«Θα κατέβεις από τα δωμάτια, θα στρίψεις αριστερά, θα συνεχίσεις όλο ευθεία, θα συναντήσεις τη ΔΕΗ, μετά θα δεις έναν χωματόδρομο και το σπίτι. Έχει φεγγάρι, θα το βρεις», είπε μια φίλη μου χθες το βράδυ στο τηλέφωνο, προσπαθώντας να κατευθύνει στην αυλή μας μια άλλη και μόλις το έκλεισε δεν άντεξα να μη σχολιάσω το κομμάτι των οδηγιών που περιλάμβανε το φως του φεγγαριού, για να γελάσουμε. Η αλήθεια είναι όμως πως έχει δίκιο. Στρέφοντας το βλέμμα προς τον ουρανό, προσπαθούσα να αποθηκεύσω στον σκληρό μου την ξαστεριά του, που θα ξανασυναντήσω έναν χρόνο μετά.
Το μέρος όπου βρίσκομαι δεν έχει βλάστηση, είναι ένα ξερονήσι, αλλά η επαφή με το ανέγγιχτο τοπίο του που επιτρέπει είναι ανεκτίμητη, κάτι που κατάλαβα πρόσφατα. Το επόμενο πρωί ξύπνησα για να γράψω για πιο έμπειρους από μένα φυσιολάτρες, που επιλέγουν να κάνουν τις διακοπές τους σε ένα άλλο, μεγαλύτερο νησί της Ελλάδας. Και συνειδητοποίησα ότι πλέον καταλαβαίνω καλύτερα τον τρόπο που εκείνοι αποφασίζουν να ξεκουράζονται, όπως και γιατί κάποιοι επέλεξαν να στήσουν μια επιχείρηση με μικρό αποτύπωμα στο περιβάλλον χρόνια πριν αρχίσουμε να μιλάμε έντονα γι’ αυτό.
Μην αναζητήσετε τη Μηλιά στις μεγάλες πλατφόρμες ενοικίασης καταλυμάτων, δεν θα τη βρείτε εκεί, γκουγκλάρετέ την ως «Milia Mountain Retreat». Υπάρχει κόσμος που, ενώ κάνει τις διακοπές του στην Κρήτη, σε κάποιον άλλο νόμο, εκτός Χανίων, θα επιλέξει να αφιερώσει στη Μηλιά λίγες μέρες προκειμένου να αποφορτιστεί.
Ήταν λοιπόν 1994 όταν ένα εγχείρημα φιλοξενίας στην Κρήτη άνοιξε τις πόρτες τους, προβάλλοντας μια άλλη πλευρά της στους επισκέπτες της, δίνοντας την αφορμή να διακρίνει κανείς τη διαφορετικότητα που μπορεί να έχει το τουριστικό προϊόν και παντρεύοντας τις έννοιες της αειφορίας και της βιωσιμότητας, τις ήπιες πρακτικές στην τουριστική ανάπτυξη και τη διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς με αυτό που στην Ελλάδα λέμε «ενοικιαζόμενα δωμάτια». Σε υψόμετρο 550 μέτρων, η Μηλιά είναι ένα μικρό ορεινό χωριό στη δυτική Κρήτη, ένας μεσαιωνικός οικισμός του 15ου αιώνα που ζει μια δεύτερη ζωή.
Ο Τάσος Γούργουρας δεν βρήκε τη Μηλιά, εκείνη τον βρήκε, όπως λέει. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα και το 1997 μετακόμισε στην Κρήτη. Στον οικισμό, που αποτελεί πια πρότυπο οικοτουρισμού, είχαν ξεκινήσει ήδη οι εργασίες, σε χαμηλούς ρυθμούς όμως ‒ δεν υπήρχε το σημερινό πλαίσιο, η «επιστροφή στη φύση» ως trend. Δούλευε λίγο τον χειμώνα με ντόπιους, το καλοκαίρι η ζήτηση έπεφτε πάρα πολύ και περίμεναν ξανά τις κρύες μέρες. «Όταν ήρθα στην Κρήτη γνώρισα τον πεθερό μου κι εκείνος μου πρότεινε να ασχοληθώ με τη Μηλιά, μια και ήταν ο άνθρωπος που συνέλαβε την ιδέα».
