ΑΝΤΙ ΝΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙ μια διεξοδική καταγραφή της πολυτάραχης ζωής του Ένζο Φεράρι, ιδρυτή της φερώνυμης αυτοκινητοβιομηχανίας, πάλαι ποτέ οδηγού και οικογενειάρχη με προβληματικές σχέσεις, ο Μάικλ Μαν ορθώς συμπύκνωσε την ουσία του ισχυρού και μάλλον λακωνικού άνδρα σε μερικούς μήνες από το 1957, μια χρονιά σημαδιακή και κρίσιμη σε όλα τα επίπεδα.
Ανήσυχος για το μέλλον του «Οίκου» του και εξίσου προβληματισμένος για την εξέλιξη της σχέσης του με την κρυφή ερωμένη του και το παιδί που έχει μαζί της, ο Φεράρι έρχεται αντιμέτωπος με κρίσιμες επιλογές για τους οδηγούς που θα αναλάβουν το τιμόνι για τον σημαντικό αγώνα Mille Miglia, και με την εκρηκτική σύζυγό του, πενθώντας ακόμη τον γιο του μαζί της και ισορροπώντας την οικονομική συνωμοτικότητα που μοιράζονται με την εύθραυστη δυναμική τους.
Αυτό που λείπει από την αφηγηματική παράθεση πολλών γεγονότων είναι η ένταση, το ρίσκο και ο αισθησιασμός που ανέκαθεν υγραίνει τις ανταγωνιστικές σχέσεις στη φιλμογραφία του Αμερικανού.
Όσο κι αν ο Άνταμ Ντράιβερ πασχίζει να δείξει ότι βρίσκεται στο χείλος πολλών γκρεμών ταυτόχρονα, ο τοίχος που έχει σηκώσει ο Φεράρι απέναντι στην πιθανή απώλεια κι άλλων αγαπημένων του προσώπων γίνεται το φυσικό και ανυπέρβλητο εμπόδιο στην εξωτερίκευση των συναισθημάτων του – η εσωτερική του ερμηνεία υπολείπεται εκφραστικότητας και διαφάνειας και μετατρέπεται σε κενό ευγένειας και επίπεδης στωικότητας, σε εντυπωσιακή αντίστιξη με την ενεργητική παρουσία της Πενέλοπε Κρουζ στον ρόλο της συζύγου Λάουρα.
Το μεράκι του δημιουργού του Insider, του Miami Vice, του Collateral και του Thief στις μικρές, καίριες χειρονομίες (όπως όταν ο τελειομανής Ένζο γραπώνει και μετακινεί με σβελτάδα τα οπίσθια της Λίντα Κρίστιαν για να μην κρύβουν το logo της Ferrari από τις φωτογραφίες), την αυθεντική, ντόπια γλώσσα του σώματος που υιοθετεί ο Ντράιβερ, παρά τα αναγκαστικά εξαγγλισμένα ιταλικά της ταινίας, τους ήχους από τα πρωτότυπα μοντέλα των αυτοκινήτων και τις εικόνες που συνάδουν με την, έστω και πιο εξιδανικευμένη, βόρεια Ιταλία των '50s, αμβλύνουν τις κάπως απότομες στροφές του σεναρίου και την εμμονή στο συγκρατημένο μελόδραμα με πρωταγωνιστή έναν μάλλον αναβλητικό ηγέτη.
Είναι επίσης ενδιαφέρον, για όσους παρατηρούν ακόμη πιο προσεκτικά, πώς μερικές φράσεις μένουν σχεδόν αιωρούμενες, ημιτελείς και αμφίβολες, παράγωγα ενός ενοχικού και πληγωμένου ανθρώπου.
Στις δυο βασικές κούρσες της ταινίας ο Μαν δεν χαρίζεται: η έκβασή τους είναι σοκαριστική και κάνει το Ford vs. Ferrari να φαίνεται παιδικό σε σύγκριση.
Ωστόσο, αυτό που λείπει από την αφηγηματική παράθεση πολλών γεγονότων είναι η ένταση, το ρίσκο και ο αισθησιασμός που ανέκαθεν υγραίνει τις ανταγωνιστικές σχέσεις στη φιλμογραφία του Αμερικανού.
Τα πρώτα σχόλια για το Ferrari μιλούσαν για ένα πανάκριβο art movie, 100 και πλέον εκατομμυριών δολαρίων προϋπολογισμού. Δεν πρόκειται ακριβώς για ταινία τέχνης, ούτε, ευτυχώς, για ιταλοαμερικανικό ποτπουρί εντυπώσεων, όπως το πρόσφατο House of Gucci. Είναι το σοβαρό πορτρέτο ενός θρύλου με πολλές ατέλειες και βαριά σκιά, στο ισοζύγιο του οποίου κερδίζει το συγκρατημένο μελό έναντι του επιχειρηματικού σπινθήρα που τον καθιέρωσε.
Ferrari trailer