ΥΠΟΛΟΓΙΖΕΤΑΙ ΟΤΙ ΓΥΡΩ στις 300 χιλιάδες ήταν οι επισκέπτες στην Έκθεση Βιβλίου στο Πεδίο του Άρεως τις δύο πρώτες εβδομάδες του Σεπτεμβρίου, μια επανεκκίνηση σ’ έναν ιστορικό χώρο ο οποίος κατά τη δεκαετία του 1990 είχε ταυτιστεί απόλυτα με το βιβλίο. Ο υπεύθυνος οργάνωσης της έκθεσης, Βασίλης Χατζηιακώβου, δεν κρύβει τον ενθουσιασμό του για την επιτυχία.
Είναι μια επιτυχία ποιοτική αλλά και οικονομική, όπως με βεβαιώνουν πολλοί εκδότες με τους οποίους συνομίλησα. Η έκθεση έδειξε τον θρίαμβο του ποιοτικού βιβλίου. Κυρίως χαρακτηρίστηκε, όμως, από την ανανέωση του κοινού. Πιο νεανικό, αλλά ακόμη κι ένα κοινό καινούργιο, που συνδέεται με τις γειτονιές γύρω από το Πεδίο του Άρεως, τα Εξάρχεια, την Κυψέλη, του Γκύζη.
Η έκθεση αναγκάζεται να αναζητήσει νέους χώρους, στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου και, μέχρι πρόσφατα, στο Ζάππειο. Η επιστροφή της στο Πεδίο του Άρεως, παρά τους αρχικούς δισταγμούς κάποιων εκδοτών, και η επιτυχία της σημαίνει μια νέα αρχή.
Ο Βασίλης Χατζηιακώβου, που τον γνωρίζουμε από τις εκδόσεις Αρμός αλλά και από τη λειτουργία του φιλολογικού καφενείου Πόλις στο αίθριο του Αρσακείου, είναι βετεράνος των εκθέσεων αυτών. Μαζί με τον Θανάση Καστανιώτη, που ήταν πρόεδρος του Συνδέσμου Εκδοτών Βιβλίου στις αρχές της δεκαετίας του 1990, ξεκίνησαν τις εκθέσεις στο Πεδίο του Άρεως. Η δωδεκαετία 1990-2002 είναι συνδεδεμένη με τη χρυσή εποχή των εκθέσεων, με αποκορύφωμα το 2000, όταν για πρώτη και μοναδική φορά ένας πρωθυπουργός εγκαινιάζει έκθεση βιβλίου. Ήταν ο Κώστας Σημίτης.
Μετά αρχίζει η παρακμή του πάρκου και η εγκατάλειψή του. Η έκθεση αναγκάζεται να αναζητήσει νέους χώρους, στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου και, μέχρι πρόσφατα, στο Ζάππειο. Η επιστροφή της στο Πεδίο του Άρεως, παρά τους αρχικούς δισταγμούς κάποιων εκδοτών, και η επιτυχία της σημαίνει μια νέα αρχή. Είναι βέβαια και μια επιστροφή του πάρκου στη ζωή των Αθηναίων, όπως άλλωστε έδειξαν και οι εκθέσεις της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση που έγιναν εκεί, ιδιαίτερα τα «Πλάσματα».
Συζητήθηκε, όχι πάντα θετικά, το θεματικό αφιέρωμα της Έκθεσης Βιβλίου στις γυναίκες. Το λέω στον Βασίλη Χατζηιακώβου και του επισημαίνω τις ενστάσεις. Μου απαντάει αποστομωτικά ότι το αφιέρωμα αυτό δεν είχε σχέση αποκλειστικά με συγγραφείς ή ποιήτριες αλλά με τη γυναικεία επιχειρηματικότητα στον χώρο των εκδόσεων. Και μου θυμίζει τη μεγάλη σειρά γυναικών που σφράγισαν τον εκδοτικό χώρο.
Νανά Καλλιανέση του Κέδρου, Μάγδα Κοτζιά του Εξάντα, Μάνια Καραϊτίδη της Εστίας, Ιωάννα Χατζηνικολή των ομώνυμων εκδόσεων, Μυρσίνη Ζορμπά του Οδυσσέα, Έφη Βασιλάκου της Αστάρτης, αδελφές Καρύδη του Ίκαρου, Λουίζα Ζαούση της Ωκεανίδας, για να μείνουμε μόνο στις γυναίκες της εκδοτικής ιστορίας και να μην αναφέρουμε τις δρώσες, όπως τη Γιώτα Κριτσέλη της Κίχλης ή την Τζούλια Τσιακίρη του Ροδακιού.
