ΣΤΗΝ ΟΔΟ ΘΟΥΚΥΔΙΔΟΥ 13, στην περιοχή της Πλάκας, στεγάζεται το Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ). Μετά από μια μεταβατική περίοδο εσωστρέφειας, παραιτήσεων και μερικής δυσλειτουργίας, αυτές τις μέρες ανοίγει μια νέα σελίδα στην πορεία του. Όπως ανακοινώθηκε, τη διεύθυνσή του αναλαμβάνει ένας από τους κορυφαίους Έλληνες ιστορικούς, ο καθηγητής Οικονομικής και Κοινωνικής Ιστορίας του ΕΚΠΑ, Κώστας Κωστής. Όπως μου λέει στην αρχή της συζήτησής μας, στους χώρους του ΜΙΕΤ έχει ξεκινήσει ήδη τις πρώτες του συναντήσεις με τους εργαζόμενους, συνοδευόμενος από τον πρόεδρο του Δ.Σ. της Εθνικής Τράπεζας και του Δ.Σ. του ΜΙΕΤ Γκίκα Χαρδούβελη.
Το ΜΙΕΤ αποτελεί ένα πολύ σημαντικό πνευματικό κεφάλαιο και αδιαμφισβήτητη εστία γνώσης και πολιτισμού. Από το 1966, έτος ίδρυσής του, οι σπουδαιότερες προσωπικότητες των γραμμάτων και των τεχνών έχουν περάσει από το διοικητικό του συμβούλιο. Ο Κώστας Κωστής, επισημαίνει: «Μεγάλη τιμή να βρίσκομαι στη διεύθυνση ενός ιδρύματος που, στα εξήνατα σχεδόν χρόνια της ιστορίας του, έχει συμβάλει στη διαμόρφωση βασικών πολιτιστικών σταθερών της χώρας μας». Στη συνομιλία μας εκφράζει τον ενθουσιασμό του και δηλώνει πανέτοιμος για τις προκλήσεις που επιφυλάσσει η θέση του. Να θυμίσουμε ότι ο διακριμένος καθηγητής είναι συγγραφέας αρκετών ευπώλητων βιβλίων, μεταξύ των οποίων και τα «Κακομαθημένα παιδιά της Ιστορίας».
Στη συνέντευξη που ακολουθεί μιλά για πρώτη φόρα για τη νέα εποχή του ΜΙΕΤ, τις προθέσεις και τους στόχους που έχει θέσει, τις απαιτήσεις της ψηφιακής περιόδου και την ανάγκη προσαρμογής του στα νέα δεδομένα, καθώς και για την κριτική που έχει ακουστεί κατά καιρούς.
Αν θέλατε την προσωπική μου γνώμη, θα σας έλεγα ότι το ΜΙΕΤ θα πρέπει να αναπροσανατολιστεί προς την εκπαίδευση στη βάση των πολύτιμων υλικών, αρχειακών και άλλων που διαθέτει, και του ικανότατου προσωπικού που τα χειρίζεται.
— Καταρχάς, ήθελα να σας ρωτήσω πώς προέκυψε η πρόταση να αναλάβετε διευθυντής του ΜΙΕΤ.
Κοιτάξτε, ήταν εντελώς συμπτωματικό. Σκεφτείτε ότι ακόμη και δέκα ημέρες πριν από τη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου του ΜΙΕΤ, στην οποία πρώτα έδωσα συνέντευξη και στη συνέχεια με εξέλεξε στη θέση του διευθυντή, δεν είχε περάσει καν από το μυαλό μου αυτό το ενδεχόμενο.
— Ποιοι λόγοι συνετέλεσαν ώστε να αποδεχθείτε τη συγκεκριμένη θέση;
Η πρόταση αυτή μου έγινε σε μια εποχή που είχε ουσιαστικά κλείσει ένα κύκλος δραστηριοτήτων μου με το Ιστορικό Αρχείο της Alpha Bank που ξεπερνούσε τα είκοσι χρόνια και αναζητούσα κάτι καινούργιο. Ως εκ τούτου, η πρόταση ήταν εξαιρετικά δελεαστική για μένα, μια και μου άνοιγε νέες προοπτικές, κινητοποιούσε το ενδιαφέρον μου για νέες δραστηριότητες.
