήσει το σκοτάδι; Πώς μπορείς να το εκτιμήσεις, να είσαι ευγνώμων; Να ξέρεις ότι είσαι ζωντανός ακόμα και ότι έχεις καταφέρει πολλά πράγματα, ότι τα έχεις κερδίσει, π.χ. τον σεβασμό των άλλων, που δεν μπορείς να τον απαιτήσεις. Εγώ νιώθω πολύ περήφανος που, ενώ έχω δείξει έναν πολύ ελεύθερο εαυτό στην τηλεόραση, όλοι με αποκαλούν κ. Μπράτη.
— Όντως.
Δεν ζήτησα ποτέ να με αποκαλούν «κύριο». «Άγγελος» συστήνομαι πάντα. Από κάπου προέρχεται αυτός ο σεβασμός. Και νομίζω ότι έχει να κάνει με την ειλικρίνεια, με το ότι ξέρω τι λέω, πότε και σε ποιον, με το ότι δεν είμαι τέλειος. Μπορώ να σηκωθώ και να χορέψω, μπορώ να πιω και δέκα ποτά παραπάνω, να κάνω αυτό και το άλλο. Το πώς θα λειτουργήσω δεν εξαρτάται από κανέναν.
— Αυτός ο σεβασμός, που όντως έχεις κερδίσει έχει να κάνει με το γεγονός ότι ήσουν out σε σχέση με τις επιλογές σου, με τη σεξουαλικότητά σου;
Κοίταξε, για να είσαι συνεπής με τον εαυτό σου, πρέπει όλα να είναι ανοιχτά. Αν εσύ με θαυμάζεις, είναι κι αυτό κομμάτι μου. Εφόσον το βλέπεις και το ξέρεις, δεν υπάρχει κανένας λόγος να το αποκρύπτω, πρώτον γιατί δεν είμαι αυτός ο χαρακτήρας και δεύτερον γιατί δεν έχω κανένα λόγο να το κάνω. Δεν ζω τη ζωή μου για να αρέσω σε σένα. Πιο πολύ θέλω να αρέσω στον εαυτό μου και σε αυτούς που εκτιμώ. Φυσικά, δεν μπορούμε να αρέσουμε σε όλους και είναι και παγίδα αυτό, το να θες να είσαι αρεστός παντού. Επίσης, δεν νομίζω ότι μπορείς να δημιουργήσεις κάτι πραγματικά όμορφο, με υπόσταση, αν σε ενδιαφέρει τόσο πολύ η γνώμη των άλλων.
— Βλέπω τις νεότερες γενιές να μην τις νοιάζει και τόσο η γνώμη των άλλων.
Πολύ ωραίο είναι αυτό.
— Πιστεύεις ότι αυτό έχει να κάνει και με το gender fluidity;
Νομίζω ότι έχει να κάνει πάρα πολύ με τα social media και με το πώς ο καθένας εκφράζει πραγματικά την εικόνα του εαυτού του, αυτή την ιδανική εικόνα, επιτρέποντας ταυτόχρονα και στον άλλο να αναδείξει την οποιαδήποτε διαφορετικότητά του. Αυτό νομίζω πως έχει κάνει όλη αυτήν τη γενιά να είναι πολύ πιο ανοιχτή. Το βρίσκω εξαιρετικό το gender fluidity. Γενικά, όποτε μιλάω με αυτά τα παιδιά ή τα βλέπω, τον τρόπο που ντύνονται, που συμπεριφέρονται, τον τρόπο που σέβονται το ένα το άλλο, το ότι δεν τα ενδιαφέρουν τόσο πολύ όλα αυτά τα κουτάκια, μου αρέσει πολύ. Δεν νομίζω ότι είναι όλοι έτσι. Υπάρχει και μια πολύ συντηρητική γενιά, αλλά τα νέα παιδιά, αυτό που βλέπω εγώ στα μέρη όπου επιλέγω να πηγαίνω, είναι πολύ ωραία. Τα χαίρομαι πάρα πολύ.