Μέσα στον απόηχο της επετείου των εκατό χρόνων από τον θάνατο του Μαρσέλ Προυστ (18 Νοεμβρίου 1922) διάβασα το πολύ πρωτότυπο βιβλίο της Λορ Μιρά «Proust, un roman familial» (Προυστ, ένα οικογενειακό μυθιστόρημα), που κυκλοφόρησε φέτος κι είναι υποψήφιο για κάποιο από τα γαλλικά λογοτεχνικά βραβεία. Γνωρίσαμε τη Λορ Μιρά, που είναι καθηγήτρια Γαλλικού Πολιτισμού στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, στο Λος Άντζελες, μέσα από το δοκίμιό της «Ποιος ακυρώνει τι;» (εκδόσεις Πόλις), με θέμα την cancel culture. Μας είχε δείξει εκεί έναν τρίτο δρόμο, που έχει σχέση με την αλλαγή των θεσμών κι όχι με την «τρομοκρατία των μειοψηφιών» ή τη «δικτατορία της αριστεράς».
Στο καινούργιο βιβλίο της όμως η Μιρά μιλάει για την οικογένειά της σε σχέση με το μυθιστόρημα του Προυστ, το Αναζητώντας…, για να μας πει ότι τελικά, ναι, ο Προυστ δεν της έσωσε τη ζωή, κατά το κοινώς λεγόμενο, αλλά τη συμφιλίωσε με την οικογένειά της. Και η οικογένεια της Μιρά δεν είναι κάποια τυχαία. Τα μέλη της είναι πρωταγωνιστές στο μυθιστόρημα του Προυστ. Από την πλευρά της μητέρας της κατάγεται από τον Λουδοβίκο τον 13ο, ενώ από την πλευρά του πατέρα της κατάγεται από τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη.
Η Μιρά δεν ακολούθησε καμία από τις νόρμες της καταγωγής της (καθολικισμός, γάμος, πολλά παιδιά, ετικέτα και πρωτόκολλο). Απέδρασε από τη Γαλλία και από το ασφυκτικό περιβάλλον της εθιμοτυπίας και των τρόπων της αριστοκρατίας, σπούδασε, όπως δεν έκαναν οι γυναίκες της τάξης της, και δεν παντρεύτηκε, καθώς οι ερωτικές προτιμήσεις της στρέφονται προς το ίδιο της το φύλο. Διαβάζοντας τον Προυστ, αντικατέστησε το κοινωνικό prestige με το proustige.
Σε λίγες ημέρες, συγκεκριμένα στις 8 και 9 Νοεμβρίου, συμπληρώνονται 100 χρόνια από το αποτυχημένο «πραξικόπημα της μπιραρίας», τότε που ο Χίτλερ προσπάθησε να ανατρέψει διά της βίας την ευάλωτη Δημοκρατία της Βαϊμάρης (το πέτυχε, βέβαια, δέκα χρόνια αργότερα, με… εκλογές). Αυτή η στρογγυλή επέτειος έχει προκαλέσει εκδοτικό οργασμό στη Γερμανία. Είναι τόσο πολλοί οι τίτλοι που ήδη στη Γερμανία μιλούν για «επετειίτιδα» («Jubiläumitis»). Οι επέτειοι ρυθμίζουν βέβαια τη συγγραφική και εκδοτική παραγωγή, όπως και τόσα άλλα πράγματα στη δημόσια ζωή.
Πολλές φορές μοιάζουν να εκβιάζουν το ενδιαφέρον των αναγνωστών και του κοινού. Αλλά ειδικά η Βαϊμάρη εξακολουθεί να ασκεί μεγάλη γοητεία και να θεωρείται πάντοτε επίκαιρη. Ίσως γι’ αυτό η εκατονταετία από το αποτυχημένο «πραξικόπημα της μπιραρίας» προκαλεί το ενδιαφέρον και σε άλλες αγορές, όπως την αγγλοσαξονική. Αυτή η περίοδος της γερμανικής ιστορίας, που την ονομάζουμε Δημοκρατία της Βαϊμάρης (1918-1933), δείχνει πόσο μοιραία μπορεί να αποδειχθεί η διάβρωση των κανόνων της δημοκρατίας, ακόμη κι αν οι επιπτώσεις της φανούν αργότερα, και ότι το τίμημα που οι κοινωνίες καταβάλλουν για τη δημοκρατία είναι η διαρκής επαγρύπνηση.