— Σκεφθήκατε να απαντήσετε αρνητικά εξαιτίας των δύσκολων συνθηκών της τελευταίας περιόδου;
Δεν ξέρω αν πέρασε ή όχι δύσκολες στιγμές το ΜΙΕΤ, αυτό που γνωρίζω είναι ότι παρέλαβα ένα ίδρυμα σε καλή κατάσταση, που πατάει στα πόδια του, και αυτό οφείλεται στην κ. Ασπασία Λούβη, η οποία υπήρξε διευθύντριά του τα τελευταία χρόνια. Ενημερώθηκα, φυσικά, για όλα αυτά κι έτσι δεν δίστασα να πάρω την απόφαση.
— Αντιλαμβάνομαι ότι ακόμη είναι πολύ νωρίς, αλλά ποιες είναι οι βασικές σας προθέσεις και οι στόχοι σας; Υπάρχει κάτι που θα επιδιώξετε να εφαρμόσετε άμεσα;
Θα σας απαντήσω με ένα παράδειγμα. Όταν ιδρύθηκε το 1966 το ΜΙΕΤ, η αγορά του βιβλίου στην Ελλάδα βρισκόταν σε μια μάλλον οπισθοδρομική κατάσταση: λίγα βιβλία και σε εκτύπωση κακής ποιότητας. Αυτό συνέχισε και κατά τη δεκαετία του 1970. Ο Εμμανουήλ Κάσδαγλης, ο πρώτος διευθυντής του ιδρύματος, με τις εκδόσεις που επιμελήθηκε διαμόρφωσε ένα επίπεδο ποιότητας τόσο των τίτλων που εξέδιδε το ΜΙΕΤ όσο και της καθαρά εκδοτικής πλευράς, που ήταν μοναδικό για τα ελληνικά δεδομένα. Με τον τρόπο αυτό πρότεινε ένα υπόδειγμα έκδοσης βιβλίων που άλλοι εκδότες όφειλαν να ακολουθήσουν. Η συμβολή του ΜΙΕΤ και του Εμμ. Κάσδαγλη προσωπικά στη δημιουργία υψηλών εκδοτικών προτύπων στη χώρα μας είναι ανεκτίμητη. Αυτήν τη στιγμή, όμως, ο αριθμός των εκδοτών και των βιβλίων που εκδίδονται στην Ελλάδα είναι πολλαπλάσιος σε σχέση με τη δεκαετία του 1970 και 1980 και ασφαλώς υπάρχουν εκδότες που παράγουν εξαιρετικά υψηλής ποιότητας βιβλία. Επομένως, η προσφορά του ιδρύματος στον τομέα αυτό εκ των πραγμάτων περιορίζεται και θα πρέπει να αναζητήσει άλλους τομείς στους οποίους θα παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο. Αυτό, φυσικά, δεν σημαίνει ότι θα σταματήσει τις εκδόσεις βιβλίων, και μάλιστα εκείνων που ένας εμπορικός εκδοτικός οίκος δεν θα αναλάμβανε ποτέ. Από κει και πέρα, οι επικεφαλής των υποδιευθύνσεων του ΜΙΕΤ εργάζονται για να κατατεθούν οι προτάσεις στο διοικητικό συμβούλιο, το οποίο και τελικά θα αποφασίσει την πορεία του.
— Έχετε δηλώσει ότι: «Ήρθε η στιγμή το ίδρυμα να ενισχύσει τον πρωταγωνιστικό του ρόλο και την παρουσία του στην ελληνική πολιτισμική πραγματικότητα και να αντιμετωπίσει με επιτυχία τις προκλήσεις ενός κόσμου που αλλάζει ταχύτατα». Με ποιους τρόπους έχετε σκοπό να το επιτύχετε αυτό;
Αν θέλατε την προσωπική μου γνώμη, θα σας έλεγα ότι το ΜΙΕΤ θα πρέπει να αναπροσανατολιστεί προς την εκπαίδευση στη βάση των πολύτιμων υλικών, αρχειακών και άλλων, που διαθέτει και του ικανότατου προσωπικού που τα χειρίζεται. Αλλά, όπως σας είπα, η πορεία του ιδρύματος θα αποτελέσει προϊόν μιας συλλογικής εργασίας του προσωπικού του, του διοικητικού του συμβουλίου και εμού, και δεν θα ήθελα να την προκαταλάβω.
— Θα ήθελα, επίσης, να σας ρωτήσω και για κάποια αρνητικά σχόλια που γράφτηκαν, όπως ότι έγινε παράκαμψη του διαγωνισμού. Θα θέλατε να δώσετε μια απάντηση στην κριτική αυτή;
Προσωπικά, δεν το διάβασα κάπου.
— Ουσιαστικά, υπονοήθηκε ότι υπήρξε απευθείας ανάθεση στο πρόσωπό σας, γι’ αυτό το αναφέρω.
