ΠΟΛΥ ΠΡΙΝ ΜΑΣ ΧΑΡΙΣΕΙ τον αριστουργηματικό Στόουνερ, ο Τζον Γουίλιαμς, από τους πιο αδικημένους λογοτέχνες της Αμερικής, δίνει τα πρώτα δείγματα γραφής με το Μόνο η νύχτα (μτφρ. Ορφέας Απέργης), το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg, όπως και τα υπόλοιπα βιβλία του συγγραφέα. Μέσα από την ιστορία του πρωταγωνιστή του βιβλίου, του εικοσιπεντάχρονου Άρθουρ, ο οποίος έχει εγκαταλείψει τις σπουδές του και ζει απομονωμένος σε ένα ξενοδοχείο με το επίδομα του πλούσιου, αλλά απόντα, επί σειρά ετών, πατέρα του, παρατηρούμε τις πρώτες απόπειρες του Στόουνερ να μιλήσει για την εσωτερική αυτογνωσία και τη μοναξιά, για τη δυσκολία ενός ανθρώπου να αντεπεξέλθει και, εν τέλει, να βγει σώος σε ένα περιβάλλον εχθρικό και αφιλόξενο. Το έζησε και ο ίδιος, όταν βρέθηκε να δέχεται τα πυρά των συναδέλφων του στο πανεπιστήμιο αλλά και των λογοτεχνικών κριτικών για τις φιλολογικές του ανθολογίες με θέμα την αναγεννησιακή ποίηση ή τα μυθιστορήματά του, τα οποία δυστυχώς έτυχαν ευρείας αναγνώρισης μετά θάνατον.
Όντας ανέκαθεν ένας μοναχικός λόγιος που δεν κατάφερε ποτέ να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις της ακαδημαϊκής κοινότητας, είχε πολλούς λόγους να ταυτίζεται με τον ήρωα του Στόουνερ ή με τον παράξενο πρωταγωνιστή του Μόνο η νύχτα, όταν, κάθε φορά που προσπαθούσε, σαν άλλος ένας καφκικός ήρωας, να υπερνικήσει τις εσωτερικές του φρίκες και τα τραύματα, ένιωθε ακόμα πιο έντονο τον εγκλωβισμό. Εξού και ότι ο ασφυκτικός χώρος του δωματίου, στον οποίο καταφεύγει ο ήρωάς του για να προστατευτεί από τους ανθρώπους, οι οποίοι μάλλον φαντάζουν σαν απειλή παρά σαν παρηγοριά, συνιστά τον κεντρικό καμβά πάνω στον οποίο αρχίζουν να αποκαλύπτονται, σαν τις πινελιές από έναν πίνακα του Τζορτζ Γκρος, οι στιγμές του εφιάλτη.
Όντας ανέκαθεν ένας μοναχικός λόγιος που δεν κατάφερε ποτέ να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις της ακαδημαϊκής κοινότητας, είχε πολλούς λόγους να ταυτίζεται με τον ήρωα του Στόουνερ ή με τον παράξενο πρωταγωνιστή του Μόνο η νύχτα, όταν, κάθε φορά που προσπαθούσε, σαν άλλος ένας καφκικός ήρωας, να υπερνικήσει τις εσωτερικές του φρίκες και τα τραύματα, ένιωθε ακόμα πιο έντονο τον εγκλωβισμό.
Από την αρχή μέχρι το τέλος του βιβλίου, οπότε η πιο ακραία φαντασιοκοπία μοιάζει να εναλλάσσεται με τον πιο απτό ρεαλισμό, κανείς δεν ξέρει αν αυτές οι εφιαλτικές στιγμές αναφέρονται στην εξωτερική ή στην εσωτερική πραγματικότητα. Γιατί αυτό που ουσιαστικά κατατρέχει τον Άρθουρ, έναν σακατεμένο Αρθούρο με σαλεμένη συνείδηση ‒φόρο τιμής στους τρελούς χαρακτήρες του αγαπημένου του Σαίξπηρ ίσως;‒, δεν είναι τόσο οι φαινομενικοί του αντίπαλοι, από τον υποτιθέμενα καλό γκέι φίλο του, τον Στάνφορντ, που γίνεται εχθρός όταν αρνείται να του δώσει δανεικά, μέχρι τη δυνάμει ερωμένη του Κέιτ ή τον πατέρα του, αλλά το ίδιος του ο εαυτός. Ο Άρθουρ είναι διαρκώς διχασμένος μεταξύ απραξίας και βίας, φαντασιοκοπίας και ωμής συνειδητοποίησης.
