Αύγουστος του John Williams
Όταν διάβαζα τον «Στόουνερ» του John Williams είχα διαρκώς στο μυαλό μου μια σκηνή από τον «Μόμπι Ντικ». Δεν έχω μαζί μου το αριστούργημα του Μέλβιλ για να παραθέσω αυτούσιο το απόσπασμα, πρόκειται πάντως για μια περιγραφή του πλοίου που ταξίδευε μες στη μαύρη νύχτα. Από κοντά, όποιος ήταν μέσα στο καράβι ζούσε στη δίνη μια μεγάλης δράσης. Το ψάρεμα μιας φάλαινας σήμαινε πολλή δουλειά, καζάνια αναμμένα, φωτιές, καπνοί, κόσμος να αγωνίζεται με τρόπο οριακό για να γίνει η φάλαινα πολύτιμα υλικά για τον άνθρωπο. Από μακριά, όμως, όλος αυτός ο κόπος, όλος αυτός ο πόλεμος της ανθρώπινης ύπαρξης, δεν ήταν κάτι περισσότερο από μια φωτεινή κουκκίδα μέσα στο απέραντο σκοτάδι της νύχτας. Ένα τίποτα μέσα στον μαύρο ωκεανό. Και ο θόρυβος του ανθρώπου και όσων κατορθώνει μαινόμενος, πνιγμένος μέσα στην αιώνια ησυχία του σύμπαντος.
Κάπως έτσι έχτισε, πιστεύω, και ο John Williams τον Στόουνερ. Μια ανθρώπινη ύπαρξη που παλεύει με όσα μπορεί για να επιβιώσει μέσα στην απεραντοσύνη της ανθρώπινης ιστορίας. Αξίζει να ακουστεί; Ποια «μυθιστορηματική» αξία κατέχει αυτός ο ήρωας; Μια θλιβερή παιδική ηλικία, μια μικρή επανάσταση, ένας έρωτας, ένας γάμος, ένα παιδί, μια κρίση μέσης ηλικίας, άλλος ένας έρωτας, αυτή τη φορά αληθινός, τα γηρατειά, η αρρώστια, ο θάνατος. Τι άξιο καταγραφής να υπάρχει σε αυτά τα τόσο συνηθισμένα πράγματα; Στον κόσμο όπου οι μυθιστορηματικοί ήρωες κυνηγούν φάλαινες στα πέρατα της Γης και την εποχή που γράφτηκε ο «Στόουνερ» ο άνθρωπος πατούσε για πρώτη φορά στο Φεγγάρι;
Όσοι γράφουν για βιβλία έχουν, νομίζω, καλύτερες λέξεις για να εκφράσουν αυτό που ένιωσα εγώ διαβάζοντας αυτό το βιβλίο. Για μένα, πάντως, ο «Στόουνερ» ήταν από τα βιβλία που μου άλλαξαν τη ζωή με τον πιο υπόγειο τρόπο. Κάθε μέρα που ζω συμβατικά τη ζωή μου σκέφτομαι πια την αξία της και βλέπω καθαρά πως η ημερομηνία λήξης δεν είναι μόνο για τους άλλους, ούτε τόσο μακρινή όσο νομίζαμε πιο νέοι. Παράλληλα, κάθε φορά που αναγνωρίζω την ομορφιά στη ζωή, όσο μεγάλη ή μικρή, στέκομαι και την παρατηρώ πια, γιατί ξέρω πως δεν είναι αυτονόητη. Αυτά εν ολίγοις μου προκάλεσε αυτό το βιβλίο και γι’ αυτό έτρεξα να διαβάσω και τα άλλα τρία μυθιστορήματα που έγραψε αυτός ο μυστήριος συγγραφέας. Τα τέσσερα βιβλία διαφέρουν στο σκηνικό και στην πλοκή με εντυπωσιακό τρόπο. Στον πυρήνα τους, βέβαια, όλα για το ίδιο πράγμα μιλούν. Έτσι όπως οι ταινίες του Κιούμπρικ διαφέρουν αλλά στον πυρήνα τους είναι όλες κομμάτι της ίδιας αφήγησης. Το ταξίδι του ανθρώπου στη Γη, η ανθρώπινη κατάσταση που παραμένει η ίδια στο Φεγγάρι ή στη Γη, στην αρχαία Ρώμη ή στην Αμερική των ’60s.