Αν έχει γραφτεί στο Facebook, δεν το παρακολουθώ και δεν με αφορά. Πάντως, για να απαντήσω στο ερώτημά σας, αν κάποιος έχει τέτοιες αμφιβολίες, θα πρέπει να απευθυνθεί στο διοικητικό συμβούλιο. Εξ όσων γνωρίζω, πέρασα την ίδια ακριβώς διαδικασία με όλους τους υπόλοιπους υποψηφίους.
— Κύριε Κωστή, πολλοί υποστηρίζουν ότι το ΜΙΕΤ βρίσκεται σε παρακμή. Ποια θα είναι η επόμενη μέρα του ιδρύματος;
Κοιτάξτε, η λέξη «παρακμή» ή άλλες παρόμοιες δεν με εντυπωσιάζουν. Κάθε οργανισμός, κάθε άνθρωπος χρειάζεται προσαρμογή στα νέα δεδομένα που προκύπτουν συνεχώς καθώς περνάει ο χρόνος. Το ΜΙΕΤ δεν μπορεί να αποτελέσει εξαίρεση και φοβάμαι ότι όσοι λένε πως βρίσκεται σε παρακμή δεν λαμβάνουν υπόψη τους τις πολλές δραστηριότητες που αναπτύσσει, ιδίως κατά τα δύο τελευταία χρόνια, πέραν των εκδόσεων, και οι οποίες κάθε άλλο παρά παρακμή δείχνουν. Σκεφτείτε όμως, επίσης, ότι όταν δημιουργήθηκε το ΜΙΕΤ ήταν μια πρωτοπορία με την έννοια της μοναδικότητας, σήμερα υπάρχουν κι άλλα, πολλά ιδρύματα με περισσότερο ή λιγότερο συναφείς δραστηριότητες. Κατά δεύτερο λόγο αυτό που θα μπορούσε να εκληφθεί ως παρακμή δεν είναι, κατά τη γνώμη μου, παρά η έλλειψη μιας επιθετικής επικοινωνιακής πολιτικής.
— Σε παλιότερη συνέντευξή μου με τον πρώην διευθυντή του ΜΙΕΤ, κ. Διονύση Καψάλη, μου είχε πει ότι «δεν χρειάζεται να ανακατασκευάσεις ένα τέτοιο επιτυχημένο πείραμα, όπως ήταν το ΜΙΕΤ, από τη στιγμή που δεν έχει χαλάσει». Ποιο είναι το σχόλιό σας επ' αυτού;
Μα συμφωνώ με τον κ. Καψάλη, τον οποίο εκτιμώ ιδιαιτέρως. Και είμαι σίγουρος ότι κι εκείνος θα συμφωνούσε μαζί μου ότι δεν υπάρχει οργανισμός που να μη χρειάζεται προσαρμογή στα νέα δεδομένα κάθε εποχής. Άλλο ανακατασκευή, άλλο προσαρμογή.
— Να σας θυμίσω ότι είχε γραφτεί τότε πως στελέχη της Εθνικής Τράπεζας είχαν αποδώσει την κρίση που είχε ξεσπάσει στον κ. Διονύση Καψάλη, ο οποίος, κατά την εκδοχή τους, δεν συνεργαζόταν με τον «χορηγό» του ιδρύματος και αρνούνταν την απαιτούμενη αναδιάρθρωσή του. Οδεύουμε ουσιαστικά προς αλλαγή της υπάρχουσας φυσιογνωμίας;
Αν συνέβη κάτι τέτοιο, δεν με αφορά, όπως και γενικότερα δεν μπορεί να με απασχολεί ό,τι συνέβη στο παρελθόν. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι το μέλλον του ιδρύματος και μπορώ να σας πω ότι η διοίκηση της Τράπεζας με έχει διαβεβαιώσει για την υποστήριξή της.
— Σε προσωπικό επίπεδο, τι σηματοδοτεί για σας το γεγονός ότι αναλαμβάνετε επικεφαλής ενός σπουδαίου κεφαλαίου της νεοελληνικής πνευματικής ζωής;
Θα επαναλάβω ότι είναι τιμή μου που αναλαμβάνω τη διεύθυνση του Ιδρύματος, αλλά, συνάμα, και μια μεγάλη πρόκληση, την οποία αντιμετωπίζω με φοβερό κέφι. Στο κάτω κάτω, το ενδιαφέρον στη ζωή μας προέρχεται από τις προκλήσεις που συναντάμε μπροστά μας, αλλιώς θα ήταν πολύ βαρετή.