Πάνε εξήντα χρόνια από το πρώτο και τελευταίο φιλμ του Ρόμαν Πολάνσκι στα πολωνικά, το αγωνιώδες ντεμπούτο του με το Μαχαίρι στο Νερό, μια συνεργασία στο σενάριο με τον φίλο του Γιέρζι Σκολιμόφσκι. Πάνε σχεδόν πενήντα πέντε από την τελευταία φορά που ο κορυφαίος σκηνοθέτης δοκιμάστηκε στη μαύρη κωμωδία, αν και διάσπαρτα υπάρχουν αυτά τα στοιχεία στη φιλμογραφία του με τον Χορό των Βρικολάκων, που μάλιστα γνώρισε ιδιαίτερη επιτυχία στην Ελλάδα. Και ούτε καν πέντε χρόνια μετά την τελευταία του ταινία, που ήταν το Κατηγορώ, ένα αριστούργημα που του χάρισε το μεγάλο βραβείο της επιτροπής στο Φεστιβάλ Βενετίας και το Σεζάρ Σκηνοθεσίας (θορυβώδεις διαμαρτυρίες και αποχώρηση από την αίθουσα της Αντέλ Ενέλ, μπλοκάρισμα στη γαλλική διανομή για τον Πολωνό), επανέρχεται στη Γαληνοτάτη και στο επίσημο διαγωνιστικό του 80ού φεστιβάλ με μια μαύρη κωμωδία που συνυπογράφει με τον Σκολιμόφσκι, και ξεσπαθώνει εναντίον της φαυλότητας και της πλουτοκρατίας σε έναν eurotrash αστεϊσμό με φόντο την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 2000 και τον φόβο για καθολικό οικονομικό πατατράκ λόγω του Υ2Κ – ποιος το θυμάται, και ποιος νοιάζεται πλέον…
Ο βαθύς και τόσο ιδιοφυής φόβος του Πολάνσκι για τους αγνώστους, εν μέρει δικαιολογημένος, και τόσο δημιουργικά αφομοιωμένος στο έργο του, εδώ καταντά μισανθρωπισμός, και μάλιστα απωθητικός, γιατί δεν έχει καν πλάκα.
Και δυστυχώς βρίσκεται τελείως εκτός τόνου και πνεύματος, αν και όχι εντελώς εκτός τόπου και θέματος: στο Γκστάαντ των παραμονών της νέας χιλιετίας, οι χυδαίοι πλούσιοι, όπως ένας ρεσταρισμένος πορνοστάρ και ο Μίκι Ρουρκ (δεν είναι το ίδιο πρόσωπο!), μια υστερική Γαλλίδα με σκυλάκι που πάσχει από διάρροια και ζητά βοήθεια από πλαστικό χειρουργό και νεαρό υδραυλικό, μια οικογένεια φτωχών που ήρθαν να δουν τον χαμένο πατέρα τους, ένας κακομοίρης λογιστάκος, ένας πάμπλουτος σιτεμένος νιόπαντρος με την τροφαντή Τεξανή νύφη και οι απαραίτητες τραβηγμένες γηραιές κυρίες για μονίμως χαμογελαστό ντεκόρ, τόσο τζόκερ που δεν καταλαβαίνεις αν χαίρονται για τα εντυπωσιακά πυροτεχνήματα ή απλώς τα χαζεύουν ατάραχες, είναι μια υπολογίσιμη πινακοθήκη γελοίων χαρακτήρων, αν υποθέσουμε πως κάποιος ξέρει τι να τους κάνει.
Και σαν να μην έφτανε η ατελείωτη παρέλαση της ανθρώπινης καρικατούρας, ο Πολάνσκι επιχειρεί να εφαρμόσει ένα παλιομοδίτικο χιούμορ, υπολογισμένο σε εξοντωτικό βαθμό και ληγμένο εδώ και δεκαετίες, όπως ακριβώς συνέβη και με την αστοχία του Μιχάλη Κακογιάννη στη νεοελληνική του σάτιρα Πάνω κάτω και πλαγίως, μπαγιάτικο και κακόγουστο, άκυρο και ψευδεπίγραφα φαρσικό, σαν την εκνευριστικά επαναλαμβανόμενη μουσική επένδυση του Αλεξάντρ Ντεσπλά. Με την αδυναμία της διανομής και της εύρεσης επενδυτικών κεφαλαίων, το κάστινγκ αποδείχθηκε αποσπασματικό και αθέλητα ετερόκλητο. Μόνο ο Όλιβερ Μασούτσι στον ρόλο του θυρωρού του παλατιού και τροχονόμου των παλαβών διασώζεται: ο άνθρωπος έχει υποδυθεί τον Μπόις, τον Χίτλερ και τον Φασμπίντερ, εδώ θα λιγοψυχούσε;
Κάποιες ιδέες σίγουρα υπάρχουν: για παράδειγμα, ο Πολάνσκι με τον Σκολιμόφσκι μας θυμίζουν πως λίγο πριν από εκείνη τη σημαδιακή Πρωτοχρονιά ο Γιέλτσιν είχε παραχωρήσει αναίμακτα, αλλά ανησυχητικά, τον θρόνο του στον Βλαντίμιρ Πούτιν, και η προσθήκη στη σπονδυλωτή πλοκή των Ρώσων (κλισέ) με τις μεθυσμένες κοπέλες και τις φορτωμένες βαλίτσες, που πάνε να βάλουν τρικλοποδιά στην παλιά καραβάνα, τον πρέσβη της χώρας στην Ελβετία, έχει σχετικό ενδιαφέρον, αλλά καταλήγει σε ένα ακόμη φληνάφημα.
Ο βαθύς και τόσο ιδιοφυής φόβος του Πολάνσκι για τους αγνώστους, εν μέρει δικαιολογημένος και τόσο δημιουργικά αφομοιωμένος στο έργο του, εδώ καταντά μισανθρωπισμός, και μάλιστα απωθητικός, γιατί δεν έχει καν πλάκα. Συχνά σκηνοθέτες με ιστορική παρουσία και σπουδαία καριέρα θέλουν να κληροδοτήσουν μια διαθήκη με νόημα στην τελική τους ευθεία. Άλλοι πετυχαίνουν. Η τελευταία λέξη του Κιούμπρικ ήταν fuck. Είναι τόσο κρίμα να θυμόμαστε τον Πολάνσκι, που είχε πάντα ανάγκη ένα θέμα για να πει την ιστορία μέσα από τα genres, και άφησε παρακαταθήκη τόσα αξέχαστα famous last words, από έναν σκύλο που πηδάει έναν πιγκουίνο – ή ήταν το αντίστροφο;