— Πιστεύεις ότι αυτό το fluidity το βοήθησε και η μόδα; Το προκάλεσε; Ή η μόδα ακολουθεί τη ζωή;
Κοίταξε, η μόδα είναι αγορά, είναι market. Tα ξέρεις εσύ αυτά πολύ καλά. Αυτό σημαίνει ότι όταν υπάρχει μια τάση κάπου εκεί έξω, βρίσκεις τον δρόμο προς αυτήν. Όταν είσαι πιτσιρίκι δεκαέξι χρονών, δεν θα πας να αγοράσεις ρούχα πανάκριβα. Θα υπάρξει και ένα experimentation. Θα πας και σε μια αμερικανική αγορά, θα κόψεις και τα δικά σου ρούχα. Κι εγώ τέτοια έκανα μικρός, δεν είχα το budget να πάω να αγοράσω Helmut (σ.σ. Lang), τα έφτιαχνα από μόνος μου. Δεν μπορεί η μόδα να βασιστεί σε κάτι που δεν συμβαίνει, γιατί πρόκειται για market. Και τώρα έχουμε ένα extra market. Έχουμε τα αντρικά, έχουμε τα γυναικεία, έχουμε τα gender fluid, που παλιά λέγονταν unisex, και στην πραγματικότητα ήταν αντρική γκαρνταρόμπα που πήγαινε στις γυναίκες ‒άρα για ποιο unisex μιλάμε;‒, και τώρα έχουμε αυτό το unisex που έχει θηλυκά υφάσματα μέσα σε ανδρικές φόρμες ή κοσμήματα που τα φοράνε τα αγόρια. Δεν είναι καινούργιο στη μόδα αυτό, ας θυμηθούμε τους Λουδοβίκους, που φορούσαν τακούνια και περούκες. Επομένως δεν είναι ότι δεν έχει ξανασυμβεί, απλώς όλα κάνουν κύκλους. Κάποιοι που δεν διαθέτουν ιστορικές γνώσεις και δεν το έχουν ψάξει νομίζουν ότι συμβαίνει πρώτη φορά. Μπορεί η συνθήκη να είναι διαφορετική, όμως δεν είναι κάτι καινούργιο. Πιο πρόσφατα, έχουμε το παράδειγμα του David Bowie στα ’70s.
— Θυμάσαι το πρώτο επώνυμο ρούχο που απέκτησες;
Επώνυμο για την εποχή μου ήταν νομίζω ένα παντελόνι Levi’s, ένα τζιν το οποίο είχα αγοράσει Ιούνιο με τους γονείς μου. Πρέπει να ήταν στο τέλος της ΣΤ’ Δημοτικού, μόλις είχε τελειώσει το σχολείο. Για την οικογένειά μου ήταν ακριβό αυτό το τζιν, αλλά εγώ το ήθελα πάρα πολύ. Το πήρα άπλυτο, ξέρεις, αυτό το σκούρο, το indigo. Γυρνάμε σπίτι, βγαίνω στην αυλή, πετάω κάτω στο τσιμέντο το παντελόνι, αρχίζω να το βρέχω με το λάστιχο και με ρωτάνε οι γονείς μου «τι κάνεις εκεί;». Τους λέω δεν είναι αυτό το τζιν που πήρα, θα είναι έτοιμο τον Σεπτέμβρη που θα το φορέσω στο σχολείο, στην Α’ Γυμνασίου. Όλο το καλοκαίρι το έπλενα με ελαφρόπετρες, το φορούσα και το έτριβα με το εργαλείο που καθαρίζουν τα ψάρια, το έκανα σιγά-σιγά με το γυαλόχαρτο του μπαμπά μου. Μιλάμε για work in progress το τζιν ένα ολόκληρο καλοκαίρι.
— Ποιος είναι ο αγαπημένος ξένος σχεδιαστής της νιότης σου;
Ως παιδάκι μου άρεσε πολύ ο Gianni Versace και όλο αυτό το glam, και τα top models. Μετά, όσο μεγάλωνα, μου άρεσε πολύ η βελγική σχολή, ο Margiela και ο Helmut. Τότε μου αρέσει πολύ ο μινιμαλισμός.
— Και ο αγαπημένος σου ξένος σχεδιαστής τώρα;
Δεν ζει πια… ο Alaia. Αυτός ήταν ο αγαπημένος μου.
— Ποια θεωρείς την πιο επιδραστική προσωπικότητα των τελευταίων 100 ετών στη μόδα;
Επιδραστική σε ποιον τομέα; Κοινωνικά; Αισθητικά; Σε τι;
— Σε οτιδήποτε.
Τον Yves Saint Laurent θεωρώ από κάθε άποψη ως τον πιο επιδραστικό πραγματικά και σε κάθε επίπεδο, κοινωνικό, σεξουαλικότητας, ήταν και μπουρζουαζία και Mods, και φόρμες, και χρώματα, και από το high στο low. Το πετύχαινε απίστευτα αυτό.
— Η πιο επιδραστική προσωπικότητα για σένα, στην προσωπική σου πορεία στη μόδα, ποια υπήρξε;
Ως πρότυπο εννοείς;
— Ναι.
Η Madeleine Vionnet. Το κατάλαβα πολύ αργότερα, δεν την ήξερα από μικρός, την έμαθα μετά. Ο δάσκαλός μου, που έκανε draping, μου την πρότεινε και μου είπε ότι έπρεπε να καταλάβω πώς δουλεύει, γιατί έκανα ό,τι κι εκείνη. Και εκεί κόλλησα. Είναι απίστευτος ο τρόπος που κατανοεί τη δομή ενός υφάσματος και το πώς μπορείς να το κάνεις extend και να δουλεύεις με τον αέρα που έχει ανάμεσα στις κλωστές. Κάνεις extend τη δομή του. Όλοι ασχολούνται με τη δομή, τη σταθερότητα κι εσύ υπολογίζεις το κενό του αέρα που είναι ανάμεσα. Δηλαδή δουλεύεις με το κενό στην πραγματικότητα. Είναι ολόκληρη φιλοσοφία αυτό.