Φυσικά η Βαϊμάρη είναι και αυτό το γοητευτικό μείγμα της διαφθοράς, της φτώχειας, της βίας, της πορνείας, της σεξουαλικής απελευθέρωσης, της δημιουργικής έκρηξης, της άνθησης της τέχνης και της κατάλυσης κάθε κανόνα συμμετρίας, ορθολογισμού κ.λπ. που μας κάνει σήμερα να «καταναλώνουμε» με απληστία τη Βαϊμάρη. Το αποδεικνύει η επιτυχία των μυθιστορημάτων του Χανς Φάλαντα (τα περισσότερα στις εκδόσεις Gutenberg), η επιτυχία όλων των κύκλων της σειράς «Babylon Berlin», που στηρίζεται στα μυθιστορήματα του Φόλκερ Κούτσερ (στις εκδόσεις Διόπτρα) αλλά και η διαχρονική επιτυχία του ιστορικού δοκιμίου του Χάινριχ Βίνκλερ «Βαϊμάρη» (στις εκδόσεις Πόλις).
Διαβάζω το βιβλίο Crossings (Σταυροδρόμια) του Αμερικανού συγγραφέα Μπεν Γκόλντφαρμπ. Είναι βιβλίο ερευνητικής δημοσιογραφίας, ένα είδος που μόνο οι Αμερικανοί μπορούν να κάνουν τόσο καλά, ίσως γιατί δεν έχουν μόνο την παράδοση αλλά και τους πόρους – χρόνο και χρήμα. Το θέμα του είναι οι τεράστιες αρνητικές επιπτώσεις που προκαλούν οι αυτοκινητόδρομοι στο περιβάλλον, στον άνθρωπο, στα ζώα, στα φυτά. Ο Γκόλντφαρμπ λέει ότι αν δούμε τον πλανήτη μας από μακριά, μοιάζει με μια σφαίρα που είναι τυλιγμένη ασφυκτικά από… κορδέλες. Είναι τα 64 εκατομμύρια χιλιόμετρα αυτοκινητοδρόμων. Τους περισσότερους αυτοκινητοδρόμους έχουν οι Ηνωμένες Πολιτείες.
Φτάνουν τα 10 εκατομμύρια 400 χιλιάδες χιλιόμετρα, με τάση αυξητική. Υπολογίζεται ότι μόνο στις ΗΠΑ και στο εκτεταμένο δίκτυό τους βρίσκουν κάθε μέρα τον θάνατο 100 άνθρωποι και σκοτώνονται 1 εκατομμύριο άγρια ζώα. Οι αριθμοί που παρουσιάζει ο Γκόλντφαρμπ είναι εφιαλτικοί. Η έρευνά του, που δείχνει πόσο επείγον είναι το θέμα, εισάγει την έννοια της «road ecology», ουσιαστικά μιας νέας επιστήμης για τη μείωση των επιπτώσεων από τη χάραξη και την κατασκευή νέων αυτοκινητοδρόμων και από τη χρήση αυτών που είναι σε λειτουργία.
Πόσο ο τίτλος ενός βιβλίου επηρεάζει τις επιλογές μας; Θα αγοράζαμε σήμερα, ας πούμε, ένα βιβλίο που θα είχε τίτλο «Οι σκίουροι του Σέντραλ Παρκ είναι θλιμμένοι τη Δευτέρα»; Όχι, μας λέει μια πρόσφατη γαλλική έρευνα, που εξετάζει τους 446 τίτλους των βιβλίων της νέας λογοτεχνικής σεζόν με κριτήριο τον αριθμό των λέξεων. Οι τίτλοι με τις πολλές λέξεις, όπως «Οι σκίουροι του Σέντραλ Παρκ…», που έχουν κυρίως συνδεθεί με τη λεγόμενη feel-good λογοτεχνία, θεωρούνται σήμερα ξεπερασμένοι, σύμφωνα με την έρευνα.
Ο μέσος τίτλος περιλαμβάνει 3,5 λέξεις, ενώ από τους 446 τίτλους, το 14% είναι μονολεκτικοί. Το θέμα της έρευνας μπορεί να φαίνεται αστείο, έχει όμως απόλυτη σχέση με το μάρκετινγκ του βιβλίου. Αν κάνουμε μια βουτιά στη δική μας εκδοτική ιστορία, θα βρούμε τον τίτλο Ο Ιούδας φιλούσε υπέροχα. Είναι σίγουρο ότι ο τίτλος συνέβαλε στην επιτυχία αυτού του μυθιστορήματος της Μάιρας Παπαθανασοπούλου στη μακρινή εποχή του λαϊφστάιλ α λα ελληνικά. Θα άξιζε λοιπόν να δούμε μια έρευνα, έστω δημοσιογραφική, με τους τίτλους της νέας ελληνικής λογοτεχνικής παραγωγής.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.