Ο εμπνευστής της, ο Ιάκωβος Τσουρουνάκης, είχε μεγαλώσει στο διπλανό χωριό Βλάτος. Η οικογένειά του είχε κάποιες εκτάσεις και ένα σπίτι πατρικό στη Μηλιά, ενώ, όταν ήταν παιδί, κατά τη διάρκεια του πολέμου, πήγαινε ο ίδιος με τον αδελφό του να συντηρεί τους κήπους που είχαν και να φροντίζει κάποια λίγα ζώα για την τροφοδοσία της οικογένειας. «Έτσι ο Ιάκωβος αγάπησε αυτό το μέρος, αγάπησε τη Μηλιά, και άρχισε να σκέφτεται αυτό το πρότζεκτ από τα μέσα της δεκαετίας ’70. Ξεκίνησε μια προσπάθεια η οποία ήταν σταδιακή, δηλαδή αγόραζε γη εκεί με σκοπό μια μέρα να την κάνει αυτό που είναι, μια ολοκληρωμένη ιδιοκτησία με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Όταν την πρωτοείδα εγώ την έτρεχε ο Γιώργος Μακράκης με τον οποίο τη συνεχίζουμε όλα αυτά τα χρόνια, ενώ εκείνος κατοικεί μόνιμα στον Βλάτο».
Απέχει 56 χιλιόμετρα από τα Χανιά, βρίσκεται κοντά στον Κίσσαμο, πρόκειται για έναν οικισμό χαμένο μέσα στα δέντρα. Πρέπει να φτάσετε στα τριάντα μέτρα για να αντιληφθείτε ότι εκεί κάτι υπάρχει, κάτι συμβαίνει. Η Μηλιά δεν φαίνεται εύκολα, και δεν επισκιάζει το γύρω τοπίο. Στα ’70s γίνονταν σε αυτήν εργασίες που είχαν να κάνουν κυρίως με την αναβάθμιση του περιβάλλοντός της. Είχε εγκαταλειφθεί μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως πολλά μέρη της ελληνικής υπαίθρου, όπου οι φυσικοί πόροι εξαντλούνταν από την ξένη κατοχή ‒ πολλοί κάτοικοί της ήταν αντάρτες που σκοτώθηκαν, πίσω έμειναν οι γεροντότεροι και τα γυναικόπαιδα, και όσοι ασχολήθηκαν με τη γη το έκαναν με έναν τρόπο μη φιλικό προς το περιβάλλον: έκοβαν δέντρα ή έκαιγαν διάφορα πράγματα, με αποτέλεσμα τις δεκαετίες που μεσολάβησαν μέχρι να αναλάβει κάποιος να τη φροντίσει να πάρει την κατηφόρα.
Γι’ αυτό και κατά τα πρώτα χρόνια της αποκατάστασής της η προσπάθεια είχε επικεντρωθεί στο κομμάτι του περιβάλλοντος. Η ιδέα της αναπαλαίωσης των σπιτιών και της αξιοποίησής τους ως τουριστικών καταλυμάτων σε συνδυασμό με την οικολογική και την αγροτική κουλτούρα του μέρους ήρθε πολύ αργότερα, στα τέλη των ’80s. Από το ’97 και μετά έτρεξαν τα πράγματα πιο γρήγορα, «ήταν και οι εποχές καλές κι εμείς προσπαθήσαμε να αναδείξουμε τον τόπο και τη διαφορετικότητα του είδους των διακοπών που προσφέρουμε. Και κάπως έτσι φτάσαμε σιγά σιγά στο σήμερα».
«Αυτό που ήταν αδιαπραγμάτευτο στο ξεκίνημα της Μηλιάς ήταν ότι και την αγροτική μας παραγωγή θα συνεχίζαμε να έχουμε, και θα καλυτερεύαμε διαρκώς αυτόν τον τόπο. Έτσι πορευόμαστε ακόμα». Η περιοχή ανήκει στο δίκτυο των προστατευόμενων περιοχών Natura 2000. Παράλληλα, ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της Μηλιάς είναι πως πρόκειται για ένα μέρος ενεργειακά αυτόνομο. Πλέον όλο της το ρεύμα παράγεται από φωτοβολταϊκά.
Τα πρώτα χρόνια που ξεκίνησε τη λειτουργία της μέχρι και το 2003 είχε λιγοστό διαθέσιμο ρεύμα, ουσιαστικά έφτανε μόνο για κάποια ψυγεία και κάποια βοηθητικά φώτα στην κουζίνα, ενώ τα σπίτια φωτίζονταν με λάμπες πετρελαίου και λυχνάρια. Ακόμα και τώρα η Μηλιά έχει και δεν έχει ρεύμα· τα δωμάτια δεν έχουν πρίζες παρά μόνο κάποια usb για να μπορεί να φορτίσει κάποιος μια ηλεκτρονική συσκευή, υπάρχει και ηλεκτρικός φωτισμός, αλλά μέχρι εκεί. Ψυγεία, κουζινάκια, πιστολάκια μαλλιών και τέτοιου είδους ανέσεις που πλέον θεωρούνται αυτονόητες δεν θα συναντήσετε εκεί.