Η αναδυόμενη επίγνωση της αλήθειας μέσα από τους εφιάλτες, μέσα από μια εσωτερική σύγκρουση που ανταποκρίνεται στην πατρική φωνή και η φαινομενική τελική μονομαχία μεταξύ του νεαρού άνδρα και του πατέρα είναι, τελικά, παρά την όποια μεταστροφή, σχεδόν αναμενόμενη. Ο νεαρός μετατρέπεται ξαφνικά από θύμα σε θύτη και το αντίστροφο σε έναν φαύλο κύκλο βίας σαν αυτόν που διαπερνά τα αρχαία δράματα ή σαν εκείνον που είχε αντικρίσει ο ίδιος ο συγγραφέας όταν βρέθηκε στο μέτωπο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Είναι σαφές ότι στα μάτια του η βία γεννάει βία και ο πόνος κι άλλο πόνο, ακόμα κι αν δεν ξέρει κανείς ποιος είναι αυτός που την προκαλεί και ποιος εκείνος που τη δέχεται. Ενδεχομένως να ήταν το μόνο που θα μπορούσε να σκεφτεί γράφοντας το πρώτο του βιβλίο λίγα χρόνια μετά τη λήξη του πολέμου.
Ως εκ τούτου, οι αναμνήσεις, όπως οι εικόνες που φέρει κανείς πάντα εντός του ως ανοιχτά τραύματα, κατακλύζουν τον πρωταγωνιστή του Μόνο η νύχτα και τον συντρίβουν εσωτερικά, είτε πρόκειται για μια οδυνηρή οικογενειακή ανάμνηση είτε για το απλό κοινωνικό ενδεχόμενο μιας φιλικής συνεύρεσης. Ο πατέρας, ο απόλυτος νόμος και κατεξοχήν υπαίτιος αυτής της παράφορης συνθήκης, σε αντίθεση με την τρυφερή μητέρα, επανέρχεται και ζητά συνάντηση με τον γιο, με τα ανάμεικτα συναισθήματα να διαδέχονται το ένα το άλλο, καθώς κάποια ίχνη συμπάθειας προσπαθούν να υπονομεύσουν το αιώνιο μίσος. Στη σκέψη και μόνο του πατέρα του ο Άρθουρ γίνεται ο αναρχικός θιασώτης μιας ανεξέλεγκτης και αδάμαστης σκέψης που πολλές φορές δεν βγάζει νόημα, καθιστώντας σαφή εδώ την επιρροή του ρεύματος της συνειδησιακής ροής (stream of consciousness) που ήταν κυρίαρχο την εποχή που ο Ουίλιαμς έκανε τα πρώτα του βήματα. Ίσως, πάλι, να πρόκειται για το πρώιμο σύμπτωμα μιας μοντερνιστικής γραφής, την οποία ο Γουίλιαμς θα εγκαταλείψει στη συνέχεια, δίνοντας έμφαση στη σκιαγράφηση πειστικών χαρακτήρων, ενώ οι λυρικές του εξάρσεις παραπέμπουν στα κλασικά του διαβάσματα, τον Μέλβιλ και τον Χόθορν. Αντίστοιχα, η λεπτομερής περιγραφή των εσωτερικών χώρων μοιάζει ανάλογη με αυτές που βρίσκουμε στο Σπίτι με τα τέσσερα αετώματα Ντίκενς και τις Βοστονέζες του Χένρι Τζέιμς.
Ακόμα, λοιπόν, κι αν είναι ξεκάθαρο ότι πρόκειται για ένα πρωτόλειο, αφού το Μόνο η νύχτα δεν έχει τη σιγουριά ούτε του Μακελάρη ούτε του Στόουνερ, παρά τις αδυναμίες του, θέτει τις βασικές αρχές μιας λογοτεχνικής ταυτότητας που δίνει έμφαση στην εσωτερική αναζήτηση, στην αποξένωση και στη μοναξιά, στην αλλοτρίωση, και στην κεντρική θέση που έχει σε όλες τις σχέσεις η αγάπη. Προαναγγέλλοντας, ουσιαστικά τα επόμενα βιβλία του Γουίλιαμς, το πρωτόλειο αυτό βιβλίο αποκαλύπτει τις ποικίλες βαθμίδες της σχέσης που συνδέει τον άνθρωπο με το εξωτερικό του περιβάλλον, τη δύναμη του σώματος που μοιάζει να υπερνικά τις εμμονές της συνείδησης. Ο Γουίλιαμς μοιάζει έτσι να μετατρέπει την περίπλοκη δυναμική της κοινωνικής αποδιοργάνωσης που επέβαλαν οι ταραγμένες εποχές που ζούσε σε αισθησιακές αντιδράσεις, ήχο, μυρωδιά, άγγιγμα.