Τελείωσα χθες τον «Αύγουστο», το μυθιστόρημα του Williams που καταγράφει τη ζωή του Ρωμαίου αυτοκράτορα Οκταβιανού, ο οποίος διαδέχτηκε τον Ιούλιο Καίσαρα μετά τη βίαιη δολοφονία του από τον Βρούτο και μια ολόκληρη ομάδα ευγενών που επαναστάτησε εναντίον του. Δεν πρόκειται για βιογραφία ή ιστορική μελέτη. Πρόκειται για ένα ιστορικό μυθιστόρημα και ο ίδιος ο συγγραφέας στην εισαγωγή του φροντίζει να τονίσει με εμφατικό τρόπο: «Θα είμαι ευγνώμων στους αναγνώστες που δεν θα δουν τίποτε περισσότερο σε αυτό το βιβλίο από αυτό που είναι: μια μυθοπλασία». Η πλοκή εξελίσσεται μέσα από την παράθεση επιστολών, ημερολογιακών καταγραφών και επίσημων εγγράφων. Η μεγάλη εικόνα μιας τρομερής ιστορικής περιόδου παρουσιάζεται μόνο μέσα από τα γραπτά. Σαν να ξαναγράφει ο συγγραφέας την ιστορία ενός αδύναμου και εντελώς απροετοίμαστου παιδιού που έγινε ο σπουδαιότερος αυτοκράτορας της Ρώμης. Τι χρειάστηκε για να γίνει Αύγουστος; Τι θυσίασε; Όλα σκιαγραφούνται άψογα στο βιβλίο, που είναι γραμμένο με εξαιρετική μαεστρία. Και αν την ιστορία την ξέρεις, και αν ο Williams δεν σου δίνει το αίμα, τη βία και το σεξ της εποχής στο χέρι για να απολαύσεις ένα ιστορικό μυθιστόρημα με δράση, έτσι όπως είδες τη Ρώμη στην τηλεοπτική σειρά ή σε βιβλία άλλων, μένεις εμβρόντητος από την τεχνική και το ταλέντο του στην αφήγηση και στο χτίσιμο ενός πολύ γερού μυθιστορήματος.
Στο μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου ο αυτοκράτορας παρουσιάζεται μέσα από τα λόγια των άλλων. Το βιβλίο τελειώνει με τον αυτοκράτορα να ταξιδεύει σε βαθύ γήρας στο Κάπρι, αφού έχει ολοκληρώσει το έργο του, γνωρίζοντας πως του έχουν απομείνει ελάχιστες μέρες ζωής. Εκεί ο Οκταβιανός γράφει μια μεγάλη επιστολή στον Νικόλαο τον Δαμασκηνό, μια απολογία ζωής. Από αυτό το κομμάτι παραθέτω τρία αγαπημένα μου αποσπάσματα:
«Είναι ευτύχημα που οι νέοι δεν αναγνωρίζουν ποτέ την άγνοιά τους, γιατί αν το έκαναν, δεν θα μπορούσαν να αποκτήσουν τη δύναμη να αντέξουν στον χρόνο. Είναι ίσως ένα ένστικτο του αίματος και της σάρκας που εμποδίζει αυτή τη γνώση και επιτρέπει στον νέο να γίνει ο άνθρωπος που θα ζήσει για να δει την τρέλα της ύπαρξής του».
«Οι νέοι, που δεν γνωρίζουν το μέλλον, βλέπουν τη ζωή σαν ένα επικό ταξίδι, μια Οδύσσεια μέσα από παράξενες θάλασσες και άγνωστα νησιά, εκεί όπου θα δοκιμαστούν και θα αποδείξουν τις δυνάμεις τους φτάνοντας στην Αθανασία. Οι άνδρες της μέσης ηλικίας, που έχουν ζήσει το μέλλον που κάποτε ονειρεύτηκαν, βλέπουν τη ζωή σαν μια τραγωδία, γιατί έχουν μάθει πως η δύναμη που απέκτησαν, όσο μεγάλη κι αν είναι, δεν θα κατορθώσει ποτέ να ξεπεράσει τη δύναμη της φύσης και της τυχαιότητας, αυτά τα στοιχεία που τόσα χρόνια τα ονομάζουν Θεό. Έχουν πια απόλυτη επίγνωση πως είναι θνητοί. Ο ηλικιωμένος όμως άνδρας, αν έχει παίξει τον ρόλο του σωστά, θα πρέπει να βλέπει τη ζωή σαν μια κωμωδία, αφού οι νίκες και οι αποτυχίες του συγκλίνουν πια και καμία από αυτές δεν είναι αιτία ούτε για ντροπή ούτε για περηφάνια. Και ο ίδιος δεν είναι ο ήρωας που κυβερνά αυτές τις δυνάμεις, ούτε ο πρωταγωνιστής που έχει καταστραφεί από αυτές. Όπως κάθε φτωχός και αξιολύπητος ηθοποιός, θα γνωρίζει πια πως έχει παίξει τόσους ρόλους στη ζωή του, που ο αληθινός του εαυτός δεν υπάρχει πια».
Και το τρίτο, όταν ο αυτοκράτορας παρατηρεί τον νεότατο γιατρό του να κοιμάται:
«Αποκοιμήθηκε ξαπλωμένος στο κατάστρωμα με τα χέρια του κάτω από το κεφάλι, με εκείνη τη συγκινητική πίστη και πληρότητα που έχουν οι νέοι. Κοιμάται, σίγουρος πως θα ξυπνήσει και πάλι το πρωί».
Ο «Στόουνερ» του John William κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Gutenberg σε άψογη μετάφραση της Αθηνάς Δημητριάδου και επίμετρο του Άρη Μπερλή. Μαθαίνω πως ο «Αύγουστος» μεταφράζεται ήδη από τον ίδιο εκδοτικό οίκο. Η μετάφραση στα αποσπάσματα που παραθέτω είναι δική μου, συνεπώς όχι αντάξια του πρωτοτύπου.