Την ίδια στιγμή κάνουν συστηματική φυσική κομποστοποίηση οργανικών υλικών, συμπεριλαμβανομένων των πεσμένων φύλλων από τα δέντρα της περιοχής, και εφαρμόζουν δικό τους βιολογικό καθαρισμό λυμάτων. Η περιοχή αναδασώνεται φυσικά με ελαχιστοποίηση της ανεξέλεγκτης βοσκής. Το νερό για τα δωμάτια, το εστιατόριο και το αγρόκτημα έρχεται από μια πηγή που πηγάζει από το βουνό.
Ένα μεγάλο κομμάτι των προϊόντων που χρησιμοποιούν στα μαγειρέματά τους το παράγουν οι ίδιοι και όσα δεν βγάζουν εκείνοι τα φέρνουν από πολύ κοντινές περιοχές, από ντόπιους παραγωγούς, «δεν θέλαμε να δημιουργήσουμε κάτι που θα λειτουργεί εις βάρος της τοπικής οικονομίας, αντιθέτως θέλαμε να τη βοηθάει, να την ενισχύει». Έτσι το φαγητό τους είναι αυτό που με σύγχρονους γαστρονομικούς όρους αποκαλούμε «zero km food». Θα επιστρέψω όμως αργότερα σε αυτό.
Τα δεκαπέντε σπίτια της Μηλιάς είναι λιτά. Ενώ σε πολλά μέρη της Κρήτης βλέπουμε κατοικίες με καμάρες, τα δικά της, αρχιτεκτονικά, δεν έχουν κάποια ιδιαιτερότητα, κι αυτό γιατί το χτίσιμο στον συγκεκριμένο τόπο, σε ένα μέρος απομακρυσμένο, που για δεκαετίες δεν είχε καν δρόμο παρά μόνο ένα μονοπάτι που έφτανε στο χωριό, ήταν δύσκολο. Η κάτοικοι της Μηλιάς έριχναν θεμέλια με ό,τι υλικά είχαν κοντά τους.
Δεν χρησιμοποιούσαν καν λάσπη για την τοιχοποιία παρά μόνο λίγο χώμα ανάμεσα στις πέτρες για να τις σταθεροποιούν, ενώ οι στέγες ήταν χωμάτινες όταν ήρθαν εκείνοι που την έκαναν αυτό που είναι σήμερα. Τα κτίσματα ήταν χαμηλά, σαν καλυβόσπιτα, φτιάχτηκαν κυρίως για να προσφέρουν προστασία από τα καιρικά φαινόμενα και να ξεκουράζονται οι άνθρωποι μετά τη δουλειά, ενώ πολλά από αυτά είναι σχεδόν υπόσκαφα, με τον έναν τους τοίχο να είναι ο βράχος της Μηλιάς που τα φιλοξενεί.
Η Μηλιά βρίσκεται σε κοιλάδα και είναι ουσιαστικά χωρισμένη σε δύο μέρη, τα οποία της χαρίζουν μία ακόμα ιδιαιτερότητα, στο κομμάτι της χλωρίδας αυτήν τη φορά. Στα δύο διαφορετικά είδη χώματος και πετρώματος στέκονται και καρποφορούν δέντρα δασικά, καστανιές, βελανιδιές, κουμαριές, ενώ εκεί φύονται και τα «πιο κρητικά», τα φρύγανα, οι ελιές, οι χαρουπιές, τα φασκόμηλα, οι ρίγανες. Εντός του οικισμού οργανώνονται γκρουπ για hiking, υπάρχουν και μονοπάτια που ξεκινάνε από τα τρία χιλιόμετρα και φτάνουν τα δεκαπέντε, κυκλικές πορείες που ξεκινούν από το χωριό και καταλήγουν μέσα σε αυτό, για λιγότερους.
Μπορείτε να γνωρίσετε αυτά τα μονοπάτια είτε κατοικείτε εκεί είτε όχι, είτε είστε έμπειροι στο σπορ είτε όχι: οι πρώτοι μπορείτε να γνωρίσετε τα φαράγγια Τοπολίων και Πολυρρήνιας, οι δεύτεροι θα έχετε σίγουρα τη δυνατότητα να δείτε τα γύρω χωριά. Αν πάλι δεν είστε από εκείνους που βάζουν στη βαλίτσα τους ένα ζευγάρι παπούτσια κατάλληλο για τέτοιους είδους δραστηριότητες και αν το πάθος σας είναι άλλο, κάνουν και μαθήματα μαγειρικής. «Ο κόσμος όμως έρχεται σ’ εμάς κυρίως γιατί βρίσκει ηρεμία, ένα φιλόξενο περιβάλλον, καλό φαγητό και επαφή με τη φύση. Έχουμε πολλούς περιπατητές, υπάρχουν όμως και αυτοί που έρχονται για να απολαύσουν τη φύση, όπως κι εκείνοι που έρχονται εδώ μόνο για να φάνε».