— Εσύ έχεις ένα πολύ συγκεκριμένο στυλ, αυτό που λέμε brand identity. Με το που δει κάποιος ένα ρούχο σου, λέει…
«Αυτό είναι Μπράτης».
— Έτσι ακριβώς. Αυτό έχεις νιώσει ποτέ να σε εγκλωβίζει;
Ναι. Κάπου στην πορεία ένιωσα ότι περιόρισα τον εαυτό μου, ότι τον έχω κάνει niche, ότι πλέον δεν έχω την ελευθερία της έκφρασης, να μπορεί να μου αρέσει και ένα εμπριμέ. Γιατί πρέπει να είναι μονόχρωμο; Γιατί όλα πρέπει να είναι μόνο ένα κομμάτι ύφασμα; Γιατί όλα πρέπει να αποτελούν ένα συνεχόμενο πράγμα; Γιατί όλα να είναι μόνο τομές; Ποιος μου το επιβάλλει; Δημιουργός είμαι, μπορώ να κάνω ό,τι θέλω. Και κάπου εκεί πέρα με το art therapy που κάνω απελευθερώθηκε αυτό. Υπήρχε αυτή η συνειδητοποίηση, ότι «ξέρεις κάτι; Ό,τι και να κάνεις θα είναι ωραίο. Επειδή οι άλλοι περιμένουν να δουν κάτι συγκεκριμένο, εσύ πρέπει να τους το δίνεις πάντα;».
Τώρα είμαι σε μια νέα εποχή με το design, με τον εαυτό μου. Θέλω να υπάρχει περισσότερη ελευθερία. Άρχισα να επιτρέπω και διαφορετικά πράγματα. Είναι αυτά τα organic πλεκτά που είδες στο show, που τα έκανα όλα στο χέρι, που δεν έχουν σχήμα, τα prints είναι faded. Έκανα γενικά πολλούς πειραματισμούς, αλλά σε αυτό με βοήθησε πάρα πολύ το art therapy. Kαι επειδή εκεί όλα όσα κάνεις δεν είναι ένα προϊόν που θα το δείξεις σε κάποιον για να πουλήσει, και δεν χρειάζεται να αρέσει σε κάποιον, είναι εκείνης της στιγμής, με έχει απελευθερώσει πάρα πολύ.
— Στην Ελλάδα είναι δύσκολο να είσαι σχεδιαστής και την ίδια στιγμή επιχειρηματίας;
Και βέβαια, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και αλλού. Κάποια στιγμή, μπορεί να καταλάβεις ότι αυτό έχει ένα potential οικονομικό και να συμμετάσχεις. Οι περισσότεροι σχεδιαστές έτσι ξεκινούν, και ως επιχειρηματίες. Αναγκάζονται να γίνουν, μαθαίνουν και από τιμολόγια, και από εφορίες, και από ενοίκια, και απ’ όλα. Σεν είναι ευχάριστο αν δεν σου αρέσουν οι αριθμοί ‒δεν αρέσει και σε πολύ κόσμο‒, αλλά αφού πρέπει, θα ασχοληθείς.
— Από την άλλη, όμως, βλέπεις στο εξωτερικό ότι οι γνωστοί σχεδιαστές αυτόν τον καιρό είναι λίγο σαν υπάλληλοι των μεγάλων οίκων.
Ναι, είναι.
— Αυτό είναι ελευθερία, το ότι δεν ασχολείσαι με τη λάντζα, με τα καθημερινά; Ή μπορεί να είναι μια άλλου είδους σκλαβιά, δηλαδή είσαι υπάλληλος κάποιου και πρέπει να φέρεις αποτελέσματα, να βγάζεις έως και εννιά κολεξιόν τη χρονιά;
Είσαι μέρος ενός συστήματος, το οποίο είναι corporate. Στην πραγματικότητα η δουλειά του δεν είναι να σχεδιάζει, γιατί υπάρχουν σχεδιαστές. Υπάρχουν ολόκληρα teams που θα τα πάρουν από το Saint Martins, όλα ταλέντα φρέσκα. Ένα direction δίνουν οι μεγάλοι σχεδιαστές. Αν δεις μια κολεξιόν, και ξέρεις πώς λειτουργεί το πράγμα, καταλαβαίνεις ότι δεν την έχει σχεδιάσει αυτός αλλά ένας product designer ή ένα παιδί που μόλις έχει βγει από το Saint Martins.