Το είδαμε στο Πέρασμα του Μακελάρη και στον Στόουνερ, το συναντάμε στα πρώτα του αυτά βήματα, στη εξαίσια περιγραφή της επαφής των δαχτύλων, στη συνάντηση με εκείνη τη μαγική άγνωστη, την Κλερ. Αλλά και πάλι, παρά την κατακλυσμιαία αίσθηση της σωματικότητας, αυτό που κάνει τον ίδιο τον πρωταγωνιστή, όπως και όλους τους κατοπινούς ήρωες του Γουίλιαμς, να συνταράσσονται από αγωνία είναι η επιβλητική απουσία της αγάπης (το αγάπης αγώνας άγoνος του Σαίξπηρ, για το οποίο είχε τόσο μιλήσει ο Στόουνερ και στα ποιήματά του): «Αυτό ήταν το πράγμα που έφερνε τους άνδρες και τις γυναίκες κοντά», γράφει στο Μόνο η νύχτα, «όχι η συνάντηση μυαλών ή πνευμάτων, όχι η ένωση των σωμάτων στη σκοτεινή τρέλα της συνουσία ‒τίποτε απ’ αυτά. Ήταν η μικρή μικρή ανάγκη να δημιουργηθεί ένας δεσμός πιο εύθραυστος και από την πιο λεπτή δαντελένια κορδέλα. Γι’ αυτό αγωνίζονταν μαζί, αδιάκοπα, και πάντοτε πραγματικά μόνοι· γι’ αυτό αγαπούσαν και μισούσαν, συνέλεγαν και διασκόρπιζαν. Μονάχα γι’ αυτήν τη μικρή κλωστή που δεν μπορούσαν ποτέ να δοκιμάσουν να τεντώσουν από τον φόβο της καταστροφής της, μόνο γι’ αυτήν τη λεπτή κλωστή που δεν μπορούσαν ποτέ να τη δέσουν σφιχτά από φόβο μήπως κοπεί στα δύο. Πόσο μόνοι είμαστε, σκέφτηκε. Πόσο, πάντοτε, μόνοι».
Για τη μοναξιά μιλάει, άλλωστε, ο Γουίλιαμς σε όλα του τα βιβλία, ασχέτως του αν μοιάζουν τόσο διαφορετικά μεταξύ τους, για εκείνη τη στιγμή που η συνείδηση διαφοροποιείται από το περιβάλλον για να αποκτήσει επίγνωση της σημασίας που έχει η μοναξιά μέσα στον ορυμαγδό του διαπροσωπικού περιβάλλοντος, σαν τον μοναχικό αυτοκράτορα Αύγουστο, το τελευταίο του μυθιστόρημα, που αποκαλύπτει την αλήθεια της ατομικότητας μέσα στην τύρβη της αγοράς και του όχλου. «Μια μοναχική φιγούρα σε μια ομοιόμορφη έκταση της ερήμου δεν είναι ποτέ τόσο μόνη όσο κάποιος που χάνεται μέσα στο άπειρο μιας πολυσύχναστης πόλης», γράφει συμπερασματικά σχεδόν ο Γουίλιαμς στο Μόνο η νύχτα. Είναι ακριβώς αυτή η αίσθηση της μοναξιάς που κάνει τον ήρωα να νιώθει «μια ανώνυμη θάλασσα από ανθρώπους, που δεν έμοιαζε να αποτελείται καθόλου από ανθρώπους», επιβεβαιώνοντας το μόνιμο μοτίβο που διατρέχει αυτά τα λίγα, αλλά σπάνια λογοτεχνικά και ποιητικά έργα του Γουίλιαμς. Η μετάφραση του Ορφέα Απέργη αφουγκράζεται με ακρίβεια το ποιητικό ύφος του συγγραφέα και τις υφολογικές του ακροβασίες, ακόμα και αν κάποιες επιλογές του μοιάζουν αρκετά παράδοξες (όπως το δημοτικίζον «μετάνιωμα» αντί για τη μεταμέλεια).
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.