Η κουζίνα τους πατάει στην παράδοση, χωρίς να λείπουν οι νέες ιδέες και οι επιπλέον πινελιές, πειραματίζονται με αυτήν. Σεφ είναι ο Βασίλης Μακράκης, ο πρωτότοκος γιος του Γιώργου που εργαζόταν στη Μηλιά από μικρό παιδί, περνούσε τα καλοκαίρια του εκεί· έχει αναλάβει την κουζίνα της από το 2017. Φημίζονται για το φαγητό τους, ακολουθούν την εποχικότητα. Έχουν μια σαλάτα με κολοκύθι που τη σερβίρουν με ένα σορμπέ αυγολέμονο και πρέπει να δοκιμάσετε. Τα κρέατα είναι δικά τους και τα καπνίζουν οι ίδιοι, τα λουκάνικά τους γίνονται στο χέρι με ελάχιστο λίπος και προσοχή στα μπαχαρικά.
Ξεφουρνίζουν πίτες με χόρτα που έχουν μαζέψει από τον οικισμό, οι γεμιστοί κολοκυθοανθοί δεν θα μπορούσαν να λείπουν από το μενού τους, ενώ το ντόπιο κατσίκι που ρίχνουν στον ξυλόφουρνο είναι στα must. Είναι ιδιαίτερα περήφανοι και για τα γλυκά τους, κάνουν ένα παρφέ μελιού που θα σας το προτείνουν ανεπιφύλακτα. Βγάζουν το δικό τους κρασί, έχουν στήσει όμως και μια οινική λίστα ψαγμένη, με δουλειές εγχώριες.
Όπως και τα σπίτια της Μηλιάς, έτσι και το εστιατόριό της λειτουργεί όλο τον χρόνο, είναι ανοιχτό σε όλους. Προσωπικά δεν ξέρω κανέναν που να μην έχει απολαύσει πραγματικά το γεύμα του εκεί. Σε αυτό έχουν αναφερθεί οι «New York Times», περιγράφοντάς το ως «μια κομψή ταβέρνα στο μεσαιωνικό χωριό». Πριν από δέκα χρόνια το «National Geographic» συμπεριέλαβε τη Μηλιά στα 26 καλύτερα ecolodges το κόσμου, ενώ έναν χρόνο μετά το «Lonely Planet» τής έδωσε τη 12η θέση στους πενήντα μυστικούς προορισμούς της Ευρώπης που διατηρούν τον χαρακτήρα τους. Πιο πρόσφατα, το 2019, η «Guardian» τη συμπεριέλαβε στα 15 off-grid μέρη για να μείνει κανείς στην Ευρώπη και οι «Times» του Λονδίνου στα τριάντα καλύτερα μέρη για να μείνει κανείς στην Ελλάδα μετά το lockdown του 2020.
Μην αναζητήσετε τη Μηλιά στις μεγάλες πλατφόρμες ενοικίασης καταλυμάτων, δεν θα τη βρείτε εκεί, γκουγκλάρετέ την ως «Milia Mountain Retreat». Υπάρχει κόσμος που, ενώ κάνει τις διακοπές του στην Κρήτη, σε κάποιον άλλο νόμο, εκτός Χανίων, θα επιλέξει να αφιερώσει στη Μηλιά λίγες μέρες προκειμένου να αποφορτιστεί. «Βλέπουμε να μας επισκέπτονται και εκείνοι που δεν είναι το καλύτερό τους να κάνουν μεγάλες διακοπές μέσα στη φύση, δηλαδή μπορεί πριν να έμεναν σε ένα μεγάλο, πολυτελές ξενοδοχείο.
Παρ’ όλα αυτά, θα αδράξουν την ευκαιρία να μείνουν μια-δυο μέρες και σ’ εμάς. Για πολύ κόσμο και κυρίως για τους ανθρώπους της πόλης είναι μια εμπειρία αυτό, το να νυχτώνει και να βρίσκεσαι σε έναν τόπο όπου δεν ακούς αυτοκίνητα και οχλαγωγία, να κοιμάσαι σε ένα άνετο κρεβάτι, να ξυπνάς με τα πουλιά και να σε περιμένει ένα ωραίο πρωινό μέσα στη φύση. Ο κόσμος στην Κρήτη το καλοκαίρι κοιμάται με το κλιματιστικό ανοιχτό. Εμείς δεν έχουμε καν, δεν το χρειαζόμαστε, αφού το τοπίο λειτουργεί ως φυσικός κλιματισμός. Τέτοια εποχή ένα σεντόνι το θέλετε για τον ύπνο σας».