— Πιστεύεις ότι έχει αλλάξει η εποχή μας; Βλέπεις να συντελείται κάποια μεγάλη αλλαγή;
Νομίζω ότι η εποχή μας έχει αλλάξει μόνο στο internet. Είναι μια παράλληλη ζωή που δεν έχει να κάνει με τη φυσική μας ζωή, που συμβαίνει μόνο εκεί. Το βάρος δίνεται εκεί, η κατάσταση εκεί θα εξελίσσεται, οι άνθρωποι θα γίνονται όλο και πιο αδέξιοι κοινωνικά και σωματικά, θα απομακρύνονται ο ένας από τον άλλον, κι αυτό βοηθάει πάρα πολύ το marketing, γιατί όλα είναι διαφήμιση. Οπότε είναι σαν να μην έχεις οντότητα, υπάρχει μόνο το «έχω» και το «κατέχω», όλα είναι «εικόνα» και σε απόσταση. Άρα το πώς φαίνομαι εξαρτάται από το πώς με αντιλαμβάνεται κάποιος. Αν φοράω το τάδε, ανήκω σε αυτή την κατηγορία ανθρώπων, και αν φοράω το δείνα, είμαι στην άλλη κατηγορία. Και πρέπει κανείς να αναγνωρίζεται από τα ρούχα του. Γιατί; Τόσο μονοδιάστατος άνθρωπος είσαι; Δεν μπορεί, γιατί εγώ σήμερα φοράω ένα T-shirt, αλλά έχω και κοστούμια sur mesure. O ίδιος άνθρωπος είμαι όταν φοράω και το ένα και το άλλο. Δεν κυκλοφορώ μόνο με κοστούμια, όπως δεν κυκλοφορώ μόνο με T-shirts.
— Ποιο είναι το αγαπημένο σου κομμάτι στην ντουλάπα σου;
Ένα κομμάτι;
— Ναι, το πιο αγαπημένο σου.
Αλλάζει κατά καιρούς.
— Αυτή την εποχή;
Αυτή την εποχή είναι ένα πουκάμισο που αγόρασα, τεράστιο, μια λευκή πουκαμίσα Margiela. Ήμουν στην Ιαπωνία και επειδή όλοι φορούσαν λευκά πουκάμισα, φαρδιά, που μοιάζουν με κιμονό, είπα «θέλω οπωσδήποτε ένα μεγάλο λευκό πουκάμισο». Πάντα φορούσα λευκά πουκάμισα, αλλά ήθελα ένα να έχει αέρα, να έχει χώρο πολύ. Έχει γίνει το αγαπημένο μου, είναι από ανακυκλωμένο βαμβάκι και polyester, πάρα πολύ light και πολύ hi-tech, σαν να μη φοράς τίποτα. Αέρινο τελείως, σαν να μην έχει βάρος.
— Η μόδα τι είναι τελικά;
Η διάθεση της εποχής, που σου δίνει έναν τρόπο να εκφράσεις αυτό που είσαι ή αυτό που θα ήθελες να είσαι.
— Και τι είναι της μόδας;
Τα πάντα. Δεν υπάρχει μόδα, αυτό το παλιό πράγμα που λέγανε «είναι αυτό και εκείνο». Πλέον η αγορά είναι παγκόσμια, έχει να κάνει με διαφορετικές κουλτούρες, με διαφορετικούς σωματότυπους, διαφορετικές εποχές, την ίδια στιγμή που χειμωνιάζει εδώ είναι καλοκαίρι στην άλλη πλευρά. Γι’ αυτό και σε καλοκαιρινές κολεξιόν θα δεις γούνες και σε χειμωνιάτικες εξώπλατα. Βλέπεις μια κολεξιόν και έχει μέσα τα πάντα.
— Αν δεν ήσουν σχεδιαστής ρούχων, τι θα ήσουν;
Αρχιτέκτονας.
— Πάντα το πίστευα, αλλά είπα να βεβαιωθώ. Τι θες να θυμούνται οι άλλοι από σένα σε εκατό χρόνια;
Δεν θα με θυμάται κανείς σε εκατό χρόνια, γιατί θα έχουν πεθάνει αυτοί που με γνωρίζουν και με έχουν ζήσει.
— Δεν πιστεύεις ότι θα αφήσεις ένα legacy ας πούμε, όπως η Vionnet που μου ανέφερες;
Δεν θεωρώ τον εαυτό μου κάτι τόσο μεγάλο. Όχι, δεν το έχω σκεφτεί. Δεν με ενδιαφέρει η υστεροφημία. Μου αρέσει, με ενδιαφέρει το τώρα, αυτό που ζω αυτήν τη στιγμή. Δεν έχω σκεφτεί τι θα συμβεί μετά. Δεν θα είμαι εκεί, δεν θα έχω γνώμη.